Πρόκειται για λόγια του Ορθόδοξου ιερέα π. Αυγουστίνου Μπαιρακτάρη από το Ηράκλειο Κρήτης μέσα από το ιστολόγιό του για την αείμνηστη και χαρισματική Κιάρα Λούμπιχ, ιδρύτρια του κινήματος των Φοκολάρε. Ο π. Αυγουστίνος είναι Διδάκτωρ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με ειδικότητα στην Οικουμενική Κίνηση και στους Διαχριστιανικούς Διαλόγους. Το κείμενο που ακολουθεί θα μπορούσε να θεωρηθεί κάλλιστα ως η Χάρτα του Οικουμενικού Διαλόγου, πώς να αγαπάς τον πλησίον σου που δεν ανήκει στην ίδια εκκλησία ή πίστη με σένα.
θα ήθελα μέσα από το παρόν σχόλιό μου να αναφερθώ λίγο παραπάνω στην προσωπικότητα της Chiara Lubich, μιλώντας από καρδιάς. Η Chiara με απλά λόγια είχε καταφέρει από τη νεανική της ηλικία ν' αγαπήσει τον άνθρωπο, τον οποιοδήποτε άνθρωπο, αυτόν που χαρακτήριζε ως prossimo, τον γείτονα δηλαδή. Και στην ενδεχόμενη ερώτηση ποιός είναι αυτός ο γείτονας (ο πλησίον) έλεγε:"...είναι ο αδελφός που περνά από δίπλα μας κάθε στιγμή της ημέρας...Γι' αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι πάντοτε να τον διακονήσουμε, διότι έτσι διακονούμε τον ίδιο τον Θεό".
Έβλεπε μέσα από τον άνθρωπο το πρόσωπο του ίδιου του Θεού. Και αυτό την οδήγησε σε μία πράξη ζωής, που διακρίνεται από την επιθυμία και την δράση για την ενότητα όλων. Πρώτα η ίδια ξεπέρασε τις όποιες διακρίσεις και ταμπέλες βάζουμε εμείς ως άνθρωποι (φυλετικές, ομολογιακές, κοινωνικές, πολιτικές κ.α.) μέσα από την αγάπη της για τον Χριστό και ύστερα προχώρησε στην έμπρακτη αγάπη για τον άλλον, για τον όποιον άλλον, τον πλησίον.
Ωστόσο, αυτή η αγάπη για τον άλλον δεν είναι κάτι το γενικό και αφηρημένο, ούτε κάτι το ιδεαλιστικό, αλλά εξάπαντος είναι κάτι το πραγματικό. Γι' αυτό συνήθιζε να λέγει: "Πρέπει να είμαστε ένα με τον αδελφό , όχι σ' έναν κόσμο ιδεατό, αλλά στον πραγματικό. Όχι σ' έναν κόσμο μελλοντικό, αλλά στον παρόντα κόσμο". Δηλαδή το βίωμα και το όραμά της ήταν μεν εσχατολογικό, καθώς πάντοτε απέβλεπε στην εν δυνάμει ενότητα των χριστιανών, μία πραγματικότητα εσχατολογική, με την έννοια της ευχαριστιακής εκπλήρωσης, αλλά παράλληλα η καρδιά και οι πράξεις προσδιόριζαν το σήμερα, το τώρα.
Διακρινόταν δηλαδή για μία θεολογία ρεαλιστική και όχι ιδεαλιστική. Παρά το γεγονός ότι όποιος είναι εκφραστής της οικουμενικής θεολογίας, όπως είναι ο γράφων, χαρακτηρίζεται από τους άλλους ως εκφραστικής της παλαιότερης "ρομαντικής θεολογίας", ωστόσο η ουσία της θεολογίας είναι η απροϋπόθετη αγάπη για τον άλλον, η απρόσμενη, η αδιάκριτη, η απεριόριστη, καθώς στη ζωή δεν έχουμε την πολυτέλεια να επιλέγουμε τον "γείτονα". Εκεί βασίζεται η όλη έννοια, η δυναμική και οι συμβολισμοί της οικουμενικής θεολογίας. Εκεί που όλα στη ζωή και στις σχέσεις αναδύουν έναν αρνητισμό και μία κατάσταση διαίρεσης, η οικουμενική θεολογία έρχεται να επιβεβαιώσει και να επιστεγάσει το οξύμωρο του πράγματος, ότι δηλαδή μέσα από τον θάνατο κερδίζουμε την ζωή, μέσα από τον θάνατο του εγωισμού μας, της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού μας κερδίζουμε την όντως ζωή.
Αυτό βέβαια είναι έκφραση μίας τέχνης, της τέχνης της αγάπης, και όχι της τεχνικής που βασίζεται σε μία ορισμένη μεθοδολογία. Δεν είναι κάτι που διδάσκεται, παρά κάτι που βιώνεται. Αυτό το ονόμαζε η Chiara "η τέχνη του να αγαπάς" - "l'arte di amare". Και ο άνθρωπος οδηγείται σ' αυτή την ενωτική και αγαπητική διάθεση μέσα από το "μυστηριώδες μονοπάτι" - "il misterioso cammino" που φανερώνει ο Θεός στον κόσμο. "E noi siamo chiamati a vivere l'unita ogni momento nella nostra vita quotidiana". Έχουμε λοιπόν κληθεί να ζούμε την ενότητα κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας. Και πώς μπορούμε να το πετύχουμε αυτό; Μέσα από την αγάπη μας για τον Χριστό. Αλλά αυτή η οδός προς τον Χριστό περνά μέσα από την αγάπη μας για τον αδελφό μας. "...la via per andare a Dio, passa dunque attraverso il fratello...l'unita esige la morte di tutti per dar la vita all'UnoSopra la vostra morte viva la Vita". Εκεί κάπου βιώνεται αυτό που η Chiara ονόμαζε "Gesu Abbandonato" (ο εγκαταλειμμένος Ιησούς) και στον οποίο θα αναφερθούμε σε κάποιο άλλο μας σχόλιο.
θα ήθελα μέσα από το παρόν σχόλιό μου να αναφερθώ λίγο παραπάνω στην προσωπικότητα της Chiara Lubich, μιλώντας από καρδιάς. Η Chiara με απλά λόγια είχε καταφέρει από τη νεανική της ηλικία ν' αγαπήσει τον άνθρωπο, τον οποιοδήποτε άνθρωπο, αυτόν που χαρακτήριζε ως prossimo, τον γείτονα δηλαδή. Και στην ενδεχόμενη ερώτηση ποιός είναι αυτός ο γείτονας (ο πλησίον) έλεγε:"...είναι ο αδελφός που περνά από δίπλα μας κάθε στιγμή της ημέρας...Γι' αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι πάντοτε να τον διακονήσουμε, διότι έτσι διακονούμε τον ίδιο τον Θεό".
Έβλεπε μέσα από τον άνθρωπο το πρόσωπο του ίδιου του Θεού. Και αυτό την οδήγησε σε μία πράξη ζωής, που διακρίνεται από την επιθυμία και την δράση για την ενότητα όλων. Πρώτα η ίδια ξεπέρασε τις όποιες διακρίσεις και ταμπέλες βάζουμε εμείς ως άνθρωποι (φυλετικές, ομολογιακές, κοινωνικές, πολιτικές κ.α.) μέσα από την αγάπη της για τον Χριστό και ύστερα προχώρησε στην έμπρακτη αγάπη για τον άλλον, για τον όποιον άλλον, τον πλησίον.
Ωστόσο, αυτή η αγάπη για τον άλλον δεν είναι κάτι το γενικό και αφηρημένο, ούτε κάτι το ιδεαλιστικό, αλλά εξάπαντος είναι κάτι το πραγματικό. Γι' αυτό συνήθιζε να λέγει: "Πρέπει να είμαστε ένα με τον αδελφό , όχι σ' έναν κόσμο ιδεατό, αλλά στον πραγματικό. Όχι σ' έναν κόσμο μελλοντικό, αλλά στον παρόντα κόσμο". Δηλαδή το βίωμα και το όραμά της ήταν μεν εσχατολογικό, καθώς πάντοτε απέβλεπε στην εν δυνάμει ενότητα των χριστιανών, μία πραγματικότητα εσχατολογική, με την έννοια της ευχαριστιακής εκπλήρωσης, αλλά παράλληλα η καρδιά και οι πράξεις προσδιόριζαν το σήμερα, το τώρα.
Διακρινόταν δηλαδή για μία θεολογία ρεαλιστική και όχι ιδεαλιστική. Παρά το γεγονός ότι όποιος είναι εκφραστής της οικουμενικής θεολογίας, όπως είναι ο γράφων, χαρακτηρίζεται από τους άλλους ως εκφραστικής της παλαιότερης "ρομαντικής θεολογίας", ωστόσο η ουσία της θεολογίας είναι η απροϋπόθετη αγάπη για τον άλλον, η απρόσμενη, η αδιάκριτη, η απεριόριστη, καθώς στη ζωή δεν έχουμε την πολυτέλεια να επιλέγουμε τον "γείτονα". Εκεί βασίζεται η όλη έννοια, η δυναμική και οι συμβολισμοί της οικουμενικής θεολογίας. Εκεί που όλα στη ζωή και στις σχέσεις αναδύουν έναν αρνητισμό και μία κατάσταση διαίρεσης, η οικουμενική θεολογία έρχεται να επιβεβαιώσει και να επιστεγάσει το οξύμωρο του πράγματος, ότι δηλαδή μέσα από τον θάνατο κερδίζουμε την ζωή, μέσα από τον θάνατο του εγωισμού μας, της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού μας κερδίζουμε την όντως ζωή.
Αυτό βέβαια είναι έκφραση μίας τέχνης, της τέχνης της αγάπης, και όχι της τεχνικής που βασίζεται σε μία ορισμένη μεθοδολογία. Δεν είναι κάτι που διδάσκεται, παρά κάτι που βιώνεται. Αυτό το ονόμαζε η Chiara "η τέχνη του να αγαπάς" - "l'arte di amare". Και ο άνθρωπος οδηγείται σ' αυτή την ενωτική και αγαπητική διάθεση μέσα από το "μυστηριώδες μονοπάτι" - "il misterioso cammino" που φανερώνει ο Θεός στον κόσμο. "E noi siamo chiamati a vivere l'unita ogni momento nella nostra vita quotidiana". Έχουμε λοιπόν κληθεί να ζούμε την ενότητα κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας. Και πώς μπορούμε να το πετύχουμε αυτό; Μέσα από την αγάπη μας για τον Χριστό. Αλλά αυτή η οδός προς τον Χριστό περνά μέσα από την αγάπη μας για τον αδελφό μας. "...la via per andare a Dio, passa dunque attraverso il fratello...l'unita esige la morte di tutti per dar la vita all'UnoSopra la vostra morte viva la Vita". Εκεί κάπου βιώνεται αυτό που η Chiara ονόμαζε "Gesu Abbandonato" (ο εγκαταλειμμένος Ιησούς) και στον οποίο θα αναφερθούμε σε κάποιο άλλο μας σχόλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου