Άγιος Βιτάλιος, Ραβέννα |
CESARE GIRAUDO sj
Καθηγητής Ινστιτούτου Ανατολικών Σπουδών της Ρώμης
Μετάφραση: Πρωτοπρεσβύτερος Παύλος Κουμαριανός, Δρ. Θεολογίας
Αναδημοσίευση από την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών
«Οι υποσημειώσεις με αστερίσκους * είναι επεξηγηματικές σημειώσεις του μεταφραστή. Η μετάφραση βασίστηκε στο Ιταλικό πρωτότυπο του συγγραφέα και ολοκληρώθηκε κατόπιν διευκρινήσεων που έκανε ο ίδιος ο καθηγητής Cesare Giraudo στον μεταφραστή. Όπου το ελληνικό κείμενο αποκλίνει από το γαλλικό, αυτό οφείλεται σε πιθανόν διαφορετική διατύπωση του ιταλικού».
1. Μία διαφωνία ελάχιστα εποικοδομητική: «υπέρ ή κατά της επικλήσεως;»
Μεταξύ των κλασσικών θεμάτων που χωρίζουν καθολικούς και ορθοδόξους αναφέρεται συνήθως η διαφωνία σχετικά με την σημασία της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος για τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας*. Η Καθολική και η Ορθόδοξη θεολογία ενώνονται όταν ομολογούν την πίστη τους στη πραγματικότητα της παρουσίας του Κυρίου της Ευχαριστίας, αλλά αλίμονο, είναι διηρημένες όταν ασχολούνται με την συγκεκριμένη στιγμή κατά την οποία αυτή η «παρουσία» -η μεταβολή των Δώρων σε σώμα και αίμα Χριστού- πραγματοποιείται. Ενώ η Καθολική Εκκλησία διεκδικεί με τρόπο απόλυτο και αποκλειστικό να αποδίδει τον τελικό καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων στους λόγους του Κυρίου: «τούτο εστί το σώμα μου» / «τούτο εστί το αίμα μου», η Ορθόδοξη Εκκλησία φαίνεται να την συνδέει, με τρόπο επίσης απόλυτο και αποκλειστικό, με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η αντίθεση, που έχει τις ρίζες της σε μία καμπή της θεολογίας του Δυτικού σχολαστικισμού, βρήκε γόνιμο έδαφος στην αντιπαράθεση Ρώμης και Βυζαντίου. Για να καταλάβουμε καλύτερα τις συνέπειες αυτής της -τόσο λίγο εποικοδομητικής- αντιπαραθέσεως σχετικά με το μυστήριο που «οικοδομεί» την Εκκλησία, είναι χρήσιμο να ρίξουμε μια ματιά –έστω ακροθιγώς– στις ιστορικές συντεταγμένες υπό τις οποίες εκδηλώθηκε.
Είναι περί τα τέλη του 13ου αιώνα που αρχίζει να διαγράφεται μία ακαδημαϊκού τύπου σχολαστική αντιπαράθεση επί του θέματος μεταξύ Ανατολής και Δύσεως (1). Από την μια μεριά ο ερχομός στην Ανατολή Καθολικών ιεραποστόλων έκανε γνωστή στα ξαφνιασμένα μάτια των Λατίνων την, όπως φαίνεται σε εκείνη τη φάση άγνωστη σε αυτούς, επίκληση του Αγίου Πνεύματος, που ακολουθεί τα λόγια του Κυρίου στην Θεία Ευχαριστία. Από την άλλη μεριά, η μετάφραση των έργων του αγίου Θωμά του Ακινάτη († 1274) έκανε να γνωρίσουν οι Βυζαντινοί την θέση των Σχολαστικών Δυτικών θεολόγων.
Σε υπεράσπιση της Ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι της κατηγορίας της ετεροδοξίας ξεσηκώθηκαν ο Νικόλαος Καβάσιλας († μετά το 1391) και ο Συμεών Θεσσαλονίκης († 1429).
Με τον ακόλουθο τρόπο ο Καβάσιλας συνοψίζει την θέση της Λατινικής Εκκλησίας:
«Ενταύθα δε τινες Λατίνοι των ημετέρων επιλαμβανονται. Φασί γαρ, μετά τον του Κυρίου λόγον, το “λάβετε, φάγετε” και τα εξής, προς το αγιασθήναι τα δώρα μηδεμιάς ευχής έτι δείσθαι, ως αν υπό του Κυριακού λόγου τελειούμενα» (2)
[Μετάφραση: Μερικοί Λατίνοι ασχολούνται εδώ με τα δικά μας. Λέγουν πραγματικά, ότι μετά το λόγο του Κυρίου, «λάβετε, φάγετε» και τα επόμενα, τα Τίμια Δώρα δεν χρειάζονται καμμιά ευχή για αγιασθούν, διότι τελειούνται από το λόγο του Κυρίου]
Αφού λοιπόν προσδιορίστηκαν οι θέσεις της διένεξης, ο Καβάσιλας περνάει στην επίθεση και επιχειρηματολογεί με βάση την ευχή της Ευχαριστιακής Αναφοράς της Εκκλησίας της Ρώμης**. Καταδεικνύει, λοιπόν, ότι και οι Λατίνοι αναπέμπουν στο Θεό μία αντίστοιχη επίκληση μετά τους λόγους του Κυρίου:
«Ο δε παντελώς αυτούς επιστομίζει, ότι και η των Λατίνων Εκκλησία, εις ην αναφέρειν δοκούσι, μετά τον του Κυρίου λόγον, εύχεσθαι υπέρ των δώρων ου παραιτούνται… Τις δε η ευχή; “Κέλευσον ανενεχθήναι τα δώρα ταύτα εν χειρί αγγέλου εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον”» (3)
[Μετάφραση: Εκείνο δε που τους αποστομώνει εντελώς είναι ότι και των Λατίνων η Εκκλησία, στην οποία αναφέρονται, δεν παραλείπει να εύχεται υπέρ των Δώρων μετά τον λόγο του Κυρίου… Ποια είναι αυτή η ευχή; «Διάταξε, Κύριε, να ανεβασθούν τα Δώρα αυτά με χέρι Αγγέλου στο υπερουράνιό Σου θυσιαστήριο.»]
Ο βυζαντινός απολογητής δεν έχει αμφιβολίες για τους υπευθύνους μίας τέτοιας παρανοήσεως. Έτσι καταγγέλλει:
«Φανερόν τοίνυν ως το ατιμάζειν την υπέρ των Δώρων ευχήν μετά τον του Κυρίου λόγον ουδέ της Εκκλησίας των Λατίνων εστίν απλώς, αλλ’ ενίων ολίγων και νεωτέρων, οίοι και τάλλα αυτήν ελυμήναντο, εις ουδέν έτερον ευκαιρούντες ‘η λέγειν τι και ακούειν καινότερον’ (Πράξεις 17,21)» (4).
[Μετάφραση: Είναι λοιπόν φανερό ότι το να περιφρονούν την ευχή υπέρ των Δώρων μετά τον λόγο του Κυρίου δεν είναι συνήθεια της Εκκλησίας των Λατίνων γενικώς, αλλά μόνον ολίγων καινοτόμων, οι οποίοι και σε άλλα θέματα την έφθειραν, άνθρωποι που δεν ευκαιρούν σε τίποτε άλλο «παρά να λέγουν και ν΄ ακούν κάτι νεώτερο»]
Υπεύθυνοι λοιπόν της Λατινικής ισχυρογνωμίας επί του θέματος είναι αυτοί, που αυτός καταγγέλλει ως «καινοτόμους» (5). Με αυτό το τρόπο κατηγορεί τους συστηματικούς θεολόγους του Δυτικού σχολαστικισμού ότι έχουν απομακρυνθεί από την ισορροπία που χαρακτηρίζει την Μυστηριακή θεολογία των πρώτων αιώνων (6). Εναντίον της σταδιακής σκληρύνσεως της θέσεως των Λατίνων, αυτός κατόρθωσε να καταδείξει και ακόμα και ο δικός τους «Κανόνας» [=Αναφορά], διαθέτει Επίκληση για τον καθαγιασμό και των Δώρων και της συνάξεως, και μάλιστα Επίκληση που επακολουθεί τους λόγους του Κυρίου (όπως δηλαδή και στις αντίστοιχες Βυζαντινές Αναφορές.
