Ο άγιος Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) |
Πολλές είναι οι ιερές (παρα)φλυαρίες των αδελφών μας βυζαντινών, του είδους "κανένα πρωτείο δεν αναγνώρισαν οι Πατέρες μας στον Πάπα"... Ας δούμε, ας διαβάσουμε τα αυθεντικά κείμενα, κι έπειτα ας βγάλουμε γνώμη. Ιδού πως αποκαλούσε τον Πάπα Λέοντα τον Γ' ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, Κωνσταντινουπολίτης μοναχός, στην ΛΓ' και ΛΔ' Επιστολή του (βλ. Ελληνική Πατρολογία, Tόμος 99)
1) Επιστολή ΛΓ’ προς Λέοντα πάπα Ρώμης:
Τω αγιωτάτω και κορυφαιοτάτω Πατρί Πατέρων Λέοντι τω δεσπότι μου και αποστολικώ πάπα, Θεόδωρος ελάχιστος πρεσβύτερος και ηγούμενος των Στουδίου.
Γέγονε τοίνυν, ω θειοτάτη των όλων κεφαλών κεφαλή, σύνοδος ως αληθών αθετούντων […]
Τούτων ήδη αψευδώς υπό της ευτελείας ημών ανενεχθέντων, εκείνην την φωνήν, ην ο κορυφαίος συν τοις λοιποίς αποστόλοις προσήγαγε Χριστώ, ηνίκα ο της θαλάσσης κλύδων επεγείρετο, προσφέρομεν τη Χριστομιμήτω σου μακαριότητι: Σώσον ημάς, αρχιποίμην της υπ’ ουρανόν Εκκλησίας, απολλύμεθα. Μίμησαί σου τον διδάσκαλον Χριστόν, και όρεξον χείρα τη καθ’ ημάς Εκκλησία, ως εκείνος Πέτρω […].
Πόσω γε μάλλον εύλογον και αναγκαίον αν είη, υπομιμνήσκομεν φόβω, υπό της θείας πρωταρχίας σου, έννομον κροτηθήναι σύνοδον, ως αν το ορθόδοξον της Εκκλησίας δόγμα, το αιρετικόν αποκρούσηται· και μήτε η κορυφαιότης σου συν άπασι τοις ορθοδόξοις αναθεματίζοιτο παρά των νέων κενοφώνων […].
Ταύτα, ως το ανήκον τη ουθενότητι ημών, ανηγγελκότες, ως ελάχιστα μέλη της Εκκλησίας, και τη υφ’ υμών υπείκοτες θεία ποιμεναρχία […].
2) Επιστολή ΛΔ’ προς Λέοντα πάπα Ρώμης:
Τω ισαγγέλω μακαριοτάτω και Αποστολικώ Πατρί Λέοντι πάπα Ρώμης, Θεόδωρος πρεσβύτερος και ηγούμενος των Στουδίου.
[…] αξιωθείσι δέξασθαι παρά της αποστολικής υμών μακαριότητος πρόσρησιν προσαγορευτικήν […].
Σύνοδος γέγονεν εν τοις καθ’ ημάς, ω μακαριώτατε, πάνδημος συγκαθεστέντων και αρχόντων των εν τέλει· και η σύνοδος επ’ αθετήσει του Ευαγγελίου του Χριστού, ου συ τας κλεις εδέξω προς αυτού, διαμέσω του των αποστόλων πρωτοστάτου, και των αμοιβαδόν, μέχρι του προηγησαμένου την ιεροτάτην σου κεφαλήν. Και όπως ανάσχοιτο επακηκοέναι η θεομίμητος επιείκιά σου;
Πάλιν δε και όλον το Ευαγγέλιον δια των φθασάντων παρανομιών ηθετήκασιν, ω ιερά και θεία κορυφή.
Και ταύτα ως ελάχιστα τέκνα της καθολικής Εκκλησίας, σοι τη πρωτίστη ημών αποστολική κεφαλή αναγγείλαι, κατά το αναγκαίον προεθυμήθημεν.
