Συνεχίζοντας τις σκέψεις του πατρός Γ. Τσέτση θα θέλαμε και εμείς με τη σειρά μας να εκφράσουμε με τη μορφή σχολιασμού κάποιες αντίστοιχες απόψεις με σκοπό όχι να ευλογήσουμε τα γένια μας, να στηρίξουμε τη θέση ή να αποδείξουμε τη λανθασμένη ίσως στάση των άλλων, αλλά ο απώτερος σκοπός είναι η ορθή θεώρηση των πραγμάτων, τουλάχιστον έτσι όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε και τα προσεγγίζουμε και η κατάθεση αυτής της προοπτικής. Η παράθεση αυτών και άλλων παρόμοιων απόψεων δεν έχει σκοπό την εσκεμμένη πειθώ ή αλλαγή του άλλου, ή πολύ περισσότερο την παραπλάνηση του άλλου, παρά αποτελεί μία βιωματική, ειλικρινή, έκφραση συνδυασμένη με κάποιες ειδικές επί του αντικειμένου γνώσεις, που μας χάρισε η ζωή και ο Θεός.
Η αρχή που διέπει την Οικουμενική Κίνηση, ότι μπορεί να βρεθεί το στοιχείο της ενότητας εν τη ποικιλία δεν αποτελεί ένα απλό πυροτέχνημα, ή μία άλλη θεωρία μεταξύ άλλων, παρά πίστη ότι πράγματι αυτός ήταν ο χρυσός κανόνας κατά τη διάρκεια της πρώτης κοινής χιλιετίας μεταξύ της χριστιανικής ανατολής και δύσης. Αυτή εννοείται η πορεία ούτε εύκολη ήταν, ούτε χωρίς διενέξεις και αντιθέσεις, αλλά στο τέλος και στις δύο πλευρές επικρατούσαν εκκλησιαστικοί άνδρες που έθεταν την ενότητα του σώματος πάνω από τα ποικίλα συμφέροντα. Σ’ αυτή την αρμονική λειτουργική διαφορετικότητα βασίζεται ο κανόνας της οικονομίας, ο οποίος φυσικά δεν σημαίνει αλλοίωση της ακρίβειας. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση η ακρίβεια δεν είναι κάτι άλλο παρά η σωτηρία του ανθρώπου. Οι Πατέρες με όποιο θέμα και εάν ασχολήθηκαν αυτό που πάντα τους ενδιέφερε ήταν η ανόθευτη διατήρηση της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, η διατήρηση της εκκλησιαστικής ειρήνης και αυτό το επιτύγχαναν μέσα από την εσχατολογική ερμηνεία των πραγμάτων. Αυτό τους έδινε μία άνεση στο να προσεγγίζουν τις αιρετικές ή τις σχισματικές ομάδες και να συνομιλούν μαζί τους επιδιώκοντας να βρούνε την χρυσή τομή. Αυτή είναι μία στάση μαρτυρική, γιατί ο διάλογος και δύσκολος είναι, αλλά και συνάμα αποτελεί μία μορφή μαρτυρίας. Μέσα από αυτό το συνειδητό μαρτύριο πάντοτε η Εκκλησία βγαίνει πιο δυνατή.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν σ’ όλες τις δομές και τις εκφράσεις της οικουμενικής κίνησης ήταν παρούσα, καθώς η συμμετοχή της δεν αποτελεί μία εξωτερική μορφή και μία ιδιότητα προσωρινή, αλλά προέρχεται από την ίδια την ουσία της. Με άλλα λόγια δεν είναι μία αποστολή για τους λίγους και τους ειδικούς, αλλά μία ουσιαστική έκφραση των πολλών που συγκροτούν το σώμα της. Στο σημείο αυτό στηρίζεται η αναγνώριση εκ μέρους των Ορθοδόξων των άλλων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών, χωρίς αυτό να σημαίνει και ταυτόχρονη αποδοχή ή αναγνώριση της διδασκαλίας που πρεσβεύουν. Παράλληλα η αναγνώριση της ύπαρξης του άλλου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνειδητοποίηση της σημερινής τραγικής κατάστασης. Δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε συνειδητά και να απέχουμε από τον διάλογο προφασισμένοι την «ανωτερότητά» μας ή την ιστορικότητά μας. Στον αναγκαίο πλέον σημερινό διάλογο απαιτούνται δύο ή περισσότερα μέλη, διαφορετικά καταντά μονόλογος.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο του σημερινού οικουμενικού διαλόγου και των διμερών θεολογικών διαλόγων που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η συμμετρία και η αναλογία μεταξύ της αυτονομίας και της ελευθερίας, πάντοτε μιλώντας με όρους εκκλησιολογικούς και εκκλησιαστικούς. Η αυτονομία δεν έχει να κάνει με την αναρχία και την αταξία και η ελευθερία ομοίως δεν έχει να κάνει με την ανεξαρτησία. Αντιθέτως, αποτελούν συστατικά και δομικά στοιχεία της αυτοκεφαλίας, όπου πάντα υφίσταται ο ρόλος του πρώτου που προΐσταται τόσο στη σύνοδο, όσο και στην ευχαριστιακή σύναξη, πράγμα όμως που προϋποθέτει την ύπαρξη και τη λειτουργία της συνόδου. Εντός της συνόδου κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων είναι η ομοφωνία και όχι η επιβολή. Αυτά αποτελούν στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εν μέρει χρησιμοποιούνται στον τρόπο λειτουργίας και δράσης των θεολογικών διαλόγων.