Μετά τον Καβάσιλα εμφανίζεται στο πεδίο της μάχης ο Συμεών, επίσκοπος Θεσσαλονίκης. Και αυτός επίσης αναγνωρίζει την ύπαρξη Επίκλησης στην Ρωμαϊκή Αναφορά. Εντούτοις, ενώ ο Καβάσιλας είχε εντοπίσει την επίκληση στην παράγραφο Supplices της Αναφοράς (Iube haec perferri etc.) –και την εννοούσε ως επίκληση του Αγίου Πνεύματος η οποία επακολουθεί*** την εκφώνηση των λόγων «λάβετε, φάγετε κ.λ.π.» -ο Συμεών την βλέπει στην παράγραφο Quam oblationem, δηλαδή σε επίκληση της Ρωμαϊκής Αναφοράς, η οποία προηγείται των λόγων του Κυρίου. Στο έργο του Ερμηνεία περί του Θείου Ναού, όπου σχολιάζει θεολογικά την Θεία Λειτουργία, λέει τα εξής:
«Οι ανθιστάμενοι δε και από της σφων λειτουργίας εξελεγχέσθωσαν. Εύχονται γαρ και αυτοί τα προκείμενα σώμα γενέσθαι και αίμα Χριστού, και ευλογούσι τα δώρα, και εμφυσώσι παρά την θείαν παράδοσιν, ουκ αρκούμενοι ταις του Κυρίου μόνον φωναίς» (7)
[Μετάφραση: Αυτοί που έχουν αντίθετη γνώμη ας ελεγχθούν και από τη δική τους Λειτουργία. Διότι και αυτοί προσεύχονται ώστε τα προκείμενα δώρα να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού, και ευλογούν τα δώρα, και εμφυσούν παρά την θεία παράδοση, χωρίς δηλαδή να αρκούνται στην εκφώνηση των λόγων του Κυρίου]
Η έκφραση «εμφυσώσι παρά την θείαν παράδοσιν» (8), που μεταφράζουμε ως «φυσάνε παρά την θεία παράδοση» μπορεί να κατανοηθεί στο φως δύο διαφορετικών λειτουργικών πράξεων που μαρτυρούνται από την Λατινική Εκκλησία. Δηλαδή, ή αναφέρεται στην μεσαιωνική συνήθεια που προέβλεπε οι λειτουργοί να ασπάζονται την εικόνα του Θεού Πατρός και του Εσταυρωμένου σε σχετικές στιγμές της Αναφοράς, δηλ. κατά τον πρόλογο [ο οποίος αναφέρεται στο πρόσωπο του Πατρός], και στην παράγραφο της Αναφοράς που αρχίζει με την φράση Te igitur [ο οποίος αναφέρεται στο πρόσωπο του Υιού]. Ή αναφέρεται στην συνήθεια κάποιων λειτουργών κατά την απαγγελία της Αναφοράς, να εκφωνούν αγκομαχώντας τους λόγους του Κυρίου στο Μυστικό Δείπνο.
Επομένως, εάν δούμε την έκφραση αυτή του Συμεών με βάση την άμεση κατανόηση που θα μπορούσαν να έχουν οι Δυτικοί αναγνώστες, θα λέγαμε ότι αυτοί θα την καταλάβαιναν ή με την έννοια του ασπασμού των εικόνων του Ιερατικού, ή με την έννοια του αγκομαχητού κατά την εκφώνηση των λόγων του Καθαγιασμού. Αν όμως δούμε την έκφραση αυτή από την οπτική γωνία του Συμεών, μπορούμε να φανταστούμε ότι ο ίδιος ευρισκόμενος και στις δύο περιπτώσεις ενώπιον μίας πράξεως ελάχιστα γνωστής σε αυτόν, είχε κατά νουν κάτι πολύ περισσότερο [ή κάτι διαφορετικό]. Καθώς το ελληνικό ρήμα «εμφυσώ» χρησιμοποιείται σαν τεχνικός όρος για να δηλώσει την χορήγηση του Αγίου Πνεύματος στην Λειτουργική πράξη –σε συνάφεια με το χωρίο Ιωάν. 20,22– είναι πολύ πιθανόν ότι ο Συμεών έβλεπε και στην μία και στην άλλη περίπτωση εμφυσήματος ακριβώς μία αναφορά στην κάθοδο του Αγίου Πνεύματος (9).
Θέλησα ανακαλέσουμε στην μνήμη μας την αντίδραση των δύο μεγάλων βυζαντινών θεολόγων, Καβάσιλα και Συμεών. Από αγάπη προς την αλήθεια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι από την βυζαντινή πλευρά δεν υπερέβαλαν διόλου στην ακριβή τοποθέτηση των θεμάτων της σύγκρουσης. Πολύ περισσότερο σκληρή και αδιάλλακτη ήταν η Λατινική στάση. Μπορούμε να την συνοψίσουμε στην θέση 34 της πραγματείας Mysterium Fidei [= Μυστήριο Πίστεως] του Maurice de La Taille († 1933), μία θέση προφανώς σύγχρονη, της οποίας όμως το περιεχόμενο είναι αυτό που υπήρχε τότε στην ατμόσφαιρα:
Η θυσία ολοκληρώνεται (τελειούται) με μόνον τον καθαγιασμό (της εκφωνήσεως «λάβετε, φάγετε κ.λ.π).». Προς τον σκοπό του καθαγιασμού η επίκληση (του Αγίου Πνεύματος) δεν παρέχει κανένα αποτέλεσμα και δεν είναι αναγκαία με κανένα τρόπο (λατινικά: δεν έχει καμμία αποτελεσματικότητα ούτε αναγκαιότητα η επίκληση), αν και καθιερώθηκε κατά ένα σοφό σχήμα και έχει μία κατάλληλη θέση (10).
Έτσι η Επίκληση κατέληξε να θεωρείται περιορισμένη σε ένα ρόλο καθαρά διακοσμητικό, μη όντας τίποτε άλλο στα μάτια του συγγραφέα του εγχειριδίου, παρά μία καθαρά τελετουργική εκφώνηση (11).
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλοι οι Λατίνοι συγγραφείς θεολογικών εγχειριδίων ήταν αναγκασμένοι, ενάντια στην θέλησή τους, να παραδεχθούν την ύπαρξη Επίκλησης στην Αναφορά. Θα ήταν πανευτυχείς προσωπικά, και η προπάθειά τους να διατυπώσουν συστηματική θεολογία θα γινόταν δεόντως ευχερέστατη, αν κατόρθωναν –σαν μ’ ένα μαγικό ραβδί– να διαγράψουν διαμιάς όλες τις Επικλήσεις από όλες τις Ευχαριστιακές Αναφορές. Αλίμονο, γνωρίζουν ότι δεν διαθέτουν κάποιο τέτοιο εργαλείο. Γι’ αυτό το λόγο, μοχθούν να δικαιολογήσουν με κάποιο τρόπο την παρουσία της.