Απήγγειλε δε ημίν ο αυτός αδελφός ημών Επιφάνιος, ω θειοτάτη κορυφή, ως έγκλησιν εδέξατο παρ’ αυτής […].
Επιστείλαι ημάς τη αγία σου κορυφή δι’ Επιφανίου […].
Πηγή: Καθολικός Παρατηρητής
Σχετικά άρθρα:
Οι σκληροπυρηνικοί Ορθόδοξοι παραδέχονται οτι είναι λάθος απέναντι στον Πάπα Ρώμης!
6 σχόλια:
Αγαπητέ αδελφέ, Χριστός ανέστη.
Διάβασα αρκετές αναρτήσεις σας για τα θέματα που απασχολούν τις σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών και θα ήθελα με την άδειά σας να προβώ σε ένα μικρό σχολιασμό...
Οι ορθόδοξοι δεν είμαστε τόσο ανιστόρητοι ή κακόβουλοι όσο μας θεωρείτε... Είναι γνωστό ότι στην Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχει πρωτείο εξουσίας. Κάθε θέση αποτελεί διακονία, όχι εξουσία. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα παπικού πρωτείου εξουσίας σε καμιά εποχή.
Εκτός αυτού, γνωρίζουμε ακόμη τα εξής:
Τα πρεσβεία που αποδόθηκαν στα πατριαρχεία κατά τα βυζαντινά χρόνια είναι καθαρά πρεσβεία τιμής. Οι πατριάρχες είναι μεταξύ τους ίσοι. Ο πάπας τιμητικά μόνον είναι (ήταν) πρώτος τη τάξει (primus inter pares) και αυτό δεν του έδινε το δικαίωμα να διοικεί το σύνολο της Εκκλησίας παγκοσμίως.
Στο Βυζάντιο αποδόθηκαν ίσα πρεσβεία τιμής στους πατριαρχικούς θρόνους Ρώμης και Νέας Ρώμης (ΚΠόλεως). Αλλά, εκτός των άλλων, όλη αυτή η απόδοση τιμών κτλ, και η διοικητική δικαιοδοσία που δόθηκε σε κάθε πατριαρχείο (στο Ρώμης μόνο η Δύση) αφορά στη σπουδαιότητα των πόλεων όπου εδρεύουν και όχι σε κάποια πνευματικά κριτήρια.
Το πατρ. Ρώμης δηλ. τέθηκε πρώτο επειδή η Ρώμη ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και όχι επειδή "ήταν ο θρόνος του Πέτρου" κτλ. Ανάλογα ισχύουν και για τα άλλα πατριαρχεία. Βλ. Β. Στεφανίδη, Εκκλ. Ιστορία, σελ. 279-292.
Εξάλλου, κάθε φορά ηγέτης της Εκκλησίας είναι εκείνος που λύνει τα μεγάλα θεολογικα και εκκλησιαστικά προβλήματα. Τέτοιους πάπες, συγχωρέστε με, ομολογώ ότι δε γνωρίζω, που να επηρέασαν τουλάχιστον το σύνολο της Εκκλησίας. Δηλ. ποιος πάπας συγκαταλέγεται μεταξύ των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και η θεολογία του προχώρησε τη θεολογία της Εκκλησίας; Πιθανή εξαίρεση - εν μέρει μόνον - ο περίφημος Τόμος του αγίου Λέοντος Α΄, που φυσικά καταξιώθηκε λόγω της ορθοδοξίας του και όχι επειδή τον έγραψε πάπας.
Υπενθυμίζω ότι ποτέ πάπας δεν συμμετείχε σε Οικουμενική Σύνοδο, παρά δι' αντιπροσώπων. Κι όμως οι Σύνοδοι δεν εμποδίστηκαν απ' αυτό να πάρουν αποφάσεις. Εξάλλου, πότε ερωτήθηκε πάπας για τη σύγκληση Οικ. Συνόδου ή πότε πρωτοστάτησε; (Εννοώ φυσικά προ του Σχίσματος).
(συνεχίζεται)
[...]