Ωστόσο, στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων συναντά κανείς την ανάπτυξη δύο διαφορετικών μοντέλων εκκλησιαστικής διοίκησης μεταξύ ανατολής και δύσης, που το καθένα έχει την ιστορική του πηγή και αιτία (αλλά δεν είναι επί του παρόντος να ασχοληθούμε με αυτό στην παρούσα φάση), την ανάπτυξη δύο διαφορετικών ιδεολογιών και ιδιοσυγκρασιών. Αυτή την κατάσταση ήρθε να την οξύνει το πολιτιστικό και κυρίως το πολιτικό χάσμα που καλλιεργήθηκε. Εκεί λοιπόν που οι εκκλησιαστικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν από μία αμοιβαία ανοχή, φιλία και συμπάθεια, κατά τον 11ο αιώνα βλέπουμε αυτή η λειτουργική ποικιλία να είναι η αιτία της σταδιακής απομάκρυνσης και της διαίρεσης, ενώ παράλληλα η κάθε πλευρά ήθελε και επιδίωκε από τη μία τη διατήρηση των κεκτημένων και από την άλλη την επιβολή του δικού της τυπικού και των δικών της εθίμων ως δείγμα της κυριαρχίας της.
Επίσης να αναφερθεί ότι η ύπαρξη του διαλόγου δεν σημαίνει την ανυπαρξία των διαφορών. Εξάλλου γι’ αυτό και πραγματοποιείται ο διάλογος, προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που κρατούν τους χριστιανούς σε διαίρεση. Το πέρας του διαλόγου θα σημάνει και τη δυνατότητα οι εκκλησίες να περάσουν στην επόμενη φάση της ευχαριστιακής σύναξης πληρώνοντας το έργο του διαλόγου. Είναι σημαντικό οι διαφορές που υφίστανται ούτε να αγνοηθούν, ούτε να μείνουν στο περιθώριο, διότι θα λειτουργήσουν εκ νέου αρνητικά δημιουργώντας νέο απόστημα στις εκκλησιαστικές σχέσεις. Αντίθετα στις διαφορές και στα προβλήματα πρέπει να τους δίνεται η αρμόζουσα βαρύτητα, όσο δύσκολο και επώδυνο είναι αυτό. Η κατάκτηση της μέσης αλήθειας, ή η προσωρινή και μερική ανοχή κάποιων πραγμάτων στις εκκλησιαστικές σχέσεις δεν αποτελεί βήμα προς τα εμπρός. Από την άλλη μεριά ούτε ο συνεχής διατυμπανισμός των διαφορών ευνοεί την εν γένει κατάσταση, καθώς έτσι δίνεται άλλοθι στον θρησκευτικό φανατισμό και καλύπτονται φαινόμενα βίας, κατάκρισης ή απόρριψης.
Ένα άλλο στοιχείο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας είναι ο ρόλος και η δράση του Αγίου Πνεύματος στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων, καθώς ο άνθρωπος πολλές φορές βασισμένος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις αγνοεί το θέλημα του Θεού ή το μεταφράζει όπως ο ίδιος επιθυμεί. Γι’ αυτό και πρέπει να μας προβληματίζει, εάν και εφόσον και όπου παρατηρείται στους κόλπους της Ορθοδοξίας, η μη ύπαρξη ενός πνεύματος καταλλαγής, συνδιαλλαγής και ειρήνευσης με τον έτερο Χριστιανό, γιατί έτσι θα υπάρχει ο φόβος να ομοιάσουμε με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής του ασώτου, που αντί να χαρεί λυπήθηκε με την επιστροφή του αδελφού του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν καλείται όχι μόνο να χαρεί, αλλά και να επιδιώκει την «επιστροφή» του αδελφού της μέσα από τον διάλογο. Για να συμβεί όμως αυτό προϋποθέτει την προσωπική και συλλογική άσκηση ως προετοιμασία για τη συμμετοχή της στον διάλογο. Διαφορετικά, εάν η κάθε πλευρά διατηρεί τον εαυτό της μακριά από την αυτοκριτική και την αυτοεξέταση τότε η όλη κατάσταση θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο.