Τέλος πάντων, μπροστά στην αποφασιστικότητα με την οποία οι εκφραστές των δύο θέσεων κρατούν τις ασπίδες τους και κραδαίνουν τα ξίφη τους, σου έρχεται να αναρωτηθείς: «Θα γίνει ποτέ δυνατόν να συμφιλιωθούν οι δύο θέσεις; Μα πώς να συμφιλιωθούν; Θα γίνει ποτέ δυνατό να βρεθεί ένας συμβιβασμός, με την προϋπόθεση, μάλιστα, ότι η μία από τις δύο πλευρές θα υποχωρήσει από την αδιάλλακτη τοποθέτησή της; Μα σε ποια πλευρά από τις δύο να γίνει η πρόταση να υποχωρήσει;».
Από την Καθολική πλευρά δεν έλειψαν οι θεολόγοι καλής θελήσεως που κάλεσαν τους συναδέλφους τους σε μετριοπάθεια, διαβλέποντας την δυνατότητα να συνδυάσουν την απόλυτη αποτελεσματικότητα των καθαγιαστικών λόγων του Κυρίου «λάβετε, φάγετε κ.λ.π.» με την εξίσου απόλυτη αποτελεσματικότητα της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος. Δύο εξ’ αυτών είναι του 16ου αιώνος: πρώτος ο δομηνικανός Αμβρόσιος Catarino († 1553), που έγραψε για τους πατέρες της συνόδου του Τριδέντου δύο έργα πάνω στο θέμα αυτό, και ο άλλος ο φραγκισκανός Χριστόφορος Cheffontaines († 1595), ο οποίος έγραψε για το θέμα αυτό και στα Λατινικά και στα Γαλλικά. Και οι δύο θεωρούν ως «τύπο» Ευχαριστιακού καθαγιασμού συνάμα και τους λόγους του Κυρίου και την Επίκληση. Όσο δε για την τελική καθαγιαστική αποτελεσματικότητα, αυτή ταυτίζεται με το στοιχείο εκείνο που υπεισέρχεται τελευταίο: για τους Λατίνους θα είναι οι λόγοι του Κυρίου που συμπληρώνουν την επίκληση που προηγείται, για όλους τους άλλους, συμπεριλαμβανομένων και των Βυζαντινών, θα είναι η επίκληση του Αγίου Πνεύματος, που έπεται και συμπληρώνει τους λόγους του Κυρίου. Φυσικά τα γραπτά των δύο συγγραφέων συμπεριελήφθησαν στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων.
Εις πείσμα όμως της καταδίκης, η θέση αυτή επαναλήφθηκε από επιφανείς λειτουργιολόγους του 18ου αιώνα –μεταξύ των οποίων ο Eusèbe Renaudot († 1720), και ο Pierre Lebrun († 1729)-, οι οποίοι προκάλεσαν μια χιονοστιβάδα αρνητικών αντιδράσεων. Ο τελευταίος που ξαναπρότεινε αυτήν την θέση τον 20ο αιώνα ήταν ο Max Σαξωνίας († 1951), ο οποίος καταδικάσθηκε με παρέμβαση του πάπα Πίου του 10ου (12).
Όσον αφορά την Καθολική πλευρά, πρέπει να πούμε καθαρά ότι στην ιεράρχηση των Ποντιφηκικών δηλώσεων αυτή η τοποθέτηση του Πίου του 10ου κατά της Επικλήσεως, συγκαταλέγεται στα ήσσονα ντοκουμέντα, καθόσον έχει τον χαρακτήρα επιστολής που απευθύνεται σε μεμονωμένα άτομα ή ομάδες ατόμων (13). Διότι όντως, η διδασκαλία που περιέχεται στις ανακοινώσεις που έχουν το κύρος επίσημης διδασκαλίας, πάντα περιοριζόταν στο να κατοχυρώνει την αποτελεσματικότητα των λόγων της συστάσεως του Μυστηρίου [= «λάβετε, φάγετε κ.λ.π.], χωρίς από την άλλη μεριά να επιφέρει περαιτέρω συγκεκριμένες δηλώσεις, που να αποκλείουν την σημασία και την αποτελεσματικότητα και της Επικλήσεως. Είναι ευθύνη κάποιων θεολόγων το ότι τέντωσαν τόσο πολύ την άποψή τους ώστε να φτάσει στον αποκλεισμό της Επικλήσεως, πράγμα που τα επίσημα ντοκουμέντα της δογματικής διδασκαλίας της Καθολικής Εκκλησίας φρόντισαν να αποφύγουν.
2. Μια σοφή μεθοδολογική υπόδειξη: «ο κανόνας της πίστεως ακολουθεί τον κανόνα της προσευχής»! (Όπως προσευχόμαστε έτσι πρέπει και να πιστεύουμε)
Τότε που στην Εκκλησία του 4ου αιώνα συζητιόταν το θέμα αν η Θεία Χάρις ήταν αναγκαία για να κάνει κάποιος το πρώτο βήμα προς την μεταστροφή (initium fidei) και για να προοδεύσει στην συνέχεια στην αρετή, οι διαφωνούντες θεολόγοι σκέφτονταν ως εξής: «Εφόσον μεταξύ μας ο κανόνας της πίστεως (lex credendi) είναι διαφορετικός –αφού πράγματι οι μεν πιστεύουν έτσι και οι άλλοι αλλιώς-, ας δώσουμε την προσοχή μας στον κανόνα της προσευχής (lex orandi), αφού όλοι προσευχόμαστε με τον ίδιο τρόπο. Ο κανόνας της προσευχής θα μας πει τι και πως πρέπει να πιστεύουμε». Έτσι, ο Πρόσπερος di Aquitania († 455), επιχειρηματολογώντας με βάση την τάξη της προσευχής, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Χάρις είναι αναγκαία (14). Το ίδιο και ο Πέτρος ο Διάκονος –που γράφει γύρω στο 520– κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα βασιζόμενος στην Αναφορά του Μ. Βασιλείου (15).
Αυτή ήταν η μεθοδολογία που εφαρμοζόταν την εποχή των Πατέρων για να ξεκαθαρίσουν τα στριφνά θέματα. Εάν αυτή η μεθοδολογία είχε δώσει κάλλιστα αποτελέσματα σε διαφορετικά θεολογικά πεδία, η αξία της είναι περισσότερο σημαντική στο χώρο της Μυστηριακής θεολογίας, και πρωτίστως στην Ευχαριστιακή θεολογία! Πράγματι, που αλλού θα έπρεπε να ρωτήσουμε τι είναι η Ευχαριστία, αν όχι στην ίδια την προσευχή με την οποία πάντα η Εκκλησία τελεί την Ευχαριστία; Κυρίως όσον αφορά την Ευχαριστία πρέπει να συναινέσουμε ότι και οι Εκκλησίες της Ανατολής και και οι Εκκλησίες της Δύσεως την τελούν με τον ίδιο τρόπο και με τις αντίστοιχες προσευχές, δηλ. με εκείνες τις ευχές Αναφοράς, τις οποίες οι Εκκλησίες από τα αρχαία χρόνια, σε ένδειξη ενότητας, αντήλασσαν αμοιβαία.
Τούτων ούτως εχόντων, καμμία «ορθόδοξη» Εκκλησία –με την καθαυτό έννοια, της Εκκλησίας δηλ. που ομολογεί την ορθή πίστη– τέλεσε ποτέ την Ευχαριστία είτε με μόνο την επίκληση, είτε με μόνο τους συστατικούς λόγους του Κυρίου! **** Συνεπώς, κάνοντας δική μας την μεθοδολογία των Πατέρων, πρέπει να καταλήξουμε κι εμείς να μεταφέρουμε τον διάλογο από την «σχολή» στην «Εκκλησία», δηλαδή από τις «εν τω κόσμω» έδρες των ακαδημαϊκών μας ιδρυμάτων στο χώρο όπου όλος ο προβληματισμός συγκροτείται υπό το φως της Λατρείας!
Εδώ ας κάνουμε μια σύντομη στάση για να παρατηρήσουμε πώς ένας Πατέρας της Εκκλησίας αναπτύσσει στους νεόφυτους της εκκλησίας του το θέμα της Ευχαριστίας. Εδώ έχουμε μόνο την αμηχανία της επιλογής. Η αλήθεια είναι ότι και οι Πατέρες της Ανατολής και οι Πατέρες της Δύσεως ενεργούσαν όλοι με τον ίδιο τρόπο, μέχρι σημείου όπου, όταν διαβάζουμε τον άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων († 397) έχουμε την εντύπωση ότι διαβάζουμε τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων († 387), και αντιθέτως, διαβάζοντας Κύριλλο έχουμε την εντύπωση ότι διαβάζουμε Αμβρόσιο.
Ειδικότερα είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι, σχετικά με την Ευχαριστία, οι Πατέρες ακολουθούν δύο συναφείς τύπους προσέγγισης.
Σε μία πρώτη φάση ενδιαφέρονται να τραβήξουν την προσοχή των νεοφώτιστων στην ουσιαστική διαφορά που υπάρχει μεταξύ της Ευχαριστίας και των άλλων Μυστηρίων. Ενώ στο Βάπτισμα και στο Χρίσμα για να τελεσθεί το Μυστήριο είναι αντιστοίχως, το νερό, το οποίο παραμένει νερό, και το λάδι, που παραμένει λάδι, εντούτοις στην Ευχαριστία δεν είναι το ψωμί και το κρασί που μας μεταβάλλουν σε Σώμα Εκκλησίας, αλλά το ίδιο το σώμα και το αίμα του Κυρίου στα οποία μεταβάλλεται ο άρτος και ο οίνος. Για να υπογραμμίσουν μια τέτοια τόσο ουσιαστική διαφορά ο μυσταγωγοί Πατέρες εστιάζουν την προσοχή του ακροατηρίου τους στα λόγια του Κυρίου, εξηγώντας ότι αυτά τα λόγια, λεγόμενα από τον Ιερέα, παράγουν την «πραγματική παρουσία» του Κυρίου στην Ευχαριστία! (16)
Κατόπιν, σε μια δεύτερη φάση, ο μυσταγωγός ενδιαφέρεται να ξανατοποθετήσει το μυστήριο της πραγματικής παρουσίας του Κυρίου –που για σκοπούς διδακτικούς προσωρινά παρουσιάσθηκε ανεξάρτητα από την Αναφορά– στο πλαίσιο της δυναμικής του Μυστηρίου. Έτσι, οδηγείται να δει την αποτελεσματικότητα των συστατικών του Μυστηρίου λόγων στο φως της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος, είτε πρόκειται για επίκληση που προηγείται της εκφωνήσεως των λόγων του Κυρίου (όπως στον άγιο Αμβρόσιο), είτε πρόκειται για επίκληση που έπεται αυτών των λόγων (όπως στον άγιο Κύριλλο). Σε αυτήν την δεύτερη προσέγγιση –που είναι και η καθοριστική– οι Πατέρες ανιχνεύουν μία σχέση δυναμική, τέλεια, αρμονική, αλληλοσυμπληρωματική, και σε καμμία περίπτωση ανταγωνιστική, μεταξύ των Συστατικών λόγων (= «λάβετε, φάγετε…») και της Επικλήσεως!
Μία επιβεβαίωση αυτού του φαινόμενου έχουμε στον άγιο Αμβρόσιο Μεδιολάνων, ο οποίος οικοδομεί την διδασκαλία του για την Ευχαριστία ακριβώς πάνω στη σχέση Συστατικών λόγων και Επικλήσεως. Στην ερώτηση «Θέλεις να ξέρεις με ποιο τρόπο γίνεται ο καθαγιασμός με τα ουράνια λόγια;», απαντά: «Λάβε υπόψη σου ποια είναι τα λόγια! Λέει ο ιερεύς…» (17). Σε αυτό το σημείο ο μυσταγωγός υπενθυμίζει στους νεοφώτιστούς του το κεντρικό μέρος της Ρωμαϊκής Αναφοράς, αυτό δηλαδή που μεταξύ της επικλήσεως επί των προσφερομένων τιμίων δώρων και της επικλήσεως για τους κοινωνούντες, περιλαμβάνει την αφήγηση της συστάσεως του Μυστηρίου και την επακολουθούσα ανάμνηση. Με αυτό τον τρόπο αφήνει να εννοηθεί ότι τα λόγια του Κυρίου προφερόμενα από τον ιερέα, αν και είναι καθ’εαυτά πλήρη όσον αφορά την καθαγιαστική τους αποτελεσματικότητα, ακτινοβολούν την πληρότητά τους όταν κατανοηθούν στο πλαίσιο της συναφούς επικλήσεως για την μεταβολή των τιμίων δώρων και για την μεταβολή των κοινωνούντων. Ενώ υπογραμμίζει ζωηρά την ενεργό αποτελεσματικότητα των Συστατικών λόγων, ο άγιος Αμβρόσιος δεν τους απομονώνει από το περιβάλλον των ευχών όπου είναι τοποθετημένοι!
3. Για μία «ορθόδοξη» λύση της διένεξης: δύο αλληλοσυμπληρούμενες προτάσεις με βάση τον «κανόνα της προσευχής».
3.1 Οι φυσικές παράμετροι είναι ανεπαρκείς για να εκφράσουν τη σχέση μεταξύ των καθαγιαστικών λόγων του Κυρίου και την καθαγιαστική επίκληση του Αγίου Πνεύματος
Επειδή έχουμε μιλήσει ήδη για τον άγιο Αμβρόσιο, για να προσπαθήσουμε να λύσουμε την διένεξη υπέρ ή κατά της επικλήσεως, είναι καλή ευκαιρία να αναφέρουμε τώρα μια από τις πιο φωτεινές σκέψεις του. Στην μυσταγωγική του κατήχηση της τρίτης ημέρας [μετά το βάπτισμα των νεοφώτιστων], μιλώντας για το Θείο Χρίσμα, λέει:
«Ακολουθεί η πνευματική σφραγίδα…, διότι, μετά την κολυμβήθρα, μένει να έρθει σε πληρότητα αυτό που είναι ήδη τέλειο…» (18).
Η επεξήγηση του μυσταγωγού εξελίσσεται στο επίπεδο της δυναμικής των Μυστηρίων, όπου οι φυσικές παράμετροι δεν έχουν πια τίποτε να πουν. Ενώ στο χώρο των φυσικών πραγματικοτήτων –αυτών που ο Αριστοτέλης ονομάζει «τα φυσικά»- δηλαδή των πραγματικοτήτων που μετρούνται με όρους ποσότητας, ποιότητας, χώρου και χρόνου, τίποτε δεν μπορεί να προστεθεί σε αυτό που είναι πλήρες και τέλειο, όπως επίσης θα ήταν παράλογο να περιμένουμε αυτό που έχει ήδη έρθει. Αντιθέτως στο επίπεδο της Μυστηριακής πραγματικότητας –δηλ. αυτής που, δανειζόμενοι το Αριστοτελικό λεξιλόγιο, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως μετά τα φυσικά (πραγματικότητες επέκεινα των φυσικών)– τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Κανείς δεν αμφιβάλλει για την αγιαστική αποτελεσματικότητα του βαπτίσματος, που μας κάνει, όχι βέβαια μισούς χριστιανούς αλλά πλήρη μέλη της Εκκλησίας. Η πίστη διδάσκει ότι το Βάπτισμα είναι πλήρες, ότι από το Βάπτισμα δεν λείπει τίποτα. Και όμως, μετά το Βάπτισμα, μένει να έρθει σε πληρότητα αυτό που είναι ήδη τέλειο, μένει να φέρουμε στην πληρότητά της αυτήν την μεταμορφωτική Χάρη που έχει ήδη πλήρως μεταμορφώσει τον κατηχούμενο σε νεοφώτιστο!
Όπως το ουσιαστικό τελείωσις, μαζί με τα γλωσσολογικά παράλληλά του, έχει γίνει σε πολλές Εκκλησιαστικές παραδόσεις ένας χαρακτηρισμός του Χρίσματος, το ελληνικό ρήμα «τελειούν» -που αντιστοιχεί στο λατινικό perficere– εμφανίζεται στην Επίκληση επί των τιμίων δώρων της Αναφοράς του αγίου Μάρκου. Το κείμενο έχει ως εξής:
«εξαπόστειλον επί τους άρτους τούτους και επί τα ποτήρια ταύτα το Πνεύμα Σου το Άγιον, ίνα αυτά αγιάση και τελειώση ως παντοδύναμος Θεός, και ποιήση τον μεν άρτον σώμα, το δε ποτήριον αίμα της καινής διαθήκης αυτού του Κυρίου και Σωτήρος και παμβασιλέως ημών Ιησού Χριστού…»
Αυτή η διατύπωση του «κανόνα της προσευχής», μας εξουσιοδοτεί λοιπόν να θέσουμε την αμοιβαία σχέση [αλληλεξάρτηση] μεταξύ των καθαγιαστικών συστατικών λόγων του Κυρίου και της καθαγιαστικής επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος στο φως της φράσεως του αγίου Αμβροσίου «superest ut perfectio fiat» -«μένει να έρθει σε πληρότητα αυτό που είναι ήδη τέλειο»!
3.2 Για να συνδυάσουμε την απόλυτη αποτελεσματικότητα των καθαγιαστικών λόγων του Κυρίου με την εξίσου απόλυτη αποτελεσματικότητα της καθαγιαστικής επίκλησης του Αγίου Πνεύματος πρέπει να ανατρέξουμε στην έννοια του «Μυστηριακού χρόνου»
Τι θα διδάξει λοιπόν ο κανόνας της προσευχής στους Λατίνους και τους Βυζαντινούς, ή μάλλον σε αυτούς που εκπροσωπούν την Εκκλησία της Δύσεως και τις Εκκλησίες της Ανατολής; Πιστεύω ότι ο κανόνας της προσευχής, όπως αναδύεται από την ευχή της Αγίας Αναφοράς, έχει να απευθύνει και στην μία και στη άλλη πλευρά μία ισχυρή επίπληξη. Τη φαντάζομαι παρόμοια με εκείνη που μια μέρα ο Ιησούς απηύθυνε στους Σαδδουκαίους, οι οποίοι, με επιχείρημα την γυναίκα που παντρεύτηκε επτά αδελφούς, νόμιζαν ότι μπορούσαν να αμφισβητήσουν την ανάσταση των νεκρών. Με λίγα λόγια αυτό τους απάντησε ο Ιησούς: «Εσείς Σαδδουκαίοι είστε σε μεγάλη πλάνη (βλ. Μαρκ. 12,27 πολύ πλανάσθε), διότι πάτε να εφαρμόσετε στον μέλλοντα κόσμο τις φυσικές παραμέτρους του παρόντος»!
Αντίστοιχα, όσον αφορά το θέμα μας, η διδασκαλία του κανόνα της προσευχής θα μπορούσε να διατυπωθεί λίγο ως πολύ με αυτούς τους όρους: «αγαπητοί Λατίνοι και αγαπητοί Βυζαντινοί, πολύ πλανάσθε, διότι θέλετε να προσδιορίσετε την στιγμή της μεταβολής των Δώρων της Θείας Ευχαριστίας με βάση την έννοια του φυσικού χρόνου!» Επί πλέον κάνετε και οι δύο λάθος με τον ίδιο τρόπο. Εσείς οι Λατίνοι, προσδιορίζετε χρονομετρικά τη στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων με το να εξαρτάται αποκλειστικά από την στιγμή που εκφωνούνται οι Συστατικοί λόγοι του Κυρίου, κι εσείς οι Βυζαντινοί, την προσδιορίζετε χρονομετρικά κάνοντάς την να εξαρτάται αποκλειστικά από την στιγμή που τελείται η επίκληση του Αγίου Πνεύματος.
Επιπλέον, όταν εσείς οι Λατίνοι σκέφτεστε την αποτελεσματικότητα των Συστατικών καθαγιαστικών λόγων, αρκείσθε στην σύντομη διατύπωση («τούτο εστί το σώμα μου / τούτο εστί το αίμα μου»), επισκιάζοντας έτσι –τουλάχιστον στη σκέψη σας– όλο αυτό που επακολουθεί (…το υπέρ υμών διδόμενον / … το υπέρ υμών εκχυνόμενον). Εσείς οι Βυζαντινοί αντιθέτως, όταν μιλάτε για την Επίκληση, την ταυτίζετε με το κομμάτι εκείνο της Επίκλησης για τα Τίμια Δώρα, σαν να αρκούσε η μεταβολή των Τιμίων Δώρων [χωρίς δηλ. να είναι απαραίτητη και η μεταβολή και ο καθαγιασμός των πιστών]. Κάνοντας έτσι, δεν ακολουθείτε την διδασκαλία των δικών σας Ευχαριστιακών Αναφορών, του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου, που συνδέουν στενά την Επίκληση επί των Δώρων με την Επίκληση επί των κοινωνούντων μέσα από ένα εκπληκτικό θεολογικό χιαστό ρητορικό σχήμα (19). Τελικά, και οι μεν και οι δε ξεχνάτε ότι η στιγμή κατά την οποία συμβαίνει η μετουσίωση/μεταβολή, δεν είναι αυτή του ρολογιού σας, αλλά είναι ο «καιρός» του Θεού!
Αυτός ο «καιρός» του Θεού, όντας από την φύση του επέκεινα των φυσικών πραγμάτων (μετά τα φυσικά), επιδέχεται να ιδωθεί σε δύο σημαντικές φάσεις, που και οι δύο πρέπει να θεωρηθούν απολύτου ιδίας σημασίας.
Στην Αναφορά, η διήγηση της συστάσεως της Θείας Ευχαριστίας, που επεκτείνεται στην Ανάμνηση της Θείας Οικονομίας, με την οποία συνδέεται αχώριστα, και η Επίκληση για την μεταβολή των Τιμίων Δώρων, η οποία επεκτείνεται στην Επίκληση για την μεταβολή των κοινωνούντων, αποτελούν τα δύο δυναμικά κέντρα της κάθε Ευχαριστιακής Αναφοράς. Το δόγμα του κανόνα της προσευχής μας καλεί να αναγνωρίσουμε και τα δύο ως πηγές απόλυτης καθαγιαστικής αποτελεσματικότητας. Η έννοια της απόλυτης καθαγιαστικής αποτελεσματικότητας, αναφερόμενη και στα δύο σημεία: και στους καθαγιαστικούς λόγους του Κυρίου και στην επίκληση του Αγίου Πνεύματος, δεν υποβοηθεί ούτε αντινομία ούτε αποκλεισμό.
Εμπνεόμενοι από την ανωτέρω διατύπωση του αγίου Αμβροσίου «μένει να έρθει σε πληρότητα αυτό που είναι ήδη τέλειο», λέμε ότι μεταξύ των καθαγιαστικών λόγων του Κυρίου και της καθαγιαστικής Επικλήσεως υπάρχει μία σχέση τελειωτικής αμοιβαιότητας, αφού τα δύο στοιχεία είναι το ένα η τελείωσις του άλλου.
Αν αναφερθούμε στις Αναφορές που διαθέτουν καθαγιαστική Επίκληση που έπεται των Ευχαριστιακών λόγων του Κυρίου, θα πούμε ότι η διήγηση της συστάσεως του Μυστηρίου ανοίγεται φυσιολογικά στην Επίκληση. Πράγματι, αφού η μετουσίωση/μεταβολή έχει επιτελεσθεί δια μέσου της εκφωνήσεως των Συστατικών λόγων, μένει να έρθει σε πληρότητα αυτό που είναι ήδη τέλειο. Η Επίκληση έπεται των λόγων του Κυρίου για να μεταμορφώσει το «υπέρ υμών» [= για σας] των λόγων του Κυρίου σε υπέρ ημών [= για μας] της δεήσεως της Εκκλησίας, με την έννοια της δυναμικής μεταβάσεως από το ήδη καθαγιασθέν σώμα του Κυρίου στην οικοδόμηση του μυστικού σώματος της Εκκλησίας.
Εάν αντιθέτως αναφερθούμε στις Ρωμαϊκές Αναφορές που περιέχουν Επίκληση που προηγείται των λόγων του Κυρίου, θα λέγαμε παρομοίως ότι η Επίκληση αυτή ανοίγεται φυσιολογικά στην διήγηση της συστάσεως του Μυστηρίου. Πράγματι, η έγκυρη φωνή της Εκκλησίας, αυτής της Παραδόσεως της Διδασκαλίας της, που εκπροσωπείται με άριστο τρόπο από τον λειτουργούντα Πρεσβύτερο, αφού επιτελέσει το καθήκον να ζητήσει την θεϊκή παρέμβαση επί του άρτου και του ποτηρίου για να γίνουν σώμα και αίμα Χριστού, προχωράει αμέσως στην εκφώνηση αυτών των λόγων που επιτελούν την μετουσίωση/μεταβολή. Κι εδώ θα λέγαμε ότι, μετά την Επίκληση, μένει να έρθει σε πληρότητα αυτό για το οποίο έχει ήδη δεσμευθεί η θεϊκή δύναμη. Παραφράζοντας και ξαναδιαβάζοντας την Ρωμαϊκή Επίκληση «Quam oblationem» με Πνευματολογική αντίληψη, όπως κάποτε έκαναν οι θεολόγοι πριν τον σχολαστικισμό (20), μπορούμε να την διατυπώσουμε ως εξής: «… εξαπόστειλε το Άγιό Σου Πνεύμα σε αυτά τα δώρα για να τελειωθούν, έτσι ώστε να γίνει για μας αυτό το σώμα για το οποίο ο Κύριος, παραδίδοντάς το σε εμάς την νύκτα του Πάθους Του, είπε τούτο εστί το υπέρ υμών διδόμενον!» Για μια ακόμη φορά: το υπέρ ημών της Επικλήσεως δεν μπορεί να αποκοπεί από την ύστατη θεολογική εγγύηση που παρέχει το υπέρ υμών των συστατικών λόγων του Κυρίου.
Και στην μία και στη άλλη περίπτωση δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι στην Αναφορά, όπως και σε κάθε προσευχή της Εκκλησίας (Λειτουργική ευχή), αυτό που έχει καθοριστική σημασία είναι το αίτημα της ευχής, το δεητικό κομμάτι. Διότι είναι αυτό το οποίο πρόκειται να ζητήσουμε (η δέηση), που διαμορφώνει και το δοξολογικό ή ευχαριστήριο εισαγωγικό μέρος της ευχής, και γενικά, αλλά κυρίως την παρεμβολή συγκεκριμένης βιβλικής αφήγησης, η οποία είναι κορυφαίο τμήμα του ευχαριστήριου μέρους της προσευχής, αφού εγγυάται την επίτευξη του αιτήματος! *****
Το γεγονός ότι σε όλες της Αναφορές της Παράδοσης, με μοναδική εξαίρεση την Ρωμαϊκή Αναφορά, η Επίκληση για την μεταβολή των Δώρων ακολουθεί την αφήγηση της ιδρύσεως του Μυστηρίου, δεν πρέπει να κοιταχθεί με την μυωπική όραση εκείνου που φοβάται έναν ανταγωνισμό μεταξύ της Επικλήσεως και της Αφηγήσεως στο επίπεδο της Μυστηριακής αποτελεσματικότητας. Το κύρος των Ευχαριστιακών Αναφορών είναι εφησυχαστικό. Διότι αυτές, μέσω της σφαιρικής και ακριβούς θεωρήσεώς τους, γνωρίζουν να επιβεβαιώνουν την πλήρη και απόλυτη καθαγιαστική αποτελεσματικότητα και των Ιδρυτικών λόγων που επιτελούν την μετουσίωση/μεταβολή, αφήνοντας συγχρόνως χώρο και στην επίκληση που απευθύνεται στον Θεό Πατέρα, ώστε μέσω της αποστολής του Αγίου Πνεύματος να εκπληρώσει την μετουσίωση/μεταβολή. Και αντιθέτως: κατορθώνουν να υπογραμμίσουν όλη την σπουδαιότητα της επικλήσεως επί των Δώρων, χωρίς να μειώνουν στο ελάχιστο την αποτελεσματικότητα των Ιδρυτικών λόγων.
Αν στην ιστορία οι θεολόγοι της Λατινικής Εκκλησίας υπήρξαν οι πρώτοι που επετέθησαν, πρέπει σήμερα να αναγνωρίσουμε ότι η Εκκλησία της Δύσεως σήμερα δίνει αποδείξεις μίας σώφρονος υπακοής στο κύρος της διδασκαλίας του κανόνα της προσευχής. Η Εκκλησία της Ρώμης, διαμορφώνοντας νέες Ευχαριστιακές Αναφορές, δίνει όλο και περισσότερο προσοχή στην Πνευματολογική Επίκληση, πράγμα το οποίο φανερώνει ότι και αυτή ξαναμαθαίνει να ανασαίνει «και με τους δύο πνεύμονες» της Ιερής Παράδοσης, και θέλει να συντονιστεί με αυτήν την πλούσια και σφαιρική Μυστηριακή θεολογία για την οποία οι Εκκλησίες της Ανατολής είναι δικαίως υπερήφανες.
Αλλά από την πλευρά της Καθολικής Εκκλησίας υπάρχει κάτι ακόμη περισσότερο. Είναι γνωστή στους λειτουργιολόγους η Αναφορά της Λειτουργίας των αγίων Θαδδαίου και Μάριος. Μια Αναφορά κατ’ εξοχήν της Ανατολικής Εκκλησίας! Γνωρίζουμε επίσης ότι αυτή η άξια τόσου σεβασμού αρχαία Αναφορά, που διασώζει ιουδαιοχριστιανικά χαρακτηριστικά, μας παραδόθηκε χωρίς καθόλου αφήγηση της συστάσεως του Μυστηρίου, και από αμνημονεύτων χρόνων αυτή η Αναφορά χρησιμοποιείται με αυτήν ακριβώς την μορφή από την Ασσυριακή εκκλησία της Ανατολής. Πρόσφατα, αυτή η ένδοξη Αναφορά, σημαντικώτατη για τους μελετητές, έγινε ευρέως γνωστή από ένα ντοκουμέντο του «Ποντιφηκιανού Συμβουλίου για την Προώθηση της Ενότητας των Χριστιανών», το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα L’Osservatore Romano, στο φύλο της 26ης Οκτωβρίου 2001, με τίτλο «Προσανατολισμοί για την αποδοχή στην Ευχαριστία μεταξύ της Χαλδαϊκής και της Ασσυριακής Εκκλησίας της Ανατολής». Με αυτό το ντοκουμέντο, για πρώτη φορά εκ μέρους της Καθολικής Εκκλησίας, αναγνωρίζεται η πληρότητα της ορθοδοξίας αυτής της μυστηριακής πράξεως που αδιάκοπα ακολουθεί η Ασσυριακή Εκκλησία. Πρόκειται για μια παρέμβαση που εκπηγάζει από τα ανώτερα στρώματα της Καθολικής Εκκλησίας (21).