Αντίθετα, ηγέτες της Εκκλησίας ολόκληρης έχουν υπάρξει Πατέρες όπως ο Μ. Αθανάσιος, ο Μ. Βασίλειος, ο άγ. Γρηγόριος Θεολόγος, ο άγ. Κύριλλος Αλεξανδρείας κ.ά.
Πόσο επηρέασαν οι πάπες τη λύση των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετώπισαν οι παραπάνω; Ή μήπως ρώτησαν κάποιον πάπα για την ορθότητα των θέσεών τους (πλην της επιστολής του αγ. Κυρίλλου, που έπρεπε να σταλεί, για λόγους διαδικαστικούς, μια και το θέμα του Νεστόριου αφορούσε πατριάρχες, και όχι φυσικά επειδή ο άγ. Κύριλλος περίμενε κηδεμονία από τον Ρώμης).
(Ακόμη και ασκητές όπως ο Μ. Αντώνιος επηρέασαν με τη διδαχή και το βίο τους την Εκκλησία περισσότερο από τη διδασκαλία και το βίο των παπών - εξαιρείται, θα έλεγα, ο άγιος Γρηγόριος Α΄ ο Μέγας, παρότι υπήρξαν και άλλοι άγιοι πάπες, αλλά όχι πραγματικοί ηγέτες σύνολης της Εκκλησίας).
Και στην Εικονομαχία ακόμη, τελικά τι έκανε αυτός ο πάπας, στον οποίο απευθύνθηκε ο άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης; Ποιος συνέβαλε περισσότερο στη λύση της εικονομαχίας; Οι πάπες (τίνος πάπα η θεολογία για τις εικόνες έπαιξε κάποιο ρόλο; ή ακόμη τι αντίκτυπο είχε η αντίδραση του πάπα Νικολάου Α΄; Επιτρέψτε μου να πω ότι δεν επηρέασαν πουθενά) ή οι άγιοι Ιωάννης Δαμασκηνός, Θεόδωρος Στουδίτης κ.ά.;
Όταν ο πάπας είναι ορθόδοξος ως προς την πίστη, άγιος και γενναίος, τότε ναι, είναι (κι αυτός) ηγέτης της Εκκλησίας. Ο άγιος Μαρτίνος Ρώμης π.χ., αγωνίστηκε με αυτοθυσία κατά του μονοθελητισμού (και πάλι, ο αληθινός ηγέτης της εποχής του ήταν ο άγ. Μάξιμος). Όταν όμως ο πάπας πέφτει σε αίρεση, καμιά θέση - ηγετική Ή ΑΛΛΗ - δεν έχει στην Εκκλησία του Χριστού! Μήπως ο άγ. Θεόδωρος ο Στουδίτης θα απευθυνόταν έτσι σ' έναν αιρετικό πάπα; Όχι ασφαλώς...
Περιττεύει να πω ότι οι τίτλοι με τους οποίους φορτώνει τον πάπα έχουν σχετική αξία. Υπενθυμίζω ότι Οικουμενικός είναι ήδη από τα βυζαντινά χρόνια ο πατριάρχης ΚΠόλεως, αλλά και πάλι είναι ίσος με τους λοιπούς πατριάρχες (και με κάθε επίσκοπο, γιατί η Εκκλησία δεν έχει βαθμό ανώτερο του επισκόπου!). Αλλά επίσης "πατήρ πατέρων" έχει χαρακτηριστεί από Οικ. Σύνοδο και ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης. Μήπως αυτός ήταν ο ηγέτης της Εκκλησίας την εποχή του;
Κλείνω λέγοντας ότι, με το να μη συμμετάσχουν αυτοπροσώπως οι πάπες στις Οικ. Συνόδους υπάρχει θέμα αν συμπεριλαμβάνονται και στους Αγίους Πατέρες των Οικ. Συνόδων, παρά το ότι αντιπροσωπεύονταν και τελικώς υπέγραφαν... Όλα αυτά τα ζητήματα χρειάζονται προσοχή.
Σας ευχαριστώ.