Με άλλα λόγια η θεολογική και κυρίως η εκκλησιολογική αυτάρκεια ήταν και είναι πάντα επικίνδυνη. Γι’ αυτό και η Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία τόνισε την έννοια της ευχαριστιακής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών, και όχι την ύπαρξη ενός μοναδικού κέντρου το οποίο να κανονίζει τον τρόπο διοίκησης των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Εξάλλου η ύπαρξη και η λειτουργία του ενός κέντρου (επισκοπικού, μητροπολιτικού ή πατριαρχικού) στην Ορθοδοξία έχει καθαρά χαρακτήρα και ρόλο διακονικό, ως πρώτος μεταξύ ίσων, χωρίς τη δυνατότητα να επεμβαίνει στα εσωτερικά και διοικητικά θέματα άλλης περιφέρειας, πέραν της δικής του.
Συμφωνώ σχεδόν μ’ όσα ανέφερες, ωστόσο σ’ ένα σημείο διατηρώ μία διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων την οποία εξίσου θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου. Εξάλλου, η σημασία του θεολογικού-οικουμενικού διαλόγου στο σημείο αυτό έγκειται, όταν προσεγγίζεται από τα διεξαγόμενα μέλη ως μία διαδικασία «εξομολόγησης» είτε των λαθών του παρελθόντος, είτε ως «εξομολόγηση» - «μοίρασμα» των οραματισμών για το παρόν και το μέλλον. Πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι το μέλλον δεν αποτελεί μία μελλοντική κατάσταση που έρχεται μοιρολατρικά ή περιπτωσιολογικά, αλλά αποτελεί υπόθεση του παρόντος. Στο σήμερα χτίζει κανείς το αύριο…δεν είναι κάτι με άλλα λόγια που αναμένεται παθητικά, αλλά κάτι που δημιουργείται δυναμικά.
Από αυτήν την αίσθηση άλλωστε χαρακτηρίστηκε και η πρώτη γενιά των οικουμενικών θεολόγων του 20ου αιώνα, οι οποίοι ήθελαν να ευαγγελίσουν τον κόσμο στα χρόνια τους, στη γενιά τους. Μόνο δηλαδή, εάν αντιληφθούμε ως χριστιανοί το μέλλον μας ως μία κοινή υπόθεση και ως μία κοινή υποχρέωση μπορούμε να επιτύχουμε κάτι ουσιαστικό.
Αρχικά να διευκρινίσω, ότι στο σημείο που κάνω λόγο για «επιστροφή» δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση επιστροφή των άλλων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάτι τέτοιο και ρεαλιστικό δεν είναι, αλλά ούτε και εκφράζει το πνεύμα του θεολογικού διαλόγου. Κύρια επιδίωξη του διαλόγου δεν είναι η μεταστροφή του άλλου στην δική μου παράδοση, αλλά η κατάθεση της δικής μου ιδιαίτερης εμπειρίας και μαρτυρίας και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ρόλο η αγιοπνευματική χάρις και ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό το λόγο και το έβαλα εντός εισαγωγικών. Απλά αποτελεί μεταφορά της βιβλικής εικόνας της παραβολής.
Οφείλω να επαναλάβω ότι σκοπός του διεξαγόμενου οικουμενικού διαλόγου δεν είναι η μεταστροφή, η αλλαγή, η περίτεχνη εξαπάτηση, ο έμμεσος εκβιασμός διά του προσηλυτισμού ή η πειθώ διά λογικών επιχειρημάτων του άλλου. Αυτά είναι μοντέλα παρωχημένα και ξεπερασμένα και έχουν απορριφθεί από τους υγιώς σκεπτόμενους θεολόγους. Ζητούμενο είναι η διατήρηση της αυθεντικότητας των διαλογικών μερών. Κινητήρια δύναμη του οικουμενικού διαλόγου άλλωστε είναι ο πόνος της διαίρεσης, αλλά κυρίως και πρωτίστως η αναζήτηση και η βίωση του προσώπου του Χριστού στην εκκλησιαστική και λειτουργική μας ζωή και παράδοση. Η παράδοση δεν είναι ιερή αυτή καθ’ αυτή, δεν είναι κάτι το μαγικό, ούτε κάτι που έπεσε εξ ουρανού, αλλά αποκτά και λαμβάνει την ιερότητά της μέσα από την αναφορά της στο πρόσωπο του Χριστού. Είναι ιερή, γιατί περιγράφει την ιερή σχέση που έχει αναπτύξει ο άνθρωπος με τον Θεό στην ιστορική πορεία του «Ισραήλ» διαχρονικά. Με άλλα λόγια είναι ιερή, γιατί είναι ενυπόστατη στο πρόσωπο του Χριστού.
