TΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;
Του Σεβασμιωτάτου Ραφαήλ Martinelli,
Eπισκόπου Φρασκάτι
Ο Σεβασμιώτατος Ραφαήλ Martinelli γεννήθηκε στο Bergamo της Ιταλίας, όπου και υπηρέτησε ως ιερέας. Αφού έκανε το διδακτορικό του στην Ιερή Θεολογία με εξειδίκευση στην ποιμαντική της κατήχησης στο Ποντιφικό Λατερανό Πανεπιστήμιο και έλαβε το πτυχίο Παιδαγωγικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, από το 1980 είναι μέλος της Ιεράς Συνόδου για τη Διδασκαλία της Πίστης.
Ως Πριμικήριος της Βασιλικής των Αγίων Αμβροσίου και Καρόλου στη Ρώμη, έχει συγγράψει μερικά κατηχητικά δελτία επάνω σε διάφορα θέματα επικαιρότητας, τα οποία διατίθενται σε όσους εισέρχονται στην προαναφερθείσα Βασιλική. Εξαντλήθηκαν περισσότερο από 2.000.000 αντίτυπα σε περίπου δύο χρόνια.
Αυτά τα κατηχητικά δελτία έχουν συνταχθεί, σε διαλογική μορφή, στη βάση των εγγράφων της Αγίας Έδρας και, ιδιαιτέρως, θεμελιώνονται στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας και στη Σύνοψή της.
Όλα τα κατηχητικά δελτία, 50 στο σύνολό τους, έχουν συγκεντρωθεί και εκδοθεί από την Libreria Editrice Vaticana υπό τον τίτλο “50 Θέματα επικαιρότητας – διαλογική κατήχηση”. Μπορεί επίσης να τα βρει κανείς και στην ιστοσελίδα: www.sancarlo.pcn.net
Στις 2 Ιουνίου 2009 ονομάστηκε Επίσκοπος Φρασκάτι, στο Λάτιο, από την Α.Α. τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’.
Τι είναι ο Οικουμενισμός;
■ Είναι η Κίνηση η οποία στοχεύει στην ενότητα των χριστιανών και συμπεριλαμβάνει «τις δραστηριότητες και τις πρωτοβουλίες εκείνες, οι οποίες, αναλόγως προς τις διάφορες ανάγκες της Εκκλησίας και τις απαιτήσεις των καιρών, αποσκοπούν και είναι τεταγμένες στην προώθηση της ενότητας των χριστιανών» (UR 4).
■ H αναζήτηση της ενότητας των χριστιανών αποτελεί δέσμευση και επιτακτικό καθήκον της καθολικής Εκκλησίας. Ο οικουμενισμός – τον οποίο οφείλουμε να διακρίνουμε από τον διαθρησκειακό διάλογο – θεμελιώνεται στη διαθήκη την οποία μας άφησε ο ίδιος ο Ιησούς την παραμονή του θανάτου του: «ώστε να είναι όλοι ένα» (Ιω 17, 21). Η Β’ Βατικανή Σύνοδος περιέγραψε τις ενέργειες για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών ως έναν από τους πρωταρχικούς σκοπούς της (UR 1) και ως ωθούμενες από την πνοή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος (UR 1, 4). O μακαριστός Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’ πολλές φορές υπογράμμισε το «αμετάκλητο της οικουμενικής επιλογής» (Ut unum sint, 3). Και ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος ΙΣΤ’, ήδη από τις πρώτες ημέρες της Αρχιερατείας του, διαβεβαίωσε πως θα εργαστεί εις βάθος για την αποκατάσταση της πλήρους και ορατής ενότητας των μαθητών του Χριστού.
Σε αυτό το ιερό έργο, το πρωτεύον κριτήριο είναι η ενότητα της Πίστης.
Το σημείο αφετηρίας του οικουμενισμού είναι το Βάπτισμα, και εκείνο της άφιξης είναι η από κοινού τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.
■ Ο οικουμενικός διάλογος βασίζεται στο δικαίωμα-καθήκον που έχει ο καθένας να εκφράσει, με ηρεμία και αντικειμενικότητα, την ταυτότητά του, καθιστώντας σαφές αυτό που ο ίδιος είναι, αυτό που ενώνει και αυτό που διαιρεί. Το να εκθέτει κανείς με σαφήνεια τις θέσεις του δεν περιορίζει τον οικουμενικό διάλογο, αλλά τον ευνοεί.
Γιατί υπάρχει ο Οικουμενισμός;
■ Διότι υπάρχουν, μεταξύ των χριστιανών, διαιρέσεις, οι οποίες αντιτίθενται στο θέλημα του Χριστού, ο οποίος προσευχήθηκε «ώστε να είναι όλοι ένα» (Ιω 17, 21), κι έτσι να αποκατασταθεί η ενότητα όλων των χριστιάνων σε «ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα» (Ιω 10, 16), ώστε «ο λαός του Θεού να φτάσει χαρούμενος σε όλο το πλήρωμα της αιώνιας δόξας, στην ουράνια Ιερουσαλήμ» (UR 3).
■ O Βενέδικτος ΙΣΤ’ υπογραμμίζει πως μερικοί χριστιανοί επιτείνουν σήμερα τις διαιρέσεις ιδιαιτέρως για δύο λόγους:
1) εξαιτίας «μιας φονταμενταλιστικής ερμηνείας του δεδομένου της Αγίας Γραφής και της Ιερής Παράδοσης. Συνεπώς, οι κοινότητες αρνούνται να ενεργήσουν ως ένα ενωμένο σώμα, και προτιμούν αντιθέτως την αρχή της τοπικής απομόνωσης. Χάνεται έτσι η ανάγκη μιας διαχρονικής κοινωνίας – η κοινωνία με την Εκκλησία όλων των εποχών – ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος έχει χάσει τον προσανατολισμό του κι έχει ανάγκη μιας πειστικής και από κοινού μαρτυρίας της σωστικής δύναμης του Ευαγγελίου»·
2) πολλοί χριστιανοί, «στην παρουσίαση της χριστιανικής πίστης, θεωρούν πως δεν είναι αναγκαίο να υπογραμμίζεται η αντικειμενική αλήθεια, αλλά πρέπει ο καθένας να ακολουθεί τη συνείδησή του και να επιλέγει εκείνη την κοινότητα η οποία ικανοποιεί καλύτερα τα προσωπικά του γούστα. Το αποτέλεσμα είναι επαληθεύσιμο στη συνεχή αύξηση κοινοτήτων οι οποίες συχνά αποφεύγουν τις θεσμικές δομές και ελαχιστοποιούν τη σπουδαιότητα που έχει για τη χριστιανική ζωή το περιεχόμενο της επίσημης διδασκαλίας. Ακόμη και στο εσωτερικό της οικουμενικής κίνησης οι χριστιανοί είναι δυνατόν να φανούν απρόθυμοι να υποστηρίξουν τη θέση της επίσημης διδασκαλίας από φόβο πως αυτή μπορεί να οξύνει παρά να θεραπεύσει τα τραύματα της διαίρεσης» (Ομιλία, Οικουμενική συνάντηση στη Νέα Υόρκη στον ιερό ναό Αγίου Ιωσήφ, 18 Απριλίου 2008).
Τι είδος κακού προκαλούν οι διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανών;
■ Προκαλούν διάφορα είδη κακού, τόσο στο εσωτερικό της Εκκλησίας όσι και εκτός αυτής. Πράγματι:
• Είναι ένα σκάνδαλο, το οποίο αποδυναμώνει τη φωνή της Εκκλησίας.
• «Οι διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανών εμποδίζουν την ίδια την Εκκλησία να πραγματοποιεί το πλήρωμα της καθολικότητάς της σ’ εκείνα από τα παιδιά της που ανήκουν βέβαια σε αυτήν, χάρη στο βάπτισμά τους, αλλά είναι χωρισμένα από την πλήρη κοινωνία της. Και μάλιστα γίνεται δυσκολότερο για την ίδια την Εκκλησία να εκφράζει από κάθε άποψη το πλήρωμα της καθολικότητάς της μέσα στην ίδια την πραγματικότητα της ζωής» (UR 4).
• «Η καθολικότητα, που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας, η οποία ποιμαίνεται από τον Διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους σε κοινωνία μαζί του, εξαιτίας της διαίρεσης των χριστιανών, βρίσκεται μπροστά σε ένα πρόσκομμα το οποίο εμποδίζει την πλήρη πραγμάτωσή της μέσα στην ιστορία» (IΣΔΠ, Επιστ. Communionis notio, 17).
■ Αυτή η έλλειψη ενότητας μεταξύ των χριστιανών ζημιώνει σοβαρά και τη μαρτυρία, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να δίνουν στους μη χριστιανούς: αποτελεί μια αντιμαρτυρία. «Είναι οδυνηρή η διαπίστωση πως λόγω αυτής της κατάστασης οι χριστιανοί χάνουν ένα μέρος της ιεραποστολικής κι ευαγγελιστικής ορμής τους εξαιτίας των διαιρέσεων οι οποίες ναρκοθετούν την εσωτερική ζωή τους και μειώνουν την αποστολική αξιοπιστία τους» (ΠΟΝΤΙΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Οδηγός για την εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του Οικουμενισμού, Παρουσίαση).
Γιατί πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ ενότητας της Εκκλησίας και ενότητας των χριστιανών;
■ Διότι η ενότητα της Εκκλησίας υπάρχει ήδη. Η ενότητα, «την οποία ο Χριστός ευθύς εξ αρχής δώρησε στην Εκκλησία του, εμείς πιστεύουμε πως ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, χωρίς πιθανότητα να απολεσθεί, και ελπίζουμε ότι θα αυξάνει κάθε ημέρα και περισσότερο, ως τη συντέλεια των αιώνων» (UR 4). Γι’ αυτό στο Πιστεύω εμείς ομολογούμε: «[Πιστεύω] και εις μίαν [...] Εκκλησίαν», και αυτή η Εκκλησία ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία (βλ. LG 8).
■ Αυτό που λείπει είναι η ενότητα των χριστιανών. Πράγματι, «μέσα σε αυτή τη μία και μοναδική Εκκλησία του Θεού εμφανίστηκαν ήδη από πολύ νωρίς μερικά σχίσματα, τα οποία καταδικάζει αυστηρά ο Απόστολος· κατά τους επόμενους αιώνες προκλήθηκαν ευρύτερα σχίσματα, και ολόκληρες κοινότητες αποχωρίστηκαν από την πλήρη κοινωνία της καθολικής Εκκλησίας, μερικές φορές όχι χωρίς ανθρώπινη ενοχή και από τις δύο πλευρές» (UR 3).
■ «Η ενότητα της μοναδικής Εκκλησίας, που ήδη υπάρχει στην καθολική Εκκλησία χωρίς πιθανότητα να απολεσθεί, μας εγγυάται πως μια ημέρα και η ενότητα όλων των χριστιανών θα γίνει πραγματικότητα» (IΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Β’, Ομιλία, 13 Νοεμβρίου 2004).
■ Ωστόσο, οι χριστιανοί που είναι χωρισμένοι από την πλήρη κοινωνία με την καθολική Εκκλησία έχουν με αυτήν, ήδη από τώρα, πολλά κοινά στοιχεία.
Ποια είναι τα στοιχεία τα οποία οι Εκκλησίες και οι μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες έχουν από κοινού με την καθολική Εκκλησία;
■ Τα μέλη αυτών των Εκκλησιών και μη καθολικών χριστιανικών Κοινοτήτων:
• «έχοντας λάβει στο βάπτισμα τη δικαίωση από την πίστη, είναι ενσωματωμένα στον Χριστό, και απομένως δίκαια φέρουν το χριστιανικό όνομα και πολύ σωστά αναγνωρίζονται από τα παιδιά της καθολικής Εκκλησίας ως αδελφοί εν Κυρίω» (UR 3).
• απολαμβάνουν αγαθών που μπορούν να υπάρχουν και έξω από τα ορατά όρια της καθολικής Εκκλησίας, όπως: «ο γραπτός λόγος του Θεού, η ζωή της χάρης, η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη, όπως και άλλα εσωτερικά δώρα του Αγίου Πνεύματος ή ορατά στοιχεία» (UR 3).
■ Aυτές τις Εκκλησίες και εκκλησιακές Κοινότητες «το Πνεύμα του Θεού δεν αρνείται να τις χρησιμοποήσει ως μέσα σωτηρίας, η ισχύς των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, το οποίο ο Χριστός εμπιστεύθηκε στην καθολική Εκκλησία. Όλα αυτά τα αγαθά προέρχονται από τον Χριστό και στον Χριστό οδηγούν» (UR 3), και «ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8).
■ M’ εκείνους που, χάρη στο βάπτισμά τους, τιμώνται με το χριστιανικό όνομα, αλλά δεν ομολογούν ακέραιη την πίστη ή δεν διατηρούν την ενότητα της κοινωνίας υπό τον Διάδοχο του Πέτρου, η Εκκλησία γνωρίζει πως είναι ενωμένη με πολλούς και διάφορους δεσμούς» (LG 15).
■ Tαυτόχρονα, η καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες είναι πλησιέστερες προς αυτήν σε σχέση με τις μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες, καθότι υπάρχει μια όχι ευκαταφρόνητη διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις τελευταίες και τις ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις ορθόδοξες Εκκλησίες και τις μη καθολικές εκκλησιακές Κοινότητες;
■ Οι ορθόδοξες Εκκλησίες ονομάζονται έτσι από το έτος 1054 και μετά:
• «έχουν αληθινά μυστήρια και προπάντων, χάρη στην αποστολική διαδοχή, την Ιερωσύνη και τη Θεία Ευχαριστία, διαμέσου των οποίων παραμένουν ακόμη ενωμένες μαζί μας με πάρα πολύ στενούς δεσμούς» (UR 3)·
• συνεπώς, «μία κάπoια μυστηριακή ενδοκοινωνία (communicatio in sacris), κάτω από ορισμένες συνθήκες και με την έγκριση της εκκλησιαστικής αρχής, είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και αξιοσύσταση» (UR 15)·
• αξίζουν να ονομάζονται “επιμέρους ή κατά τόπους Εκκλησίες” και αποκαλούνται “αδελφές Εκκλησίες των κατά τόπους καθολικών Εκκλησιών” (UR 14)·
• «διαμέσω της τέλεσης της Ευχαριστίας του Κυρίου σε αυτές τις τοπικές Εκκλησίες, η Εκκλησία του Θεού οικοδομείται και αυξάνει» (UR 15)·
• έχουν μια κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, τόσο βαθιά «που τους λείπει πολύ λίγο για να επιτύχουν την πληρότητα η οποία επιτρέπει την από κοινού τέλεση της Θείας Ευχαριστίας» (ΠΑΥΛΟΣ Στ’, Ομιλία στο Σίξτειο Παρεκκλήσιο κατά τη δέκατη επέτειο της αμοιβαίας άρσης των αφορισμών μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, 14 Δεκεμβρίου 1975)·
• δεν είναι ωστόσο σε πλήρη κοινωνία με τη καθολική Εκκλησία, καθόσον αυτές δεν είναι σε κοινωνία με την ορατή Κεφαλή της μοναδικής καθολικής Εκκλησίας, τον Πάπα, Διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, Κορυφαίου των Αποστόλων, στον οποίο ο Κύριος εμπιστεύθηκε τη διαποίμανση όλων των προβάτων του (βλ. Ιω 21, 16). Και αυτό δεν είναι ένα δευτερεύον γεγονός, αλλά μία από τις συστατικές αρχές οι οποίες ενυπάρχουν στο εσωτερικό της κάθε επιμέρους Εκκλησίας. Γι’ αυτό, εφόσον «η κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, της οποίας η ορατή Κεφαλή είναι ο Επίσκοπος Ρώμης και Διάδοχος του Πέτρου, δεν είναι ένα κάποιο εξωτερικό συμπλήρωμα στην επιμέρους Εκκλησία, αλλά μία από τις εσωτερικές συστατικές αρχές της, η κατάσταση της επιμέρους Εκκλησίας, την οποία απολαμβάνουν εκείνες οι σεβάσμιες χριστιανικές Κοινότητες, υφίσταται έλλειμμα» (IΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 4).
■ Oι μη καθολικές εκκλησιακές Κοινότητες:
• είναι προπάντων εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν από τη μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα: οι προτεσταντικές (εμπνευσμένες από τη σκέψη και το έργο του Μαρτίνου Λούθηρου: 1483-1546), η αγγλικανική (η οποία γεννήθηκε με την Πράξη Επικυριαρχίας του άγγλου βασιλιά Ερρίκου Η’ το 1534). Πέρα από αυτές, υπάρχει μια πληθώρα νέων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες συνεχώς γεννιούνται και πολλαπλασιάζονται·
• δεν έχουν την αποστολική διαδοχή στο Μυστήριο της Ιεροσύνης, και γι’ αυτό στερούνται ενός ουσιαστικού δομικού στοιχείου, απαραίτητου στο «είναι» της Εκκλησίας·
• κυρίως εξαιτίας της απουσίας της διακονηματικής Ιεροσύνης, δεν έχουν διατηρήσει τη γνήσια και ακέραιη ουσία του ευχαριστιακού Μυστηρίου (πρβλ. UR 22)·
• «γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι δυνατόν, για την καθολική Εκκλησία, η ευχαριστιακή διακοινωνία (communicatio in sacris) με αυτές τις Κοινότητες (ΚατΚΕ 1400)·
• εν τούτοις, «όταν με το ιερό Δείπνο τελούν την ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου, ομολογούν ότι η ζωή βρίσκεται στην κοινωνία με τον Χριστό και προσδοκούν την ένδοξή του έλευση (UR 22)·
• δεν μπορούν, σύμφωνα με την καθολική διδασκαλία, να ονομάζονται «Εκκλησίες» (πρβλ. ΙΣΔΠ, Dominus Iesus, 17) καθότι στερούνται των Μυστηρίων της Ιεροσύνης και της Ευχαριστίας·
• σε αυτές βρίσκονται ωστόσο «πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας, τα οποία, καθότι δώρα ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού, ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8), όπως, πχ. η Αγία Γραφή, το Βάπτισμα, η αγάπη.
Ποια αρχή είναι βασικής σημασίας στον οικουμενικό διάλογο;
Στον οικουμενικό διάλογο «ισχύει πάντοτε η αρχή της αδελφικής αγάπης, της κατανόησης και της αμοιβαίας προσέγγισης· αλλά και η υπεράσπιση της πίστης του λαού μας, διασφαλίζοντάς τον στη χαρούμενη πεποίθηση πως η «unica Christi Ecclesia [...] subsistit in Ecclesia catholica, a successore Petri et Episcopis in eius communione gubernata» («η μοναδική Εκκλησία του Χριστού [...] ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, η οποία ποιμαίνεται από τον διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του» (LG 8· BENEΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’, Ομιλία, 12-5-07).
Πώς πρέπει να εννοηθεί η διατύπωση σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία του Χριστού ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία;
Ο Χριστός ίδρυσε επάνω στη γη μία και μοναδική Εκκλησία και την συγκρότησε ως κοινότητα ορατή και πνευματική, η οποία υπάρχει από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της και θα συνεχίσει να υπάρχει μέσα στον ρου της ιστορίας, και στην οποία μόνο παραμένουν και θα παραμένουν όλα τα στοιχεία τα οποία από τον ίδιο τον Χριστό συστάθηκαν. Αυτή είναι η μοναδική Εκκλησία του Χριστού, την οποία στο Σύμβολο της Πίστης ομολογούμε μία, αγία, καθολική και αποστολική. Αυτή η Εκκλησία, σε αυτόν τον κόσμο συγκροτημένη και διαρθρωμένη ως κοινωνία, ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, η οποία ποιμαίνεται από τον διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του (πρβλ. LG 8).
Στη Δογματική Διάταξη «ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ» (LG 8) η ενύπαρξη είναι αυτή η διαρκής ιστορική συνέχεια και η παραμονή όλων των στοιχείων που συστάθηκαν από τον Χριστό μέσα στην καθολική Εκκλησία, μέσα στην οποία συγκεκριμενοποιείται η Εκκλησία του Χριστού επάνω σε αυτή εδώ τη γη» (ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 2).
Γιατί χρησιμοποιείται από τη Β’ Βατικανή Σύνοδο (LG) η έκφραση subsistit in και όχι το ρήμα est;
■ Με τη λέξη subsistit (ενυπάρχει), η Σύνοδος:
• δείχνει την πλήρη ταύτιση της Εκκλησίας του Χριστού με την καθολική Εκκλησία. Επειδή η Εκκλησία έτσι όπως τη θέλησε ο Χριστός πραγματώνεται και συνεχίζει να υπάρχει (subsistit in) μέσα στην καθολική Εκκλησία, το συνεχές της ενύπαρξης συνεπιφέρει μια πραγματική ταύτιση ουσίας μεταξύ της Εκκλησία του Χριστού και της καθολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος θέλησε συνεπώς να διδάξει πως η Εκκλησία του Ιησού Χριστού, ως συγκεκριμένο υποκείμενο σε αυτόν τον κόσμο, απαντάται μέσα στην καθολική Εκκλησία·
• δηλώνει πως το ρήμα “ενυπάρχει” «μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά μόνο στην καθολική Εκκλησία, διότι αναφέρεται ακριβώς στο χαρακτηριστικό της ενότητας που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστης (Πιστεύω εις μίαν Εκκλησίαν)» (ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 2)·
• εκφράζει την αλήθεια πως η Εκκλησία του Χριστού είναι μοναδική και όχι πολλαπλασιάσιμη: η Εκκλησία του Χριστού είναι μόνο μία και ενυπάρχει, στην ιστορική πραγματικότητα, σε ένα μοναδικό υποκείμενο, το οποίο είναι η καθολική Εκκλησία·
• διαφυλάγει έτσι την ενότητα και τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, που θα κλονίζονταν αν γινόταν παραδεκτό πως μπορούν να υπάρχουν περισσότερες ενυπάρξεις της Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Χριστό·
• εμποδίζει να φανταστούμε την Εκκλησία του Χριστού σαν «το άθροισμα – διαφοροποιό και κατά κάποιο τρόπο ενοποιό – των Εκκλησιών και εκκλησιακών Κοινοτήτων» ή «να σκεφτούμε πως η Εκκλησία του Χριστού σήμερα δεν υπάρχει πια πουθενά και πως, γι’ αυτό, πρέπει μόνο να είναι αντικείμενο αναζήτησης εκ μέρους όλων των Εκκλησιών και Κοινοτήτων» (ΙΣΔΠ, Mysterium Ecclesiae, 1). Αν ήταν έτσι, η Εκκλησία του Χριστού δεν θα υπήρχε πια ως «μία» μέσα στην ιστορία ή θα υπήρχε μόνο κατά τρόπο ιδεατό, δηλαδή in fieri, σε μία μελλοντική σύγκλιση ή επανενοποίηση των διαφόρων αδελφών Εκκλησιών·
• εκφράζει σαφέστερα πώς εκτός της ορατής διάρθρωσης της καθολικής Εκκλησίας βρίσκονται «πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας», «τα οποία, καθότι δώρα ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού, ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8). Αναγνωρίζει συνεπώς την παρουσία, στις μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες, εκκλησιακών στοιχείων τα οποία είναι ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού. «Επομένως, οι χωρισμένες αυτές Εκκλησίες και Κοινότητες, αν και, όπως πιστεύουμε, έχουν ελλείψεις, δεν στερούνται καθόλου από τη σημασία τους και τη σπουδαιότητά τους μέσα στο μυστήριο της σωτηρίας. Πραγματικά, το Πνεύμα του Χριστού δεν αρνείται να τις χρησιμοποιήσει ως μέσα σωτηρίας, η ισχύς των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, το οποίο εμπιστεύθηκε ο Χριστός στην καθολική Εκκλησία». (UR 3)·
• επιτρέπει ένα μεγαλύτερο άνοιγμα της καθολικής Εκκλησίας στο ιδιαίτερο αίτημα του οικουμενισμού να αναγνωρίσει η καθολική Εκκλησία έναν χαρακτήρα και μια διάσταση πραγματικά εκκλησιακή στις χριστιανικές Κοινότητες που δεν είναι σε πλήρη κοινωνία μαζί της, αναλογιζόμενη τα «plura elementa sanctificationis et gratiae» (πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας), τα οποία είναι παρόντα σε αυτές.
■ Η έκφραση subsistit εναρμονίζει συνεπώς δύο καταφάσεις της καθολικής διδασκαλίας: από τη μία πλευρά, πως η Εκκλησία του Χριστού, παρά τις διαιρέσεις των χριστιανών, συνεχίζει να υπάρχει πλήρως μόνο στην καθολική Εκκλησία, και, από την άλλη, πως υπάρχουν πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας εκτός της διάρθρωσής της, δηλαδή στις Εκκλησίες και εκκλησιακές Κοινότητες που δεν είναι ακόμη σε πλήρη κοινωνία με την καθολική Εκκλησία (πρβλ. ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 3, και συνοδευτικό άρθρο σχολιασμού).
Τι είναι εκείνα που χρειάζονται για την ενότητα των χριστιανών;
■ Είναι απαραίτητα:
• η διαρκής ανανέωση της Εκκλησίας, η οποία έτσι μένει πιστή στην κλήση της. Αυτή η ανανέωση είναι η κινητήριος δύναμη της ενότητας·
• η μεταστροφή της καρδιάς «για να ζήσουμε μια ζωή πιο σύμμορφη προς το Ευαγγέλιο», διότι είναι η απιστία των μελών στη δωρεά του Χριστού που προκαλεί τις διαιρέσεις·
• η από κοινού προσευχή· πράγματι «η μεταστροφή της καρδιάς» και «η αγιότητα της ζωής, μαζί με τις ιδιωτικές και δημόσιες προσευχές για την ενότητα των χριστιανών, πρέπει να θεωρηθούν ως η ψυχή όλης της οικουμενικής κίνησης και μπορούν δίκαια να ονομαστούν πνευματικός οικουμενισμός»·
• η αμοιβαία αδελφική γνωριμία·
• η διαπαιδαγώγιση των πιστών και ειδικά των ιερέων επάνω στον οικουμενισμό·
• ο διάλογος μεταξύ των θεολόγων και οι συναντήσεις μεταξύ των χριστιανών των διαφόρων Εκκλησιών και Κοινοτήτων·
• η συνεργασία μεταξύ των χριστιανών στους διαφόρους χώρους κοινωνικής υπηρεσίας» (KατKE 821).
■ «Αληθινός οικουμενισμός δεν υπάρχει χωρίς εσωτερική μεταστροφή και κάθαρση της μνήμης, χωρίς αγιότητα ζωής σύμμορφης με το Ευαγγέλιο, και προπαντός δεν υπάρχει χωρίς έντονη και αδιάλειπτη προσευχή η οποία να αντηχεί την προσευχή του Ιησού» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Β’, Ομιλία, 13 Νοεμβρίου 2004).
■ «Η ένωση με τον Χριστό είναι ταυτόχρονα ένωση με όλους τους άλλους στους οποίους Αυτός δίνεται. Εγώ δεν μπορώ να έχω τον Χριστό μόνο για μένα· μπορώ να του ανήκω μόνο ενωμένος με όλους εκείνους που έχουν γίνει ή θα γίνουν δικοί του. Η κοινωνία με βγάζει έξω από τον εαυτό μου και με ωθεί προς αυτόν, κι έτσι με ωθεί προς την ένωση με όλους τους χριστιανούς (ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’, Deus caritas est, αρ. 14).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για την εμβάθυνση στο θέμα, συνιστάται η ανάγνωση των εξής εγγράφων:
* B’ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ, Lumen gentium – “To φως των εθνών” – (LG)· Unitatis redintegratio – “Η αποκατάσταση της ενότητας” – (UR).
* ΠΟΝΤΙΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Οδηγός για την εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του Οικουμενισμού, 1993·
* ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΚατΚΕ)·
* ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ (ΙΣΔΠ), Responsa ad quaestiones de aliquibus sententiis ad doctrinam de Ecclesia pertinentibus, 29 Ιουνίου 2007).
Του Σεβασμιωτάτου Ραφαήλ Martinelli,
Eπισκόπου Φρασκάτι
Ο Σεβασμιώτατος Ραφαήλ Martinelli γεννήθηκε στο Bergamo της Ιταλίας, όπου και υπηρέτησε ως ιερέας. Αφού έκανε το διδακτορικό του στην Ιερή Θεολογία με εξειδίκευση στην ποιμαντική της κατήχησης στο Ποντιφικό Λατερανό Πανεπιστήμιο και έλαβε το πτυχίο Παιδαγωγικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, από το 1980 είναι μέλος της Ιεράς Συνόδου για τη Διδασκαλία της Πίστης.
Ως Πριμικήριος της Βασιλικής των Αγίων Αμβροσίου και Καρόλου στη Ρώμη, έχει συγγράψει μερικά κατηχητικά δελτία επάνω σε διάφορα θέματα επικαιρότητας, τα οποία διατίθενται σε όσους εισέρχονται στην προαναφερθείσα Βασιλική. Εξαντλήθηκαν περισσότερο από 2.000.000 αντίτυπα σε περίπου δύο χρόνια.
Αυτά τα κατηχητικά δελτία έχουν συνταχθεί, σε διαλογική μορφή, στη βάση των εγγράφων της Αγίας Έδρας και, ιδιαιτέρως, θεμελιώνονται στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας και στη Σύνοψή της.
Όλα τα κατηχητικά δελτία, 50 στο σύνολό τους, έχουν συγκεντρωθεί και εκδοθεί από την Libreria Editrice Vaticana υπό τον τίτλο “50 Θέματα επικαιρότητας – διαλογική κατήχηση”. Μπορεί επίσης να τα βρει κανείς και στην ιστοσελίδα: www.sancarlo.pcn.net
Στις 2 Ιουνίου 2009 ονομάστηκε Επίσκοπος Φρασκάτι, στο Λάτιο, από την Α.Α. τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’.
Τι είναι ο Οικουμενισμός;
■ Είναι η Κίνηση η οποία στοχεύει στην ενότητα των χριστιανών και συμπεριλαμβάνει «τις δραστηριότητες και τις πρωτοβουλίες εκείνες, οι οποίες, αναλόγως προς τις διάφορες ανάγκες της Εκκλησίας και τις απαιτήσεις των καιρών, αποσκοπούν και είναι τεταγμένες στην προώθηση της ενότητας των χριστιανών» (UR 4).
■ H αναζήτηση της ενότητας των χριστιανών αποτελεί δέσμευση και επιτακτικό καθήκον της καθολικής Εκκλησίας. Ο οικουμενισμός – τον οποίο οφείλουμε να διακρίνουμε από τον διαθρησκειακό διάλογο – θεμελιώνεται στη διαθήκη την οποία μας άφησε ο ίδιος ο Ιησούς την παραμονή του θανάτου του: «ώστε να είναι όλοι ένα» (Ιω 17, 21). Η Β’ Βατικανή Σύνοδος περιέγραψε τις ενέργειες για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών ως έναν από τους πρωταρχικούς σκοπούς της (UR 1) και ως ωθούμενες από την πνοή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος (UR 1, 4). O μακαριστός Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’ πολλές φορές υπογράμμισε το «αμετάκλητο της οικουμενικής επιλογής» (Ut unum sint, 3). Και ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος ΙΣΤ’, ήδη από τις πρώτες ημέρες της Αρχιερατείας του, διαβεβαίωσε πως θα εργαστεί εις βάθος για την αποκατάσταση της πλήρους και ορατής ενότητας των μαθητών του Χριστού.
Σε αυτό το ιερό έργο, το πρωτεύον κριτήριο είναι η ενότητα της Πίστης.
Το σημείο αφετηρίας του οικουμενισμού είναι το Βάπτισμα, και εκείνο της άφιξης είναι η από κοινού τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.
■ Ο οικουμενικός διάλογος βασίζεται στο δικαίωμα-καθήκον που έχει ο καθένας να εκφράσει, με ηρεμία και αντικειμενικότητα, την ταυτότητά του, καθιστώντας σαφές αυτό που ο ίδιος είναι, αυτό που ενώνει και αυτό που διαιρεί. Το να εκθέτει κανείς με σαφήνεια τις θέσεις του δεν περιορίζει τον οικουμενικό διάλογο, αλλά τον ευνοεί.
Γιατί υπάρχει ο Οικουμενισμός;
■ Διότι υπάρχουν, μεταξύ των χριστιανών, διαιρέσεις, οι οποίες αντιτίθενται στο θέλημα του Χριστού, ο οποίος προσευχήθηκε «ώστε να είναι όλοι ένα» (Ιω 17, 21), κι έτσι να αποκατασταθεί η ενότητα όλων των χριστιάνων σε «ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα» (Ιω 10, 16), ώστε «ο λαός του Θεού να φτάσει χαρούμενος σε όλο το πλήρωμα της αιώνιας δόξας, στην ουράνια Ιερουσαλήμ» (UR 3).
■ O Βενέδικτος ΙΣΤ’ υπογραμμίζει πως μερικοί χριστιανοί επιτείνουν σήμερα τις διαιρέσεις ιδιαιτέρως για δύο λόγους:
1) εξαιτίας «μιας φονταμενταλιστικής ερμηνείας του δεδομένου της Αγίας Γραφής και της Ιερής Παράδοσης. Συνεπώς, οι κοινότητες αρνούνται να ενεργήσουν ως ένα ενωμένο σώμα, και προτιμούν αντιθέτως την αρχή της τοπικής απομόνωσης. Χάνεται έτσι η ανάγκη μιας διαχρονικής κοινωνίας – η κοινωνία με την Εκκλησία όλων των εποχών – ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος έχει χάσει τον προσανατολισμό του κι έχει ανάγκη μιας πειστικής και από κοινού μαρτυρίας της σωστικής δύναμης του Ευαγγελίου»·
2) πολλοί χριστιανοί, «στην παρουσίαση της χριστιανικής πίστης, θεωρούν πως δεν είναι αναγκαίο να υπογραμμίζεται η αντικειμενική αλήθεια, αλλά πρέπει ο καθένας να ακολουθεί τη συνείδησή του και να επιλέγει εκείνη την κοινότητα η οποία ικανοποιεί καλύτερα τα προσωπικά του γούστα. Το αποτέλεσμα είναι επαληθεύσιμο στη συνεχή αύξηση κοινοτήτων οι οποίες συχνά αποφεύγουν τις θεσμικές δομές και ελαχιστοποιούν τη σπουδαιότητα που έχει για τη χριστιανική ζωή το περιεχόμενο της επίσημης διδασκαλίας. Ακόμη και στο εσωτερικό της οικουμενικής κίνησης οι χριστιανοί είναι δυνατόν να φανούν απρόθυμοι να υποστηρίξουν τη θέση της επίσημης διδασκαλίας από φόβο πως αυτή μπορεί να οξύνει παρά να θεραπεύσει τα τραύματα της διαίρεσης» (Ομιλία, Οικουμενική συνάντηση στη Νέα Υόρκη στον ιερό ναό Αγίου Ιωσήφ, 18 Απριλίου 2008).
Τι είδος κακού προκαλούν οι διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανών;
■ Προκαλούν διάφορα είδη κακού, τόσο στο εσωτερικό της Εκκλησίας όσι και εκτός αυτής. Πράγματι:
• Είναι ένα σκάνδαλο, το οποίο αποδυναμώνει τη φωνή της Εκκλησίας.
• «Οι διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανών εμποδίζουν την ίδια την Εκκλησία να πραγματοποιεί το πλήρωμα της καθολικότητάς της σ’ εκείνα από τα παιδιά της που ανήκουν βέβαια σε αυτήν, χάρη στο βάπτισμά τους, αλλά είναι χωρισμένα από την πλήρη κοινωνία της. Και μάλιστα γίνεται δυσκολότερο για την ίδια την Εκκλησία να εκφράζει από κάθε άποψη το πλήρωμα της καθολικότητάς της μέσα στην ίδια την πραγματικότητα της ζωής» (UR 4).
• «Η καθολικότητα, που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας, η οποία ποιμαίνεται από τον Διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους σε κοινωνία μαζί του, εξαιτίας της διαίρεσης των χριστιανών, βρίσκεται μπροστά σε ένα πρόσκομμα το οποίο εμποδίζει την πλήρη πραγμάτωσή της μέσα στην ιστορία» (IΣΔΠ, Επιστ. Communionis notio, 17).
■ Αυτή η έλλειψη ενότητας μεταξύ των χριστιανών ζημιώνει σοβαρά και τη μαρτυρία, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να δίνουν στους μη χριστιανούς: αποτελεί μια αντιμαρτυρία. «Είναι οδυνηρή η διαπίστωση πως λόγω αυτής της κατάστασης οι χριστιανοί χάνουν ένα μέρος της ιεραποστολικής κι ευαγγελιστικής ορμής τους εξαιτίας των διαιρέσεων οι οποίες ναρκοθετούν την εσωτερική ζωή τους και μειώνουν την αποστολική αξιοπιστία τους» (ΠΟΝΤΙΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Οδηγός για την εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του Οικουμενισμού, Παρουσίαση).
Γιατί πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ ενότητας της Εκκλησίας και ενότητας των χριστιανών;
■ Διότι η ενότητα της Εκκλησίας υπάρχει ήδη. Η ενότητα, «την οποία ο Χριστός ευθύς εξ αρχής δώρησε στην Εκκλησία του, εμείς πιστεύουμε πως ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, χωρίς πιθανότητα να απολεσθεί, και ελπίζουμε ότι θα αυξάνει κάθε ημέρα και περισσότερο, ως τη συντέλεια των αιώνων» (UR 4). Γι’ αυτό στο Πιστεύω εμείς ομολογούμε: «[Πιστεύω] και εις μίαν [...] Εκκλησίαν», και αυτή η Εκκλησία ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία (βλ. LG 8).
■ Αυτό που λείπει είναι η ενότητα των χριστιανών. Πράγματι, «μέσα σε αυτή τη μία και μοναδική Εκκλησία του Θεού εμφανίστηκαν ήδη από πολύ νωρίς μερικά σχίσματα, τα οποία καταδικάζει αυστηρά ο Απόστολος· κατά τους επόμενους αιώνες προκλήθηκαν ευρύτερα σχίσματα, και ολόκληρες κοινότητες αποχωρίστηκαν από την πλήρη κοινωνία της καθολικής Εκκλησίας, μερικές φορές όχι χωρίς ανθρώπινη ενοχή και από τις δύο πλευρές» (UR 3).
■ «Η ενότητα της μοναδικής Εκκλησίας, που ήδη υπάρχει στην καθολική Εκκλησία χωρίς πιθανότητα να απολεσθεί, μας εγγυάται πως μια ημέρα και η ενότητα όλων των χριστιανών θα γίνει πραγματικότητα» (IΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Β’, Ομιλία, 13 Νοεμβρίου 2004).
■ Ωστόσο, οι χριστιανοί που είναι χωρισμένοι από την πλήρη κοινωνία με την καθολική Εκκλησία έχουν με αυτήν, ήδη από τώρα, πολλά κοινά στοιχεία.
Ποια είναι τα στοιχεία τα οποία οι Εκκλησίες και οι μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες έχουν από κοινού με την καθολική Εκκλησία;
■ Τα μέλη αυτών των Εκκλησιών και μη καθολικών χριστιανικών Κοινοτήτων:
• «έχοντας λάβει στο βάπτισμα τη δικαίωση από την πίστη, είναι ενσωματωμένα στον Χριστό, και απομένως δίκαια φέρουν το χριστιανικό όνομα και πολύ σωστά αναγνωρίζονται από τα παιδιά της καθολικής Εκκλησίας ως αδελφοί εν Κυρίω» (UR 3).
• απολαμβάνουν αγαθών που μπορούν να υπάρχουν και έξω από τα ορατά όρια της καθολικής Εκκλησίας, όπως: «ο γραπτός λόγος του Θεού, η ζωή της χάρης, η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη, όπως και άλλα εσωτερικά δώρα του Αγίου Πνεύματος ή ορατά στοιχεία» (UR 3).
■ Aυτές τις Εκκλησίες και εκκλησιακές Κοινότητες «το Πνεύμα του Θεού δεν αρνείται να τις χρησιμοποήσει ως μέσα σωτηρίας, η ισχύς των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, το οποίο ο Χριστός εμπιστεύθηκε στην καθολική Εκκλησία. Όλα αυτά τα αγαθά προέρχονται από τον Χριστό και στον Χριστό οδηγούν» (UR 3), και «ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8).
■ M’ εκείνους που, χάρη στο βάπτισμά τους, τιμώνται με το χριστιανικό όνομα, αλλά δεν ομολογούν ακέραιη την πίστη ή δεν διατηρούν την ενότητα της κοινωνίας υπό τον Διάδοχο του Πέτρου, η Εκκλησία γνωρίζει πως είναι ενωμένη με πολλούς και διάφορους δεσμούς» (LG 15).
■ Tαυτόχρονα, η καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες είναι πλησιέστερες προς αυτήν σε σχέση με τις μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες, καθότι υπάρχει μια όχι ευκαταφρόνητη διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις τελευταίες και τις ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις ορθόδοξες Εκκλησίες και τις μη καθολικές εκκλησιακές Κοινότητες;
■ Οι ορθόδοξες Εκκλησίες ονομάζονται έτσι από το έτος 1054 και μετά:
• «έχουν αληθινά μυστήρια και προπάντων, χάρη στην αποστολική διαδοχή, την Ιερωσύνη και τη Θεία Ευχαριστία, διαμέσου των οποίων παραμένουν ακόμη ενωμένες μαζί μας με πάρα πολύ στενούς δεσμούς» (UR 3)·
• συνεπώς, «μία κάπoια μυστηριακή ενδοκοινωνία (communicatio in sacris), κάτω από ορισμένες συνθήκες και με την έγκριση της εκκλησιαστικής αρχής, είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και αξιοσύσταση» (UR 15)·
• αξίζουν να ονομάζονται “επιμέρους ή κατά τόπους Εκκλησίες” και αποκαλούνται “αδελφές Εκκλησίες των κατά τόπους καθολικών Εκκλησιών” (UR 14)·
• «διαμέσω της τέλεσης της Ευχαριστίας του Κυρίου σε αυτές τις τοπικές Εκκλησίες, η Εκκλησία του Θεού οικοδομείται και αυξάνει» (UR 15)·
• έχουν μια κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, τόσο βαθιά «που τους λείπει πολύ λίγο για να επιτύχουν την πληρότητα η οποία επιτρέπει την από κοινού τέλεση της Θείας Ευχαριστίας» (ΠΑΥΛΟΣ Στ’, Ομιλία στο Σίξτειο Παρεκκλήσιο κατά τη δέκατη επέτειο της αμοιβαίας άρσης των αφορισμών μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, 14 Δεκεμβρίου 1975)·
• δεν είναι ωστόσο σε πλήρη κοινωνία με τη καθολική Εκκλησία, καθόσον αυτές δεν είναι σε κοινωνία με την ορατή Κεφαλή της μοναδικής καθολικής Εκκλησίας, τον Πάπα, Διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, Κορυφαίου των Αποστόλων, στον οποίο ο Κύριος εμπιστεύθηκε τη διαποίμανση όλων των προβάτων του (βλ. Ιω 21, 16). Και αυτό δεν είναι ένα δευτερεύον γεγονός, αλλά μία από τις συστατικές αρχές οι οποίες ενυπάρχουν στο εσωτερικό της κάθε επιμέρους Εκκλησίας. Γι’ αυτό, εφόσον «η κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, της οποίας η ορατή Κεφαλή είναι ο Επίσκοπος Ρώμης και Διάδοχος του Πέτρου, δεν είναι ένα κάποιο εξωτερικό συμπλήρωμα στην επιμέρους Εκκλησία, αλλά μία από τις εσωτερικές συστατικές αρχές της, η κατάσταση της επιμέρους Εκκλησίας, την οποία απολαμβάνουν εκείνες οι σεβάσμιες χριστιανικές Κοινότητες, υφίσταται έλλειμμα» (IΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 4).
■ Oι μη καθολικές εκκλησιακές Κοινότητες:
• είναι προπάντων εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν από τη μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα: οι προτεσταντικές (εμπνευσμένες από τη σκέψη και το έργο του Μαρτίνου Λούθηρου: 1483-1546), η αγγλικανική (η οποία γεννήθηκε με την Πράξη Επικυριαρχίας του άγγλου βασιλιά Ερρίκου Η’ το 1534). Πέρα από αυτές, υπάρχει μια πληθώρα νέων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες συνεχώς γεννιούνται και πολλαπλασιάζονται·
• δεν έχουν την αποστολική διαδοχή στο Μυστήριο της Ιεροσύνης, και γι’ αυτό στερούνται ενός ουσιαστικού δομικού στοιχείου, απαραίτητου στο «είναι» της Εκκλησίας·
• κυρίως εξαιτίας της απουσίας της διακονηματικής Ιεροσύνης, δεν έχουν διατηρήσει τη γνήσια και ακέραιη ουσία του ευχαριστιακού Μυστηρίου (πρβλ. UR 22)·
• «γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι δυνατόν, για την καθολική Εκκλησία, η ευχαριστιακή διακοινωνία (communicatio in sacris) με αυτές τις Κοινότητες (ΚατΚΕ 1400)·
• εν τούτοις, «όταν με το ιερό Δείπνο τελούν την ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου, ομολογούν ότι η ζωή βρίσκεται στην κοινωνία με τον Χριστό και προσδοκούν την ένδοξή του έλευση (UR 22)·
• δεν μπορούν, σύμφωνα με την καθολική διδασκαλία, να ονομάζονται «Εκκλησίες» (πρβλ. ΙΣΔΠ, Dominus Iesus, 17) καθότι στερούνται των Μυστηρίων της Ιεροσύνης και της Ευχαριστίας·
• σε αυτές βρίσκονται ωστόσο «πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας, τα οποία, καθότι δώρα ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού, ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8), όπως, πχ. η Αγία Γραφή, το Βάπτισμα, η αγάπη.
Ποια αρχή είναι βασικής σημασίας στον οικουμενικό διάλογο;
Στον οικουμενικό διάλογο «ισχύει πάντοτε η αρχή της αδελφικής αγάπης, της κατανόησης και της αμοιβαίας προσέγγισης· αλλά και η υπεράσπιση της πίστης του λαού μας, διασφαλίζοντάς τον στη χαρούμενη πεποίθηση πως η «unica Christi Ecclesia [...] subsistit in Ecclesia catholica, a successore Petri et Episcopis in eius communione gubernata» («η μοναδική Εκκλησία του Χριστού [...] ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, η οποία ποιμαίνεται από τον διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του» (LG 8· BENEΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’, Ομιλία, 12-5-07).
Πώς πρέπει να εννοηθεί η διατύπωση σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία του Χριστού ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία;
Ο Χριστός ίδρυσε επάνω στη γη μία και μοναδική Εκκλησία και την συγκρότησε ως κοινότητα ορατή και πνευματική, η οποία υπάρχει από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της και θα συνεχίσει να υπάρχει μέσα στον ρου της ιστορίας, και στην οποία μόνο παραμένουν και θα παραμένουν όλα τα στοιχεία τα οποία από τον ίδιο τον Χριστό συστάθηκαν. Αυτή είναι η μοναδική Εκκλησία του Χριστού, την οποία στο Σύμβολο της Πίστης ομολογούμε μία, αγία, καθολική και αποστολική. Αυτή η Εκκλησία, σε αυτόν τον κόσμο συγκροτημένη και διαρθρωμένη ως κοινωνία, ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, η οποία ποιμαίνεται από τον διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του (πρβλ. LG 8).
Στη Δογματική Διάταξη «ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ» (LG 8) η ενύπαρξη είναι αυτή η διαρκής ιστορική συνέχεια και η παραμονή όλων των στοιχείων που συστάθηκαν από τον Χριστό μέσα στην καθολική Εκκλησία, μέσα στην οποία συγκεκριμενοποιείται η Εκκλησία του Χριστού επάνω σε αυτή εδώ τη γη» (ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 2).
Γιατί χρησιμοποιείται από τη Β’ Βατικανή Σύνοδο (LG) η έκφραση subsistit in και όχι το ρήμα est;
■ Με τη λέξη subsistit (ενυπάρχει), η Σύνοδος:
• δείχνει την πλήρη ταύτιση της Εκκλησίας του Χριστού με την καθολική Εκκλησία. Επειδή η Εκκλησία έτσι όπως τη θέλησε ο Χριστός πραγματώνεται και συνεχίζει να υπάρχει (subsistit in) μέσα στην καθολική Εκκλησία, το συνεχές της ενύπαρξης συνεπιφέρει μια πραγματική ταύτιση ουσίας μεταξύ της Εκκλησία του Χριστού και της καθολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος θέλησε συνεπώς να διδάξει πως η Εκκλησία του Ιησού Χριστού, ως συγκεκριμένο υποκείμενο σε αυτόν τον κόσμο, απαντάται μέσα στην καθολική Εκκλησία·
• δηλώνει πως το ρήμα “ενυπάρχει” «μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά μόνο στην καθολική Εκκλησία, διότι αναφέρεται ακριβώς στο χαρακτηριστικό της ενότητας που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστης (Πιστεύω εις μίαν Εκκλησίαν)» (ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 2)·
• εκφράζει την αλήθεια πως η Εκκλησία του Χριστού είναι μοναδική και όχι πολλαπλασιάσιμη: η Εκκλησία του Χριστού είναι μόνο μία και ενυπάρχει, στην ιστορική πραγματικότητα, σε ένα μοναδικό υποκείμενο, το οποίο είναι η καθολική Εκκλησία·
• διαφυλάγει έτσι την ενότητα και τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, που θα κλονίζονταν αν γινόταν παραδεκτό πως μπορούν να υπάρχουν περισσότερες ενυπάρξεις της Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Χριστό·
• εμποδίζει να φανταστούμε την Εκκλησία του Χριστού σαν «το άθροισμα – διαφοροποιό και κατά κάποιο τρόπο ενοποιό – των Εκκλησιών και εκκλησιακών Κοινοτήτων» ή «να σκεφτούμε πως η Εκκλησία του Χριστού σήμερα δεν υπάρχει πια πουθενά και πως, γι’ αυτό, πρέπει μόνο να είναι αντικείμενο αναζήτησης εκ μέρους όλων των Εκκλησιών και Κοινοτήτων» (ΙΣΔΠ, Mysterium Ecclesiae, 1). Αν ήταν έτσι, η Εκκλησία του Χριστού δεν θα υπήρχε πια ως «μία» μέσα στην ιστορία ή θα υπήρχε μόνο κατά τρόπο ιδεατό, δηλαδή in fieri, σε μία μελλοντική σύγκλιση ή επανενοποίηση των διαφόρων αδελφών Εκκλησιών·
• εκφράζει σαφέστερα πώς εκτός της ορατής διάρθρωσης της καθολικής Εκκλησίας βρίσκονται «πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας», «τα οποία, καθότι δώρα ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού, ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8). Αναγνωρίζει συνεπώς την παρουσία, στις μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες, εκκλησιακών στοιχείων τα οποία είναι ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού. «Επομένως, οι χωρισμένες αυτές Εκκλησίες και Κοινότητες, αν και, όπως πιστεύουμε, έχουν ελλείψεις, δεν στερούνται καθόλου από τη σημασία τους και τη σπουδαιότητά τους μέσα στο μυστήριο της σωτηρίας. Πραγματικά, το Πνεύμα του Χριστού δεν αρνείται να τις χρησιμοποιήσει ως μέσα σωτηρίας, η ισχύς των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, το οποίο εμπιστεύθηκε ο Χριστός στην καθολική Εκκλησία». (UR 3)·
• επιτρέπει ένα μεγαλύτερο άνοιγμα της καθολικής Εκκλησίας στο ιδιαίτερο αίτημα του οικουμενισμού να αναγνωρίσει η καθολική Εκκλησία έναν χαρακτήρα και μια διάσταση πραγματικά εκκλησιακή στις χριστιανικές Κοινότητες που δεν είναι σε πλήρη κοινωνία μαζί της, αναλογιζόμενη τα «plura elementa sanctificationis et gratiae» (πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας), τα οποία είναι παρόντα σε αυτές.
■ Η έκφραση subsistit εναρμονίζει συνεπώς δύο καταφάσεις της καθολικής διδασκαλίας: από τη μία πλευρά, πως η Εκκλησία του Χριστού, παρά τις διαιρέσεις των χριστιανών, συνεχίζει να υπάρχει πλήρως μόνο στην καθολική Εκκλησία, και, από την άλλη, πως υπάρχουν πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας εκτός της διάρθρωσής της, δηλαδή στις Εκκλησίες και εκκλησιακές Κοινότητες που δεν είναι ακόμη σε πλήρη κοινωνία με την καθολική Εκκλησία (πρβλ. ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 3, και συνοδευτικό άρθρο σχολιασμού).
Τι είναι εκείνα που χρειάζονται για την ενότητα των χριστιανών;
■ Είναι απαραίτητα:
• η διαρκής ανανέωση της Εκκλησίας, η οποία έτσι μένει πιστή στην κλήση της. Αυτή η ανανέωση είναι η κινητήριος δύναμη της ενότητας·
• η μεταστροφή της καρδιάς «για να ζήσουμε μια ζωή πιο σύμμορφη προς το Ευαγγέλιο», διότι είναι η απιστία των μελών στη δωρεά του Χριστού που προκαλεί τις διαιρέσεις·
• η από κοινού προσευχή· πράγματι «η μεταστροφή της καρδιάς» και «η αγιότητα της ζωής, μαζί με τις ιδιωτικές και δημόσιες προσευχές για την ενότητα των χριστιανών, πρέπει να θεωρηθούν ως η ψυχή όλης της οικουμενικής κίνησης και μπορούν δίκαια να ονομαστούν πνευματικός οικουμενισμός»·
• η αμοιβαία αδελφική γνωριμία·
• η διαπαιδαγώγιση των πιστών και ειδικά των ιερέων επάνω στον οικουμενισμό·
• ο διάλογος μεταξύ των θεολόγων και οι συναντήσεις μεταξύ των χριστιανών των διαφόρων Εκκλησιών και Κοινοτήτων·
• η συνεργασία μεταξύ των χριστιανών στους διαφόρους χώρους κοινωνικής υπηρεσίας» (KατKE 821).
■ «Αληθινός οικουμενισμός δεν υπάρχει χωρίς εσωτερική μεταστροφή και κάθαρση της μνήμης, χωρίς αγιότητα ζωής σύμμορφης με το Ευαγγέλιο, και προπαντός δεν υπάρχει χωρίς έντονη και αδιάλειπτη προσευχή η οποία να αντηχεί την προσευχή του Ιησού» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Β’, Ομιλία, 13 Νοεμβρίου 2004).
■ «Η ένωση με τον Χριστό είναι ταυτόχρονα ένωση με όλους τους άλλους στους οποίους Αυτός δίνεται. Εγώ δεν μπορώ να έχω τον Χριστό μόνο για μένα· μπορώ να του ανήκω μόνο ενωμένος με όλους εκείνους που έχουν γίνει ή θα γίνουν δικοί του. Η κοινωνία με βγάζει έξω από τον εαυτό μου και με ωθεί προς αυτόν, κι έτσι με ωθεί προς την ένωση με όλους τους χριστιανούς (ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’, Deus caritas est, αρ. 14).
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για την εμβάθυνση στο θέμα, συνιστάται η ανάγνωση των εξής εγγράφων:
* B’ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ, Lumen gentium – “To φως των εθνών” – (LG)· Unitatis redintegratio – “Η αποκατάσταση της ενότητας” – (UR).
* ΠΟΝΤΙΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Οδηγός για την εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του Οικουμενισμού, 1993·
* ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΚατΚΕ)·
* ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ (ΙΣΔΠ), Responsa ad quaestiones de aliquibus sententiis ad doctrinam de Ecclesia pertinentibus, 29 Ιουνίου 2007).
Πηγή: Καθολικός Παρατηρητής
1 σχόλιο:
Δεν λέει ο επίσκοπος αυτός για μας τίποτε διαφορετικό από αυτό που λέει ο Πειραιώς για σας...μόνο που το λέει διπλωματικά,γιατί εφόσον:Εκκλησία=Εκκλησία του Χριστού,και εφόσον Εκκλησία του Χριστού="καθολική" Εκκλησία και μόνο και εφόσον Ορθόδοξες εκκλησίες=όχι εκκλησία του Χριστού=όχι εκκλησία,άρα μόνο τιμητικά και κατά..."καθολική" χάρη και για λόγους διπλωματίας λέει ότι οι ορθόδοξες (sic) είναι εκκλησίες,ενώ στην ουσία λέει ότι δεν είναι.Επίσης,διπλωματικός μεν προσεκτικότατος στη διατύπωση δε,λέει συγκεκριμένα "ορθόδοξες εκκλησίες" και όχι Ορθόδοξη Εκκλησία όπως είναι ο όρος με τον οποίων η Ορθόδοξη Εκκλησία βλέπει τον εαυτό της,άσχετα με την όποια διοικητική της δομή και τις όποιες αυτοκεφαλίες...
Εφόσον όμως οι δυτικοί (ή οι ορθόδοξοι αν θες) λέτε ότι το ένα μέλος δεν είναι εκκλησία πως θα προχωρήσει ο διάλογος;αν δεν θεωρήσουμε ότι και οι δυτικοί και οι ορθόδοξοι είναι μέρη της Εκκλησίας τότε τζάμπα μιλάμε.
Δημοσίευση σχολίου