Θεόδωρος Στουδίτης και «παπικό πρωτείο»: ανάλυση των επιστολών και του λεξιλογίου που χρησιμοποιούσε (από: http://www.oodegr.com/oode/protestant/dogma/stouditis_1.htm)
Είναι γνωστό πως το ζήτημα αν ο Θεόδωρος Στουδίτης αναγνώριζε το παπικό πρωτείο με το αιρετικό του περιεχόμενο (δηλ. ως πρωτείο εξουσίας και όχι ως πρωτείο τιμής), είναι κάτι που έχει τύχει μακράς συζήτησης και μελέτης, καθώς συχνές είναι οι προσπάθειες δυτικών συγγραφέων να εκμεταλλευτούν επιλεγμένα κείμενα του Θεοδώρου ώστε να προβάλουν δήθεν συμπεράσματα υπέρ του αιρετικού παπικού πρωτείου.
Είναι όμως γνωστό, ότι οι δυτικοί ματαιοπονούν… Όπως γράφει ο καθηγητής Βλ. Φειδάς:
«Ο κανονικός θεσμός της Πενταρχίας των πατριαρχών, στην οποία συμπεριλαμβανόταν ως πρώτος κατά την τάξη και ο παπικός θρόνος, αποτέλεσε τον συλλογικό τύπο του Πρώτου της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στον κανονικό αυτό θεσμό οι πέντε πατριάρχες συγκροτούν την ανώτατη διοικητική αρχή στην Εκκλησία, το ‘πεντακόρυφον κράτος’ της Εκκλησίας» [39].
Ας προσέξουμε ιδιαίτερα τη φράση «πεντακόρυφον κράτος» που χρησιμοποιεί ο καθηγητής και θεωρείται μία από τις χαρακτηριστικότερες για να περιγράψει τον θεσμό της πενταρχίας της μίας εκκλησίας. Η φράση αυτή, ανήκει ακριβώς στον …Θεόδωρο Στουδίτη, αυτόν που κατηγορούν κάποιοι ως δήθεν υποστηρικτή του παπικού πρωτείου στην αιρετική του μορφή.
Και είναι μια φράση που διατυπώνεται επανειλημμένα από τον Θεόδωρο στα κείμενα του, όπου δεν αφήνει το παραμικρό να παρεξηγηθεί:
«...απόστολοι και οι τούτων διάδοχοι. τίνες δ' ουν οι ΔΙΑΔΟΧΟΙ; ο της Ρωμαίων νυνι πρωτόθρονος, ο της Κωνσταντινουπόλεως δευτερεύων, Αλεξανδρείας τε και Αντιοχείας και ο Ιεροσολύμων. τούτο το πεντακόρυφον κράτος της εκκλησίας, παρά τούτοις το των θείων δογμάτων κριτήριον» [40].
Όχι μόνο ο Θεόδωρος μιλάει στον πληθυντικό για ΔΙΑΔΟΧΟΥΣ των Αποστόλων (και όχι για έναν διάδοχο), επιπλέον όμως θεωρεί ΟΛΟΚΛΗΡΟ το «πεντακόρυφο» αυτό «κράτος» ως κριτήριο των θείων δογμάτων! Από εκεί και πέρα, κάθε «παρεξήγηση» των λεγομένων του είναι εκ του πονηρού.
Ακόμα και όταν το ζήτημα αφορά «εγκωμιαστικές εκφράσεις του για τον Απόστολο Πέτρο, οι όποιες έχουν εκληφθεί ως μαρτυρίες υπέρ του παπικού πρωτείου», «θα γίνει ευχερεστέρα η σύγκριση και θα διαπιστωθεί η φραστική και νοηματική ομοιότητα» όταν οι φράσεις αυτές «παραλληλισθούν με αντίστοιχες που χρησιμοποιούνται για τους άλλους Αποστόλους» και έτσι θα φανεί «η συνέπεια και η ταυτότητα των θέσεων, τις οποίες εξέφραζε [ο Θεόδωρος] και προς όλες τις άλλες, πλην του πάπα, προσωπικότητες»[41].
Ο Παναγιώτης Χρήστου, αν και θεωρεί ότι μπαίνει ένα ζήτημα από το γεγονός ότι σε επιστολή του ο Θεόδωρος αναφέρεται σε σύγκλιση Οικ. Συνόδου από τον Πάπα ενώ συνηθιζόταν να συγκαλείται επίσημα από τον αυτοκράτορα, εντούτοις γράφει ότι αυτό μπορεί να οφείλεται «εις το γεγονός ότι δεν ανεγνώριζε την αυθεντίαν των εικονοφίλων αυτοκρατόρων, κρυφίων και φανερών, ως και των Μοιχειανών».
Και συμπληρώνει:
«Δεν έχει βεβαίως πολλήν σπουδαιότητα το γεγονός ότι καλεί εις τας επιστολάς του τον πάπαν ισάγγελον και την έδραν της Ρώμης πρωταρχίαν, έναντι της πενταρχίας των πατριαρχείων, και ποιμεναρχίαν, διότι τοιαύται εκφράσεις είναι συνήθεις εις την επιστολογραφίαν των Βυζαντινών [...] αι εκφράσεις αύται δύνανται να ερμηνευθούν, χωρίς προσφυγήν εις το υπό ρωμαϊκήν έννοιαν πρωτείον, διά της αναφοράς εις τας διώξεις τας οποίας αντιμετώπιζον τότε οι ορθόδοξοι εικονόφιλοι» [42].
Ενδιαφέρον έχουν και τα όσα σημειώνει ο έγκυρος πατρολόγος, σε εκτενή βιβλιοκρισία του για έργο που πραγματεύεται εκκλησιολογικά προβλήματα της μεσοβυζαντινής εποχής:
[συνεχίζεται]
[...]
«επικαλείται [ο συγγραφέας του υπό βιβλιοκρισία έργου] αρκετά χωρία απαντώντα εις συγγράμματα θεολόγων της περιόδου, Μαξίμου, Δαμασκηνού, Νικηφόρου Α΄, Θεοδώρου Στουδίτου, τα οποία μαρτυρούν αναγνώρισιν του πρωτείου υπό την δυτικήν έννοιαν, επισημαίνει δε επίσης αρκετάς ενδεικτικάς ενεργείας. Ότι τα πράγματα δεν είναι τόσον απλά, καθίσταται φανερόν εκ της απουσίας θετικής αναγνωρίσεως του πρωτείου ΠΑΡ' ΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΑΝΔΡΟΣ. Όλοι οι ανωτέρω θεολόγοι, καθώς και άλλοι, μόνον εις στιγμάς ανταγωνισμού επικαλούνται τον πάπαν της Ρώμης. Η καταφυγή εις αυτόν αποτελεί απλώς επιχείρημα κατ' αντιπάλων, αιρετικών ή διωκτών. Ό,τι λέγεται εις τοιαύτας περιστάσεις, δεν είναι σταθερόν περιεχόμενον διδασκαλίας, είναι όπλον. Ό,τι λέγεται νηφαλίως και άνευ εξωτερικής πιέσεως, είναι προϊόν σταθεράς πεποιθήσεως. Εις την δευτέραν ταύτην περίστασιν το μόνον το οποίον λέγεται είναι ότι η έδρα της Ρώμης έχει πρωτείον τιμής και όχι εξουσίας, είναι το πρώτον τη τάξει εις την πενταρχίαν πατριαρχείον»[43].
Όπως γράφει και στη μελέτη του για την Ζ΄ Οικ. Σύνοδο ο καθ. Γιαννόπουλος Βασίλειος:
«Ο Θεόδωρος […] χαρακτηρίζει τους θρόνους της Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων ως 'το πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας' και ως 'το των θείων δογμάτων κριτήριον'. Επειδή όμως δεν ήταν τότε, κατά την έναρξη της δεύτερης περιόδου της εικονομαχίας, δυνατή η έλευση στην Κωνσταντινούπολη ή η έκφραση γνώμης από τους πατριάρχες της Ανατολής, λόγω της αραβοκρατίας, πρότεινε την αποστολή αντιπροσωπειών εκ μέρους των εικονομάχων και των εικονοφίλων προς τον Ρώμης για τη λήψη κανονικώς ορθής απόφασης για το θεολογικό πρόβλημα των ιερών εικόνων. Πράγματι στην εν λόγω επιστολή του ο Θεόδωρος προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα, για θέματα πίστεως, στο θρόνο της Ρώμης [...] Η τελευταία αυτή θέση του δεν ανατρέπει την παραπάνω σχετική με το 'πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας'. Η συγκυρία των ημερών εκείνων δεν επέτρεπε τότε να λειτουργήσει και να εκφρασθεί 'το πεντακόρυφον κράτος της Εκκλησίας', αφού, μετά την εκθρόνιση του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου, μόνο ο Ρώμης ήταν σε θέση να αποφανθεί ελεύθερα από έξωθεν επιδράσεις»[44].
[συνεχ.]
[...]
Ο Βασίλης Τσίγκος στη διατριβή του, παρουσιάζει μια πολύ χρήσιμη μεθοδολογία. Γνωρίζοντας πόσες παρεξηγήσεις αλλά και εκμεταλλεύσεις έγιναν με αφορμή συγκεκριμένες φράσεις από τις επιστολές του Θεοδώρου, αναλύει σε βάθος την επιστολογραφία του Θεοδώρου Στουδίτη:
«...θα μελετηθούν οι σχετικές επιστολές και στη συνέχεια θα γίνει σύντομη αναφορά σε ικανό αριθμό άλλων, τις οποίες απέστειλε ταυτόχρονα με παραλήπτες αξιόλογες ηγετικές προσωπικότητες, όπως είναι επίσκοποι, αυτοκράτορες, καθώς και διάφοροι αυτοκρατορικοί επίσημοι της εποχής του. Η παρουσίαση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί καταρχήν θα εμφανισθεί ευκρινώς ο τρόπος γραφής του ιερού πατρός, ο οποίος εμφανίζεται να αρέσκεται στην ευρύτατη και αφειδώλευτη απόδοση επαινετικών χαρακτηρισμών, εγκωμιαστικών και φιλοφρονητικών εκφράσεων γράφοντας προς όλους, τόσο προς τους πάπες της Ρώμης, όσο και προς τους άλλους πατριάρχες, καθώς επίσης και σε πλήθος από προσωπικότητες όλων των κοινωνικών διαβαθμίσεων. Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας απόπειρας καταγραφής θα είναι άκρως διαφωτιστικό και ενδιαφέρον, αλλά εξίσου αναγκαίο και εξαιρετικά χρήσιμο, γιατί θα συμβάλει αποφασιστικά, έτσι ώστε οι πολλές αναφορές του Θεοδώρου για έναν από τους πατριάρχες, όπως είναι ο πάπας, να ερμηνευθούν σε ‘ορθόδοξα’ πλαίσια, τα οποία πιστεύεται πως προσεγγίζουν στην αυθεντική ερμηνεία των θέσεών του. Αντίθετα, εάν τα πλαίσια αυτά αγνοηθούν, μάλλον θα απομακρύνουν το σύγχρονο μελετητή από όσα πραγματικά υποστήριζε» [45].
Τα συμπεράσματα είναι εξαιρετικά διαφωτιστικά:
- Η επιστολή αρ. 275, απευθύνεται προς τον «πάπα ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ»(!) με τον εξής τίτλο: «Τω τα πάντα αγιωτάτω πατρί πατέρων, φωστήρι φωστήρων, κυρίω μου και δεσπότη μακαριωτάτω πάπα Αλεξανδρείας, Θεόδωρος ελάχιστος πρεσβύτερος και ηγούμενος των Στουδίου» [46].
- Από την ίδια επιστολή προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα.
α) Ούτε καν τον τίτλο του πάπα δεν αποδίδει αποκλειστικά στον Ρώμης.
β) Καθώς στέλνει την ίδια επιστολή και «προς τον της Αντιοχείας πατριάρχην», προσφωνεί και τους δύο με τους τίτλους «αποστολική... θειοτάτη κορυφή» και «μεγάλη και θεία κεφαλή».
γ) Για τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως δηλώνει ότι είναι «ο πρώτιστος, η ιερά ημών κεφαλή» [47].
[...]
[...]
- Η επιστολή αρ. 276, απευθύνεται στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Θωμά και αν το προοίμιο θεωρηθεί δογματικό κατά γράμμα, τότε ο Θεόδωρος του αναγνωρίζει …πρωτείο ανάμεσα στους πέντε: «...η της σης μακαριότητος υπάρχει κορυφή, συ ΠΡΩΤΟΣ πατριαρχών, ΚΑΝ ΠΕΝΤΑΖΟΙΣ τω αριθμώ»[48]!
- Εκτός των άλλων, ο τίτλος «αποστολικός» δεν αποδίδεται μόνο στον πάπα Ρώμης, αλλά εξίσου και στους άλλους πατριάρχες. «Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι πως για τον Θεόδωρο τα αξιώματα και οι τίτλοι δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία από μόνοι τους, εάν όσοι τους κατέχουν δεν πράττουν αντάξια με όσα συμβολίζουν οι τίτλοι τους. Γι' αυτό το λόγο... προτρέπει τον πατριάρχη Ιεροσολύμων να δραστηριοποιηθεί και με τις πράξεις του να γίνει ένας από τους δώδεκα Αποστόλους» [49].
Η ανάλυση θα ήταν μακρά και για όποιον επιθυμεί, έχουμε καταγράψει στις υποσημειώσεις τη βιβλιογραφία για περαιτέρω ανάγνωση. Το λεξιλόγιο του Θεοδώρου, το οποίο οι προτεστάντες χαρακτήρισαν «γλοιώδες», και εξαιτίας του ονόμασαν τον Στουδίτη «υποτελή» και «δουλοπρεπή», δεν είναι παρά τρόπος γραφής και μορφή της επιστολογραφίας του προς ΟΛΟΥΣ. Οι τίτλοι που χρησιμοποιεί είναι κάτι συνηθισμένο στις επιστολές του, αλλά και στη βυζαντινή αλληλογραφία γενικότερα. Ο Θεόδωρος ονομάζει «αποστολικούς» όλους τους πατριάρχες και όχι μόνο τον Ρώμης, μιλάει για «πρωτείο» ακόμη και του Ιεροσολύμων, ονομάζει «πάπα» τον Αλεξανδρείας, και όλα αυτά έρχονται στις σωστές τους διαστάσεις μόνο με προσεκτική μελέτη των εκατοντάδων επιστολών του.
Και αυτό επίσης που οι συκοφάντες εικονομάχοι του Προτεσταντισμού δεν γνωρίζουν, ή δεν θέλουν να το γνωρίζουν, είναι ότι οι τιμητικοί τίτλοι που αποδίδονται στους Λειτουργούς της Εκκλησίας, δεν αποδίδονται στο πρόσωπο, αλλά στο ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΜΑ, το οποίο είναι του Χριστού και όχι των προσώπων. Οι τιμητικοί τίτλοι απευθύνονται προς τον Κύριο Ιησού Χριστό, του οποίου εικόνα και χέρια είναι οι ιερείς, και όχι αυτοδύναμοι αποδέκτες του τίτλου.
Στη ζωή του άλλωστε ο Θεόδωρος αποδείχθηκε ατρόμητος σε κάθε είδους πίεση και τιμωρία, και κανείς δεν δικαιούται να του προσάψει τέτοιες μομφές! Κανένα ζήτημα κολακείας δεν υπάρχει, διότι προσφωνεί με την ίδια φιλοφρόνηση ακόμη και πρόσωπα τα οποία ψέγει για τη συμπεριφορά τους! Το ανυποχώρητο του χαρακτήρα του σε σημείο υπερβολής, οι εξορίες, οι φυλακίσεις, οι μαστιγώσεις, ο ατρόμητος έλεγχος πατριαρχών και αυτοκρατόρων, διαψεύδει πέρα από κάθε αμφιβολία οποιονδήποτε ισχυρισμό περί δουλοπρέπειας, και δείχνει άνθρωπο που όχι μόνο για «κτήματα» δεν ενδιαφερόταν, αλλά ούτε και για την ίδια του τη ζωή.
Δημοσίευση σχολίου