Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Βαρυσήμαντη επιστολή Καθηγητών ΑΠΘ για τους "αντιρρησίες" των διαλόγων

Ο Πάπας Παύλος ΣΤ' ασπάζεται στη Ρώμη τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, ενδεδυμένος το επιτραχήλιο που του είχε φορέσει ο ίδιος ο Πατριάρχης κατά την πρώτη συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα, δηλώνοντας με αυτή την κίνηση οτι παρά την ακοινωνησία, ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ρωμαική αρχιεροσύνη.

Αναδημοσίευση από το Amen.gr. Οι υπογραμμίσεις είναι του ιστολογίου.

Επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο απέστειλε νωρίτερα σήμερα, όπως πρώτο είχε γράψει από χθες βράδυ το Amen.gr, ομάδα καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. με την οποία καταδικάζεται η στάση ορισμένων Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι της συνοδικώς ληφθείσης αποφάσεως συμμετοχής της στους διαχριστιανικούς διαλόγους. Ιδιαίτερη αναφορά μάλιστα γίνεται στη στάση και τα «αναθέματα» που εξαπέλυσε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ ενώ οι Καθηγητές δεν παραλείπουν να αναφερθούν και στον Μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ.«Ενώ, όμως, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ενθέρμως ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, παρατηρούμε ότι ορισμένα μέλη της προβαίνουν σε πράξεις που υποσκάπτουν όχι μόνον την πορεία αυτών των διαλόγων, αλλά, ακόμη, και αυτήν την διορθόδοξο ενότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανησυχία μας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ι. Σύνοδος έως στιγμής δεν ήλεγξε τα μέλη της, Ιεράρχες, για την άτοπη και αντισυνοδική συμπεριφορά τους. Η στάση αυτή της Ι. Συνόδου μας αναγκάζει να αποστείλουμε την παρούσα επιστολή δια της οποίας θέτουμε προς το σεπτό σώμα της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τις ακόλουθες παρατηρήσεις και ερωτήσεις» σημειώνουν οι καθηγητές που υπογράφουν την επιστολή.

Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής και τα ονόματα των καθηγητών που την υπογράφουν:

Προς την Ι. Σύνοδο
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ι. Γενναδίου 14,
115 21 Αθήνα
Θεσσαλονίκη, 29 Μαρτίου 2012
"προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ
ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ,
ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου".
Πρ 20,28
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,

Σεβασμιώτατοι,

Από μακρού χρόνου η ακαδημαϊκή κοινότητα παρακολουθεί την εξέλιξη μιας ιδιοτύπου διαμάχης, η οποία αφορά στην θέση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος στους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους και τους οργανισμούς όπου αυτοί διεξάγονται. Οι περισσότεροι εξ ημών έχουμε συμμετάσχει στο παρελθόν και εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στους επιστημονικούς αυτούς διαλόγους, εκπροσωπούντες είτε την Εκκλησία της Ελλάδος είτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες παλαίφατες εκκλησιαστικές διοικήσεις. Για τα αποτελέσματά τους υποβάλλεται λεπτομερής απολογισμός στις αρμόδιες συνοδικές επιτροπές, όπου οι Σεβ. Ιεράρχες έχουν την δυνατότητα να ενημερωθούν διεξοδικώς για την πρόοδο αυτών των κινήσεων.

Η Εκκλησία της Ελλάδος, ακολουθώντας τον τύπο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αποφάσισε συνοδικώς, ήδη από το πρώτο μισό του παρελθόντος αιώνος, να αποστείλει αντιπροσώπους της στους οργανισμούς διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου. Η αποστολική τεκμηρίωση της δια του διαλόγου μαρτυρίας της αληθείας παρείχε πλήρη εχέγγυα για την ορθότητα της συμμετοχής της ενώ, συνάμα, η σύγχρονη απαρχή της διαχριστιανικής προσεγγίσεως με τις εγκύκλιες αποφάσεις της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου των ετών 1902 και 1904 επιβεβαίωνε την θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως υπευθύνου για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Για εκείνους δε που θα επιζητούσαν την περαιτέρω αγιολογική τεκμηρίωση της συγχρόνου διαχριστιανικής κινήσεως, αυτή ευρίσκεται εις το έργο του Αγίου Φιλαρέτου, Μητροπολίτου Μόσχας, ο οποίος έγραψε περί τα μέσα του 19ου αιώνος δια την ανάγκη θεραπείας των τραυμάτων του εκκλησιαστικού σώματος, την δυνατότητα επανενώσεως της διηρημένης χριστιανοσύνης και την κοινή χριστολογική πεποίθηση που διατηρούν μετά της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας οι αποσχισθέντες κλάδοι της. Ως αποφθεγματικώς διετύπωσε τούτο ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως: «τὸ δόγμα δεν καταπολεμεῖ τὴν ἀγάπην• ἡ δὲ ἀγάπη χαρίζεται τῷ δόγματι».

Ενώ, όμως, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ενθέρμως ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, παρατηρούμε ότι ορισμένα μέλη της προβαίνουν σε πράξεις που υποσκάπτουν όχι μόνον την πορεία αυτών των διαλόγων, αλλά, ακόμη, και αυτήν την διορθόδοξο ενότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανησυχία μας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ι. Σύνοδος έως στιγμής δεν ήλεγξε τα μέλη της, Ιεράρχες, για την άτοπη και αντισυνοδική συμπεριφορά τους. Η στάση αυτή της Ι. Συνόδου μας αναγκάζει να αποστείλουμε την παρούσα επιστολή δια της οποίας θέτουμε προς το σεπτό σώμα της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τις ακόλουθες παρατηρήσεις και ερωτήσεις.

Από μέλος της Ιεραρχίας, τον Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, την Κυριακή της Ορθοδοξίας του τρέχοντος έτους ανεγνώσθησαν «νέα αναθέματα» εναντίον του πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ «καὶ τοῖς αὐτῷ κοινωνοῦσι». Αναρωτιόμαστε, εάν η Εκκλησία της Ελλάδος τηρεί διαφορετική στάση από αυτήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο δια συνοδικής αποφάσεως εν έτει 1965 ήρε το ανάθεμα του 1054 που είχε εξαπολύσει ο πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ εναντίον των απεσταλμένων του πάπα Λέοντος Θ΄. Διότι, αποτελεί λογική ανακολουθία να αναθεματίζονται ο σημερινός πάπας Ρώμης «καὶ οἱ αὐτῷ κοινωνοῦντες» από έναν Επίσκοπο, και μάλιστα την ίδια στιγμή που επισήμως η Σύνοδος, στην οποία ανήκει, βρίσκεται σε θεολογικό διάλογο μαζί τους. Το αυτό ισχύει και για τους μύδρους του Σεβ. Πειραιώς κατά των Διαμαρτυρομένων, τους οποίους «συνανεθεμάτισε», παραβλέποντας πως για τέσσερεις και πλέον αιώνες ουδεμία Σύνοδος Ορθοδόξων θεώρησε σκόπιμο να προβεί σε ανάλογη ενέργεια. Οι πανορθόδοξες αποφάσεις επί του διαχριστιανικού διαλόγου οφείλουν να αποτελούν τον κανονικό οδηγό και την βακτηρία των ποιμένων της Εκκλησίας και όχι να διαβάλλονται και να καταστρατηγούνται από αυτούς.

Ο ίδιος Ιεράρχης, επίσης, έχει λάβει ως συνήθεια να καθυβρίζει σκαιώς την μουσουλμανική και την ιουδαϊκή θρησκεία μαζί με τους λειτουργούς και τους πιστούς τους. Αδυνατούμε να διακρίνουμε ή, έστω, να εικάσουμε ποιο είναι το πνευματικό ή ποιμαντικό όφελος από αυτή την απρόκλητη, βίαιη καταφορά ενός Επισκόπου εναντίον ανθρώπων διαφορετικού θρησκεύματος. Ταυτοχρόνως, μας προβληματίζει σοβαρά η εικόνα της Εκκλησίας της Ελλάδος και των ποιμένων της που εκπέμπεται στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας εξαιτίας αυτών των ενεργειών, και πολλοί από εμάς γινόμαστε κοινωνοί της απορίας και της αγανακτήσεως που αυτές εγείρουν. Είναι, άραγε, δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος την ζημία και την δυσχέρεια που προκαλεί η προαναφερθείσα νοοτροπία και συμπεριφορά στα παλαίφατα Πατριαρχεία, των οποίων άπασες οι καθέδρες ευρίσκονται σε κράτη με μουσουλμανική ή ιουδαϊκή πλειονότητα; Δεν πείθουμε διά των ύβρεων για την ευαγγελική αλήθεια, ειδικώς όταν η αλήθειά μας εκπορεύεται από τον Θεό της ειρήνης, ο οποίος όρισε ως τύπο και τόπο Του τους Επισκόπους και «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». Σε αυτό το σημείο κρίνουμε αναγκαίο η Ι. Σύνοδος να απαντήσει εάν δέχεται εκβιασμούς ή παρεμβάσεις από οποιοδήποτε ξένο θρησκευτικό κέντρο, όπως σαφώς κατήγγειλε ο ως άνω αναφερόμενος Ιεράρχης.
Συνωδά προς τον Μητροπολίτη Πειραιώς, και ο συνώνυμός του, Σεβ. Μητροπολίτης Κυθήρων, καταφέρεται, όπως και ο πρώτος, εναντίον του Πατριαρχείου Σερβίας κατηγορώντας το για κακοδικία (χάριν συμφερόντων ή απωλείας της Ορθοδόξου συνειδήσεως) στην περίπτωση του καθηρημένου πρώην Ράσκας, μοναχού Αρτεμίου, τον οποίο, μάλιστα, αμφότεροι οι προαναφερθέντες επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος χαρακτηρίζουν «κανονικό Επίσκοπο», «ομολογητή» και «άγιο». Τα ερωτήματα που αναφύονται, εν προκειμένω, είναι προφανή: Υφίσταται, Μακαριώτατε, κοινωνία των ως άνω Μητροπολιτών της ελλαδικής διοικήσεως με έναν εγνωσμένα σχισματικό πρώην Επίσκοπο; Αρνείται η Ι. Σύνοδος της Ε.τ.Ε. την δικαιοδοσία και την κρίση των συνοδικών οργάνων της αδελφής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας; Θεωρούμε κανονικώς και εκκλησιολογικώς απαράδεκτο Επίσκοποι αλλοτρίας Αυτοκεφάλου διοικήσεως να συνάπτουν κανονική κοινωνία με σχισματικούς, οι οποίοι δρουν εις βάρος της τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ίδιο απαράδεκτο θα θεωρούσαμε το να υποστηρίξουν και να κοινωνήσουν Επίσκοποι άλλης Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους εν Ελλάδι σχισματικούς. Εκτός και εάν για τους Σεβασμιωτάτους υφίστανται δύο μέτρα και δύο σταθμά: «ανάθεμα» για τους σχισματικούς της Δύσεως και «κοινωνία» με τους σχισματικούς των Βαλκανίων.
Γνωρίζουμε ότι ικανός αριθμός Ιεραρχών έχει εκφράσει τις ανησυχίες του και αιτηθεί την σύγκληση της Ι. Συνόδου προκειμένου να επιβεβαιωθεί εκ νέου ή να επανακαθορισθεί η στάση της Ε.τ.Ε. έναντι του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου και της Οικουμενικής κινήσεως. Ως μέλη της Εκκλησίας και θεράποντες της ιεράς επιστήμης της Θεολογίας θέτουμε υπ’ όψιν του σεπτού Σώματος της Ιεραρχίας και τις δικές μας παρατηρήσεις και ερωτήσεις. Μια σαφής συνοδική απαντητική διαγνώμη επί του θέματος είμαστε βέβαιοι ότι θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της ορθοδόξου μαρτυρίας στον κόσμο.

Μετά βαθυτάτου σεβασμού

Ευαγγελία Αμοιρίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια
Χρήστος Αραμπατζής, Επίκουρος Καθηγητής
Χαράλαμπος Ατματζίδης, Επίκουρος Καθηγητής
Διονύσιος Βαλαής, Επίκουρος Καθηγητής
Πέτρος Βασιλειάδης, Καθηγητής
Μόσχος Γκουτζιούδης, Λέκτορας
Ηλίας Ευαγγέλου, Επίκουρος Καθηγητής
Αγγελική Ζιάκα, Επίκουρη Καθηγήτρια
Φώτιος Ιωαννίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής
Δημήτριος Καϊμάκης, Καθηγητής
Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής
Άννα Κόλτσιου – Νικήτα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Δήμητρα Κούκουρα, Καθηγήτρια
Αντωνία Κυριατζή, Λέκτορας
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Καθηγητής
Νικόλαος Μαγγιώρος, Επίκουρος Καθηγητής
Γεώργιος Μαρτζέλος, Καθηγητής
Βασιλική Μητροπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια
Ιωάννης Μούρτζιος, Αναπληρωτής Καθηγητής
Παναγιώτης Παχής, Καθηγητής
Ιωάννης Πέτρου, Καθηγητής
Παναγιώτης Σκαλτσής, Αναπληρωτής Καθηγητής
π. Ιωάννης Σκιαδαρέσης, Επίκουρος Καθηγητής
Χρυσόστομος Σταμούλης, Καθηγητής
Χρήστος Τσιρώνης, Επίκουρος Καθηγητής
Στυλιανός Τσομπανίδης, Επίκουρος Καθηγητής
Παναγιώτης Υφαντής, Επίκουρος Καθηγητής
Γλυκερία Χατζούλη, Επίκουρη Καθηγήτρια

Δεν υπάρχουν σχόλια: