Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Στο αρχείο η μήνυση του Σεραφείμ Πειραιώς κατά των καθολικών?


Σε δήλωσή του που δημοσιεύθηκε χτες στη Ρομφαία, ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ κάνει μια σύντομη αναδρομή όλων των δικαστικών περιπετειών με τις οποίες έμπλεξε την Εκκλησία του και μυστηριωδώς παραλείπει κάθε αναφορά στην πρόσφατη μήνυση που κατέθεσε κατά της Καθολικής Εκκλησίας στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου των εν Αθήναις Καθολικών, του καθολικού Εφημερίου Πειραιά και της Ηγουμένης της Ι.Μ. Αγίου Ιωσήφ.

Να υποθέσουμε οτι ο Εισαγγελέας έθεσε στο αρχείο την μήνυση επειδή δεν βρήκε τίποτα το αξιόποινο με αποτέλεσμα να μην πληρεί τα κριτήρια για να φτάσει στις αίθουσες των δικαστηρίων?

Από το παρών ιστολόγιο πάντως δεν επιχειρήθηκε καμία προσπάθεια φίμωσης του Σεβασμιοτάτου και όλες οι αναφορές του σχετικά με τη μήνυση όπως και η ίδια η μηνυτήρια αναφορά αναδημιοσιεύθηκαν αυτούσιες χωρίς να παραλαφθεί ούτε ένα κόμα.

Του Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ


Υπείκων εις τον σωτηριώδη λόγο του ενσαρκωθέντος Κυρίου ότι τα μέλη του σώματός Του πρέπει να είναι το άλας της γης και το φως του κόσμου και η βίοτή τους να αποδεικνύει καθημερινώς τον συντονισμό της προς την Ευαγγελική αλήθεια ως «πόλις επάνω όρους κειμένη» (Ματθ. 5:13-14) χρεωστώ ως ποιμένας της Εκκλησίας να γνωστοποιώ τα κατ’ εμέ εις τους διακονουμένους υπό της αναξιότητός μου.

Όπως προ ολίγου χρόνου τα λεγόμενα «ομοερωτικά» σωματεία με είχαν εγκαλέσει ποινικά δια δήθεν εξύβρισή τους επειδή ομιλώ εναντίον της θανασίμου αμαρτίας της ομοφυλοφιλίας, που αποκόπτει από τον αιώνιο Θεό και αντιβαίνει στην ανθρώπινη φυσιολογία και ψυχολογία επιχειρούσα την ανατροπή της ανθρωπίνης οντολογίας με την συνδρομή του κ. Παναγιώτου Δημητρά, εκπροσώπου του ελληνικού παρατηρητηρίου των συμφωνιών του Ελσίνκι, μιας Μη Κυβερνητικής Οργανώσεως (ΜΚΟ), με αποτέλεσμα να αθωωθώ τελεσιδίκως με την υπ’ αριθμ. 455/2011 Διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών έτσι και πάλι η ανωτέρω ΜΚΟ με την συνδρομή του εκδότου κ. Μωρίς Χατζή του περιοδικού «Κρησάρα», που ασχολείται με θέματα του Εβραϊσμού και του κ. Abdulhalim Dede που αυτοπροσδιορίζεται στην Ελλάδα, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης η οποία δεν αναγνωρίζει Τουρκική μειονότητα επειδή δεν υφίσταται, ως εκπρόσωπος της «Τουρκικής μειονοτικής κίνησης για τα ανθρώπινα δικαιώματα», με εγκαλούν ενώπιον της ποινικής δικαιοσύνης για δήθεν παράβαση των άρθρων 1 και 2 του Νόμου 927/1979 «Περί κολασμού πράξεων η ενεργειών αποσκοπουσών εις φυλετικάς διακρίσεις» σε συνδυασμό με την απόφαση πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ/28.11.2008 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δια δημοσιευθείσες θέσεις μου δια τον διεθνή Σιωνισμό και τον Ισλαμισμό παρερεμηνεύοντες εντελώς τας διατάξεις των Νόμων που επικαλούνται διότι ουδέποτε ο λόγος μου προέτρεψε στην πρόκληση διακρίσεων, μίσους η βίας κατά προσώπων, αλλ’ ανέδειξε ως έχω χρέος εκ της Επισκοπικής μου ευθύνης, την αλήθεια των πραγμάτων εκφράζων ελευθέρως ως στο Σύνταγμα της χώρας κατωχυρούται την προσωπικήν μου άποψιν.

Χρησιμοποιούν βεβαίως δηλώσεις στρεβλωτικές των θέσεών μου, του τότε Κυβερνητικού Εκπροσώπου κ. Πεταλωτή, της Προέδρου της ΔΗΣΥ κας Ντόρας Μπακογιάννη, του Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου, της Ι. Αρχιεπισκοπής Αμερικής, του Προέδρου της ΑΧΕΠΑ κ. Νικολάου Καρακώστα, του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδας, του Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, του κ. Σταύρου Ζουμπουλάκη, εκδότου της «Νέας Εστίας» κλπ.
Οι εγκαλούντες την ταπεινότητά μου παραθεωρούν δια των μηνύσεών των ότι ευρισκόμεθα σε χώρα δημοκρατική και ελευθέρα, όπου η ελευθερία εκφράσεως αποτελεί συνταγματικό κεκτημένο δικαίωμα του ανθρώπου και επομένως εάν διαφωνούν με τας θέσεις μου έχουν την δυνατότητα να αντιπαρατεθούν προς αυτάς δημοσία.

Έχω αναρτήσει στο διαδίκτυο συγκρητική μου μελέτη δια τον Χριστιανισμό και τον Ισλαμισμό όπου αποδεικνύω εναργέστατα ότι το Ισλάμ είναι θρησκεία κατασκευασμένη από ανθρώπους και μη προερχομένη εκ της θείας αποκαλύψεως, όπως ο Χριστιανισμός και ουδείς εκπρόσωπος του Ισλαμισμού τόλμησε να την αντικρούσει.

Το ίδιο έχω δημόσια με αδιάψευστα επιχειρήματα εκ της Παλαιάς Διαθήκης και του Προφητισμού αποδείξει απευθυνόμενος στον τ. Ραββίνο της Θεσσαλονίκης κ. Φριζήν ότι ο ενσαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Μεσσίας και ότι ο αναμενόμενος υπό του Ιουδαϊσμού θα είναι ο τραγικός Αντίχριστος.

Και πάλι ουδείς ετόλμησε να αντικρούση το κείμενό μου. Το να επιχειρείται η φίμωσις μου με αβάσιμες, έωλες και ανεπέρειστες μηνύσεις είναι καθαρή ματαιοπονία.

Ταπεινώς και φιλαδέλφως προτρέπω τους διώκτας μου να μετανοήσουν ειλικρινώς, να δεχθούν τον μόνο Σωτήρα και Λυτρωτή Κύριο Ιησού Χριστό, διότι άλλως θα απωλέσουν και αυτήν την ζωήν κατατρυχόμενοι από ψευδή κοσμοείδωλα και το φρικωδέστερον την αιώνια και αδιάστατη και ατελεύτητη συνέχειά της.

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

TΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ?

TΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;

Του Σεβασμιωτάτου Ραφαήλ Martinelli,
Eπισκόπου Φρασκάτι

Ο Σεβασμιώτατος Ραφαήλ Martinelli γεννήθηκε στο Bergamo της Ιταλίας, όπου και υπηρέτησε ως ιερέας. Αφού έκανε το διδακτορικό του στην Ιερή Θεολογία με εξειδίκευση στην ποιμαντική της κατήχησης στο Ποντιφικό Λατερανό Πανεπιστήμιο και έλαβε το πτυχίο Παιδαγωγικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, από το 1980 είναι μέλος της Ιεράς Συνόδου για τη Διδασκαλία της Πίστης.
Ως Πριμικήριος της Βασιλικής των Αγίων Αμβροσίου και Καρόλου στη Ρώμη, έχει συγγράψει μερικά κατηχητικά δελτία επάνω σε διάφορα θέματα επικαιρότητας, τα οποία διατίθενται σε όσους εισέρχονται στην προαναφερθείσα Βασιλική. Εξαντλήθηκαν περισσότερο από 2.000.000 αντίτυπα σε περίπου δύο χρόνια.
Αυτά τα κατηχητικά δελτία έχουν συνταχθεί, σε διαλογική μορφή, στη βάση των εγγράφων της Αγίας Έδρας και, ιδιαιτέρως, θεμελιώνονται στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας και στη Σύνοψή της.
Όλα τα κατηχητικά δελτία, 50 στο σύνολό τους, έχουν συγκεντρωθεί και εκδοθεί από την Libreria Editrice Vaticana υπό τον τίτλο “50 Θέματα επικαιρότητας – διαλογική κατήχηση”. Μπορεί επίσης να τα βρει κανείς και στην ιστοσελίδα: www.sancarlo.pcn.net
Στις 2 Ιουνίου 2009 ονομάστηκε Επίσκοπος Φρασκάτι, στο Λάτιο, από την Α.Α. τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’.



Τι είναι ο Οικουμενισμός;

■ Είναι η Κίνηση η οποία στοχεύει στην ενότητα των χριστιανών και συμπεριλαμβάνει «τις δραστηριότητες και τις πρωτοβουλίες εκείνες, οι οποίες, αναλόγως προς τις διάφορες ανάγκες της Εκκλησίας και τις απαιτήσεις των καιρών, αποσκοπούν και είναι τεταγμένες στην προώθηση της ενότητας των χριστιανών» (UR 4).

■ H αναζήτηση της ενότητας των χριστιανών αποτελεί δέσμευση και επιτακτικό καθήκον της καθολικής Εκκλησίας. Ο οικουμενισμός – τον οποίο οφείλουμε να διακρίνουμε από τον διαθρησκειακό διάλογο – θεμελιώνεται στη διαθήκη την οποία μας άφησε ο ίδιος ο Ιησούς την παραμονή του θανάτου του: «ώστε να είναι όλοι ένα» (Ιω 17, 21). Η Β’ Βατικανή Σύνοδος περιέγραψε τις ενέργειες για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών ως έναν από τους πρωταρχικούς σκοπούς της (UR 1) και ως ωθούμενες από την πνοή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος (UR 1, 4). O μακαριστός Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’ πολλές φορές υπογράμμισε το «αμετάκλητο της οικουμενικής επιλογής» (Ut unum sint, 3). Και ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος ΙΣΤ’, ήδη από τις πρώτες ημέρες της Αρχιερατείας του, διαβεβαίωσε πως θα εργαστεί εις βάθος για την αποκατάσταση της πλήρους και ορατής ενότητας των μαθητών του Χριστού.
Σε αυτό το ιερό έργο, το πρωτεύον κριτήριο είναι η ενότητα της Πίστης.
Το σημείο αφετηρίας του οικουμενισμού είναι το Βάπτισμα, και εκείνο της άφιξης είναι η από κοινού τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.

■ Ο οικουμενικός διάλογος βασίζεται στο δικαίωμα-καθήκον που έχει ο καθένας να εκφράσει, με ηρεμία και αντικειμενικότητα, την ταυτότητά του, καθιστώντας σαφές αυτό που ο ίδιος είναι, αυτό που ενώνει και αυτό που διαιρεί. Το να εκθέτει κανείς με σαφήνεια τις θέσεις του δεν περιορίζει τον οικουμενικό διάλογο, αλλά τον ευνοεί.


Γιατί υπάρχει ο Οικουμενισμός;

■ Διότι υπάρχουν, μεταξύ των χριστιανών, διαιρέσεις, οι οποίες αντιτίθενται στο θέλημα του Χριστού, ο οποίος προσευχήθηκε «ώστε να είναι όλοι ένα» (Ιω 17, 21), κι έτσι να αποκατασταθεί η ενότητα όλων των χριστιάνων σε «ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα» (Ιω 10, 16), ώστε «ο λαός του Θεού να φτάσει χαρούμενος σε όλο το πλήρωμα της αιώνιας δόξας, στην ουράνια Ιερουσαλήμ» (UR 3).

■ O Βενέδικτος ΙΣΤ’ υπογραμμίζει πως μερικοί χριστιανοί επιτείνουν σήμερα τις διαιρέσεις ιδιαιτέρως για δύο λόγους:
1) εξαιτίας «μιας φονταμενταλιστικής ερμηνείας του δεδομένου της Αγίας Γραφής και της Ιερής Παράδοσης. Συνεπώς, οι κοινότητες αρνούνται να ενεργήσουν ως ένα ενωμένο σώμα, και προτιμούν αντιθέτως την αρχή της τοπικής απομόνωσης. Χάνεται έτσι η ανάγκη μιας διαχρονικής κοινωνίας – η κοινωνία με την Εκκλησία όλων των εποχών – ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος έχει χάσει τον προσανατολισμό του κι έχει ανάγκη μιας πειστικής και από κοινού μαρτυρίας της σωστικής δύναμης του Ευαγγελίου»·
2) πολλοί χριστιανοί, «στην παρουσίαση της χριστιανικής πίστης, θεωρούν πως δεν είναι αναγκαίο να υπογραμμίζεται η αντικειμενική αλήθεια, αλλά πρέπει ο καθένας να ακολουθεί τη συνείδησή του και να επιλέγει εκείνη την κοινότητα η οποία ικανοποιεί καλύτερα τα προσωπικά του γούστα. Το αποτέλεσμα είναι επαληθεύσιμο στη συνεχή αύξηση κοινοτήτων οι οποίες συχνά αποφεύγουν τις θεσμικές δομές και ελαχιστοποιούν τη σπουδαιότητα που έχει για τη χριστιανική ζωή το περιεχόμενο της επίσημης διδασκαλίας. Ακόμη και στο εσωτερικό της οικουμενικής κίνησης οι χριστιανοί είναι δυνατόν να φανούν απρόθυμοι να υποστηρίξουν τη θέση της επίσημης διδασκαλίας από φόβο πως αυτή μπορεί να οξύνει παρά να θεραπεύσει τα τραύματα της διαίρεσης» (Ομιλία, Οικουμενική συνάντηση στη Νέα Υόρκη στον ιερό ναό Αγίου Ιωσήφ, 18 Απριλίου 2008).


Τι είδος κακού προκαλούν οι διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανών;

■ Προκαλούν διάφορα είδη κακού, τόσο στο εσωτερικό της Εκκλησίας όσι και εκτός αυτής. Πράγματι:
• Είναι ένα σκάνδαλο, το οποίο αποδυναμώνει τη φωνή της Εκκλησίας.
• «Οι διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανών εμποδίζουν την ίδια την Εκκλησία να πραγματοποιεί το πλήρωμα της καθολικότητάς της σ’ εκείνα από τα παιδιά της που ανήκουν βέβαια σε αυτήν, χάρη στο βάπτισμά τους, αλλά είναι χωρισμένα από την πλήρη κοινωνία της. Και μάλιστα γίνεται δυσκολότερο για την ίδια την Εκκλησία να εκφράζει από κάθε άποψη το πλήρωμα της καθολικότητάς της μέσα στην ίδια την πραγματικότητα της ζωής» (UR 4).
• «Η καθολικότητα, που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας, η οποία ποιμαίνεται από τον Διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους σε κοινωνία μαζί του, εξαιτίας της διαίρεσης των χριστιανών, βρίσκεται μπροστά σε ένα πρόσκομμα το οποίο εμποδίζει την πλήρη πραγμάτωσή της μέσα στην ιστορία» (IΣΔΠ, Επιστ. Communionis notio, 17).

■ Αυτή η έλλειψη ενότητας μεταξύ των χριστιανών ζημιώνει σοβαρά και τη μαρτυρία, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να δίνουν στους μη χριστιανούς: αποτελεί μια αντιμαρτυρία. «Είναι οδυνηρή η διαπίστωση πως λόγω αυτής της κατάστασης οι χριστιανοί χάνουν ένα μέρος της ιεραποστολικής κι ευαγγελιστικής ορμής τους εξαιτίας των διαιρέσεων οι οποίες ναρκοθετούν την εσωτερική ζωή τους και μειώνουν την αποστολική αξιοπιστία τους» (ΠΟΝΤΙΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Οδηγός για την εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του Οικουμενισμού, Παρουσίαση).


Γιατί πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ ενότητας της Εκκλησίας και ενότητας των χριστιανών;

■ Διότι η ενότητα της Εκκλησίας υπάρχει ήδη. Η ενότητα, «την οποία ο Χριστός ευθύς εξ αρχής δώρησε στην Εκκλησία του, εμείς πιστεύουμε πως ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, χωρίς πιθανότητα να απολεσθεί, και ελπίζουμε ότι θα αυξάνει κάθε ημέρα και περισσότερο, ως τη συντέλεια των αιώνων» (UR 4). Γι’ αυτό στο Πιστεύω εμείς ομολογούμε: «[Πιστεύω] και εις μίαν [...] Εκκλησίαν», και αυτή η Εκκλησία ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία (βλ. LG 8).

■ Αυτό που λείπει είναι η ενότητα των χριστιανών. Πράγματι, «μέσα σε αυτή τη μία και μοναδική Εκκλησία του Θεού εμφανίστηκαν ήδη από πολύ νωρίς μερικά σχίσματα, τα οποία καταδικάζει αυστηρά ο Απόστολος· κατά τους επόμενους αιώνες προκλήθηκαν ευρύτερα σχίσματα, και ολόκληρες κοινότητες αποχωρίστηκαν από την πλήρη κοινωνία της καθολικής Εκκλησίας, μερικές φορές όχι χωρίς ανθρώπινη ενοχή και από τις δύο πλευρές» (UR 3).

■ «Η ενότητα της μοναδικής Εκκλησίας, που ήδη υπάρχει στην καθολική Εκκλησία χωρίς πιθανότητα να απολεσθεί, μας εγγυάται πως μια ημέρα και η ενότητα όλων των χριστιανών θα γίνει πραγματικότητα» (IΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Β’, Ομιλία, 13 Νοεμβρίου 2004).

■ Ωστόσο, οι χριστιανοί που είναι χωρισμένοι από την πλήρη κοινωνία με την καθολική Εκκλησία έχουν με αυτήν, ήδη από τώρα, πολλά κοινά στοιχεία.


Ποια είναι τα στοιχεία τα οποία οι Εκκλησίες και οι μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες έχουν από κοινού με την καθολική Εκκλησία;

■ Τα μέλη αυτών των Εκκλησιών και μη καθολικών χριστιανικών Κοινοτήτων:
• «έχοντας λάβει στο βάπτισμα τη δικαίωση από την πίστη, είναι ενσωματωμένα στον Χριστό, και απομένως δίκαια φέρουν το χριστιανικό όνομα και πολύ σωστά αναγνωρίζονται από τα παιδιά της καθολικής Εκκλησίας ως αδελφοί εν Κυρίω» (UR 3).
• απολαμβάνουν αγαθών που μπορούν να υπάρχουν και έξω από τα ορατά όρια της καθολικής Εκκλησίας, όπως: «ο γραπτός λόγος του Θεού, η ζωή της χάρης, η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη, όπως και άλλα εσωτερικά δώρα του Αγίου Πνεύματος ή ορατά στοιχεία» (UR 3).

■ Aυτές τις Εκκλησίες και εκκλησιακές Κοινότητες «το Πνεύμα του Θεού δεν αρνείται να τις χρησιμοποήσει ως μέσα σωτηρίας, η ισχύς των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, το οποίο ο Χριστός εμπιστεύθηκε στην καθολική Εκκλησία. Όλα αυτά τα αγαθά προέρχονται από τον Χριστό και στον Χριστό οδηγούν» (UR 3), και «ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8).

■ M’ εκείνους που, χάρη στο βάπτισμά τους, τιμώνται με το χριστιανικό όνομα, αλλά δεν ομολογούν ακέραιη την πίστη ή δεν διατηρούν την ενότητα της κοινωνίας υπό τον Διάδοχο του Πέτρου, η Εκκλησία γνωρίζει πως είναι ενωμένη με πολλούς και διάφορους δεσμούς» (LG 15).

■ Tαυτόχρονα, η καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες είναι πλησιέστερες προς αυτήν σε σχέση με τις μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες, καθότι υπάρχει μια όχι ευκαταφρόνητη διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις τελευταίες και τις ορθόδοξες Εκκλησίες.


Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις ορθόδοξες Εκκλησίες και τις μη καθολικές εκκλησιακές Κοινότητες;

■ Οι ορθόδοξες Εκκλησίες ονομάζονται έτσι από το έτος 1054 και μετά:

• «έχουν αληθινά μυστήρια και προπάντων, χάρη στην αποστολική διαδοχή, την Ιερωσύνη και τη Θεία Ευχαριστία, διαμέσου των οποίων παραμένουν ακόμη ενωμένες μαζί μας με πάρα πολύ στενούς δεσμούς» (UR 3)·
• συνεπώς, «μία κάπoια μυστηριακή ενδοκοινωνία (communicatio in sacris), κάτω από ορισμένες συνθήκες και με την έγκριση της εκκλησιαστικής αρχής, είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και αξιοσύσταση» (UR 15)·
• αξίζουν να ονομάζονται “επιμέρους ή κατά τόπους Εκκλησίες” και αποκαλούνται “αδελφές Εκκλησίες των κατά τόπους καθολικών Εκκλησιών” (UR 14)·
• «διαμέσω της τέλεσης της Ευχαριστίας του Κυρίου σε αυτές τις τοπικές Εκκλησίες, η Εκκλησία του Θεού οικοδομείται και αυξάνει» (UR 15)·
• έχουν μια κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, τόσο βαθιά «που τους λείπει πολύ λίγο για να επιτύχουν την πληρότητα η οποία επιτρέπει την από κοινού τέλεση της Θείας Ευχαριστίας» (ΠΑΥΛΟΣ Στ’, Ομιλία στο Σίξτειο Παρεκκλήσιο κατά τη δέκατη επέτειο της αμοιβαίας άρσης των αφορισμών μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, 14 Δεκεμβρίου 1975)·
• δεν είναι ωστόσο σε πλήρη κοινωνία με τη καθολική Εκκλησία, καθόσον αυτές δεν είναι σε κοινωνία με την ορατή Κεφαλή της μοναδικής καθολικής Εκκλησίας, τον Πάπα, Διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, Κορυφαίου των Αποστόλων, στον οποίο ο Κύριος εμπιστεύθηκε τη διαποίμανση όλων των προβάτων του (βλ. Ιω 21, 16). Και αυτό δεν είναι ένα δευτερεύον γεγονός, αλλά μία από τις συστατικές αρχές οι οποίες ενυπάρχουν στο εσωτερικό της κάθε επιμέρους Εκκλησίας. Γι’ αυτό, εφόσον «η κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, της οποίας η ορατή Κεφαλή είναι ο Επίσκοπος Ρώμης και Διάδοχος του Πέτρου, δεν είναι ένα κάποιο εξωτερικό συμπλήρωμα στην επιμέρους Εκκλησία, αλλά μία από τις εσωτερικές συστατικές αρχές της, η κατάσταση της επιμέρους Εκκλησίας, την οποία απολαμβάνουν εκείνες οι σεβάσμιες χριστιανικές Κοινότητες, υφίσταται έλλειμμα» (IΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 4).

■ Oι μη καθολικές εκκλησιακές Κοινότητες:

• είναι προπάντων εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν από τη μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα: οι προτεσταντικές (εμπνευσμένες από τη σκέψη και το έργο του Μαρτίνου Λούθηρου: 1483-1546), η αγγλικανική (η οποία γεννήθηκε με την Πράξη Επικυριαρχίας του άγγλου βασιλιά Ερρίκου Η’ το 1534). Πέρα από αυτές, υπάρχει μια πληθώρα νέων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες συνεχώς γεννιούνται και πολλαπλασιάζονται·
• δεν έχουν την αποστολική διαδοχή στο Μυστήριο της Ιεροσύνης, και γι’ αυτό στερούνται ενός ουσιαστικού δομικού στοιχείου, απαραίτητου στο «είναι» της Εκκλησίας·
• κυρίως εξαιτίας της απουσίας της διακονηματικής Ιεροσύνης, δεν έχουν διατηρήσει τη γνήσια και ακέραιη ουσία του ευχαριστιακού Μυστηρίου (πρβλ. UR 22)·
• «γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι δυνατόν, για την καθολική Εκκλησία, η ευχαριστιακή διακοινωνία (communicatio in sacris) με αυτές τις Κοινότητες (ΚατΚΕ 1400)·
• εν τούτοις, «όταν με το ιερό Δείπνο τελούν την ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου, ομολογούν ότι η ζωή βρίσκεται στην κοινωνία με τον Χριστό και προσδοκούν την ένδοξή του έλευση (UR 22)·
• δεν μπορούν, σύμφωνα με την καθολική διδασκαλία, να ονομάζονται «Εκκλησίες» (πρβλ. ΙΣΔΠ, Dominus Iesus, 17) καθότι στερούνται των Μυστηρίων της Ιεροσύνης και της Ευχαριστίας·
• σε αυτές βρίσκονται ωστόσο «πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας, τα οποία, καθότι δώρα ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού, ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8), όπως, πχ. η Αγία Γραφή, το Βάπτισμα, η αγάπη.


Ποια αρχή είναι βασικής σημασίας στον οικουμενικό διάλογο;

Στον οικουμενικό διάλογο «ισχύει πάντοτε η αρχή της αδελφικής αγάπης, της κατανόησης και της αμοιβαίας προσέγγισης· αλλά και η υπεράσπιση της πίστης του λαού μας, διασφαλίζοντάς τον στη χαρούμενη πεποίθηση πως η «unica Christi Ecclesia [...] subsistit in Ecclesia catholica, a successore Petri et Episcopis in eius communione gubernata» («η μοναδική Εκκλησία του Χριστού [...] ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, η οποία ποιμαίνεται από τον διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του» (LG 8· BENEΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’, Ομιλία, 12-5-07).


Πώς πρέπει να εννοηθεί η διατύπωση σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία του Χριστού ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία;

Ο Χριστός ίδρυσε επάνω στη γη μία και μοναδική Εκκλησία και την συγκρότησε ως κοινότητα ορατή και πνευματική, η οποία υπάρχει από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της και θα συνεχίσει να υπάρχει μέσα στον ρου της ιστορίας, και στην οποία μόνο παραμένουν και θα παραμένουν όλα τα στοιχεία τα οποία από τον ίδιο τον Χριστό συστάθηκαν. Αυτή είναι η μοναδική Εκκλησία του Χριστού, την οποία στο Σύμβολο της Πίστης ομολογούμε μία, αγία, καθολική και αποστολική. Αυτή η Εκκλησία, σε αυτόν τον κόσμο συγκροτημένη και διαρθρωμένη ως κοινωνία, ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, η οποία ποιμαίνεται από τον διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του (πρβλ. LG 8).

Στη Δογματική Διάταξη «ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ» (LG 8) η ενύπαρξη είναι αυτή η διαρκής ιστορική συνέχεια και η παραμονή όλων των στοιχείων που συστάθηκαν από τον Χριστό μέσα στην καθολική Εκκλησία, μέσα στην οποία συγκεκριμενοποιείται η Εκκλησία του Χριστού επάνω σε αυτή εδώ τη γη» (ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 2).


Γιατί χρησιμοποιείται από τη Β’ Βατικανή Σύνοδο (LG) η έκφραση subsistit in και όχι το ρήμα est;

■ Με τη λέξη subsistit (ενυπάρχει), η Σύνοδος:
• δείχνει την πλήρη ταύτιση της Εκκλησίας του Χριστού με την καθολική Εκκλησία. Επειδή η Εκκλησία έτσι όπως τη θέλησε ο Χριστός πραγματώνεται και συνεχίζει να υπάρχει (subsistit in) μέσα στην καθολική Εκκλησία, το συνεχές της ενύπαρξης συνεπιφέρει μια πραγματική ταύτιση ουσίας μεταξύ της Εκκλησία του Χριστού και της καθολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος θέλησε συνεπώς να διδάξει πως η Εκκλησία του Ιησού Χριστού, ως συγκεκριμένο υποκείμενο σε αυτόν τον κόσμο, απαντάται μέσα στην καθολική Εκκλησία·
• δηλώνει πως το ρήμα “ενυπάρχει” «μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά μόνο στην καθολική Εκκλησία, διότι αναφέρεται ακριβώς στο χαρακτηριστικό της ενότητας που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστης (Πιστεύω εις μίαν Εκκλησίαν)» (ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 2)·
• εκφράζει την αλήθεια πως η Εκκλησία του Χριστού είναι μοναδική και όχι πολλαπλασιάσιμη: η Εκκλησία του Χριστού είναι μόνο μία και ενυπάρχει, στην ιστορική πραγματικότητα, σε ένα μοναδικό υποκείμενο, το οποίο είναι η καθολική Εκκλησία·
• διαφυλάγει έτσι την ενότητα και τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, που θα κλονίζονταν αν γινόταν παραδεκτό πως μπορούν να υπάρχουν περισσότερες ενυπάρξεις της Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Χριστό·
• εμποδίζει να φανταστούμε την Εκκλησία του Χριστού σαν «το άθροισμα – διαφοροποιό και κατά κάποιο τρόπο ενοποιό – των Εκκλησιών και εκκλησιακών Κοινοτήτων» ή «να σκεφτούμε πως η Εκκλησία του Χριστού σήμερα δεν υπάρχει πια πουθενά και πως, γι’ αυτό, πρέπει μόνο να είναι αντικείμενο αναζήτησης εκ μέρους όλων των Εκκλησιών και Κοινοτήτων» (ΙΣΔΠ, Mysterium Ecclesiae, 1). Αν ήταν έτσι, η Εκκλησία του Χριστού δεν θα υπήρχε πια ως «μία» μέσα στην ιστορία ή θα υπήρχε μόνο κατά τρόπο ιδεατό, δηλαδή in fieri, σε μία μελλοντική σύγκλιση ή επανενοποίηση των διαφόρων αδελφών Εκκλησιών·
• εκφράζει σαφέστερα πώς εκτός της ορατής διάρθρωσης της καθολικής Εκκλησίας βρίσκονται «πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας», «τα οποία, καθότι δώρα ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού, ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8). Αναγνωρίζει συνεπώς την παρουσία, στις μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες, εκκλησιακών στοιχείων τα οποία είναι ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού. «Επομένως, οι χωρισμένες αυτές Εκκλησίες και Κοινότητες, αν και, όπως πιστεύουμε, έχουν ελλείψεις, δεν στερούνται καθόλου από τη σημασία τους και τη σπουδαιότητά τους μέσα στο μυστήριο της σωτηρίας. Πραγματικά, το Πνεύμα του Χριστού δεν αρνείται να τις χρησιμοποιήσει ως μέσα σωτηρίας, η ισχύς των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, το οποίο εμπιστεύθηκε ο Χριστός στην καθολική Εκκλησία». (UR 3)·
• επιτρέπει ένα μεγαλύτερο άνοιγμα της καθολικής Εκκλησίας στο ιδιαίτερο αίτημα του οικουμενισμού να αναγνωρίσει η καθολική Εκκλησία έναν χαρακτήρα και μια διάσταση πραγματικά εκκλησιακή στις χριστιανικές Κοινότητες που δεν είναι σε πλήρη κοινωνία μαζί της, αναλογιζόμενη τα «plura elementa sanctificationis et gratiae» (πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας), τα οποία είναι παρόντα σε αυτές.

■ Η έκφραση subsistit εναρμονίζει συνεπώς δύο καταφάσεις της καθολικής διδασκαλίας: από τη μία πλευρά, πως η Εκκλησία του Χριστού, παρά τις διαιρέσεις των χριστιανών, συνεχίζει να υπάρχει πλήρως μόνο στην καθολική Εκκλησία, και, από την άλλη, πως υπάρχουν πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας εκτός της διάρθρωσής της, δηλαδή στις Εκκλησίες και εκκλησιακές Κοινότητες που δεν είναι ακόμη σε πλήρη κοινωνία με την καθολική Εκκλησία (πρβλ. ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 3, και συνοδευτικό άρθρο σχολιασμού).


Τι είναι εκείνα που χρειάζονται για την ενότητα των χριστιανών;

■ Είναι απαραίτητα:
• η διαρκής ανανέωση της Εκκλησίας, η οποία έτσι μένει πιστή στην κλήση της. Αυτή η ανανέωση είναι η κινητήριος δύναμη της ενότητας·
• η μεταστροφή της καρδιάς «για να ζήσουμε μια ζωή πιο σύμμορφη προς το Ευαγγέλιο», διότι είναι η απιστία των μελών στη δωρεά του Χριστού που προκαλεί τις διαιρέσεις·
• η από κοινού προσευχή· πράγματι «η μεταστροφή της καρδιάς» και «η αγιότητα της ζωής, μαζί με τις ιδιωτικές και δημόσιες προσευχές για την ενότητα των χριστιανών, πρέπει να θεωρηθούν ως η ψυχή όλης της οικουμενικής κίνησης και μπορούν δίκαια να ονομαστούν πνευματικός οικουμενισμός»·
• η αμοιβαία αδελφική γνωριμία·
• η διαπαιδαγώγιση των πιστών και ειδικά των ιερέων επάνω στον οικουμενισμό·
• ο διάλογος μεταξύ των θεολόγων και οι συναντήσεις μεταξύ των χριστιανών των διαφόρων Εκκλησιών και Κοινοτήτων·
• η συνεργασία μεταξύ των χριστιανών στους διαφόρους χώρους κοινωνικής υπηρεσίας» (KατKE 821).

■ «Αληθινός οικουμενισμός δεν υπάρχει χωρίς εσωτερική μεταστροφή και κάθαρση της μνήμης, χωρίς αγιότητα ζωής σύμμορφης με το Ευαγγέλιο, και προπαντός δεν υπάρχει χωρίς έντονη και αδιάλειπτη προσευχή η οποία να αντηχεί την προσευχή του Ιησού» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Β’, Ομιλία, 13 Νοεμβρίου 2004).

■ «Η ένωση με τον Χριστό είναι ταυτόχρονα ένωση με όλους τους άλλους στους οποίους Αυτός δίνεται. Εγώ δεν μπορώ να έχω τον Χριστό μόνο για μένα· μπορώ να του ανήκω μόνο ενωμένος με όλους εκείνους που έχουν γίνει ή θα γίνουν δικοί του. Η κοινωνία με βγάζει έξω από τον εαυτό μου και με ωθεί προς αυτόν, κι έτσι με ωθεί προς την ένωση με όλους τους χριστιανούς (ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’, Deus caritas est, αρ. 14).


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για την εμβάθυνση στο θέμα, συνιστάται η ανάγνωση των εξής εγγράφων:
* B’ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ, Lumen gentium – “To φως των εθνών” – (LG)· Unitatis redintegratio – “Η αποκατάσταση της ενότητας” – (UR).
* ΠΟΝΤΙΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Οδηγός για την εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του Οικουμενισμού, 1993·
* ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΚατΚΕ)·
* ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ (ΙΣΔΠ), Responsa ad quaestiones de aliquibus sententiis ad doctrinam de Ecclesia pertinentibus, 29 Ιουνίου 2007).

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Λίγες σκέψεις για τον Οικουμενικό Διάλογο


Συνεχίζοντας τις σκέψεις του πατρός Γ. Τσέτση θα θέλαμε και εμείς με τη σειρά μας να εκφράσουμε με τη μορφή σχολιασμού κάποιες αντίστοιχες απόψεις με σκοπό όχι να ευλογήσουμε τα γένια μας, να στηρίξουμε τη θέση ή να αποδείξουμε τη λανθασμένη ίσως στάση των άλλων, αλλά ο απώτερος σκοπός είναι η ορθή θεώρηση των πραγμάτων, τουλάχιστον έτσι όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε και τα προσεγγίζουμε και η κατάθεση αυτής της προοπτικής. Η παράθεση αυτών και άλλων παρόμοιων απόψεων δεν έχει σκοπό την εσκεμμένη πειθώ ή αλλαγή του άλλου, ή πολύ περισσότερο την παραπλάνηση του άλλου, παρά αποτελεί μία βιωματική, ειλικρινή, έκφραση συνδυασμένη με κάποιες ειδικές επί του αντικειμένου γνώσεις, που μας χάρισε η ζωή και ο Θεός.

Η αρχή που διέπει την Οικουμενική Κίνηση, ότι μπορεί να βρεθεί το στοιχείο της ενότητας εν τη ποικιλία δεν αποτελεί ένα απλό πυροτέχνημα, ή μία άλλη θεωρία μεταξύ άλλων, παρά πίστη ότι πράγματι αυτός ήταν ο χρυσός κανόνας κατά τη διάρκεια της πρώτης κοινής χιλιετίας μεταξύ της χριστιανικής ανατολής και δύσης. Αυτή εννοείται η πορεία ούτε εύκολη ήταν, ούτε χωρίς διενέξεις και αντιθέσεις, αλλά στο τέλος και στις δύο πλευρές επικρατούσαν εκκλησιαστικοί άνδρες που έθεταν την ενότητα του σώματος πάνω από τα ποικίλα συμφέροντα. Σ’ αυτή την αρμονική λειτουργική διαφορετικότητα βασίζεται ο κανόνας της οικονομίας, ο οποίος φυσικά δεν σημαίνει αλλοίωση της ακρίβειας. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση η ακρίβεια δεν είναι κάτι άλλο παρά η σωτηρία του ανθρώπου. Οι Πατέρες με όποιο θέμα και εάν ασχολήθηκαν αυτό που πάντα τους ενδιέφερε ήταν η ανόθευτη διατήρηση της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, η διατήρηση της εκκλησιαστικής ειρήνης και αυτό το επιτύγχαναν μέσα από την εσχατολογική ερμηνεία των πραγμάτων. Αυτό τους έδινε μία άνεση στο να προσεγγίζουν τις αιρετικές ή τις σχισματικές ομάδες και να συνομιλούν μαζί τους επιδιώκοντας να βρούνε την χρυσή τομή. Αυτή είναι μία στάση μαρτυρική, γιατί ο διάλογος και δύσκολος είναι, αλλά και συνάμα αποτελεί μία μορφή μαρτυρίας. Μέσα από αυτό το συνειδητό μαρτύριο πάντοτε η Εκκλησία βγαίνει πιο δυνατή.


Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν σ’ όλες τις δομές και τις εκφράσεις της οικουμενικής κίνησης ήταν παρούσα, καθώς η συμμετοχή της δεν αποτελεί μία εξωτερική μορφή και μία ιδιότητα προσωρινή, αλλά προέρχεται από την ίδια την ουσία της. Με άλλα λόγια δεν είναι μία αποστολή για τους λίγους και τους ειδικούς, αλλά μία ουσιαστική έκφραση των πολλών που συγκροτούν το σώμα της. Στο σημείο αυτό στηρίζεται η αναγνώριση εκ μέρους των Ορθοδόξων των άλλων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών, χωρίς αυτό να σημαίνει και ταυτόχρονη αποδοχή ή αναγνώριση της διδασκαλίας που πρεσβεύουν. Παράλληλα η αναγνώριση της ύπαρξης του άλλου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνειδητοποίηση της σημερινής τραγικής κατάστασης. Δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε συνειδητά και να απέχουμε από τον διάλογο προφασισμένοι την «ανωτερότητά» μας ή την ιστορικότητά μας. Στον αναγκαίο πλέον σημερινό διάλογο απαιτούνται δύο ή περισσότερα μέλη, διαφορετικά καταντά μονόλογος.


Ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο του σημερινού οικουμενικού διαλόγου και των διμερών θεολογικών διαλόγων που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η συμμετρία και η αναλογία μεταξύ της αυτονομίας και της ελευθερίας, πάντοτε μιλώντας με όρους εκκλησιολογικούς και εκκλησιαστικούς. Η αυτονομία δεν έχει να κάνει με την αναρχία και την αταξία και η ελευθερία ομοίως δεν έχει να κάνει με την ανεξαρτησία. Αντιθέτως, αποτελούν συστατικά και δομικά στοιχεία της αυτοκεφαλίας, όπου πάντα υφίσταται ο ρόλος του πρώτου που προΐσταται τόσο στη σύνοδο, όσο και στην ευχαριστιακή σύναξη, πράγμα όμως που προϋποθέτει την ύπαρξη και τη λειτουργία της συνόδου. Εντός της συνόδου κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων είναι η ομοφωνία και όχι η επιβολή. Αυτά αποτελούν στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εν μέρει χρησιμοποιούνται στον τρόπο λειτουργίας και δράσης των θεολογικών διαλόγων.


Ωστόσο, στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων συναντά κανείς την ανάπτυξη δύο διαφορετικών μοντέλων εκκλησιαστικής διοίκησης μεταξύ ανατολής και δύσης, που το καθένα έχει την ιστορική του πηγή και αιτία (αλλά δεν είναι επί του παρόντος να ασχοληθούμε με αυτό στην παρούσα φάση), την ανάπτυξη δύο διαφορετικών ιδεολογιών και ιδιοσυγκρασιών. Αυτή την κατάσταση ήρθε να την οξύνει το πολιτιστικό και κυρίως το πολιτικό χάσμα που καλλιεργήθηκε. Εκεί λοιπόν που οι εκκλησιαστικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν από μία αμοιβαία ανοχή, φιλία και συμπάθεια, κατά τον 11ο αιώνα βλέπουμε αυτή η λειτουργική ποικιλία να είναι η αιτία της σταδιακής απομάκρυνσης και της διαίρεσης, ενώ παράλληλα η κάθε πλευρά ήθελε και επιδίωκε από τη μία τη διατήρηση των κεκτημένων και από την άλλη την επιβολή του δικού της τυπικού και των δικών της εθίμων ως δείγμα της κυριαρχίας της.


Επίσης να αναφερθεί ότι η ύπαρξη του διαλόγου δεν σημαίνει την ανυπαρξία των διαφορών. Εξάλλου γι’ αυτό και πραγματοποιείται ο διάλογος, προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που κρατούν τους χριστιανούς σε διαίρεση. Το πέρας του διαλόγου θα σημάνει και τη δυνατότητα οι εκκλησίες να περάσουν στην επόμενη φάση της ευχαριστιακής σύναξης πληρώνοντας το έργο του διαλόγου. Είναι σημαντικό οι διαφορές που υφίστανται ούτε να αγνοηθούν, ούτε να μείνουν στο περιθώριο, διότι θα λειτουργήσουν εκ νέου αρνητικά δημιουργώντας νέο απόστημα στις εκκλησιαστικές σχέσεις. Αντίθετα στις διαφορές και στα προβλήματα πρέπει να τους δίνεται η αρμόζουσα βαρύτητα, όσο δύσκολο και επώδυνο είναι αυτό. Η κατάκτηση της μέσης αλήθειας, ή η προσωρινή και μερική ανοχή κάποιων πραγμάτων στις εκκλησιαστικές σχέσεις δεν αποτελεί βήμα προς τα εμπρός. Από την άλλη μεριά ούτε ο συνεχής διατυμπανισμός των διαφορών ευνοεί την εν γένει κατάσταση, καθώς έτσι δίνεται άλλοθι στον θρησκευτικό φανατισμό και καλύπτονται φαινόμενα βίας, κατάκρισης ή απόρριψης.


Ένα άλλο στοιχείο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας είναι ο ρόλος και η δράση του Αγίου Πνεύματος στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων, καθώς ο άνθρωπος πολλές φορές βασισμένος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις αγνοεί το θέλημα του Θεού ή το μεταφράζει όπως ο ίδιος επιθυμεί. Γι’ αυτό και πρέπει να μας προβληματίζει, εάν και εφόσον και όπου παρατηρείται στους κόλπους της Ορθοδοξίας, η μη ύπαρξη ενός πνεύματος καταλλαγής, συνδιαλλαγής και ειρήνευσης με τον έτερο Χριστιανό, γιατί έτσι θα υπάρχει ο φόβος να ομοιάσουμε με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής του ασώτου, που αντί να χαρεί λυπήθηκε με την επιστροφή του αδελφού του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν καλείται όχι μόνο να χαρεί, αλλά και να επιδιώκει την «επιστροφή» του αδελφού της μέσα από τον διάλογο. Για να συμβεί όμως αυτό προϋποθέτει την προσωπική και συλλογική άσκηση ως προετοιμασία για τη συμμετοχή της στον διάλογο. Διαφορετικά, εάν η κάθε πλευρά διατηρεί τον εαυτό της μακριά από την αυτοκριτική και την αυτοεξέταση τότε η όλη κατάσταση θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο.


Με άλλα λόγια η θεολογική και κυρίως η εκκλησιολογική αυτάρκεια ήταν και είναι πάντα επικίνδυνη. Γι’ αυτό και η Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία τόνισε την έννοια της ευχαριστιακής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών, και όχι την ύπαρξη ενός μοναδικού κέντρου το οποίο να κανονίζει τον τρόπο διοίκησης των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Εξάλλου η ύπαρξη και η λειτουργία του ενός κέντρου (επισκοπικού, μητροπολιτικού ή πατριαρχικού) στην Ορθοδοξία έχει καθαρά χαρακτήρα και ρόλο διακονικό, ως πρώτος μεταξύ ίσων, χωρίς τη δυνατότητα να επεμβαίνει στα εσωτερικά και διοικητικά θέματα άλλης περιφέρειας, πέραν της δικής του.

Συμφωνώ σχεδόν μ’ όσα ανέφερες, ωστόσο σ’ ένα σημείο διατηρώ μία διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων την οποία εξίσου θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου. Εξάλλου, η σημασία του θεολογικού-οικουμενικού διαλόγου στο σημείο αυτό έγκειται, όταν προσεγγίζεται από τα διεξαγόμενα μέλη ως μία διαδικασία «εξομολόγησης» είτε των λαθών του παρελθόντος, είτε ως «εξομολόγηση» - «μοίρασμα» των οραματισμών για το παρόν και το μέλλον. Πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι το μέλλον δεν αποτελεί μία μελλοντική κατάσταση που έρχεται μοιρολατρικά ή περιπτωσιολογικά, αλλά αποτελεί υπόθεση του παρόντος. Στο σήμερα χτίζει κανείς το αύριο…δεν είναι κάτι με άλλα λόγια που αναμένεται παθητικά, αλλά κάτι που δημιουργείται δυναμικά.


Από αυτήν την αίσθηση άλλωστε χαρακτηρίστηκε και η πρώτη γενιά των οικουμενικών θεολόγων του 20ου αιώνα, οι οποίοι ήθελαν να ευαγγελίσουν τον κόσμο στα χρόνια τους, στη γενιά τους. Μόνο δηλαδή, εάν αντιληφθούμε ως χριστιανοί το μέλλον μας ως μία κοινή υπόθεση και ως μία κοινή υποχρέωση μπορούμε να επιτύχουμε κάτι ουσιαστικό.


Αρχικά να διευκρινίσω, ότι στο σημείο που κάνω λόγο για «επιστροφή» δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση επιστροφή των άλλων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάτι τέτοιο και ρεαλιστικό δεν είναι, αλλά ούτε και εκφράζει το πνεύμα του θεολογικού διαλόγου. Κύρια επιδίωξη του διαλόγου δεν είναι η μεταστροφή του άλλου στην δική μου παράδοση, αλλά η κατάθεση της δικής μου ιδιαίτερης εμπειρίας και μαρτυρίας και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ρόλο η αγιοπνευματική χάρις και ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό το λόγο και το έβαλα εντός εισαγωγικών. Απλά αποτελεί μεταφορά της βιβλικής εικόνας της παραβολής.


Οφείλω να επαναλάβω ότι σκοπός του διεξαγόμενου οικουμενικού διαλόγου δεν είναι η μεταστροφή, η αλλαγή, η περίτεχνη εξαπάτηση, ο έμμεσος εκβιασμός διά του προσηλυτισμού ή η πειθώ διά λογικών επιχειρημάτων του άλλου. Αυτά είναι μοντέλα παρωχημένα και ξεπερασμένα και έχουν απορριφθεί από τους υγιώς σκεπτόμενους θεολόγους. Ζητούμενο είναι η διατήρηση της αυθεντικότητας των διαλογικών μερών. Κινητήρια δύναμη του οικουμενικού διαλόγου άλλωστε είναι ο πόνος της διαίρεσης, αλλά κυρίως και πρωτίστως η αναζήτηση και η βίωση του προσώπου του Χριστού στην εκκλησιαστική και λειτουργική μας ζωή και παράδοση. Η παράδοση δεν είναι ιερή αυτή καθ’ αυτή, δεν είναι κάτι το μαγικό, ούτε κάτι που έπεσε εξ ουρανού, αλλά αποκτά και λαμβάνει την ιερότητά της μέσα από την αναφορά της στο πρόσωπο του Χριστού. Είναι ιερή, γιατί περιγράφει την ιερή σχέση που έχει αναπτύξει ο άνθρωπος με τον Θεό στην ιστορική πορεία του «Ισραήλ» διαχρονικά. Με άλλα λόγια είναι ιερή, γιατί είναι ενυπόστατη στο πρόσωπο του Χριστού.


Στο σημείο που αναφέρεις τι με χαρακτηρίζει ορθόδοξο, καθολικό, προτεστάντη κλπ. και τι με χαρακτηρίζει Χριστιανό αποτελεί βασική αρχή της οικουμενικής θεολογίας, ότι οφείλουμε συνειδησιακά πρώτα να αισθανόμαστε μέλη της Una Sancta, της Μίας Εκκλησίας και μετά ν’ ακολουθεί η ομολογιακή μας ταυτότητα. Το πρόβλημα έγκειται στο σημείο αυτό όταν διατυμπανίζεται από τις Εκκλησίες που μετέχουν στον διάλογο ότι η καθεμία ξεχωριστά αποτελεί αυτή η ίδια τη Μία Εκκλησία. Όταν ταυτίζει τον εαυτό της με την έννοια της Εκκλησίας αποκλειστικά, αποκλείοντας όλους τους άλλους εκτός του Σώματος του Χριστού. Εκεί η όποια διαλογική διαδικασία μπλοκάρει, και εκεί χρειάζεται πιο πολλή η δυναμική και η ειρηνική αρετή της προσευχής. Πρέπει να κάνουμε συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο συγκεφαλαιωτικό, συγκεντρωτικό, συμπεριληπτικό και όχι διαχωριστικό, καθώς δεν αποκλείει και δεν αποκλείεται κανένας από το Σώμα του Χριστού.


Ωστόσο, εάν μπούμε στη διαδικασία της απόρριψης ενός δόγματος σήμερα, στην απόρριψη κάποιου άλλου δόγματος αύριο, τότε ίσως να εγκαινιάσουμε μία πρακτική που δεν θα έχει σταμάτημα. Θεωρώ, ότι είναι πιο συνετό, εάν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ένα δόγμα της Εκκλησίας να μην το θέτουμε εκτός εκκλησιαστικής πραγματικότητας άμεσα, αλλά πρώτα να ερευνούμε, να μελετούμε τόσο την Βίβλο, όσο και την σχετική χριστιανική γραμματεία για να δούμε γιατί, πότε, κάτω από ποιες προϋποθέσεις διατυπώθηκε, τι εκφράζει, γιατί μέχρι σήμερα κάποιοι το πιστεύουν κ.α. Και από την άλλη τίθεται το ερώτημα ποιός έχει το προνόμιο να θεσπίζει κάτι καινούργιο ή ν’ αφαιρεί κάτι από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας; Δεν νομίζω ότι αυτό το δικαίωμα το έχει οποιοσδήποτε απροϋπόθετα. Είναι άλλο να λέμε ότι η πίστη έχει (και αυτό σχετικό είναι) προσωπικό χαρακτήρα, και άλλο να λέμε εγώ δεν συμφωνώ με το α ή το β, άρα τα θέτω εκτός πραγματικότητας. Το δόγμα δεν αποτελεί μία φιλοσοφική αρχή, ή μία λογική θεμελίωση κάποιας θεωρίας, αλλά αντίθετα αποτελεί την καταγεγραμμένη μαρτυρία της εμπειρίας αυτών, που σήκωσαν τον σταυρό τους και ακολούθησαν απροϋπόθετα τον Χριστό εν αγίω Πνεύματι.


Επίσης αυτό που αναφέρεις για την αλλαγή στη στάση και στη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο έχεις απόλυτο δίκιο. Μάλιστα οι Ουνιτικές κοινότητες χαρακτηρίζονται από τα κείμενα ως «unionem habentes», διατηρώντας «unio in fide» και «communio in sacris» με την Ρώμη. Δηλαδή έχουν διατηρήσει το στοιχείο της ένωσης στην πίστη, στο δόγμα, και επίσης τη διοικητική εξάρτηση από το εκκλησιαστικό κέντρο της Ρώμης. Είναι ένα μοντέλο ένωσης που έχει ιστορικά προτείνει και προωθήσει η Εκκλησία της Ρώμης, αλλά όχι με τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ωστόσο, αργότερα με την εγκύκλιο Dominus Jesus, εκεί παρουσιάστηκε μία διαφορετική στάση αναφορικά με το θέμα των σχέσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες και κοινότητες, όπως τις χαρακτηρίζει.

 Όμως μ’ αυτά θα ασχοληθούμε σε κάποια άλλη συνάφεια στην οποία θ’ αναφερθούμε διεξοδικά για την έννοια και τη σημασία της ένωσης και της ενότητας, που επιδιώκει ο οικουμενικός διάλογος, βέβαια πάντα μέσα από την Ορθόδοξη προσέγγιση. Γι’ αυτό επιδιώκω και θα ήθελα ο καθένας αναγνώστης του ιστολογίου αυτού να καταθέσει τις δικές του απόψεις.

Οικουμενικός Διάλογος: Πολυτέλεια ή Ανάγκη;


Η Εκκλησία είναι τόσο οικουμενική, όσο είναι πραγματική και είναι τόσο πραγματική, όσο είναι και οικουμενική.

Η οικουμενικότητά της δεν προέρχεται από κάποια συγκεκριμένη λειτουργία της, αλλά από το ίδιο της το είναι. Η ενότητα μεταξύ των χριστιανών δεν είναι κάτι το δεδομένο και το αυτονόητο. Και έχω την αίσθηση ότι σε μερικά χρόνια δεν θα είναι αυτονόητο ούτε για τις μεταξύ των Ορθοδόξων εκκλησιών σχέσεις. Όσο δεν συνειδητοποιούμε ότι ο διάλογος δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά ανάγκη υπαρξιακή, τόσο περισσότερο "κινδυνεύουμε" μία ημέρα να βρεθούμε εγκλωβισμένοι σε μία κατάσταση χωρίς διέξοδο. Σε μία κατάσταση στην οποία αντί η Εκκλησία να ρυθμίζει τη ζωή, θα ρυθμίζεται η ίδια από τη ζωή, θ' άγεται και θα φέρεται ανάλογα με τα ποικίλα συμφέροντα που επικρατούν .κάθε φορά. Ο διάλογος αποτελεί τη πιο ύψιστη δυνατότητα επικοινωνίας τόσο μεταξύ των κτιστών όντων, όσο και μεταξύ της κτιστής πραγματικότητας με τον Δημιουργό. Βλέπουμε τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη τον ίδιο τον Θεό να διαλέγεται με τον άνθρωπο. Εξάλλου και η λατρεία μας δεν αποτελεί κάτι το μαγικό, αλλά είναι μία έκφραση λειτουργική, που εξαρτάται από την αμφίδρομη σχέση μεταξύ του Θεού πρωτίστως και του ανθρώπου δευτερευόντως. Είναι μια λογική λατρεία, όπως ακριβώς και ο διά-λογος, που βασίζεται στον λόγο.


Ωστόσο, η ύπαρξη του διαλόγου από μόνη της δεν λέει κάτι, εάν δεν συνοδεύεται από το όραμα, την ελπίδα, την αγωνία, τον καημό για την επίτευξη της ευχαριστιακής ενότητας και τη συνεχή προσπάθεια. Παρά τις όποιες απογοητεύσεις και τις όποιες εντάσεις βιώνονται ιστορικά, η προσπάθεια καταλαγής και ειρήνευσης δεν πρέπει να σταματήσει.

Το σημείο της ευλογίας αποτελεί ευχή για ειρήνευση και αρμονία από κοινού· ενώνει τα άνω με τα κάτω. Αυτή βέβαια η πορεία δεν μπορεί να περιγραφεί ως μία πορεία ευθύγραμμη, καθώς έχει πολλές ρίζες, πολλά σημεία αφετηρίας και εκκίνησης. Όλα όμως οφείλουν να ξεκινούν και να καταλήγουν στο πρόσωπο του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Προσφυγή της ΙΣΚΙΕ στο Στρασβούργο για την μήνυση του Σεραφείμ


ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Από τις 30 Απριλίου μέχρι και τις 3 Μαΐου του έτους 2012 πραγματοποιήθηκε στη Σύρο, στην πρώην Ιερά Μονή των Ιησουιτών Πατέρων στην Άνω Σύρο, η τακτική εαρινή Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος.
Οι εργασίες έγιναν στη Σύρο με την ευκαιρία του εορτασμού της πεντηκοστής επετείου της ιεροσύνης του Σεβασμιοτάτου Επισκόπου Σύρου, Θήρας - Κρήτης και Προέδρου της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας, π. Φραγκίσκου Παπαμανώλη.
Το απόγευμα της Κυριακής 29 Απριλίου τελέστηκε στον Ενοριακό Ναό της Αμιάντου Συλλήψεως της Θεοτόκου Βάρης της Σύρου (λόγω των εργασιών ανακαίνισης που γίνονται στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στην Άνω Σύρο), πολυαρχιερατικό Συλλείτουργο στο οποίο προΐστατο ο εορτάζων το χρυσό ιωβηλαίο ιεροσύνης του, Σεβασμιότατος π. Φραγκίσκος. Μαζί του συλλειτούργησαν ο Αποστολικός Νούντσιος στην Ελλάδα Σεβασμιότατος Edward – Joseph ADAMS, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, όλος ο ιερός Κλήρος της Σύρου, ιερείς εκπρόσωποι των διαφόρων Εκκλησιαστικών Επαρχιών, ιερομόναχοι Καπουκίνοι με επί κεφαλής τον Ηγούμενο - Έπαρχο Βενετίας, αλλά και εκπρόσωποι άλλων Μοναχικών Ταγμάτων. Παρέστησαν επίσης ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Σύρου-Τήνου κλπ κ. Δωρόθεος ο Β΄, συνοδευόμενος από τον Αρχιερατικό Επίτροπο π. Φλαβιανό Αλμπέσκου, ο Δήμαρχος Σύρου-Ερμούπολης κ. Ιωάννης Δεκαβάλλας, εκπρόσωποι της Περιφερείας Νοτίου Αιγαίου, Περιφερειακοί και Δημοτικοί Σύμβουλοι, εκπρόσωποι θεσμών και οργανώσεων και πλήθος κόσμου.
Η Ιερά Σύνοδος άρχισε τις εργασίες της τη Δευτέρα το πρωί και ασχολήθηκε με :
α.- Την επεξεργασία του «εγκολπίου του εφημερίου» με σκοπό να ολοκληρωθεί ένα πρώτο σχέδιο το οποίο στη συνέχεια θα δοθεί και στους εφημερίους για να παρουσιάσουν και τη δική τους γνώμη.
β.- Το «έτος της πίστεως», το οποίο κηρύχτηκε με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 50 ετών από την έναρξη των εργασιών της Β Συνόδου του Βατικανού και 20 χρόνων από την έκδοση της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας. Το έτος αυτό θα αρχίσει στις 11 Οκτωβρίου 2012 και θα ολοκληρωθεί στις 24 Νοεμβρίου 2013 με την εορτή του Χριστού Βασιλέα του σύμπαντος κόσμου.
Για το έτος αυτό:
- Θα σταλεί από την Ιερά Σύνοδο προς τον κλήρο και το λαό εγκύκλιος επιστολή με την οποία θα δίνονται γενικές οδηγίες και προτάσεις που θα βοηθήσουν ώστε να βιωθεί με το πνεύμα εκείνο που επιδιώκει και προτείνει η Εκκλησία και να αποβεί προς πνευματικό όφελος όλων.
- Θα πραγματοποιηθεί από τις 21-23 Μαΐου 2013 Συνάντηση Ιεραρχίας Εφημερίων και θα μελετηθεί το θέμα «πίστη και ευαγγελισμός».
γ.- Τον «νέο ευαγγελισμό», που είναι το θέμα της προσεχούς Συνόδου των Επισκόπων στη Ρώμη. Η Εκκλησία επιθυμεί να συμβάλει με κάθε μέσον ώστε κλήρος και λαός να συνειδητοποιήσουν ότι ο σημερινός κόσμος, ταραγμένος από ποικίλες κρίσεις και χαρακτηρισμένος από την εκκοσμίκευση και την αυξανομένη αποχριστιανοποίηση της κοινωνίας μας, έχει ανάγκη να ακούσει εκ νέου το μήνυμα του ευαγγελίου.
δ.- Την μέχρι και σήμερα ισχύ Δικτατορικών Μεταξικών Νόμων (1938-1939) που είναι αντίθετοι με το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο που προσβάλλουν τη θρησκευτική ελευθερία και παραβιάζουν το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
ε.- την μη επίλυση μέχρι σήμερα του προβλήματος της νομικής προσωπικότητας της καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα παρά το από δεκαετίες αίτημα της. Η τελευταία πρόταση του Υπουργείου Παιδείας - Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων δεν μπορεί να γίνει δεκτή από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα, εφόσον η πρόταση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην ταυτότητα της.
στ.- Την απαράδεκτη και προσβλητική επιθετικότητα μεμονωμένων Προσώπων της Αδελφής Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος τόσο κατά του Προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας όσο και κατά Προσώπων της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα.
Η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος είναι αναγκασμένη να προσφύγει και πάλι στο Δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων του Στρασβούργου και να ζητήσει:
-την πλήρη εφαρμογή από την Πολιτεία της προηγούμενης καταδικαστικής αποφάσεώς του (17/12/1996) και
-το σεβασμό των θρησκευτικών δικαιωμάτων μας.
Η Ιεραρχία στη διάρκεια των εργασιών της:
- Συνεργάστηκε με τον Αποστολικό Νούντσιο σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
- Ασχολήθηκε με όλα τα άλλα θέματα τα οποία προέβλεπε η ημερήσια διάταξη των εργασιών της και αποφάσισε να πραγματοποιήσει την τακτική φθινοπωρινή Σύνοδο της στην Αθήνα από τις 13-16 Νοεμβρίου.
Στα πλαίσια των εργασιών της Ιεράς Συνόδου την Τετάρτη 2 Μαΐου τελέστηκε πολυαρχιερατικό Μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του μακαριστού Επισκόπου Γρατιανουπόλεως κυρού Αναργύρου. Το μνημόσυνο τελέστηκε στον Ενοριακό Ναό της Βάρης Σύρου από την οποία και καταγόταν ο αείμνηστος.
Τήνος 7/5/2012
ΑΠΟ ΤΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