Μπορούμε να πούμε ότι με αυτό το ντοκουμέντο η συστηματική θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας της δεύτερης χιλιετίας υποχωρεί μπροστά στο προφανές. Είναι σαν να λέει: «Ξεπεράσαμε τα όρια με τις απολυτοποιήσεις μας και απροϋπόθετες βεβαιότητες, με τις θεολογικές μας καχυποψίες και με τους εύκολους αποκλεισμούς μας! Εγκαταλείπουμε λοιπόν, το να οδηγούμεθα από την νοησιαρχικότητά μας, και αφηνόμαστε με εμπιστοσύνη στη σχολή του κανόνα της προσευχής. Αυτός θα μας πεί τι είναι η Ευχαριστία και πώς η παντοτινή Εκκλησία πάντοτε την τελούσε. Και από την άλλη μεριά, αν η Αναφορά του Θαδδαίου και Μάριος δεν περιέχει τους λόγους της συστάσεως του Μυστηρίου (22), όμως περιέχει μια Επίκληση με υπέροχη διατύπωση, που ούτε η Σύνοδος του Diamper (23) δεν τόλμησε να την καταργήσει από την Λειτουργική χρήση της εκ μέρους των Χριστιανών του αγίου Θωμά [= αρχαία Χριστιανική Εκκλησία των Ινδιών].
Για να πεισθούμε για το μεγαλείο αυτού του Ανατολίτικου μαργαριταριού, θα διαβάσουμε το κείμενο της διπλής Επίκλησης αυτής της Αναφοράς, σαν κατακλείδα του προβληματισμού μας.
<Επίκληση επί των Δώρων> Ας έλθει, Κύριε, το Άγιό Σου Πνεύμα,
και ας αναπαυθεί επί της προσφοράς αυτής των δούλων Σου,
να την ευλογήσει και να την αγιάσει,
<Επίκληση επί των κοινωνούντων> ώστε να γίνει για χάρη μας, Κύριε
προς εξιλασμό των οφλημάτων και άφεση των αμαρτιών μας,
για την μεγάλη ελπίδα της αναστάσεως εκ νεκρών,
και για την καινούρια μας ζωή στη Βασιλεία των Ουρανών
μαζί με όλους εκείνους που υπήρξαν ευάρεστοι σε Σένα. ******
Είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η υπακοή στο κύρος του κανόνα της προσευχής, για την οποία η Καθολική Εκκλησία δίνει μαρτυρία, δεν μπορεί να μην αποτελέσει ένα σταθμό στο μονοπάτι που έχουμε να πάρουμε μαζί –ένα μονοπάτι αληθινά συν-οδικό– προς την ενότητα που ξαναβρήκε η Μία Εκκλησία του Χριστού.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Υποσημείωση του μεταφραστή: Η διαφωνία έγκειται στο γεγονός ότι κατά παράδοσιν ή κατά συνήθειαν μάλλον, οι μεν ορθόδοξοι υποστηρίζουν ότι η μεταβολή των τιμίων δώρων σε Σώμα και Αίμα Χριστού γίνεται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος, ενώ οι Καθολικοί υποστήριζαν ότι η μεταβολή αυτή οφείλεται στην εκφώνηση από τον Ιερέα των λόγων του Κυρίου «λάβετε, φάγετε κ.λ.π.».
(1) Σκοπίμως κάνουμε λόγο για ακαδημαϊκού τύπου σχολαστική αντιπαράθεση αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για θεολογικές πραγματείες που ασχολούνται με αυτό το θέμα. Πράγματι, ως προς το θέμα της επικλήσεως, ούτε η Εκκλησία της Ρώμης ούτε οι Εκκλησίες της Ανατολής, απεφάνθησαν ποτέ δογματικά.
(2) Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν 29,1 (Sources Chrétiennes 4bis, 178-181).
** Η ευχή της Αναφοράς στην Ρωμαιοκαθολική Παράδοση ονομάζεται «Ρωμαϊκός Κανόνας». Επειδή ως όρος είναι άγνωστος στους καθ’ ημάς χρησιμοποιούμε περιφραστική απόδοση του όρου: «ευχή της Ευχαριστιακής Αναφοράς της Εκκλησίας της Ρώμης».
(3) Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν 30,1-2 (SC 4bis, 190-193).
(4) Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν 30,17 (SC 4bis, 198-199).
(5) Εκτός της σημασίας των «καινοτόμων» -βάσει του χωρίου των Πράξεων 17,21– το επίθετο «νεώτεροι» εχει και μία σημασία χρονική, με την έννοια των «υποστηρικτών μίας νεώτερης άποψης».
(6) Είναι εύλογο να σκεφτεί κανείς ότι μεταξύ αυτών ο Καβάσιλας συμπεριελάμβανε μάλιστα και τον Θωμά τον Ακινάτη.
*** Σημείωση του μεταφραστή: Υπογραμμίζουμε μαζί με τον συγγραφέα, την θέση της Επικλήσεως ως επακολουθούσης την εκφώνηση των λόγων του Κυρίου «λάβετε, φάγετε κ.λ.π.», διότι όπως θα δούμε παρακάτω, έχει σημασία θεολογική για την συζήτηση η θέση της Επικλήσεως σε σχέση με τα λόγια του Κυρίου!
(7) Αγίου Συμεών Θεσσαλονίκης, Ερμηνεία περί του Θείου Ναού 88 (PG 155, 740b)
(8) Η πρόθεση «παρά» + αιτιατική μπορεί να κατανοηθεί ή με την έννοια «αντίθετα προς» την θεία παράδοση, όπως παραδέχεται και ο HAWKES-TEEPLES S., The Liturgical Commentaries of St. Symeon of Thessalonika (υπό έκδοση), ή –όπως την αποδίδουμε εμείς– με την έννοια του «πέρα από» την θεία παράδοση. Ενώ δηλαδή, στην επίκληση του Αγίου Πνεύματος οι Βυζαντινοί μόνο προσεύχονται απλώς, οι Λατίνοι, όχι μόνο προσεύχονται και ευλογούν (όπως προβλέπει η παράδοση), αλλά επιπλέον «εμφυσούν», κάνοντας δηλ. έτσι κάτι περισσότερο από το απαιτούμενο. Σε τελευταία ανάλυση όμως η θέση του Συμεών είναι γενικά η ίδια.
(9) Αυτή η υπόθεσή μας επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι αν και ο Συμεών Θεσσαλονίκης γράφει με τρόπο μαχητικό, κάνει λόγο για την πράξη της Λατινικής Εκκλησίας αναφερόμενος στην χρήση του ρήματος «εμφυσώ» ως τεχνικού όρου, που υπογραμμίζει θετικά την σημασία της λειτουργικής πράξεως. Πράγματι, όπως και για τον Καβάσιλα, ο τρόπος με τον οποίο ο Συμεών οργανώνει την υπεράσπιση της δικής του Λειτουργικής παραδόσεως, κυριαρχείται από την θεώρηση της Πνευματολογικής επικλήσεως ως καθοριστικού στοιχείου της Λειτουργικής πράξεως.
(10) DE LA TAILLE M., Mysterium fidei, Parisiis, 19313, 432-453.
(11) DE LA TAILLE κάνει λόγο για «caerimoniaria invocatio seu epiclesis» (Mysterium fidei 453).
(12) Για παραπομπές σε συγγραφείς και αναφερόμενα κείμενα βλ. JUGIE M., De forma eucharistiae. De epiclesibus eucharisticis, Romae, 1943, 74-76.
(13) Πρόκειται για επιστολές απευθυνόμενες σε επισκόπους της Ανατολής και υπαγορευόμενες από την ποιμαντική μέριμνα να αποφευχθεί κάποιος να αποδώσει καθαγιαστική αποτελεσματικότητα και στην Επίκληση. Σε χρονολογική σειρά, έχουμε παρεμβάσεις των παπών Κλήμεντος του 11ου (1716), Βενεδίκτου 13ου (1729), Πίου του 7ου (1822) και Πιου 10ου (1910).
(14) Cf GIRAUDO C., “In unum corpus”. Trattato mistagogico sull’eucaristia, Cinisello B., 2001, 22-27.
(15) «Hinc etiam beatus Basilius Caesariensis episcopus in oratione sacri altaris, quam pene universus frequentat Oriens, inter cetera: Dona — inquit — Domine, virtutem ac tutamentum: malos quaesumus bonos facito, bonos in bonitate conserva: omnia enim potes, et non est qui contradicat tibi: cum enim volueris, salvas, et nullus resistit voluntati tuae. Ecce quam breviter, quamquam districte, Doctor egregius olim huic controversiae finem posuit, docens per hanc precem, non a seipso, sed a Deo malos homines bonos fieri, nec sua virtute, sed divinae gratiae adiutorio, in ipsa bonitate perseverare» (PIETRO DIACONO, Epistula 16, seu Liber Petri diaconi et aliorum qui in causa fidei a Graecis in Oriente Romam missi fuerunt “De incarnatione et gratia”, c. 8, in PL 62, 90c = PL 65, 449cd).
**** Σημείωση του Μεταφραστή: «Συστατικοί λόγοι του Κυρίου» στην Ακαδημαϊκή θεολογία ονομάζονται οι λόγοι του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο, με τους οποίους «συνέστησε», «ίδρυσε» ή «παρέδωσε» (όπως συνήθως λέμε στην Ανατολή) το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
(16) Με αυτήν την έννοια δεν λείπουν κείμενα Πατέρων, και Δυτικών και Ανατολικών, που σε αναλογία με την Αυγουστίνεια διατύπωση «adde verbum... tolle verbum...» (cf PL 46, 834-836), φαίνεται να υποστηρίζουν την σχολαστική θέση (πρβλ. συλλογή σχετικών κειμένων εν JUGIE, De forma eucharistiae 92-104). Εντούτοις, οι συγγραφείς θεολογικών εγχειριδίων, που αρέσκονται στο να καταγράφουν αυτό το είδος εδαφίων ξεχνούν ότι ήδη ο άγιος ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ, μετά από μία πρώτη προσωρινή και συγκεκριμένη προσέγγιση όπου αναφέρεται στην αποτελεσματικότητα των λόγων του Κυρίου (βλ. 1η Απολογία 66,2, εν PG 6, 427-428c), αμέσως αφοσιώνεται στον δεύτερο τρόπο προσέγγισης, τον πιο σφαιρικό, πλήρη και καθοριστικό, που αναφέρεται στην Αναφορά. (βλ. 1η Απολογία 67,5, εν PG 6, 429-430b).
(17) Αγιος ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ Μεδιολάνων,, De sacramentis 4,21-27 (SC 25bis, 114-117).
(18) Αγιος Αμβρόσιος Μεδιολάνων, De sacramentis 3,8 (SC 25bis, 96-97).
(19) Αποδίδοντας το νόημα της επικλήσεως, μπορούμε να παραφράσουμε το κείμενο δίνοντας το εξής χιαστό φιλολογικό και θεολογικό σχήμα: «... εξαπόστειλε το Πνεύμα Σου το Άγιο σε ΜΑΣ και σε αυτά τα ΔΩΡΑ, για να μεταβάλει τα Δώρα σε Σώμα Χριστού, ώστε κοινωνώντας να μεταβληθούμε ΕΜΕΙΣ σε σώμα της Εκκλησίας»!
(20) Για τα κείμενα του Radberto και του Floro di Lione βλ. GIRAUDO C., Il sudore del volto di Dio. La riscoperta dello Spirito Santo a partire dalla preghiera eucaristica, στον τόμο TANZARELLA S. (ed.), La personalità dello Spirito Santo. In dialogo con Bernard Sesboüé, Cinisello B., 1998, 166-173.
***** Σημείωση μεταφραστή: Οι Λειτουργικές ευχές των Ιερών Μυστηρίων και Ακολουθιών της Εκκλησίας έχουν κατά κανόνα διμερή δομή. Το πρώτο μέρος έχει περιεχόμενο δοξολογικό και ευχαριστήριο προς το Θεό, ενώ το δεύτερο μέρος προβάλλει τα αιτήματα της Εκκλησίας ή του πιστού που προσεύχεται ή για τον οποίο γίνεται κάποια δέηση. Το πρώτο μέρος, το δοξολογικό και ευχαριστήριο, προσδιορίζεται από το δεύτερο. Δηλαδή ευχαριστούμε το Θεό διότι στο παρελθόν έχει ικανοποιήσει αιτήματα σαν και αυτό το οποίο πρόκειται να προβάλουμε τώρα! Στο πρώτο μέρος δε, ευχαριστώντας το Θεό για την ικανοποίηση παρομοίων αιτημάτων, αναφερόμαστε και σε γεγονότα της Βίβλου, όπου φαίνεται και είναι καταγεγραμμένο ότι ο Θεός έχει ικανοποιήσει τέτοια αιτήματα. Αυτά τα γεγονότα, καθώς περιέχονται στη Βίβλο, αποτελούν την πιο ισχυρή εγγύηση ότι θα λάβουμε αυτό που ζητάμε. Με αυτές τις προϋποθέσεις ο καθηγητής αναπτύσσει την άποψή του στην παράγραφο που σχολιάζουμε και σε αυτές που επακολουθούν, λέγοντας πρώτα από όλα ότι το περιεχόμενο και ο σκοπός της δεήσεως, είναι που προσδιορίζει το περιεχόμενο και την δομή του ευχαριστηρίου τμήματος της ευχής.
(21) Το ντοκουμέντο αυτό, αφού έγινε αντικείμενο επεξεργασίας από το «Ποντιφηκιανό Συμβούλιο για την Προώθηση της ενότητας των Χριστιανών», σε συμφωνία με την «Επιτροπή για το Δογμα της Πίστεως» και με την «Επιτροπή για τις ανατολικές Εκκλησίες», επικυρώθηκε από τον πάπα Ιωάννη Παύλο ΙΙ. Το ντοκουμέντο φέρει ημερομηνία 20 Ιουλίου 2001.
(22) Εντούτοις, η προσεκτική έρευνα της δομής της «προσευχής της Διαθήκης» στα τρία επίπεδά της εξελίξεώς της (παλαιοδιαθηκική todà, Ιουδαϊκή berakà και χριστιανική Αναφορά), μας αποκαλύπτει ότι η Αναφορά του Θαδδαίου και Μάριος, αν και δεν περιέχει εκπεφρασμένα αφήγηση της συστάσεως του Μυστηρίου, όμως την συμπεριλαμβάνει «εν σπέρματι» (βλ. GIRAUDO, In unum corpus 352-360).
(23) Υπονοούμε τους αναγκαστικούς εκλατινισμούς στους οποίους υπεβλήθη η αρχαία Συριακή Εκκλησία του Μαλαμπάρ, με την Σύνοδο του Diamper (20-26 Ιουνίου 1599).
****** Η ελληνική απόδοση του κειμένου αυτού βασίστηκε στην ιταλική απόδοση του πρωτοτύπου από τον καθηγητή Giraudo. Παράλληλα ο μεταφραστής συμβουλεύτηκε την ελληνική απόδοση σε αρχαΐζον στυλ της Αναφοράς Θαδδαίου (ή Αδδαίου) και Μάριος, από τον π. Τρεμπέλα εν Λειτουργικοί Τύποι Αιγύπτου και Ανατολής, Αθήναι, 1961, σ. 231-234
1 σχόλιο:
Φοβερό κείμενο!
Μπράβο για την ανάρτηση.
Δημοσίευση σχολίου