Στο σημείο που αναφέρεις τι με χαρακτηρίζει ορθόδοξο, καθολικό, προτεστάντη κλπ. και τι με χαρακτηρίζει Χριστιανό αποτελεί βασική αρχή της οικουμενικής θεολογίας, ότι οφείλουμε συνειδησιακά πρώτα να αισθανόμαστε μέλη της Una Sancta, της Μίας Εκκλησίας και μετά ν’ ακολουθεί η ομολογιακή μας ταυτότητα. Το πρόβλημα έγκειται στο σημείο αυτό όταν διατυμπανίζεται από τις Εκκλησίες που μετέχουν στον διάλογο ότι η καθεμία ξεχωριστά αποτελεί αυτή η ίδια τη Μία Εκκλησία. Όταν ταυτίζει τον εαυτό της με την έννοια της Εκκλησίας αποκλειστικά, αποκλείοντας όλους τους άλλους εκτός του Σώματος του Χριστού. Εκεί η όποια διαλογική διαδικασία μπλοκάρει, και εκεί χρειάζεται πιο πολλή η δυναμική και η ειρηνική αρετή της προσευχής. Πρέπει να κάνουμε συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο συγκεφαλαιωτικό, συγκεντρωτικό, συμπεριληπτικό και όχι διαχωριστικό, καθώς δεν αποκλείει και δεν αποκλείεται κανένας από το Σώμα του Χριστού.
Ωστόσο, εάν μπούμε στη διαδικασία της απόρριψης ενός δόγματος σήμερα, στην απόρριψη κάποιου άλλου δόγματος αύριο, τότε ίσως να εγκαινιάσουμε μία πρακτική που δεν θα έχει σταμάτημα. Θεωρώ, ότι είναι πιο συνετό, εάν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ένα δόγμα της Εκκλησίας να μην το θέτουμε εκτός εκκλησιαστικής πραγματικότητας άμεσα, αλλά πρώτα να ερευνούμε, να μελετούμε τόσο την Βίβλο, όσο και την σχετική χριστιανική γραμματεία για να δούμε γιατί, πότε, κάτω από ποιες προϋποθέσεις διατυπώθηκε, τι εκφράζει, γιατί μέχρι σήμερα κάποιοι το πιστεύουν κ.α. Και από την άλλη τίθεται το ερώτημα ποιός έχει το προνόμιο να θεσπίζει κάτι καινούργιο ή ν’ αφαιρεί κάτι από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας; Δεν νομίζω ότι αυτό το δικαίωμα το έχει οποιοσδήποτε απροϋπόθετα. Είναι άλλο να λέμε ότι η πίστη έχει (και αυτό σχετικό είναι) προσωπικό χαρακτήρα, και άλλο να λέμε εγώ δεν συμφωνώ με το α ή το β, άρα τα θέτω εκτός πραγματικότητας. Το δόγμα δεν αποτελεί μία φιλοσοφική αρχή, ή μία λογική θεμελίωση κάποιας θεωρίας, αλλά αντίθετα αποτελεί την καταγεγραμμένη μαρτυρία της εμπειρίας αυτών, που σήκωσαν τον σταυρό τους και ακολούθησαν απροϋπόθετα τον Χριστό εν αγίω Πνεύματι.
Επίσης αυτό που αναφέρεις για την αλλαγή στη στάση και στη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο έχεις απόλυτο δίκιο. Μάλιστα οι Ουνιτικές κοινότητες χαρακτηρίζονται από τα κείμενα ως «unionem habentes», διατηρώντας «unio in fide» και «communio in sacris» με την Ρώμη. Δηλαδή έχουν διατηρήσει το στοιχείο της ένωσης στην πίστη, στο δόγμα, και επίσης τη διοικητική εξάρτηση από το εκκλησιαστικό κέντρο της Ρώμης. Είναι ένα μοντέλο ένωσης που έχει ιστορικά προτείνει και προωθήσει η Εκκλησία της Ρώμης, αλλά όχι με τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ωστόσο, αργότερα με την εγκύκλιο Dominus Jesus, εκεί παρουσιάστηκε μία διαφορετική στάση αναφορικά με το θέμα των σχέσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες και κοινότητες, όπως τις χαρακτηρίζει.
Όμως μ’ αυτά θα ασχοληθούμε σε κάποια άλλη συνάφεια στην οποία θ’ αναφερθούμε διεξοδικά για την έννοια και τη σημασία της ένωσης και της ενότητας, που επιδιώκει ο οικουμενικός διάλογος, βέβαια πάντα μέσα από την Ορθόδοξη προσέγγιση. Γι’ αυτό επιδιώκω και θα ήθελα ο καθένας αναγνώστης του ιστολογίου αυτού να καταθέσει τις δικές του απόψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου