Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καθολικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καθολικισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Η εγκύκλιος "Ut unum sint" (1995) του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β': μια ορθόδοξη ανάγνωση

O πάπας Ιωάννης Παύλος Β' παραδίδει το Σταυρό στον τότε καρδινάλιο Ιωσήφ Ράτσιγκερ και μετέπειτα διάδοχό του
  

Βλάσιος Ι. Φειδάς

Η παπική Εγκύκλιος Ut Unum Sint και ο Διάλογος
Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας


Ανάτυπον εκ του περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» Έτος ΟΒ' (1995), σσ. 585-87, 615-17, 660-63]
myriobiblos.gr

1. Η νέα παπική Εγκύκλιος «Ίνα ώσιν εν» (Ut unum sint) είναι υπό οποιαδήποτε προοπτική ένα πολύ σημαντικό κείμενο τόσο για τις διεκκλησιαστικές σχέσεις, όσο και για την κοινή πορεία του χριστιανικού κόσμου προς την ενότητα. Η σπουδαιότητα του κειμένου δεν είναι άσχετη προς τον ιδιότυπο χαρακτήρα του εκκλησιαστικού αυτού εγγράφου και προς τη χρονική στιγμή της δημοσιεύσεώς του. Ως παπική Εγκύκλιος έχει ποιμαντικό χαρακτήρα και αναφέρεται κυρίως στα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ η χρονική συγκυρία προσδιορίζεται από τα διαπιστωμένα ποικίλα αδιέξοδα τόσο στους διμερεϊς, όσο και στους πολυμερεϊς Θεολογικούς Διαλόγονς για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου.

Η εκτενής αυτή παπική Εγκύκλιος διαιρείται σε τρία βασικά Κεφάλαια με Εισαγωγή και με προτρεπτικό Επίλογο. Το πρώτο Κεφάλαιο αναφέρεται στο οικουμενικό χρέος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (L'engagement œcumιnique de l' Eglise catholique) Το δεύτερο Κεφάλαιο αξιολογεί τους καρπούς των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως (Les fruits du Dialogue). Το τρίτο Κεφάλαιο αναζητεί μία αποτελεσματικότερη οδό Διαλόγου για την επίσπευση της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών (Quanta est nobis via?). Και τα τρία Κεφάλαια αξιοποιούν με μεγάλη συχνότητα τις σχετικές αποφάσεις της πρόσφατης Β' Βατικανής συνόδου και ειδικώτερα το διάταγμα για τον Οικουμενισμό (Unitalis redintegradio), τις κωδικοποιημένες σχετικές οδηγίες του πρόσφατου ρωμαιοκαθολικού «Οδηγού για τον Οικουμενισμό» (Directoire... sur l' œcumenisme), τις σνναφείς παπικές Εγκυκλίους κ.ά.

Η παπική Εγκυκλιος είναι μία συνειδητή Ομολογία πίστεως του Επισκόπου Ρώμης στη μοναδική αξία των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, είναι δε βέβαιον ότι απορρέει προφανώς από προσεκτικές και συστηματικές αναλύσεις τόσο των αποτελεσμάτων, όσο και των προοπτικών των Θεολογικών Διαλόγων. Από τις αναλύσεις αυτές των αρμοδίων Επιτροπών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας συνειδητοποιήθηκε αναμφιβόλως το γεγονός ότι η κοινή πορεία του χριστιανικού κόσμον προς το δράμα της ενότητας δεν είναι δυνατή χωρίς την προηγούμενη άρση όλων εκείνων των ιστορικών αιτίων, τα οποία προκάλεσαν τις διαδοχικές διασπάσεις της ενότητάς του (ΙΑ' και ΙΣΤ' αιώνες).

Η μόνη οδός προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξε πάντοτε και παραμένει συνεχώς ο ειλικρινής και ισότιμος Θεολογικός Διάλογος, ο οποίος μπορεί να οδηγήση στην επιθυμητή ενότητα μόνο με τη θεραπεία των ανοικτών πληγών του σώματος της Εκκλησίας από τις μονομερείς ή και αυθαίρετες ερμηνείες από ορισμένες Εκκλησίες της κοινής παρακαταθήκης της πίστεως. Ό,τι δηλαδή έπληξε την ενότητα της Εκκλησίας κατά το ιστορικό παρελθόν δεν είναι δυνατόν να διατηρηθή στο σώμα της Εκκλησίας χωρίς να ερεθίζη ή και να προκαλή νέες διασπάσεις. Πράγματι, η θεραπεία των πληγών αυτών του ιστορικού παρελθόντος τέθηκε ως πρωταρχικός σκοπός των διμερών και των πολυμερών διαλόγων της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως, ώστε να καθαρθή η μνήμη της Εκκλησίας από τις τραυματικές ιστορικές της εμπειρίες και να ανακτήση την αποστολική καθαρότητα της λειτουργίας της.

Εν τούτοις, η επιλογή της μεθόδου των Θεολογικών Διαλόγων για την ανακάθαρση της μνήμης της Εκκλησίας επηρεάσθηκε έντονα από τις ομολογιακές αγκυλώσεις της πολεμικής ή αντιρρητικής Θεολογίας του ιστορικού παρελθόντος, γι' αυτό μέχρι τώρα δόθηκε προτεραιότητα στην ανάδειξη όσων στοιχείων της παραδόσεως ενώνουν και όχι όσων στοιχείων χωρίζουν τις χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες. Η επιλογή αυτή δεν θα μπορούσε βεβαίως να χαρακτηρισθή ως εσφαλμένη σε μία διαδικασία θεολογικού διαλόγου για την ενότητα, ιδιαίτερα μετά από την αντιθετική φόρτιση των ομολογιακών συγκρούσεων πολλών αιώνων, αλλά κινδννεύει να αποδειχθή χρονοβόρα ή και αναποτελεσματική από την ενδιάθετη ροπή παρατάσεως των θεολογικών συζητήσεων ακόμη και για θέματα, τα οποία η εκκλησιαστική συνείδηση δεν τα έχει αξιολογήσει ως εμπλεκόμενα στην αλλοίωση της αποστολικής παραδόσεως ή στη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας. Η προτεραιότητα δηλαδή στη συζήτηση των στοιχείων που ενώνουν τις χριστιανικές Εκκλησίες κατέστησε σε τελευταία ανάλυση τους επισήμους Θεολογικούς Διαλόγους των Εκκλησιών ένα νέο πλαίσιο αντιπαραθέσεως θεολόγων ή θεολογιών και όχι ένα βήμα επισήμου διαλόγου των Εκκλησιών για την άρση των ήδη διαπιστωμένων διαφωνιών στην κατανόηση ή την ερμηνεία της κοινής αποστολικής παραδόσεως.

Η παπική Εγκύκλιος αξιολογεί με πολύ ενθουσιαστικό πνεύμα τόσο την ιδέα των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, όσο και τους πρώτους καρπούς τους στα πλαίσια της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως για την ενότητα των χριστιανών. Το ενθουσιαστικό αυτό πνεύμα υποδηλώνει μία πραγματική εσωτερική μεταστροφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έναντι της ιδέας και των προοπτικών των Θεολογικών Διαλόγων, αν συνεκτιμηθούν τόσο η αφετηριακή διστακτικότητά της κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, όσο και η θεσμική της εσωστρέφεια κατά την περίοδο του μεταπολέμου, όπως φαίνεται και από την μακροχρόνια επιφυλακτική της στάση έναντι των σκοπών και των προοπτικών του Παγκοσμίον Συμβουλίου Εκκλησιών (1948). Βεβαίως, η εύλογη προτίμηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τους διμερείς Θεολογικούς Διαλόγους και η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών διευκόλυναν τη Β' Βατικανή Σύνοδο να περιγράψη στο Διάταγμά της Περί του Οικουμενισμού (Unitatis redintegratio) τα θεσμικά πλαίσια της ενεργού συμμετοχής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη σύγχρονη Οικουμενική κίνηση για την ενότητα των χριστιανών. Το Διάταγμα αυτό της Β' Βατικανής συνόδου και η επιλεκτική κωδικοποίηση των συναφών παπικών Εγκυκλίων στο πρόσφατο «Οικουμενικό Οδηγό» (Directoire sur l' œcumιnisme) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποτελούν τις βασικές πηγές της νέας παπικής Εγκυκλίου «Ίνα πάντες εν ώσιν» (Ut unum sint).



2. 'Η παπική όμως Εγκύκλιος προχωρεί με εντυπωσιακή άνεση και πέραν του θεσμικού αυτού πλαισίου με συγκεκριμένες παραδοχές και με σημαντικές προτάσεις τόσο για την αποτελεσματικώτερη διεξαγωγή των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, όσο και για την πληρέστερη αξιοποίηση των θετικών τους καρπών από τις μετέχουσες στον οικουμενικό διάλογο Εκκλησίες. Η ερμηνεία του νέου αυτού πνεύματος μπορεί και πρέπει να μη παραθεωρήση δύο βασικά στοιχεία για την ορθή προσέγγιση της Εγκυκλίου, ήτοι αφ' ενός μεν την αυτονόητη αναφορά του ποιμαντικού αυτού κειμένου κυρίως στα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αφ' ετέρου δε την ευνόητη συσχέτισή του προς το πνεύμα και το γράμμα των σχετικών αποφάσεων της Β' Βατικανής συνόδου, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αναιρεθούν ή ανατραπούν με μία νέα παπική Εγκύκλιο.

Υπό την έννοια αυτή στη νέα παπική Εγκύκλιο καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια για την προβολή των νέων προτάσεων ως μία συνεπή ερμηνεία των αποφάσεων της Β' Βατικανής συνόδου με την επιλεκτική χρησιμοποίηση ολοκλήρων αποσπασμάτων από το συνοδικό Διάταγμα Unitalis redintegratio και από τίς σχετικές με αυτό παλαιότερες παπικές Εγκυκλίους. Συνεπώς, η νέα παπική Εγκύκλιος δεν αποκρύπτει την ενδιάθετη τάση μιας συνεπούς προς τις αποφάσεις της Β' Βατικανής συνόδου προβολής τόσο του νέου πνεύματος ερμηνείας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας, όσο και της συνοδικής ερμηνείας της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί του παπικού πρωτείου στην Εκκλησία. Τα στοιχεία αυτά προβάλλονται στην Εγκύκλιο ως αναγκαία μεν για την αυθεντική περιγραφή της αυτοσυνειδησίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως και ως ανοικτά ζητήματα στο σύγχρονο οικουμενικό διάλογο για την ενότητα των χριστιανών.

Το παπικό πρωτείο ειδικώτερα, καίτοι είναι θεμελιώδης δογματική διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εν τούτοις δεν εξαιρείται πλέον από το θεματολόγιο των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων. Αντιθέτως, παραδίδεται σε αυτούς ως ένα ανοικτό θέμα για την αναζήτηση μιας άλλης ερμηνείας, η οποία να διευκολύνει την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών κατά το υπόδειγμα της ενότητας της Εκκλησίας στην πρώτη χιλιετία του ιστορικού της βίου, ήτοι μέχρι το μεγάλο σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054). Υπό το πνεύμα αυτό έχει διατυπωθή η παράγραφος 89 της νέας παπικής Εγκυκλίου, η οποία έχει ως ακολούθως: «Εν τούτοις, είναι σημαντικό ότι ενθαρρύνουμε να καταστή σήμερον το ζήτημα του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης αντικείμενο μελετών στην εξέλιξη ή στην προοπτική τους, και είναι επίσης σημαντικό ότι ενθαρρύνουμε να είναι το ζήτημα αυτό ένα ουσιαστικό θέμα όχι μόνο στους διεξαγόμενους Θεολογικούς Διαλόγους της Καθολικής Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και εκκλησιαστικές Κοινότητες, αλλά και γενικώτερα στο σύνολο της Οικουμενικής κινήσεως... Μετά από αιώνες σκληρής πολεμικής, οι άλλες Εκκλησίες και εκκλησιαστικές Κοινότητες εξετάζουν όλο και περισσότερο και με ένα νέο βλέμμα τη διακονία αυτή της ενότητας» (παράγρ. 89, σελ.102).

Η διακήρυξη αυτή είναι συγχρόνως ένα «νέο βλέμμα» και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, όπως φαίνεται και από τη νέα προσέγγισή του στην παπική Εγκύκλιο: «Όταν η Καθολική Εκκλησία διακηρύσση ότι το λειτούργημα του Επισκόπου Ρώμης ανταποκρίνεται στο θέλημα του Χριστού, δεν χωρίζει το λειτούργημα αυτό από την ανατεθείσα στο σύνολο των Επισκόπων αποστολή, οι οποίοι είναι επίσης «βικάριοι και λεγάτοι του Χριστού». Ο Επίσκοπος Ρώμης ανήκει στο "Κολλέγιο" των επισκόπων και αυτοί είναι αδελφοί του στη διακονία» (παράγρ. 95, σελ. 107-108). Η νέα προσέγγιση της Εγκυκλίου για την ειδικώτερη σχέση του λειτουργήματος του Επισκόπου Ρώμης προς την ενότητα της Εκκλησίας επιβεβαιώνεται και με τον χαρακτηριστικό παραλληλισμό του προς το λειτούργημα των ανωτάτων αξιωματούχων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για την ανάδειξη της ενότητας της Εκκλησίας στην αλήθεια της πίστεως και την αγάπη: «μήπως δεν είναι ένα λειτούργημα του αυτού τύπου, την αναγκαιότητα του

οποίου εκφράζουν σήμερον πολλοί ασχολούμενοι με τον Οικουμενισμό; Η προεδρία δηλαδή στην αλήθεια και στην αγάπη για να μη κλυδωνιθή η ναυς -το ωραίο αυτό σύμβολο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών- από τις θύελλες και να μπορέση μία μέρα να προσεγγίση στην ακτή» (παράγρ. 97, σελ.110).

Τόσο το τιθέμενο ρητορικό ερώτημα, όσο και η διδόμενη απάντηση, με συγκριτικό στοιχείο τις περί του παπικού πρωτείου αντιλήψεις ορισμένων προτεσταντών εκπροσώπων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, αποτελούν μία σαφή μετάθεση της όλης προβληματικής τόσο για τον χαρακτήρα, όσο και για το περιεχόμενο του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης στη ζωή της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Βεβαίως, η παπική Εγκύκλιος δεν παραιτείται από τη γνωστή διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για τον χαρακτήρα του παπικού πρωτείου ως θεσμού θείου δικαίου, αλλά θέτει η διδασκαλία αυτή, όπως και όλα τα παρατείνοντα την εκκλησιαστική διάσπαση προβλήματα, υπό τη θεολογική κρίση των Μικτών Επιτροπών των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων. Είναι όμως εξ ίσου σημαντικό ότι η παραπομπή του ζητήματος του παπικού πρωτείου, το οποίο θεωρείται και το κύριο εμπόδιο στην κοινή πορεία προς την ενότητα τουλάχιστον της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συνδυάζεται με την αποδοχή της μακραίωνης και αμετακίνητης προτάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την υπαγωγή του στα ισχύοντα κανονικά και εκκλησιολογικά κριτήρια της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της Εκκλησίας, ήτοι στα προ του μεγάλου σχίσματος (1054) ισχύσαντα κανονικά κριτήρια.

Υπό το πνεύμα αυτό ανανεώνεται στην παπική Εγκυκλιο η γνωστή διακήρυξη της Β' Βατικανής συνόδου, κατά την οποία «η αγία Σύνοδος προτρέπει όλους, αλλά κυρίως όσους έχουν τη διάθεση να εργασθούν για την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των Ανατολικών Εκκλησιών και της Καθολικής Εκκλησίας, να εκτιμήσονν καλώς τας ιδιαιτέρας συνθήκας γεννήσεως και αναπτύξεως των Ανατολικών Εκκλησιών, όπως επίσης και τη φύση των σχέσεων, οι οποίες ίσχυαν μεταξύ αυτών και της ρωμαϊκής Καθέδρας προ της διαιρέσεως και να διαμορφώσουν στα σημεία αυτά μία ορθή κρίση» (παράγρ. 50, σελ. 59-60). Ο χαρακτηρισμός των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών από τη Β' Βατικανή σύνοδο ως «αδελφών Εκκλησιών» (Eglises sœurs) και ο γνωστός «Διάλογος της αγάπης» μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως άνοιξαν την οδό για τον επίσημο θεολογικό Διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας με σταθερά κανονικά κριτήρια την κοινή εμπειρία της πρώτης χιλιετίας. Στα πλαίσια αυτά «η άρση των αμοιβαίων αναθεμάτων, η οποία αφαίρεσε ενα επώδυνο εμπόδιο κανονικής κaι ψυχολογικής τάξεως, ήταν ένα πολύ σπουδαίο βήμα στην οδό προς την πλήρη κοινωνία. Οι προ της διαιρέσεως υφιστάμενες δομές ενότητας είναι μία κληρονομία εμπειριών, η οποία κατευθύνει την πορεία μας προς την επιστροφή στην πλήρη κοινωνία. Είναι προφανές ότι κατά τη δευτέρα χιλιετία ο Κύριος δεν έπαυσε να δίνη στην Εκκλησία του τους πλούσιους καρπούς της χάριτος κaι της αναπτύξεως. Ωστόσο, η σταδιακή αμοιβαία απομάκρυνση των Εκκλησιών της Δύσεως και της Ανατολής τις εμπόδισε δυστυχώς να ανταλλάσσουν τα πλούτη των δωρεών τους και της υποστηρίξεώς τους. Πρέπει να καταβληθή μεγάλη προσπάθεια, με τη χάρη του Θεού, για να αποκατασταθή μεταξύ αυτών η πλήρης κοινωνία, πηγή αγαθών για την Εκκλησία του Χριστού» (παράγρ. 56, σελ. 66).



3. Η αποκατάσταση λοιπόν της πλήρους κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν είναι πλέον κατανοητή έξω από τα παραδοσιακά κριτήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα οποία ίσχυσαν κατά την πρώτη χιλιετία και προβάλλονται πλέον ως σταθερό πλαίσιο και για τον σύγχρονο Θεολογικό Διάλογο: «Τη ζωή αυτή της αδελφής Εκκλησίας τη ζήσαμε για αιώνες συγκαλούντες μαζί τις Οικουμενικές συνόδους, οι οποίες υπερασπίσθηκαν την παρακαταθήκη της πίστεως εναντίον κάθε αλλοιώσεως. Τώρα, μετά από μία μακρά περίοδο διαιρέσεως και ελλείψεως αμοιβαίας κατανοήσεως, ο Κύριος παρέχει να βρεθούμε και πάλιν ως αδελφές Εκκλησίες, παρά τα υψωθέντα μεταξύ μας εμπόδια. Αν σήμερον, στην αρχή της τρίτης χιλιετίας, αναζητούμε να αποκαταστήσουμε την πλήρη κοινωνία, τότε οφείλουμε να κατατείνουμε προς την εφαρμογή στην πράξη αυτής της πραγματικότητας και πρέπει να αναφερόμεθα σε αυτή την πραγματικότητα» (παράγρ. 57, 67-68).

Στην παπική Εγκύκλιο αναγνωρίζεται με έμφαση η ιδιαίτερη σπουδαιότητα ειλικρινούς και ισότιμης συνεργασίας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως για τη διατήρηση της ενότητας της πίστεως και του συνδέσμου της αγάπης όχι μόνο την πρώτη χιλιετία, αλλά και τη σύγχρονη πραγματικότητα του ιστορικού βίου της Εκκλησίας: «Υπό την προοπτική αυτή, τονίζεται στην παπική Εγκύκλιο, αποκτά το βαθύτερο νόημά της η έκφραση, την οποία χρησιμοποίησα πολλές φορές: Η Εκκλησία πρέπει να αναπνέη και με τους δύο πνεύμονές της. Στην πρώτη χιλιετία της ιστορίας του Χριστιανισμού η έκφραση αυτή αναφερόταν κυρίως στή δυαδικότητα Βυζαντίου-Ρώμης, από το βάπτισμα δε των Ρώσων η αναφορά της διευρύνθηκε... Κατανοείτε σαφώς ότι η προοπτική προς την οποία πρέπει να αναζητηθή η πλήρης κοινωνία είναι εκείνη της ενότητας μέσα στη νόμιμη ποικιλία» των εκφράσεων (παράγρ. 54, σελ. 64). Υπό το πνεύμα αυτό περιγράφονται από την πλευρά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας όχι μόνο οι σκοποί του Θεολογικού Διαλόγον, αλλά και η ειδικώτερη αποστολή της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή του:

«Στην προοπτική αυτή η Καθολική Εκκλησία δεν επιδιώκει τίποτε άλλο παρά την πλήρη κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Εμπνέεται σε αυτό από την εμπειρία της πρώτης χιλιετίας. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η ανάπrυξη των διαφόρων εμπειριών της εκκλησιαστικής ζωής δεν ήταν εμπόδιο, ώστε μέσα από τις αμοιβαίες σχέσεις οι χριστιανοί να συνεχίσουν να έχουν την βεβαιότητα ότι είναι μέλη οποιασδήποτε Εκκλησίας, επειδή από όλες τις Εκκλησίες υψωνόταν σε μία θαυμαστή ποικιλία γλωσσών και τόνων ο αίνος του μόνου Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Όλες συνήγοντο για να τελέσουν την Ευχαριστία, καρδία και τύπο για την κοινότητα, όχι μόνο για την πνευματικότητα ή την ηθική ζωή, αλλ' επίσης και για την οργάνωση της Εκκλησίας, μέσα από την ποικιλία των λειτουργημάτων και των διακονιών, υπό την προεδρία του Επισκόπου, διαδόχου των Αποστόλων. Οι πρώτες σύνοδοι αποτελούν εύγλωττη μαρτυρία για την υπάρχουσα ενότητα μέσα στην ποικιλία. Πώς να ξανακτίσουμε την ενότητα μετά από χίλια χρόνια περίπου; Ιδού το μεγάλο χρέος, το οποίο οφείλει να αναλάβη η Καθολική Εκκλησία και το οποίο ανήκει επίσης και στην Ορθόδοξο Εκκλησία...» (παράγρ. 61, σελ. 73-74).

Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών είναι για μία ολόκληρη χιλιετία η υπερτροφική ανάπτυξη του παπικού πρωτείου στη θεολογία και στη ζωή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς την κοινή παράδοση της πρώτης χιλιετίας και υπόκειται ως βασικό αίτιο στις δύο μεγάλες διασπάσεις του χριστιανικού κόσμου της δεύτερης χιλιετίας με το μεγάλο σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054) και με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση (ΙΣΤ' αιώνας). Είναι ευνόητο ότι η εξέλιξη του παπικού πρωτείου κατά τη δεύτερη χιλιετία προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση. Στην παπική Εγκύκλιο αναγνωρίζεται ότι και σήμερον «η γνώμη της Καθολικής Εκκλησίας ότι, πιστή στην αποστολική παράδοση και στην πίστη των Πατέρων, διατήρησε το ορατό σημείο και τον εγγυητή της ενότητας στο λειτούργημα του Επισκόπου Ρώμης, αντιπροσωπεύει μία δυσκολία για το μεγαλύτερο τμήμα των άλλων χριστιανών, η μνήμη των οποίων έχει σημαδευθή από ορισμένες οδυνηρές μνήμες. Για όσο είμεθα υπεύθυνοι ζητώ συγγνώμη, ως έπραξε και ο προκάτοχός μου Παύλος Δ'» (παράγρ. 88, σελ. 101).

Υπό το πνεύμα αυτό στην Εγκύκλιο εκφράζεται με σαφήνεια η αγωνία του Επισκόπου Ρώμης για την ανεύρεση στα πλαίσια της σύγχρονης Οικουμενικής κινήσεως μίας παραδεκτής ερμηνείας του παπικού πρωτείου, η οποία ανταποκρίνεται στα αιτήματα των καιρών χωρίς να παραθεωρή και την παράδοση της πρώτης χιλιετίας: «έχω πεισθή ότι έχω στο ζήτημα αυτό μία ιδιαίτερη ευθύνη, προ πάντων όταν παρατηρώ την οικουμενική τάση του μεγαλύτερου μέρους των χριστιανικών κοινοτήτων και όταν ακούω την έκκληση που μου απευθύνεται να εύρω μία μορφή ασκήσεως του πρωτείου ανοικτή στη νέα πραγματικότητα, αλλά χωρίς παραίτηση από τα ουσιώδη της αποστολής του» (παράγρ. 95, σελ. 108). Οι σκέψεις αυτές θεμελιώνονται στο σχετικό Διάταγμα της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 14). Στο διάταγμα αυτό τονίζεται ότι κατά την πρώτη χιλιετία, όταν οι χριστιανοί «ήσαν ενωμένοι με αδελφική κοινωνία στην πίστη και στη μυστηριακή ζωή, ο ρωμαϊκός θρόνος παρενέβαινε με τη σύμφωνη γνώμη (d'um commun accord), όταν εγείροντο μεταξύ τους διαφορές σε θέματα πίστεως ή τάξεως». Η διακονία του παπικού θρόνου για την ενότητα της Εκκλησίας δεν εκφράσθηκε πάντοτε υπό τη μορφή της διακονίας κατά τη συνείδηση του Επισκόπου Ρώμης, ο οποίος στην παπική Εγκύκλιο επικαλείται τους λόγους του για το ζήτημα αυτό, ως απηύθυνε τούτους προς τον Οικουμενικό πατριάρχη Δημήτριο τον Α' κατά την συνάντησή τους στο Βατικανό (6 Δεκεμβρίον 1987): «Προσεύχομαι στο άγιο Πνεύμα να μας δώση το φως του και να φωτίση όλους τους ποιμένες και τους θεολόγους των Εκκλησιών μας για να μπορέσουμε να αναζητήσουμε, βεβαίως από κοινού, τις μορφές υπό τις οποίες το λειτούργημα αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιήση μία διακονία αγάπης που να αναγνωρίζονται από τους μεν και από τους δε» (παράγρ. 95, σελ. 108-109).

Οι προτάσεις αυτές της παπικής Εγκυκλίου απορρέουν από την κοινή πλέον παραδοχή, ότι η μόνη οδός για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι η σύμφωνη προς την κοινή παράδοση της πρώτης χιλιετίας ερμηνεία της θέσεως του παπικού θρόνου στη ζωή της Εκκλησίας. Η ερμηνεία βεβαίως αυτή δεν είναι εύκολη, γιατί τα ίδια γεγονότα της εκκλησιαστικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας ερμηνεύονται με διαφορετική προοπτική από τη ρωμαιοκαθολική και από την ορθόδοξη θεολογία, κυρίως κατά τη μετά το μέγα σχίσμα περίοδο: «Οι δομές λοιπόν της Εκκλησίας στην Ανατολή και στη Δύση, όπως αναφέρεται στην παπική Εγκύκλιο, διαμορφώθηκαν από την αποστολική αυτή κληρονομία. Η ενότητά της στα πλαίσια της πρώτης χιλιετίας διατηρήθηκε στις ίδιες αυτές δομές από τους διαδόχους των αποστόλων Επισκόπους σε κοινωνία με τον Επίσκοπο Ρώμης. Αν σήμερον, στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας, αναζητούμε την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας, τότε οφείλoμε να αναφερθούμε στην ενότητα εκείνη, η οποία είχε δομηθή κατά τον τρόπο aυτό» στην πρώτη χιλιετία (παράγρ. 55, σελ. 65).



4. Είναι ευνόητον ότι η νέα παπική Εγκύκλιος «Ίνα εν ώσιν» (Ut unum sint) ανοίγει νέες προοπτικές, ειδικώτερα στον Θεολογικό Διάλογο της Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Πράγματι, γίνεται πλέον παραδεκτή από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όχι μόνο η αυθεντική συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και η επίμονη αξίωσή της να οικοδομηθή ο διμερής Θεολογικός Διάλογος μεταξύ των δύο Εκκλησιών στα κοινά κριτήρια της εκκλησιαστικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας, ώστε να θεμελιωθή η ενότητα της Εκκλησίας στο αυθεντικό περιεχόμενο της αλήθειας της πίστεως: «Η εμμονή σε μία αντίληψη περί της ενότητας, η οποία λαμβάνει υπ' όψη όλες τις αξιώσεις της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, δεν σημαίνει ότι παρεμποδίζει την Οικουμενική κίνηση. Αντιθέτως, τούτο σημαίνει ότι αποφεύγει να διευκολυνθή με φαινομενικές λύσεις, οι οποίες δεν θα κατέληγαν σε τίποτε το σταθερό και μόνιμο. H αξίωση για την αλήθεια πρέπει να φθάση μέχρι το τέλος της. Αυτός δεν είναι ο νόμος του Ευαγγελίον;» (παράγρ. 79, σελ. 92-93).

Υπό το πνεύμα αυτό αναγνωρίζονται οι μέχρι τώρα θετικοί καρποί των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, οι οποίοι συνέβαλαν με επιτυχία τόσο στην αμοιβαία γνωριμία των χριστιανικών Εκκλησιών, όσο και στη

θεολογική τους προσέγγιση. Ωστόσο, «η οδός προς την αναγκαία και επαρκή ορατή ενότητα στην κοινωνία της μοναδικής Εκκλησίας που θέλησε ο Χριστός απαιτεί ακόμη υπομονητική και θαρραλέα εργασία. Κατ'αυτήν, πρέπει να μη επιβληθούν και άλλες υποχρεώσεις, εκτός από όσες είναι απαραίτητες» (παράγρ. 78, σελ. 91-92). Αυτό σημαίνει ότι ο Θεολογικός Διάλογος πρέπει να επιμείνη στα κύρια προβλήματα για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας και να μη διευρύνη το θεματολόγιό του με την προσθήκη νέων δευτερευόντων θεμάτων. Εν τούτοις, η αξιοπιστία των Θεολογικών Διαλόγων θα μπορούσε να ενισχυθή με την εκκλησιαστική αποδοχή (receptio) των συντασσομένων κοινών Θεολογικών κειμένων από τις Μικτές Επιτροπές, ώστε οι Θεολογικοί Διάλογοι να ενεργοποιήσουν την εκκλησιαστική συνείδηση προς την κατεύθυνση της πλήρους κοινωνίας:

«Εφ' όσον ο διάλογος συνεχίζεται σε νέα θέματα ή αναπτύσσεται σε μεγαλύτερο βάθος, έχουμε να εκπληρώσουμε μία νέα υποχρέωση, να αποδεχθούμε δηλαδή τα μέχρι τώρα επιτευχθέντα αποτελέσματα. Αυτά δεν πρέπει να μείνουν μόνο διακηρύξεις των διμερών Επιτροπών, αλλά πρέπει να γίνουν κοινή κληρονομία. Για να φθάσουμε σε αυτό και να ενισχύσουμε έτσι τους δεσμούς της κοινωνίας, είναι αναγκαία μία σοβαρή μελέτη, η οποία πρέπει να περιλαμβάνη και το λαό τoυ Θεού στο σύνολό του κατά ποικίλους τρόπους και με τη λειτουργία των διαφόρων αρμοδιοτήτων Πράγματι πρόκειται για ζητήματα, τα οποία αναφέρονται συχνά στην πίστη και τα οποία απαιτούν μία γενική συμφωνία (consensus), από τον Επίσκοπο μέχρι τους λαϊκούς πιστούς, άφού πάντες έχουν λάβει το χρίσμα του αγίου Πνεύματος. Είναι το ίδιο Πνεύμα, το οποίο ενισχύει το Ιερατείο και το οποίο κινεί το sensus fίdei. Εν όψει της αποδοχής των αποτελεσμάτων του διαλόγου πρέπει να ακολουθηθή μια ευρεία και ακριβής κριτική διαδικασία για την ανάλυσή τους και για την επαλήθευση κατά τρόπο αυστηρό της συνοχής τους με την παράδοση της πίστεως, η οποία παραλήφθηκε από τους Αποστόλους και βιώθηκε στην κοινωνία από τους συνηγμένους γύρω από τον Επίσκοπο, τον νόμιμο ποιμένα, πιστούς» (παράγρ. 80, σελ. 93-94).

Τα συμπεράσματα λοιπόν από τις βασικές θέσεις και προτάσεις της νέας παπικής Εγκυκλίου για τους σκοπούς και τη μεθοδολογία των Θεολογικών Διαλόγων θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν πολύ ενθαρρυντικά για μία αποτελεσματικώτερη προώθηση της ιδέας της ενότητας του χριστιανικού κόσμου, ιδιαίτερα στις σχέσεις μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι μεν θέσεις της παπικής Εγκυκλίου παραμένουν προσηλωμένες στις ήδη διαμορφωμένες εκκλησιολογικές αρχές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ οι προτάσεις θέτουν τις αρχές αυτές υπό τον έλεγχο των κριτηρίων της κοινής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Κατά τη γνωστή διακήρυξη της Β' Βατικανής συνόδου «η Εκκλησία του Χριστού είναι παρούσα στην Καθολική Εκκλησία, η οποία διοικείται από τον διάδοχο του αποστόλου Πέτρου και τους ευρισκομένους σε κοινωνία με αυτόν επισκόπους», αλλά συγχρόνως γίνεται δεκτό ότι και οι άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Κοινότητες, «ακόμη και αν πιστεύουμε ότι πάσχουν από ελλείψεις, δεν είναι επ' ουδενί εστερημένες σημασίας και αξίας στο μυσιήριο της σωτηρίας». Υπό το πνεύμα αυτό διατυπώνεται η θέση της παπικής Εγκυκλίου, κατα την οποία «πράγματι, τα στοιχεία του αγιασμού και της αλήθειας, τα οποία υπάρχουν στις άλλες χριστιανικές Κοινότητες, σε διάφορους βαθμούς στις μεν και στις δε, αποτελούν την αντικειμενική βάοη της υπάρχουσας κοινωνίας, έστω ατελούς, μεταξύ αυτών και της Καθολικής Εκκλησίας» (παράγρ. 11, σελ. 15).

Εν τούτοις, η αξιολόγηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαφοροποιείται από τη γενικώτερη αυτή κρίση για την «ελλειματικότητα» ή την «ατέλεια» των εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εκκλησιαστικών σωμάτων, αφού επισημαίνεται στην παπική Εγκύκλιο η ιδιαιτέρα θετική για το ζήτημα αυτό στάση της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 15): « Ως προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, το συνοδικό Διάταγμα περί του Οικουμενισμού μπόρεσε να διακηρύξη ειδικώτερα, ότι, "με την τέλεση της Ευχαριστίας του Κυρίου, σε κάθε μία από τις Εκκλησίες αυτές, η Εκκλησία του Θεού οικοδομείται και αυξάνει": Η αναγνώριση όλων αυτών, ανταποκρίνεται σε μία απαίτηση της αληθείας» (παράγρ. 12, σελ. 17). Στα πλαίσια αυτά κατανοείται και η εντυπωσιακή ανάπτυξη του πνεύματος της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 17) στην πρόσφατη παπική Εγκύκλιο: «Η Σύνοδος δεν αρνείται να προβάλη όλα όσα καθιστούν τις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσεως όμοιες μεταξύ τους (semblables entre elles). Συμφώνως προς την ιστορική αλήθεια δεν διστάζει να διακηρύξη:"Δεν είναι εκπληκτικό ότι ορισμένες αλήθειες του αποκεκαλυμμένου μυστηρίου κατανοήθηκαν μερικές φορές καλλίτερα και εξηγήθηκαν καλλίτερα από τη μία πλευρά παρά από την άλλη, ώστε να πρέπει να πούμε ότι οι διαφορετικές αυτές θεολογικές διατυπώσεις είναι περισσότερο συμπληρωματικές παρά αντιθετικές μεταξύ τους. H ανταλλαγή μεταξύ των Εκκλησιών των δωρεών αυτών ως συμπληρωματικών καθιστά γόνιμη την κοινωνία"» (παράγρ. 57, σελ. 68-69).

Είναι λοιπόν ευνόητη η διακήρυξη της παπικής Εγκυκλίου, ότι, «υπό την προοπτική αυτή, η Καθολική Εκκλησία δεν θέλει τίποτε άλλο, παρά την πλήρη κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Σε τούτο εμπνέεται αυτή από την εμπειρία της πρώτης χιλιετίας...» (παράγρ. 61, σελ. 73). Από την εμπειρία αυτή όμως εμπνέεται και η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την κριτική αξιολόγηση των διαφοροποιήσεων της Δυτικής Εκκλησίας στη δεύτερη χιλιετία, ειδικώτερα ως προς τη θεολογική ερμηνεία του παπικού πρωτείου, γι' αυτό και η συνάντηση στην κοινή εμπειρία της πρώτης χιλιετίας αποτελεί τη μόνη ελπίδα όχι μόνο για την αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά και για την κοινή προσέγγιση του σχετικού θεολογικού προβληματισμού της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως. O Λούθηρος, όπως οι δυτικές Μεταρρυθμιστικές σύνοδοι του ΙΕ' αιώνα, απέρριπταν κυρίως τις μετά το σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054) εισαχθείσες κυρίως από τους δυτικούς κανονολόγους καινοτομίες στη θεωρητική θεμελίωση και στην πρακτική εφαρμογή του παπικού πρωτείου. Αυτό ισχύει ειδικώτερα τόσο ως προς την αυτονόμησή του από τη συνοδική λειτουργία του όλου εκκλησιαστικού σώματος, όσο και ως προς τη διεκδίκηση της υπερέχουσας αυθεντίας του πάπα έναντι και αυτής ακόμη της Οικουμενικής συνόδου.

Η κοινή και αστασίαστη εμπειρία της πρώτης χιλιετίας για τον συνοδικό χαρακτήρα κάθε μορφής πρωτείου εξέφραζε κατά τρόπο αυθεντικό τη συνείδηση του όλου εκκλησιαστικού σώματος και φανέρωνε υπό την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος την ενότητα της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η κοινή αυτή εμπειρία, απαλλαγμένη από τις πολεμικές ή αντιρρητικές θεολογικές αντιπαραθέσεις του ιστορικού παρελθόντος, μπορεί να αποτελέση τη μόνη σταθερή εκκλησιολογική και εκκλησιαστική βάση για την ορθή ερμηνεία και την παραδεκτή περιγραφή τόσο του κανονικού περιεχομένου, όσο και της λειτουργίας του παπικού πρωτείου στη ζωή της Εκκλησίας. Η Μικτή Επιτροπή του διμερούς Θεολογικού Διαλόγου έχει όλες τις θεολογικές προϋποθέσεις να ανταποκριθή στο μέγεθος της εκκλησιαστικής της ευθύνης, αν εναρμονίση με την αρμόζουσα θεολογική γνώση και την πρέπουσα εκκλησιαστική σύνεση τα αυθεντικά κριτήρια της κοινής εμπειρίας της πρώτης χιλιετίας προς τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως προτείνεται με εντυπωσιακή έμφαση στην παπική Εγκύκλιο και όπως εφαρμόσθηκε πάντοτε κατά την πρώτη χιλιετία του ιστορικού βίου της Εκκλησίας. Άλλωστε, άλλη οδός αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν υπάρχει.



5. Είναι προφανές ότι οι προτάσεις της παπικής Εγκυκλίου για τα κριτήρια του Θεολογικού Διαλόγου, ειδικώτερα μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συντονίζονται προς τις κύριες ,προϋποθέσεις ή προς τους βασικούς όρους, τους οποίους έθεσαν οι τέσσαρες Πανορθόδοξες Διασκέψεις (1961, 1962, 1963, 1968) για την έναρξη του Διαλόγου αυτού και ανανέωσαν η Β' και Γ' Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις (1982, 1986). Οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην πρόταση διεξαγωγής του Θεολογικού Διαλόγου: α) επί ίσοις όροις, β) με απόλυτα κριτήρια την προ του σχίσματος (1054) κοινή παράδοση των επτά Οικουμενικών συνόδων και της συνεπούς εκκλησιαστικής πράξεως, και γ) με την αρμόζουσα σε ένα Θεολογικό Διάλογο ειλικρίνεια προθέσεων και επιδιώξεων. Η παπική Εγκύκλιος καλύπτει τις δύο πρώτες προϋποθέσεις με εντυπωσιακή σαφήνεια, όπως επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα ανωτέρω χαρακτηριστικά αποσπάσματα, αλλά και το όλο πνεύμα της κατά την αξιολόγηση της ορθοδόξου παραδόσεως σε όλους τους τομείς του εκκλησιαστικού βίου.

Εν τούτοις, η επαχθής φόρτιση της εμπειρίας στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών κατά τη δεύτερη χιλιετία του ιστορικού τους βίου επιτρέπει την ενδιάθετη αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των προθέσεων ή και των επιδιώξεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής. Οι τυχόν υποκείμενες ανειλικρινείς επιδιώξεις θα μπορούσαν βεβαίως να ενθαρρύνουν έναν ευρύτατο κύκλο εικοτολογίας με μία χρηστική αναφορά στις οδυνηρές εμπειρίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά το ιστορικό παρελθόν. Ωστόσο και αυτές θα μπορούσαν να συνοψισθούν: Πρώτον, στην πρόθεση δημιουργίας ευνοϊκωτέρων αντικειμενικών προϋποθέσεων για τη δράση της Ουνίας στις εμπερίστατες ορθόδοξες χώρες της Ανατολής, και Δεύτερον, στην πιθανή ελπίδα, κυρίως της παπικής αυλής, ότι η τυχόν συμφωνία της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, με άξονα πάντοτε την κανονική παράδοση της πρώτης χιλιετίας, θα μπορούσε να θεμελιώση μία αξιοπιστότερη αναφορά του στον χριστιανικό κόσμο της Δύσεως, έστω και με μία νέα ερμηνεία της ρωμαιοκαθολικής θεωρίας για το παπικό πρωτείο.

Οι δύο αυτές πιθανές προοπτικές είναι οι πλέον ευλογοφανείς, γιατί μπορούν να συνοδευθούν από άμεσα και πραγματικά αποτελέσματα. Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση υπάρχει μία ανυπέρβλητη εσωτερική αντίφαση μεταξύ των δύο πιθανών αυτών επιδιώξεων. Η ύπαρξη της Ουνίας προέκυψε και τρέφεται σαφώς από την καταχρηστική ανάπτυξη του παπικού πρωτείου, ενώ η επιστροφή στα κανονικά κριτήρια της εκκλησιαστικής ενότητας της πρώτης χιλιετίας αποκλείει την παράταση της ζωής των ουνιτικών κοινοτήτων στις ορθόδοξες χώρες της Ανατολής, αφού οι οργανωτικές δομές της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία θεμελιώθηκαν κατά τρόπο απόλυτο στο κανονικό κριτήριο της εδαφικότητας των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Ο Επίσκοπος Ρώμης δηλαδή δεν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο ουτε Πατριάρχης της Δύσεως, έστω και αν ως πρωτόθρονος μεταξύ των πέντε πατριαρχών είχε τιμηθή με συγκεκριμένα κανονικά προνόμια στη λειτουργία του συνοδικού συστήματος.

Συνεπώς, η εφαρμογή των προτάσεων της παπικής Εγκυκλίου στην εκκλησιαστική πράξη συνδέεται με σοβαρά και παρεπόμενα προβλήματα, τα οποία θα συνεκτιμηθούν από τη Μικτή Επιτροπή στα πλαίσια του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Εν τούτοις, θα μπορούσε να υποθέση κανείς ότι η παπική Εγκύκλιος δεν αποκλείει μία διπλή ερμηνεία του παπικού πρωτείου, αφ' ενός μεν υπό την προβαλλόμενη και στην παπική Εγκύκλιο γνωστή ρωμαιοκαθολική θεωρία, αφ' ετέρου δε υπό τα κανονικά κριτήρια της κανονικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας. Αυτό θα σήμαινε ότι το παπικό πρωτείο υπό την πρώτη μορφή θα παρέμενε αναλλοίωτο στην εσωτερική λειτουργία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ το παπικό πρωτείο υπό την κανονική του μορφή θα ίσχυε στη λειτουργία των σχέσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με την Ορθόδοξη Εκκλησία και με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Ωστόσο, η διπλή ερμηνεία του παπικού πρωτείου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τα κανονικά κριτήρια της πρώτης χιλιετίας, τα οποία προβάλλονται με χαρακτηριστική έμφαση στην παπική Εγκύκλιο ως η μόνη αστασίαστη ή παραδεκτή κανονική βάση για την άρση του σοβαρού εμποδίου στην κοινή πορεία προς την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας.

Είναι λοιπόν πιθανόν να έχη συνειδητοποιηθή πλέον στην παπική αυλή, ότι οι θεωρίες των ρωμαιοκαθολικών κανονολόγων της δεύτερης χιλιετίας για το παπικό πρωτείο, με αφετηρία κυρίως την άκριτη κωδικοποίηση του Γρατιανού κατά τον ΙΒ' αιώνα (Decretum Gratiani), καίτοι γαλούχησαν την εσωτερική αυταρέσκεια της παπικής αυθεντίας, εν τούτοις έπληξαν το πραγματικό εκκλησιαστικό κύρος του παπικού θρόνου τόσο με τη διακοπή της κοινωνίας των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054), όσο και με την απόσχιση από τη Δυτική Εκκλησία της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως (ΙΣΤ' αιώνας). Eνώ δηλαδή κατά την πρώτη χιλιετία το σύμφωνο με την κανονική παράδοση πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης ως του πατριάρχη της Δύσεως λειτουργούσε μέσα από τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών και την Οικουμενική σύνοδο σε ολόκληρη την Εκκλησία, αντιθέτως στη δεύτερη χιλιετία η άκριτη θεωρία των ρωμαιοκαθολικών κανονολόγων καταπολεμήθηκε όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στο ίδιο το σώμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συνεπώς, η επιστροφή στην κανονική παράδοση της πρώτης χιλιετίας αποτελεί πράγματι τη μέγιστη δυνατή καταξίωση και της σύγχρονης αποστολής του παπικού θρόνου στη ζωή της Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως διευκολύνει την κοινή πορεία προς την αποκατάσταση της κοινωνίας της πίστεως εν τω συνδέσμω της αγάπης της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Οποιαδήποτε άλλη επιδίωξη δεν θα ευδοκιμήση. Οι διαλεγόμενες στα πλαίσια του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου Εκκλησίες γνωρίζονται καλώς μεταξύ τους και γνωρίζουν καλώς όλα τα ουσιαστικά προβλήματα για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας, ώστε να αποκλείεται οποιοσδήποτε αδόκιμος συμβιβασμός σέ όσα ζητήματα η εκκλησιαστική συνείδηση αξιολόγησε ως ουσιώδη για την ορθοδοξία της πίστεως ή για την ενότητα της Εκκλησίας.

Ο Θεολογικός Διάλογοςμεταξύ της Oρθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησιάς

Επιμέλεια: Χρυσόστομος Σταμούλης, Αναπλ.Καθηγητής ΑΠΘ 
Πηγή: amen.gr
undefined
Στις 20 Μαΐου του 2009, στην Αίθουσα Τελετών του Α.Π.Θ., το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ., σε συνεργασία με τον Τομέα Δογματικής Θεολογίας πραγματοποίησαν Επιστημονική Ημερίδα με θέμα Ο θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συμμετείχαν οι δύο συμπρόεδροι του επίσημου Θεολογικού Διαλόγου των δύο Εκκλησιών, καρδινάλιος Walter Kasper και Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, καθώς και οι Ιωάννης Σπιτέρης (Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας), Αθανάσιος Βλέτσης (Καθηγητής του Ορθοδόξου Ινστιτούτου του Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου του Μονάχου), Μάξιμος Βγενόπουλος (Αρχιδιάκονος Οικουμενικού Πατριαρχείου), Γεώργιος Μαρτζέλος (Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.-Διευθυντής του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών), Δημήτριος Τσελεγγίδης (Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.), Χρυσόστομος Σαββάτος (Μητροπολίτης Μεσσηνίας), Πέτρος Βασιλειάδης (Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας), Χρυσόστομος Σταμούλης (Αν. Καθηγητής Α.Π.Θ.).

Τις εισηγήσεις ακολούθησαν δύο ωριαίες συζητήσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων οι εισηγητές απάντησαν σε ερωτήσεις του πολυπληθούς ακροατηρίου.

Τα συμπεράσματα των εισηγήσεων είναι τα εξής:

Σεβασμιότατος Καρδινάλιος Walter Kasper

Κατά τον Καρδινάλιο Κάσπερ, ο απόστολος Παύλος, προσωπικότητα  πολυπολιτισμική, συνιστά το κοινό θεμέλιο στο οποίο στέκονται από κοινού Ανατολή και Δύση και ως εκ τούτου μπορεί να αποτελέσει και αποτελεί κλασικό παράδειγμα οικουμενικής αναζήτησης, παράδειγμα οικουμενικής ανοικτότητας απέναντι στον κάθε πολιτισμό και τις προκλήσεις του. Με τον Παύλο συντελείται η μεγάλη αλλαγή στην ιστορία του πολιτισμού, καθώς τη θέση του θεοποιημένου ανθρώπου καταλαμβάνει ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Χριστός, ο οποίος αποτελεί το κέντρο της ιστορίας.

Κατά συνέπεια η Εκκλησία ως χώρος που γεμίζει από τον Χριστό οφείλει να πληρώνει το σύμπαν. Την ενότητά της η Εκκλησία συναντά στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Ανατολή και Δύση έχουν κοινή αποστολική παράδοση και μοιράζονται τα βασικά δόγματα της πίστης, έτσι όπως ορίστηκαν στις οικουμενικές συνόδους της πρώτης χιλιετίας. Η αδυναμία άρσης του σχίσματος του 1054 οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης και αγάπης των δύο αδελφών Εκκλησιών. Μετά από είκοσι σχεδόν αιώνες και παρ’ όλες  τις ενδιάμεσες αστοχίες το πρωταρχικό κίνητρο και ο μοναδικός στόχος της οικουμενικής κίνησης πρέπει να παραμένει η εντολή του Ιησού «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω. 17,21) και ως εκ τούτου η ολοκληρωμένη εκκλησιαστική κοινωνία.

Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συμφωνούν στην ανάγκη του πρωτείου, το οποίο κατά την πρώτη χιλιετία ανήκει αποκλειστικά και μόνον στον επίσκοπο Ρώμης. Ανοικτό, εντούτοις, μένει το πρόβλημα σύνδεσης του πρωτείου με το θέμα της συνοδικότητας. Ο διάλογος έχει κάνει σημαντικά βήματα, μένουν, όμως, αρκετά ακόμη θέματα ανοικτά, τα οποία θα συζητηθούν στην ερχόμενη συνάντηση της Κύπρου, χωρίς βέβαια να ελπίζει κανείς πως μπορούν μαγικά και αυτόματα να λυθούν όλα τα προβλήματα που απασχολούν εδώ και αιώνες τις δύο Εκκλησίες. Τούτο, όμως, δεν αποκλείει την πίστη, πως με τη βοήθεια του Θεού και ειλικρινή μετάνοια τίποτα δεν είναι αδύνατο.

Καθηγητής Αθανάσιος Βλέτσης

Ο καθηγητής Αθανάσιος Βλέτσης, ύστερα από την ιστορική αναδρομή στους δρόμους του θεολογικού διαλόγου Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού και αφού υπενθύμισε ότι η ενεργοποίηση της αγάπης μέσα από την ευθύνη για το μέλλον του κόσμου αποτελεί την αποστολή των Εκκλησιών, κατέληξε στα εξής επτά σημεία-προτάσεις, τα οποία θεωρεί αναγκαία για την περαιτέρω προώθηση του διαλόγου.

1. Αφετηρία κάθε διαλόγου είναι η αυτογνωσία, και αυτογνωσία στη χριστιανική παράδοση είναι αδιάλειπτα δεμένη με την ομολογία των σφαλμάτων, με την διάθεση για μετάνοια και αλληλο-συγχώρεση, ως προϋπόθεση ενός νέου ξεκινήματος της ζωής: «πρὸ πάντων τὴν εἰς ἑαυτοὺς ἀγάπην ἐκτενῆ ἔχοντες, ὅτι ἀγάπη καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν»  (1 Πετρ 4,8).

2. Ο διάλογος καλλιεργείται μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ειλικρινούς και ανιδιοτελούς αγάπης και κατανόησης. Η κοινή προσευχή υπήρξε πάντα μια τέτοια ενεργητική πηγή που ξέρει να εμπιστεύεται τελικά τα προβλήματά της στο χορηγό κάθε δώρου αγαθού: τον εν Τριάδι Θεό.

3.  Ο διάλογος καλλιεργείται μέσα από τη συγκεκριμένη στράτευση προσώπων με όραμα και φλεγόμενη καρδιά: Στην κατεύθυνση αυτή οδηγοί μπορεί να είναι τα μεγάλα αναστήματα που διακόνησαν το διάλογο στις απαρχές του. Εξίσου όμως άοκνη πρέπει να είναι η μέριμνα για την ανανέωση των προσώπων με την προετοιμασία και ένταξη νέων ανθρώπων «στη διακονία του καταλλαγής».

4. Τα βήματα και πολύ περισσότερο πορίσματα του διαλόγου δεν μπορούν να μένουν υπόθεση κάποιας κλειστής ομάδας επαγγελματιών της θεολογικής επιστήμης. Όσο ίσως τίποτα άλλο επιβάλλεται να γίνει γνώστης και μέτοχος ο λαός του Θεού.

5. Συγκεκριμένα και απτά δείγματα αγάπης πρέπει να συνοδεύουν το θεολογικό διάλογο και τα οποία πρέπει να αγκαλιάζουν έτσι το λαό, αλλά και δείχνουν με τρόπο ορατό την πρόοδο που επιτελείται. Τέτοια μέτρα έχουν ήδη παρθεί, από την αναγνώριση του βαπτίσματος (πριν από 2 χρόνια στην πόλη Magdeburg), μέχρι τη διευθέτηση προβλημάτων ποιμαντικής διακονίας ιδιαίτερα σε μικτά ζευγάρια. Δε θα μπορούσε ένα επόμενο τέτοιο βήμα να είναι να επιτραπεί στα μικτά ζευγάρια η κοινή θεία ευχαριστία, όπως υποστήριξε τελευταία ο συνάδελφος Γρηγόρης Λαρεντζάκης;

6. Ο διάλογος των Εκκλησιών είναι υπόθεση ζωής: δεν εξαντλείται μόνο στα σημεία που χωρίζουν τις Εκκλησίες, ούτε τελειώνει με την επίτευξη επιμέρους στόχων. Οι προτεραιότητες ενός κόσμου που συνεχώς αλλάζει θέτουν ενώπιον μας νέα προβλήματα, όπως τα παρακάτω:
 - από την οικολογία και την εξάντληση των βιώσιμων πόρων
 - από τη βιοηθική και την ευθανασία, ως προκλήσεις στη αρχή και στο τέλος της ζωής
 - από την κρίση αξιών, ιδιαίτερα στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας δικαίου
 - από τη διάδοση μέσων μαζικής καταστροφής
 - lust but not least από το χώρο της οικονομίας και της συναφούς οικ. μετανάστευσης

Ωστόσο ο συγκεκριμένος επίσημος θεολογικός διάλογος δεν μπορεί να είναι χωρίς αρχή και τέλος. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς από δυο βασικές επιλογές, κινήσεις καλής θέλησης.  Να αφαιρεθεί εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών η  προσθήκη του Filioque  από το σύμβολο των Δυτικών Εκκλησιών και να ακολουθήσει εκ μέρους των Ορθοδόξων η αποκατάσταση της μνημόνευσης του ονόματος του Πάπα στα Δίπτυχα (με βάση και την αντίληψη περί ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, όπως ιδιαίτερα την σκιαγράφησε η πρόταση του Josef Ratzinger το 1976). Η συμβολική των αριθμών θα μπορούσε να επισημάνει το έτος 2014 ως ένα τέτοιο σταθμό. Είναι έτοιμες οι Εκκλησίες για ένα τέτοιο βήμα;

Σεβασμιότατος Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας, Καθηγητής Ιωάννης Σπιτέρης 

Θέμα του ήταν το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης στην 1η χιλιετία. Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Κερκύρας, οι ιστορικές μελέτες μπορούν να αποτελέσουν ένα είδος κάθαρσης και να  βοηθήσουν στην αποβολή  ορισμένων βαρών που  έχει φορτώσει τόσο την Ανατολή όσο και τη Δύση, πράγμα που βοηθά τη θετική εξέλιξη του διαλόγου.
Σύμφωνα πάντα με τούτη την καταφυγή στην ιστορία, αποκαλύπτονται δυο ερμηνείες  για τη θέση του πρωτείου στην ιστορία της Εκκλησίας. Η θέση του Βυζαντίου και η θέση της Δύσης.

Σύμφωνα με την πρώτη, το πρωτείο δεν ήταν απλά πρωτείο τιμής.  Το βυζάντιο ανεγνώριζε ξεκάθαρα στον επίσκοπο Ρώμης μια εξουσία  και ένα πρωτείο που δεν μπορεί να ελαχιστοποιηθεί σ’ ένα απλό πρωτείο τιμής. Έτσι η κοινωνία με τον Ρώμης είχε μεγάλη σημασία, χωρίς αυτό να σημαίνει απόλυτη μοναρχική εξουσία. Δικλείδα ασφαλείας απέναντι σε έναν τέτοιο κίνδυνο αποτελούσε δίχως άλλο  ο θεσμός της πενταρχίας και συνεπώς το γεγονός της συνοδικότητας, η οποία  εξασφάλιζε την εκκλησιαστική ενότητα και την ορθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα με τη δεύτερη, η εκκλησία είναι το σώμα και ο Χριστός η κεφαλή του.  Η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, έχει μυστηριακή και πνευματική υπόσταση, αλλά και ιστορική διάσταση.  Σε αυτό το οργανικό σώμα πρέπει να υπάρχει μια κεφαλή όχι μόνο στη μυστικιστική της υπόσταση (ο Χριστός), αλλά και στην ορατή της διάσταση, η οποία δεν είναι άλλη από τον επίσκοπο Ρώμης, τον  “Vicarius Christi”. Μια τέτοια θέση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η Ρώμη είναι η έδρα του Πέτρου. Έτσι βλέπει τον εαυτό της ως «μέριμνα» για όλες τις εκκλησίες και ως «μητέρα» τους.

Με βάση λοιπόν τη γνώση και αξιοποίηση τούτης της ιστορίας, σήμερα, οι καθολικοί θεολόγοι διακρίνουν μεταξύ παποσύνης που θεωρείται υπόλειμμα του μεσαίωνα και μεταξύ της διακονίας του επισκόπου Ρώμης, που συνιστά την  απαραίτητη δομή για την πραγματική και ουσιαστική λειτουργία της  καθολικής  εκκλησίας. Ο αδελφικός διάλογος  μεταξύ των δύο Εκκλησιών οφείλει να αναζητήσει σε τι συνίσταται το θέλημα του Χριστού σχετικά με τις δομές της Εκκλησίας του και πως αυτές πρέπει να εξασκούνται για το καλό της Εκκλησίας.

Αρχιδιάκονος Δρ. Μάξιμος Βγενόπουλος (Οικουμενικό Πατριαρχείο)

Ο πατέρας Μάξιμος Βγενόπουλος υποστήριξε ότι η ύπαρξη πρώτου και κεφαλής σε παγκόσμιο επίπεδο είναι συμβατή με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία της αρχαίας εκκλησίας. Σύμφωνα με την κανονική παράδοση πάντοτε υπήρχε στην Εκκλησία μια κεφαλή και ένα κέντρο ενότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, το οποίο εκφράζει την ενότητά της. Στην αρχαία Εκκλησία υπήρξε ο Ρώμης, στην δε Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδιαμφισβήτητα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως-κεφαλή της παγκοσμίου Ορθοδοξίας.

Αποδίδοντας τον παγκόσμιο αυτό χαρακτήρα ως χαρακτηριστικό και του Ρώμης και του Κωνσταντινου-πόλεως αναζητά τη σύνδεση του πρωτείου με το συνοδικό σύστημα της εκκλησίας και τη θεώρησή του στο πλαίσιο του πρωτείου τιμής. Και τούτο διότι ο συνοδικός θεσμός ουδέποτε λειτούργησε χωρίς την παρουσία του πρώτου. Επίσης προκρίνει αυτή τη θεώρηση ως αίτημα για διάλογο με δογματική σημασία και ως πρόκληση για τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται το κείμενο της Ραβέννας, που θέτει τον θεσμό του πρώτου σε Τριαδολογική βάση. Το πρωτείο είναι θέμα πίστεως και όχι μόνο κανονικής τάξεως.

Σεβασμιότατος Καθολικός Επίσκοπος Καρκαβίας, Καθηγητής Δημήτριος Σαλάχας

Σύμφωνα με τον επίσκοπο Καρκαβίας, το πρωτείο και η συνοδικότητα είναι θεσμοί αλληλοεξαρτώμενοι σε κάθε επίπεδο (τοπικό-εθνικό-παγκόσμιο). Ιστορικά στην 1η χιλιετία ο επίσκοπος Ρώμης ήταν πρώτος μεταξύ των Πατριαρχών και η εκκλησία Ρώμης η προκαθήμενη της αγάπης. Επίσης ο Ρώμης ήταν πρώτος μεταξύ των επισκόπων αλλά ωστόσο ο ρόλος του δεν ήταν ακόμη σαφής. Το θέμα λοιπόν των αρμοδιοτήτων του πρώτου Ρώμης αποτελεί και σήμερα σημείο προβληματισμού.

Επιπλέον υπάρχουν διαφορές ως προς τη θεολογική θεμελίωση του πρωτείου. Ως εκ τούτου ακόμα και η συμφωνία στη βάση  της κανονικής  και ιστορικής διάσταση του πρωτείου, δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην άρση του συνόλου των διαφορών οι οποίες θα συνεχίσουν να παραμένουν το αγκάθι της κοινής προσπάθειας για την ένωση.  Η Ανατολή μοιάζει αδύναμη να  παρακολουθήσει τις εξελίξεις του πρωτείου εντός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη διάρκεια της 2ης χιλιετίας. Και το πρόβλημα τούτο σχετίζεται δίχως άλλο με την εμμονή της στη συνοδικότητα, που φαίνεται να δεσμεύει τον πρώτο στις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων.   Τα παραπάνω θέματα, όμως,  θα εξεταστούν ενδελεχέστερα στην επόμενη συνάντηση της Κύπρου, με θέμα: «Ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτη χιλιετία».

Καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος

Ο Καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος εξέθεσε την εκκλησιολογική πρόοδο που συντελέστηκε με  το Κείμενο της Ραβέννας, τονίζοντας τη σημαντικότητα της συμβολής των Ορθοδόξων, που προσδιορίζεται στην απόλυτη σύνδεση πρωτείου και συνοδικότητας. Πραγματικότητα  που αποτελεί εκκλησιολογική και κανονική συνέπεια της ορθόδοξης τριαδολογίας και της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας.

Ήδη με το κείμενο αυτό, που συνεχίζει και προεκτείνει την εκκλησιολογική προβληματική των κειμένων του Μονάχου (1982), του Bari (1987) και του Νέου Βάλαμο (1988), τέθηκαν οι σταθερές βάσεις, για να γίνει κατά την προσεχή Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής, που θα πραγματοποιηθεί φέτος τον Οκτώβριο στην Κύπρο, το επόμενο μεγάλο βήμα: να εξετασθεί δηλ. ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης ως «πρώτου τη τάξει» μεταξύ των πατριαρχών στα πλαίσια της εκκλησιαστικής κοινωνίας κατά την περίοδο της αδιαίρετης Εκκλησίας. Και το βήμα αυτό, όπως αντιλαμβανόμαστε, είναι πολύ σημαντικό για την υπέρβαση ενός από τα μεγαλύτερα αίτια που προκάλεσαν το σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αλλά και από τα μεγαλύτερα εμπόδια που δυσχεραίνουν την πορεία προς αποκατάσταση της μυστηριακής ενότητας μεταξύ τους.

Επιπρόσθετα, το  Κείμενο της Ραβέννας αποτελεί από ορθόδοξη άποψη ένα πολύ σημαντικό βήμα στο διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών, γιατί, εκτός των άλλων, θέτει τις εκκλησιολογικές βάσεις για τη συζήτηση στα πλαίσια του διαλόγου της θεολογικής και κανονικής νομιμότητας των μονομερών ενεργειών του επισκόπου Ρώμης, όπως η προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, η τροποποίηση του «πρωτείου τιμής» σε «πρωτείο εξουσίας» εφ’ ολοκλήρου της Εκκλησίας, καθώς επίσης και η κατάργηση του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσεως», που δεν συνάδουν με την Εκκλησιολογία της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας.

Έτσι, καίτοι ο διάλογος ύστερα από πρόταση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής ξεκίνησε το 1980 από τα σημεία που ενώνουν τις δύο Εκκλησίες, ήδη οδηγείται κατ’ ανάγκην με αργά αλλά σταθερά βήματα στην εξέταση των διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Το παρήγορο βέβαια εν προκειμένω είναι ότι οι διαφορές αυτές κατόπιν συμφωνίας και των δύο πλευρών εξετάζονται και θα εξετάζονται κατά την πορεία του διαλόγου υπό το πρίσμα της θεολογίας της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Και αυτό ακριβώς αποτελεί δέσμευση των δύο διαλεγομένων Εκκλησιών.

Ανεξάρτητα όμως από την πορεία και την εξέλιξη του Θεολογικού αυτού Διαλόγου θα πρέπει να τονιστεί ότι οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των δύο Εκκλησιών δεν μπορούν να λυθούν έξω και μακριά από το πλαίσιο και το κλίμα του διαλόγου., πράγμα που τονίζεται και από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, ο οποίος με αφορμή τα γεγονότα της εποχής του σημείωνε: «Ότε διίστανταί τινες αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και η μεταξύ τούτων διαφορά. ότε δ’ εις λόγους συνέλθωσι και εκάτερον μέρος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’ εκατέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις ολίγη η τούτων διαφορά».

Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης

Ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης με έντονη κριτική διάθεση σημείωσε πως στο κοινό Κείμενο η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία επεκτείνεται και εφαρμόζεται ανεπίτρεπτα και στους ετεροδόξους. Αυτό γίνεται απροϋπόθετα, χωρίς δηλαδή να λαμβάνονται υπόψη οι υφιστάμενες δογματικές διαφορές, πράγμα που νομιμοποιεί εκκλησιολογικά την ετεροδοξία και την εξισώνει με την Ορθοδοξία.

Ο εκκλησιολογικός αυτός νεωτερισμός διαποτίζει όλο το κοινό Κείμενο και εκβάλλει σε επιμέρους εκκλησιολογικές παραδοξότητες, οι οποίες αλλοιώνουν την έως τώρα αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας. Το κοινό Κείμενο δηλαδή φαίνεται να προϋποθέτει σαφώς, ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί ανήκουν στη «Μία Εκκλησία» και ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν κοινή με τους Ορθοδόξους  αποστολική πίστη, παρά την ταύτιση ουσίας και ενέργειας στο Θεό, παρά το Filioque, παρά την εσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους για τον κτιστό χαρακτήρα της άκτιστης και θεοποιού Χάριτος. Όλα τα παραπάνω, στα οποία παραμένουν σταθερά μέχρι σήμερα οι Ρωμαιοκαθολικοί, ακυρώνουν στην πράξη το χαρακτήρα της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως», με την οντολογική σημασία του όρου, πραγματική δηλαδή και όχι συμβολική μετοχή του ανθρώπου στη θεία ζωή. Ακυρώνουν όμως ταυτόχρονα και τον ουσιαστικό χαρακτήρα των μυστηρίων της.

Ως εκ τούτου και με βάση πάντα τη διατύπωση του κειμένου της Ραβέννας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η βάση του διαλόγου, θεολογικώς κρινόμενη, είναι δυστυχώς, τελείως εσφαλμένη. Και τούτο, γιατί παραμερίστηκαν θεμελιώδεις βιβλικές και πατερικές προδιαγραφές-προϋποθέσεις. Γι’ αυτό και η ουσιαστική αποτυχία του πραγματικού Θεολογικού Διαλόγου είναι προδικασμένη. Ο Θεολογικός Διάλογος οδήγησε ήδη τη Μικτή Διεθνή Επιτροπή σε κατάθεση 10 κοινών Κειμένων χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, αφού σε κανένα κοινό Κείμενο δεν γίνεται λόγος για σαφή καταδίκη των καινοφανών δογμάτων του Ρωμαιοκαθολικισμού, όπως λ.χ. του Filioque. Την πρακτική αυτή βλέποντας με έκδηλη πνευματική ανησυχία ο μακαριστός Γέροντας π. Παΐσιος ο Αγιορείτης, παρατήρησε εύστοχα και προφητικά: «Για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού πηγαίνουμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, όταν δεν ακολουθούμε τα χνάρια των Αγίων Πατέρων».

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, με τη γνωστή Πατριαρχική Εγκύκλιο του 1920, άρχισε να παραμερίζεται ουσιαστικά η σύσταση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά προς τους Ρωμαιοκαθολικούς και να υιοθετούνται άλλες προϋποθέσεις για το Θεολογικό Διάλογο με τους ετεροδόξους. Έτσι, εγκαινιάστηκε μια άλλη μη Πατερική πορεία, με αναπόφευκτη συνέπεια τώρα «να πηγαίνουμε αλλού, χωρίς (ίσως) να το καταλαβαίνουμε». Το Κείμενο της Ραβέννας, με τη θεολογική κριτική του οποίου ασχολήθηκε ο κ. Τσελεγγίδης, παρουσιάζει εύγλωττα τις αρνητικές συνέπειες των εσφαλμένων προϋποθέσεων του Θεολογικού Διαλόγου και προδιαγράφει το ποιόν και του επόμενου κοινού Κειμένου τον Οκτώβριο στην Κύπρο, εκτός και αν στο μεταξύ αλλάξουν οι προϋποθέσεις του Διαλόγου.

Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος) 

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, η έκδοση του πρώτου κοινού θεολογικού κειμένου, στο Μόναχο το 1982,  δημιούργησε μια θετική αίσθηση ότι είναι δυνατή η λειτουργία του τρίπτυχου: Αγία Τριάς-Εκκλησία-Ευχαριστία, προκειμένου να αποτελέσει τη βάση των δύο εκκλησιών για την πορεία του θεολογικού διαλόγου. Η αισιοδοξία όμως αυτή υποχώρησε γρήγορα καθώς αποδείχθηκε ότι τα συγκεκριμένα κείμενα, τα τρία πρώτα κείμενα του διαλόγου, δεν είχαν απήχηση στη ζωή της εκκλησίας.

Η διαπίστωση αυτή οδήγησε για μία ακόμη φορά στην αναζήτηση των λόγων που οδηγούν στην αδυναμία αποδοχής (reception) των συγκεκριμένων κειμένων και στην παράλληλη προσπάθεια προτάσεων υπέρβασής τους. Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, οι αιτίες τούτης της προβληματικής πρακτικής είναι οι εξής:

1. Αδυναμία  συμφωνίας εάν τα κοινά κείμενα είναι κείμενα εργασίας ή δοκίμια θεολογικά που εξαντλούν την ορθόδοξη ή την ρωμαιοκαθολική διδασκαλία για το συγκεκριμένο θέμα..

2. Αδυναμία συμφωνίας  για το χαρακτήρα του διαλόγου. Είναι διάλογος μεταξύ θεολόγων ή διάλογος της εκκλησίας. Αν υποτεθεί ότι τα κείμενα αφορούν τις εκκλησίες, τότε αυτά πρέπει να φτάσουν στο λαό και να γίνουν κτήμα του.

3. Αδυναμία υπέρβασης των δομικών διακρίσεων των δύο Εκκλησιών, που αποτελούν και το βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξής τους.

Εν τέλει η όποια πορεία του διαλόγου, προκειμένου να έχει κάποιον λόγο υπάρξεως και να αποφύγει τις δυσκολίες του παρελθόντος, θα πρέπει να είναι πορεία με χαρακτηριστικά αξιοπρέπειας, ειλικρίνειας και τιμιότητας.

Καθηγητής Π. Βασιλειάδης, Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας

Η Β΄Βατικανή Σύνοδος αποτέλεσε σταθμό της κορύφωσης των εκκλησιολογικών συζητήσεων σε διαχριστιανικό επίπεδο. Στη σύνοδο αυτή υπήρξε η αγωνία του επαναπροσδιορισμού της εκκλησιαστικής ταυτότητας της δυτικής χριστιανοσύνης, με ενδεικτικό στοιχείο αυτής της ατμόσφαιρας το κυρίαρχο σύνθημα: «Η ευχαριστία κάνει την εκκλησία».

Ως εκ τούτου βάση προσέγγισης του διαλόγου αποτελεί κατεξοχήν η ευχαριστιακή κατανόηση της εκκλησίας. Άλλωστε η ευχαριστία ως κατεξοχήν κοινωνία αποτελεί τη μοναδική έκφραση ενότητας της εκκλησίας.

Συνεπώς τα κριτήρια του θεολογικού διαλόγου της αληθείας δεν μπορούν να βασίζονται ούτε στην κανονική παράδοση, που φυσιολογικά διαμορφώθηκε στις δύο εκκλησίες, ούτε στην αντιρρητική τους παράδοση, ούτε τέλος στη βιβλική εξηγητική παράδοση της κάθε διαλεγόμενης εκκλησίας.  Και τούτο διότι μόνον η πιστότητα στην αυθεντική Αποστολική

Παράδοση, με άλλα λόγια η αυθεντική εκκλησιολογία, μπορεί να τεθεί ως βάση και κριτήριο του διαλόγου της αληθείας».
Βέβαια, η εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία των εκκλησιών αναζητείται στις μεταγενέστερες εκφράσεις της και ελάχιστα έως και μηδενικά στα κείμενα της ΚΔ, τα οποία και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της κάθε εκκλησιολογίας. Πράγμα
που συνιστά δίχως άλλο ένα από τα βασικά ελλείμματα  του διαλόγου, που στις περισσότερες των περιπτώσεων μένει εγκλωβισμένος στο παρελθόν και την παραδοσιαρχία. Ως αποτέλεσμα άμεσο προβάλλει κυρίως για την Ορθόδοξη Εκκλησία η απουσία διαλόγου της με τη νεωτερικότητα και η συνακόλουθη ανάπτυξη του φαινομένου της αντιδυτικότητας.

Εν τέλει, προκειμένου να οδηγηθούν οι Εκκλησίες σε ένα γόνιμο και ουσιαστικό διάλογο θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη της τα εξής: Ο διάλογος της αληθείας είναι κατ’ αρχήν έκφραση πνευματικότητας. Στο διάλογο της αληθείας προσέρχεται κανείς όχι με πνεύμα αλαζονείας αλλά με πνεύμα ταπείνωσης και φόβου Θεού. Στο διάλογο πηγαίνουμε όχι για να ομολογήσουμε την Ορθοδοξία μας, αλλά για να συνδράμουμε συνεργικά στο έργο του Αγίου Πνεύματος. Στο διάλογο απαιτείται αποφασιστικότητα, από μέρους των κατά τόπους Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά παράλληλα και ενημέρωση του Ορθοδόξου πληρώματος της εκκλησίας.

Σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, στον Ορθόδοξο κόσμο το ουσιαστικό αυτό στοιχείο της χριστιανικής μαρτυρίας έχει αφεθεί στα ακραία στοιχεία (και ασθενέστερα μέλη, κατά μία επιτυχή έκφραση του Οικουμενικού Πατριάρχη), με αποτέλεσμα όχι την ενημέρωση αλλά την παρα-πληροφόρηση των πιστών. Τέλος, ο διάλογος είναι διάλογος αληθείας, δεν αποβλέπει στο συμβιβασμό ετερόκλητων θέσεων. Η αποτυχία της περιβόητης συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας αποτελεί σήμερα παράδειγμα προς αποφυγή.

Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου, ο διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών αποτελεί κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας. Συνεπώς οι οποιεσδήποτε αντιδράσεις πρέπει να κατανοούνται στο πλαίσιο της προσδοκίας της ενότητας που αποτελεί μέριμνα της Εκκλησίας.

Το σχίσμα δεν είναι μια ουδέτερη πραγματικότητα αλλά ένα δραματικό γεγονός, το οποίο η Εκκλησία βίωσε ήδη από την εποχή του Ευαγγελίου. Τα παλαιά σχίσματα, όμως, θεραπεύτηκαν, πράγμα που δεν συμβαίνει και με το σχίσμα του 1054. Έτσι μοιάζει σήμερα, ο αγώνας για ενότητα, να είναι αγώνας για το αδύνατο.  Η μεγαλύτερη ευθύνη αυτού του σχίσματος βαραίνει τη Ρώμη, η οποία με τη θεολογία του πρωτείου, αλλά και την είσοδο στην ιστορία του φαινομένου της ουνίας απέκλειε στο παρελθόν κάθε δυνατότητα κοινωνίας.

Παρ’ όλα αυτά μεταπολεμικά η συνάντηση των Ορθοδόξων με τη Δύση στα πλαίσια της Οικουμενικής Κίνησης έδωσε νέα ώθηση και νέες προοπτικές σ’ αυτό που στο παρελθόν φάνταζε αδύνατο. Έτσι, διαπιστώνεται ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί έχουν περισσότερα κοινά απ’ ότι έχουν με τους Προτεστάντες. Παρ’ όλα αυτά οι φοβίες και οι καχυποψίες για υποταγή των Ορθοδόξων στον πάπα διέβαλαν το διάλογο και μεγέθυναν τη ρήξη.

Η Ορθοδοξία διαθέτει ισχυρές θεολογικές δυνάμεις για να ανταπεξέλθει στο διάλογο. Πράγμα που επιβεβαιώνεται με την παρατήρηση της επιρροής της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας στη σύγχρονη θεολογία της Δύσης.
Όποιος πιστεύει στην αλήθεια δεν φοβάται να διαλεχτεί γι’ αυτήν. Η αλήθεια δεν φοβάται το διάλογο.

Ανεξάρτητα από τα ουσιαστικά βήματα που έχουν ήδη γίνει, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί δεν συμπίπτουν, υπάρχουν πολλά ακόμη να γίνουν (παπικό πρωτείο, προσηλυτισμός). Εντούτοις η στροφή έχει ήδη γίνει. Οι Εκκλησίες έχουν την ευθύνη να δημιουργήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης και σεβασμού, προκειμένου να προωθηθεί ο διάλογος, ο οποίος εν τέλει ανήκει στα χέρια του Θεού.

Η άρνηση του διαλόγου αποτελεί έγκλημα και η αποδοχή του δυνατότητα κοινωνίας και αγάπης.

Την ένωση κάνει η Εκκλησία και όχι οι θεολογικοί διάλογοι.

Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας απέναντι στις μηνύσεις και τους αναθεματισμούς του Σεραφείμ Πειραιώς

Μετά τις παρεμβάσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και καθηγητών του ΑΠΘ σχετικά με τους αναθεματισμούς του Σεραφείμ Περαιώς κατά του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄και την μήνυσή του κατά της εν Ελλάδι "παπικής παρασυναγωγής" παραθέτουμε μαρτυρίες που συναύδουν με τις θέσεις του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού και του ανθενωτικού Οικουμενικού Πατριάρχη Γενναδίου Σχολαρίου από τις οποίες ο Άγιος Πειραιώς απέχει μακράν.

Ο πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεως Πατρών, Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Τσαντίλης, μετά μητροπολίτης Ύδρας, κατά την μετάβαση του στη Ρώμη για την παραλαβή της κάρας του Πρωτοκλήτου αποδίδει τιμή και σεβασμό στον Πρωθιεράρχη της Παλαιάς Ρώμης Παύλο Στ . Κατά την τάξη «ποιεί σχήμα» και ασπάζεται την δεξιά του, όπως έπραξε και το 1438 ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός στον πάπα Ευγένιο Δ στη Φεράρα! 

Εμπνεόμενοι λοιπόν από τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, άλλο είναι η κριτική για θεολογικές και εκκλησιολογικές διαφορές που πρέπει να θέτονται μέσα στα πλαίσια του Διαλόγου ειλικρινείας και αγάπης τότε και τώρα, και άλλο το απύθμενο μίσος, η επιλεκτική μεσαιωνοπληξία και οι μηνύσεις εναντίον ετεροδόξων που αποσκοπούν στην ποινή φυλάκισής τους.




Τα Παλαίφατα ελληνόφωνα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και οι Εκκλησίες της Κύπρου, της Ρουμανίας και της Ελλάδος με συνοδικές αποφάσεις τους από το 1923 έως το 1939 αναγνώρισαν το κύρος της αρχιερωσύνης των Αγγλικανών με τη βασική αρχή ότι πηγή της είναι η Ρωμαϊκή αρχιερωσύνη, η οποία παρά την υφιστάμενη ακοινωνησία ουδέποτε αμφισβητήθηκε η Κανονικότητά της στην Ιστορία. Γι’ αυτό η ελληνική Πολιτεία αποδέχεται πλήρως και τιμά την αρχιερατική αξία των Λατίνων Ιεραρχών της Ελλάδος από το 1830. Η Μητέρα Εκκλησία και όσες Εκκλησίες πηγάζουν εξ Αυτής δέχονται μέχρι σήμερα την συμβουλή του ανθενωτικού, μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη, Γενναδίου Σχολαρίου, όταν «προσέρχονται μετ' ευλαβείας οι Αρμένιοι και οι Λατίνοι στην θεία λειτουργία μας να τους δίδεται το αντίδωρο». Αυτό τηρείται εκ παραδόσεως στις Κυκλάδες και το μαρτυρούν οι προ 40ετιας παριστάμενοι στην πανήγυρη της Ευαγγελιστρίας Τήνου Λατίνοι ιεράρχες: ο Τήνου Ιωάννης Περρής και Σύρου Γεώργιος Ξενόπουλος, που δέχονται ευλαβικά τα «Υψώματα» που τους προσφέρονται ως αρχιερείς από τον Ορθόδοξο Λειτουργό. 
 
Ο Σεραφείμ Πειραιώς λοιπόν θέτει εαυτόν υπεράνω του Πατριάρχη Γενναδίου αφού κατά τον τελευταίο επιτρέπεται να δίνεται το αντίδωρο στους Λατίνους κατά την Θεία Λειτουργία, ενώ κατά τον πρώτο απαγορεύεται ο εκτός Θείας Λειτουργίας αγιασμός από καθολικό ιερέα προς ορθόδοξους μαθητές δημοτικού.
 
 Ο Πάπας Παύλος ΣΤ' σε επίσκεψή του στο Φανάρι, ενδεδυμένος με το επιτραχήλιο που του είχε φορέσει ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας κατά την πρώτη τους συνάντηση στα Ιεροσόλυμα ως ένδειξη οτι η Ορθοδοξία αναγνωρίζει την ρωμαική αρχιερωσύνη παρά την ακοινωνησία.

Αρχιεπισκοπικές αιχμές για τους επικριτές του διαλόγου με τους Ρ/Καθολικούς


Στη Σχολή Εθνικής Αμύνης βρέθηκε σήμερα (28/03/2012) το πρωί ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, όπου είχε την ευκαιρία να συζητήσει με τους σπουδαστές για επίκαιρα θέματα.

Για τις αντιδράσεις στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς ο Μακαριώτατος είπε:

«Δεν κάναμε ποτέ εμείς διάλογο μόνοι μας, ως Ορθόδοξοι Έλληνες, με τους Καθολικούς. Ούτε οι Ρώσοι θα μπορούσαν να πάνε μόνοι τους. Ήρθαν όλοι οι Ορθόδοξοι, ψήφισαν και είπαν θα κάνουμε το διάλογο με τους Καθολικούς, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και ορισμένους όρους. Έρχονται μερικοί Αρχιερείς –και επηρεάζουν και μερικούς λαϊκούς– και λένε “τι τον θέλουμε αυτόν τον διάλογο;”
Κατ’ αρχήν, χριστιανικά, δεν μπορούμε να απορρίψουμε ποτέ τον διάλογο. Με όλους πρέπει να μιλάμε. Το θέμα είναι να κρατάμε εμείς την αλήθεια. Έχουμε, λοιπόν, αυτόν τον διάλογο και υπάρχουν μερικοί που λένε “όχι!”. Μα δεν είναι απόφαση μόνο δική μας. Είναι απόφαση που έχουν πάρει όλοι οι Ορθόδοξοι. Δεν είναι θέμα δικό μου να πω “όχι στο διάλογο”.

Συνήλθαν όλοι οι Ορθόδοξοι και αποφάσισαν να μιλήσουν και με τους Καθολικούς. Τώρα τελευταία μιλάμε και με το Ισλάμ, να μιλήσουμε και με τους Διαμαρτυρομένους κ.λπ. Η προσοχή του διαλόγου είναι μέχρι πού φτάνουν, εάν ζητούν να κάνουμε παραχωρήσεις, συμφωνίες κ.λπ. Η Εκκλησία μας, λοιπόν, δεν έχει παρατηρήσει σημεία με βάση τα οποία πρέπει να πούμε πως διακόπτουμε τον διάλογο»

Σχετικά με την έννοια της Νεο - πατερικής ή Μετα- πατερικής Θεολογίας:

«Η εποχή μας έχει βγάλει κι αυτή Πατέρες. Η νεοπατερική, την είπανε μεταπατερική, δεν είναι άλλη θεολογία, είναι χρονικό πράγμα. Όπως θα λέγαμε η σύγχρονη θεολογία, οι σύγχρονοι θεολόγοι. Περιμένουμε, βέβαια, την απάντηση του Σεβ. Δημητριάδος. Εάν είναι, λοιπόν, ζήτημα χρονικό, δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε».

Σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία και τον χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους:

«Όταν βλέπω ότι την περιουσία τη δίνω στον φτωχό και την παίρνεις και τη δίνεις στον πλούσιο, δεν θα διαμαρτυρηθώ; Τώρα τι λέει ο νόμος, όποια περιουσία δόθηκε το 1952 και δεν έχει διατεθεί, το κράτος μπορεί να τη δώσει όπου θέλει».
«Είμαστε υπέρ του χωρισμού, όχι γιατί το θέλουμε εμείς, εμείς δεν θα το ζητήσουμε ποτέ. Εάν μας πούνε ότι δεν μας θέλουν, θα το κάνουμε. Θα περάσουμε καλύτερα. Μόνοι μας δεν θα το κάνουμε, γιατί μπορούμε ότι μπορούμε να βοηθήσουμε ακόμη.»

Σχετικά με τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και τις εξελίξεις στη Συρία:
«Στο Ιράκ χάθηκε ο Χριστιανισμός όλος. Πρέπει να μας απασχολήσει το θέμα των Χριστιανών γύρω από τη Μεσόγειο. Φεύγουν από όλα αυτά τα μέρη για να γίνουν αραβικά. Δεν πρέπει εμείς να νοιαστούμε γι’ αυτούς τους ανθρώπους;»

Για τα μέτρα που ελήφθησαν για τις πρόσφατες παρελάσεις ο Μακαριώτατος τόνισε:

"Τα μέτρα που ελήφθησαν πριν μερικές μέρες είναι ταπεινωτικά για όλους μας."

 Πηγή: amen.gr

Βαρυσήμαντη επιστολή Καθηγητών ΑΠΘ για τους "αντιρρησίες" των διαλόγων

Ο Πάπας Παύλος ΣΤ' ασπάζεται στη Ρώμη τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, ενδεδυμένος το επιτραχήλιο που του είχε φορέσει ο ίδιος ο Πατριάρχης κατά την πρώτη συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα, δηλώνοντας με αυτή την κίνηση οτι παρά την ακοινωνησία, ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ρωμαική αρχιεροσύνη.

Αναδημοσίευση από το Amen.gr. Οι υπογραμμίσεις είναι του ιστολογίου.

Επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο απέστειλε νωρίτερα σήμερα, όπως πρώτο είχε γράψει από χθες βράδυ το Amen.gr, ομάδα καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. με την οποία καταδικάζεται η στάση ορισμένων Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι της συνοδικώς ληφθείσης αποφάσεως συμμετοχής της στους διαχριστιανικούς διαλόγους. Ιδιαίτερη αναφορά μάλιστα γίνεται στη στάση και τα «αναθέματα» που εξαπέλυσε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ ενώ οι Καθηγητές δεν παραλείπουν να αναφερθούν και στον Μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ.«Ενώ, όμως, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ενθέρμως ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, παρατηρούμε ότι ορισμένα μέλη της προβαίνουν σε πράξεις που υποσκάπτουν όχι μόνον την πορεία αυτών των διαλόγων, αλλά, ακόμη, και αυτήν την διορθόδοξο ενότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανησυχία μας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ι. Σύνοδος έως στιγμής δεν ήλεγξε τα μέλη της, Ιεράρχες, για την άτοπη και αντισυνοδική συμπεριφορά τους. Η στάση αυτή της Ι. Συνόδου μας αναγκάζει να αποστείλουμε την παρούσα επιστολή δια της οποίας θέτουμε προς το σεπτό σώμα της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τις ακόλουθες παρατηρήσεις και ερωτήσεις» σημειώνουν οι καθηγητές που υπογράφουν την επιστολή.

Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής και τα ονόματα των καθηγητών που την υπογράφουν:

Προς την Ι. Σύνοδο
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ι. Γενναδίου 14,
115 21 Αθήνα
Θεσσαλονίκη, 29 Μαρτίου 2012
"προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ
ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ,
ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου".
Πρ 20,28
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,

Σεβασμιώτατοι,

Από μακρού χρόνου η ακαδημαϊκή κοινότητα παρακολουθεί την εξέλιξη μιας ιδιοτύπου διαμάχης, η οποία αφορά στην θέση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος στους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους και τους οργανισμούς όπου αυτοί διεξάγονται. Οι περισσότεροι εξ ημών έχουμε συμμετάσχει στο παρελθόν και εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στους επιστημονικούς αυτούς διαλόγους, εκπροσωπούντες είτε την Εκκλησία της Ελλάδος είτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες παλαίφατες εκκλησιαστικές διοικήσεις. Για τα αποτελέσματά τους υποβάλλεται λεπτομερής απολογισμός στις αρμόδιες συνοδικές επιτροπές, όπου οι Σεβ. Ιεράρχες έχουν την δυνατότητα να ενημερωθούν διεξοδικώς για την πρόοδο αυτών των κινήσεων.

Η Εκκλησία της Ελλάδος, ακολουθώντας τον τύπο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αποφάσισε συνοδικώς, ήδη από το πρώτο μισό του παρελθόντος αιώνος, να αποστείλει αντιπροσώπους της στους οργανισμούς διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου. Η αποστολική τεκμηρίωση της δια του διαλόγου μαρτυρίας της αληθείας παρείχε πλήρη εχέγγυα για την ορθότητα της συμμετοχής της ενώ, συνάμα, η σύγχρονη απαρχή της διαχριστιανικής προσεγγίσεως με τις εγκύκλιες αποφάσεις της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου των ετών 1902 και 1904 επιβεβαίωνε την θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως υπευθύνου για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Για εκείνους δε που θα επιζητούσαν την περαιτέρω αγιολογική τεκμηρίωση της συγχρόνου διαχριστιανικής κινήσεως, αυτή ευρίσκεται εις το έργο του Αγίου Φιλαρέτου, Μητροπολίτου Μόσχας, ο οποίος έγραψε περί τα μέσα του 19ου αιώνος δια την ανάγκη θεραπείας των τραυμάτων του εκκλησιαστικού σώματος, την δυνατότητα επανενώσεως της διηρημένης χριστιανοσύνης και την κοινή χριστολογική πεποίθηση που διατηρούν μετά της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας οι αποσχισθέντες κλάδοι της. Ως αποφθεγματικώς διετύπωσε τούτο ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως: «τὸ δόγμα δεν καταπολεμεῖ τὴν ἀγάπην• ἡ δὲ ἀγάπη χαρίζεται τῷ δόγματι».

Ενώ, όμως, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ενθέρμως ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, παρατηρούμε ότι ορισμένα μέλη της προβαίνουν σε πράξεις που υποσκάπτουν όχι μόνον την πορεία αυτών των διαλόγων, αλλά, ακόμη, και αυτήν την διορθόδοξο ενότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανησυχία μας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ι. Σύνοδος έως στιγμής δεν ήλεγξε τα μέλη της, Ιεράρχες, για την άτοπη και αντισυνοδική συμπεριφορά τους. Η στάση αυτή της Ι. Συνόδου μας αναγκάζει να αποστείλουμε την παρούσα επιστολή δια της οποίας θέτουμε προς το σεπτό σώμα της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τις ακόλουθες παρατηρήσεις και ερωτήσεις.

Από μέλος της Ιεραρχίας, τον Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, την Κυριακή της Ορθοδοξίας του τρέχοντος έτους ανεγνώσθησαν «νέα αναθέματα» εναντίον του πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ «καὶ τοῖς αὐτῷ κοινωνοῦσι». Αναρωτιόμαστε, εάν η Εκκλησία της Ελλάδος τηρεί διαφορετική στάση από αυτήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο δια συνοδικής αποφάσεως εν έτει 1965 ήρε το ανάθεμα του 1054 που είχε εξαπολύσει ο πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ εναντίον των απεσταλμένων του πάπα Λέοντος Θ΄. Διότι, αποτελεί λογική ανακολουθία να αναθεματίζονται ο σημερινός πάπας Ρώμης «καὶ οἱ αὐτῷ κοινωνοῦντες» από έναν Επίσκοπο, και μάλιστα την ίδια στιγμή που επισήμως η Σύνοδος, στην οποία ανήκει, βρίσκεται σε θεολογικό διάλογο μαζί τους. Το αυτό ισχύει και για τους μύδρους του Σεβ. Πειραιώς κατά των Διαμαρτυρομένων, τους οποίους «συνανεθεμάτισε», παραβλέποντας πως για τέσσερεις και πλέον αιώνες ουδεμία Σύνοδος Ορθοδόξων θεώρησε σκόπιμο να προβεί σε ανάλογη ενέργεια. Οι πανορθόδοξες αποφάσεις επί του διαχριστιανικού διαλόγου οφείλουν να αποτελούν τον κανονικό οδηγό και την βακτηρία των ποιμένων της Εκκλησίας και όχι να διαβάλλονται και να καταστρατηγούνται από αυτούς.

Ο ίδιος Ιεράρχης, επίσης, έχει λάβει ως συνήθεια να καθυβρίζει σκαιώς την μουσουλμανική και την ιουδαϊκή θρησκεία μαζί με τους λειτουργούς και τους πιστούς τους. Αδυνατούμε να διακρίνουμε ή, έστω, να εικάσουμε ποιο είναι το πνευματικό ή ποιμαντικό όφελος από αυτή την απρόκλητη, βίαιη καταφορά ενός Επισκόπου εναντίον ανθρώπων διαφορετικού θρησκεύματος. Ταυτοχρόνως, μας προβληματίζει σοβαρά η εικόνα της Εκκλησίας της Ελλάδος και των ποιμένων της που εκπέμπεται στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας εξαιτίας αυτών των ενεργειών, και πολλοί από εμάς γινόμαστε κοινωνοί της απορίας και της αγανακτήσεως που αυτές εγείρουν. Είναι, άραγε, δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος την ζημία και την δυσχέρεια που προκαλεί η προαναφερθείσα νοοτροπία και συμπεριφορά στα παλαίφατα Πατριαρχεία, των οποίων άπασες οι καθέδρες ευρίσκονται σε κράτη με μουσουλμανική ή ιουδαϊκή πλειονότητα; Δεν πείθουμε διά των ύβρεων για την ευαγγελική αλήθεια, ειδικώς όταν η αλήθειά μας εκπορεύεται από τον Θεό της ειρήνης, ο οποίος όρισε ως τύπο και τόπο Του τους Επισκόπους και «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». Σε αυτό το σημείο κρίνουμε αναγκαίο η Ι. Σύνοδος να απαντήσει εάν δέχεται εκβιασμούς ή παρεμβάσεις από οποιοδήποτε ξένο θρησκευτικό κέντρο, όπως σαφώς κατήγγειλε ο ως άνω αναφερόμενος Ιεράρχης.
Συνωδά προς τον Μητροπολίτη Πειραιώς, και ο συνώνυμός του, Σεβ. Μητροπολίτης Κυθήρων, καταφέρεται, όπως και ο πρώτος, εναντίον του Πατριαρχείου Σερβίας κατηγορώντας το για κακοδικία (χάριν συμφερόντων ή απωλείας της Ορθοδόξου συνειδήσεως) στην περίπτωση του καθηρημένου πρώην Ράσκας, μοναχού Αρτεμίου, τον οποίο, μάλιστα, αμφότεροι οι προαναφερθέντες επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος χαρακτηρίζουν «κανονικό Επίσκοπο», «ομολογητή» και «άγιο». Τα ερωτήματα που αναφύονται, εν προκειμένω, είναι προφανή: Υφίσταται, Μακαριώτατε, κοινωνία των ως άνω Μητροπολιτών της ελλαδικής διοικήσεως με έναν εγνωσμένα σχισματικό πρώην Επίσκοπο; Αρνείται η Ι. Σύνοδος της Ε.τ.Ε. την δικαιοδοσία και την κρίση των συνοδικών οργάνων της αδελφής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας; Θεωρούμε κανονικώς και εκκλησιολογικώς απαράδεκτο Επίσκοποι αλλοτρίας Αυτοκεφάλου διοικήσεως να συνάπτουν κανονική κοινωνία με σχισματικούς, οι οποίοι δρουν εις βάρος της τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ίδιο απαράδεκτο θα θεωρούσαμε το να υποστηρίξουν και να κοινωνήσουν Επίσκοποι άλλης Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους εν Ελλάδι σχισματικούς. Εκτός και εάν για τους Σεβασμιωτάτους υφίστανται δύο μέτρα και δύο σταθμά: «ανάθεμα» για τους σχισματικούς της Δύσεως και «κοινωνία» με τους σχισματικούς των Βαλκανίων.
Γνωρίζουμε ότι ικανός αριθμός Ιεραρχών έχει εκφράσει τις ανησυχίες του και αιτηθεί την σύγκληση της Ι. Συνόδου προκειμένου να επιβεβαιωθεί εκ νέου ή να επανακαθορισθεί η στάση της Ε.τ.Ε. έναντι του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου και της Οικουμενικής κινήσεως. Ως μέλη της Εκκλησίας και θεράποντες της ιεράς επιστήμης της Θεολογίας θέτουμε υπ’ όψιν του σεπτού Σώματος της Ιεραρχίας και τις δικές μας παρατηρήσεις και ερωτήσεις. Μια σαφής συνοδική απαντητική διαγνώμη επί του θέματος είμαστε βέβαιοι ότι θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της ορθοδόξου μαρτυρίας στον κόσμο.

Μετά βαθυτάτου σεβασμού

Ευαγγελία Αμοιρίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια
Χρήστος Αραμπατζής, Επίκουρος Καθηγητής
Χαράλαμπος Ατματζίδης, Επίκουρος Καθηγητής
Διονύσιος Βαλαής, Επίκουρος Καθηγητής
Πέτρος Βασιλειάδης, Καθηγητής
Μόσχος Γκουτζιούδης, Λέκτορας
Ηλίας Ευαγγέλου, Επίκουρος Καθηγητής
Αγγελική Ζιάκα, Επίκουρη Καθηγήτρια
Φώτιος Ιωαννίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής
Δημήτριος Καϊμάκης, Καθηγητής
Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής
Άννα Κόλτσιου – Νικήτα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Δήμητρα Κούκουρα, Καθηγήτρια
Αντωνία Κυριατζή, Λέκτορας
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Καθηγητής
Νικόλαος Μαγγιώρος, Επίκουρος Καθηγητής
Γεώργιος Μαρτζέλος, Καθηγητής
Βασιλική Μητροπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια
Ιωάννης Μούρτζιος, Αναπληρωτής Καθηγητής
Παναγιώτης Παχής, Καθηγητής
Ιωάννης Πέτρου, Καθηγητής
Παναγιώτης Σκαλτσής, Αναπληρωτής Καθηγητής
π. Ιωάννης Σκιαδαρέσης, Επίκουρος Καθηγητής
Χρυσόστομος Σταμούλης, Καθηγητής
Χρήστος Τσιρώνης, Επίκουρος Καθηγητής
Στυλιανός Τσομπανίδης, Επίκουρος Καθηγητής
Παναγιώτης Υφαντής, Επίκουρος Καθηγητής
Γλυκερία Χατζούλη, Επίκουρη Καθηγήτρια

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

π. Γεώργιος Μεταλληνός: η Καθολική Εκκλησία ως αιρετική παρέκκλιση, είναι βλασφημία κατά του Θεού



Απάντηση σε συνηθισμένο λίβελλο του π. Μεταλληνού κατά της Καθολικής Εκκλησίας.
Του κ. Γιώργου Τασιά

Αγαπητοί αδελφοί,

Διαβάζω καθημερινά και βλέπω από μια μερίδα Χριστιανών να βάλλονται κατά της ενώσεως και κατά αυτών που επιθυμούν την ένωση των Χριστιανών. Εναντίων αυτών των οποίων επιθυμούν την πραγμάτωση του όρου μια αγία καθολική και αποστολική εκκλησία. Αυτοί οι άνθρωποι χαίρονται επειδή προκαλούν τον φόβο ενός νέου σχίσματος στους ιεράρχες, χαίρονται διότι οδηγούν τον Χριστιανισμό στην συντήρηση της αιώνιας αμαρτίας του σχίσματος και του μίσους, χαίρονται διότι μας στερούν την ειρήνη του Κυρίου, χαίρονται διότι μας στερούν την συμφιλίωση. 

Αγαπητοί αδελφοί αυτά τα διχαστικά λόγια δεν μπορεί να είναι λόγια Χριστιανών. Δεν το πιστεύω. Και πάνω σε αυτή τη βάση θα μιλήσω δηλαδή ως έχων μπροστά μου έγγραφα και λόγους λαϊκών μη Χριστιανών. Οι ιεράρχες των Χριστιανών όπως και οι λοιποί πιστοί Χριστιανοί πρέπει να διακατέχονται από άλλες σκέψεις άλλες ιδέες, άλλες έννοιες και άλλα πρότυπα βιωμένα μέσα από τον λόγο και την ζωή του Κυρίου μας, καθώς και από τα λόγια και τα έργα των πατέρων της εκκλησίας. Ίσως τα διχαστικά, να είναι λόγια θεολόγου… ναι, αλλά δεν μπορεί να είναι Χριστιανού. Από αυτά τα κείμενα λείπουν τα χαρακτηριστικά του Χριστιανικού λόγου. Δηλαδή λείπει η αγάπη, λείπει η αδελφοσύνη, λείπει η ταπεινότητα, λείπει η αλήθεια, λείπει η γνώση των λόγων του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Περισσεύουν η διχόνοια, η διχογνωμία, η διαίρεση, το μίσος, τα πάθη ….δεν θέλω να γράψω περισσότερα διότι με λυπεί ιδιαίτερα. Βαρέθηκα να διαβάζω κακίες και ανακρίβειες από υποτιθέμενους ευλαβείς και ταπεινούς Χριστιανούς. 

Η πιο αθώα παραπλάνηση που μπορεί κανείς και να γελά είναι αυτή που αναφέρεται σ τους Ρωμιούς η οποία όμως δεν αφορά την χριστιανική θρησκεία παρά μόνο στο γεγονός ότι και οι Ρωμιοί είναι άνθρωποι του Θεού. Το Ρωμιός για όσους τους είναι δύσκολο να το κατανοήσουν προέρχεται από το Ρωμαίος = πολίτης ή κάτοικος της Ρώμης ή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ως αυτοκράτωρ των Ρωμαίων υπέγραψε και ο τελευταίος αυτοκράτωρ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (όπως δηλαδή και όλοι οι προκάτοχοί του). Ρωμιοί και Ρούμ το ίδιο , Ρούμ αποκαλούσαν οι Οθωμανοί τους Χριστιανούς κατοίκους της αυτοκρατορίας. Έτσι απλά στην καθομιλουμένη της εποχής το Ρωμαίος έγινε Ρωμιός. Η ένωση επετεύχθη και υπεγράφη από τον νόμιμο εκπρόσωπο του Ρωμαϊκού κράτους αλλά και τους νόμιμους εκπροσώπους της Χριστιανικής εκκλησίας. 

Ο μετέπειτα όμως διορισμένος από τον Σουλτάνο και ανθενωτικός Πατριάρχης , πρώην Καθολικός Κριτής των Ρωμαίων (δικαστικό αξίωμα) και Καθολικός Σεκρετάριος του Βασιλέως, ο οποίος ορίστηκε και πολιτικός ηγέτης των Ρουμ, των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αναίρεσε την απόφαση. Τον ανθενωτικό χαρακτήρα αυτού του ιεράρχη μπορούμε να τον δικαιολογήσουμε μόνο βλέποντάς τον ως άνθρωπο ο οποίος ήθελε να σώσει την Χριστιανική πίστη και την εκκλησία από τους Οθωμανούς οι οποίοι απειλούσαν με το κλείσιμο των ενοριών εάν υπήρχε οποιασδήποτε φύσεως επαφή, από πλευράς της ανατολικής εκκλησίας, με την δυτική. Αυτή η απειλή δεν υπάρχει πλέον.
Το άλλο θέμα, περί του τι είναι και τι σημαίνει μια Αγία Καθολική και Αποστολική εκκλησία όλοι το καταλαβαίνουμε. Αλλά από τα λόγια των ανθενωτικών συγγραφέων το σύμβολο της πίστεως και η σημασία των εννοιών που εκφράζονται μέσα από αυτό πολύ απέχουν από την αλήθεια. Όταν βέβαια δεν θεωρείς Χριστιανούς, τους πιστούς του ενός και κάτι δισεκατομμυρίου , οι οποίοι πιστεύουν στον ίδιο Θεό, έχουν τα ίδια μυστήρια, πιστεύουν στην αγία τριάδα, έχουν ναούς, έχουν εκκλησίες , έχουν επισκόπους και δεν τους αναγνωρίζεις έτσι αυθαίρετα τα μυστήρια ή την ύπαρξη τους τότε μπορείς να αποκαλέσεις την δική σου εκκλησία καθολική! Γιατί θα είσαι μόνος σου καθ’ ολοκληρία. (Παρότι εδώ και χρόνια είχες εγκαταλείψει αυτή την έννοια ,Καθολικός), από τους πιστούς σου ως εκκλησία, τους οποίους είχες ποτίσει με το ότι το Καθολικός σημαίνει μιαρός, αιρετικός, ανίερος και είχες γίνει ο ορθόδοξος , ίσως και λίγο Χριστιανός. 

Τώρα προσπαθούμε να απαλλάξουμε από την έννοια αυτή, του καθολικού, κάθε προηγούμενο βάρος και να της δώσουμε μια πιο αθώα έννοια αφού την έχουμε και στο σύμβολο της πίστης μας, πρέπει τώρα να την ενστερνιστούμε και πώς λοιπόν να αφαιρέσουμε το καθολική εκκλησία από την πίστη μας, θα γίνουμε εμείς μετά οι αιρετικοί, άρα προσθέτουμε το ορθόδοξος , Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Δεν θα προσπαθήσω να αποδείξω το εάν η Καθολική εκκλησία είναι εκκλησία του Θεού γιατί αυτό εξυπακούεται. 

Είναι ακόμα το μόνο ελεύθερο Πατριαρχείο (από τα τρία αρχαία πατριαρχία) που βρίσκεται σε μη εχθρικό και αλλόθρησκο περιβάλλον. Άρα ο λόγος του Κυρίου μας είναι αληθινός (ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι η αλήθεια και η αλήθεια δεν ψεύδεται) και κρατά ακόμα η αλήθεια αυτή καθώς όταν έλεγε τα κατώτερα λόγια στον Πέτρο, τον εκεί ενταφιασμένο μετά του Παύλου, έλεγε διαχρονικά την αλήθεια << … συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη Πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν , και πύλαι άδου ου κατασχίσουν αυτής…>> Μτθ 16,7-20 Μκ 8,27-30 Λκ 9,18-21 Ο Πέτρος έγινε το αγκωνάρι επί του οποίου χτίσθηκε και στηρίζεται ακόμα ο Χριστιανισμός ως πίστη , ως εκκλησία και ως ομολογία. Δεν θέλω να αποδείξω ότι δεν ενδιαφέρονται (όσοι ανθενωτικοί) για την εφαρμογή του όρου μια αγία καθολική και αποστολική εκκλησία. Είναι δυστυχώς σχεδόν φανερό αυτό. Η εκκλησία μας θα πρέπει να είναι μια, τώρα δεν είναι και δυστυχώς δεν σας/τους ενδιαφέρει να γίνει τέτοια. Άρα δεν πιστεύετε στο σύμβολο της πίστεως μας.

Όταν ως Χριστιανοί μιλάμε με λόγια συκοφαντικά και με διάθεση διαχωρισμού προς τα πού οδεύουμε ως πιστοί; Είναι αληθινά αυτά που λέει ο απόστολος Παύλος ή δεν καταλαβαίνω καλά τι λέει, και μήπως τα λέει για άλλους ; Μας ονομάζει ένα προς ένα, και μας ενημερώνει για τα αμαρτωλά έργα <<.. μοιχεία, διχοστομία, ακαθαρσία, ασέλγεια,.., έχθραι, έρεις, ζήλος, θυμοί, εριθείαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνοι,.., οι τα τοιαύτα πράσσοντες βασιλείαν Θεού ου κληρονομήσουσιν>> προς Γαλάτας 5,16-25.

Εσάς (λαϊκούς και ιερείς) μπορεί να μην σας ενδιαφέρει η κληρονομία της αιωνίου ζωής αλλά γιατί εμείς να μην την κληρονομήσουμε γιατί δεν ενδιαφέρεστε για την σωτηρία μας; Γιατί να διασπείρουμε καθημερινά την διαίρεση παρά την αδελφοσύνη; Δεν φοβούνται οι πράσσοντες ταύτα; Ο Κύριός μας , μας λέει << είναι αδύνατο να μην έρθουν σκάνδαλα αλλά αλίμονο όμως σε εκείνον που τα προκαλεί …>> Μτθ 18,6-7,21-22 Μκ 9,42 << …αλίμονό σας γραμματείς και φαρισαίοι γιατί κλείνετε τον δρόμο στους ανθρώπους για την βασιλεία των ουρανών. Ούτε εσείς μπαίνετε ούτε το επιτρέπετε σ’ όσους θέλουν να μπουν>> Μτθ 23,9-24 Ελπίζω αυτά τα λόγια να μην αφορούν τους χριστιανούς που έχουν την ορθή πίστη… και να αφορούν άλλους, των οποίων την ύπαρξη δεν γνωρίζουμε και δεν αναγνωρίζουμε! Ο Χριστιανισμός είναι πηγή ζωής και εκμάθηση αγάπης, είναι ο κήρυκας της κοινωνίας για την ομόνοια την σύμπνοια και την ταπεινότητα των ανθρώπων οι οποίοι θεωρούνται τέκνα του Θεού και μεταξύ τους αδελφοί. Παραθέτω την απάντηση του Κυρίου μας στην ερώτηση για το ποιες είναι οι μεγαλύτερες εντολές, << να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδιά σου , μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου. Αυτή είναι η πρώτη και πιο μεγάλη εντολή. 

Δεύτερη εξίσου σπουδαία μ’ αυτήν ν’ αγαπάς τον πλησίον όπως και τον εαυτό σου . Σ’ αυτές τις δύο εντολές συνοψίζεται όλος ο νόμος και οι προφήτες>> Μτθ 22,33-40 Μκ 12,28-34 Λκ 10,25-28 Ποιο το νόημα λοιπόν του να αγαπάμε μόνο αυτούς που μας αγαπούν ρωτά ο Κύριος και μας προτρέπει να γίνουμε εμείς οι τέλειοι και να μην είμαστε σαν τους τελώνες Λκ 6,27-28.32-36 Μτθ 5,43-48 Η επίγεια μέριμνα μας, η αγάπη προς τον πλησίον μας όποιος κι αν είναι αυτός. Έτσι το μάθαμε στα κατηχητικά. Αυτές τις αρχές ως Χριστιανοί δεν πρέπει να τις τηρούμε; Τι πάει να πει είναι αιρετικοί τι πάει να πει ο Πάπας λέει το ένα ο Πάπας κάνει το άλλο; Οι απόστολοι είπαν κάποτε στον Κύριο << είδαμε τινα εν τω ονόματί σου εκβάλλοντα δαιμόνια ός ουκ ακολουθεί ημίν και εκωλύσαμεν αυτόν , ότι ουκ ακολουθεί ημίν , ο δε Ιησούς είπε μη κωλύετε αυτόν ουδείς γαρ εστιν ός ποιήσει δύναμιν επί του ονόματί μου και δυνήσεται ταχύ κακολογήσαί με. Ος γαρ ουκ έστι καθ’ υμών υπέρ υμών έστιν,…>> Μκ 9.38 Λκ 9,49-50 Οι ιερείς της Καθολικής εκκλησίας εις ποίου το όνομα λειτουργούν; Δεν είναι και αυτοί αδελφοί μας δεν είναι Χριστιανοί; Πόσα συγνώμη πρέπει να ζητήσουν, πόσες τιάρες να κάνουν μουσειακά εκθέματα; Πόσες φορές πρέπει να ζητήσουν την ένωση των Χριστιανών;
Οι αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Παλαιολόγοι , οι ιεράρχες της εποχής μήπως ήταν άπιστοι όταν έκαναν την ένωση και ήταν πιστοί Χριστιανοί αυτοί που έκραζαν για τον διχασμό; Οι αρχηγοί του κράτους ενώνουν και ορισμένοι εκπρόσωποι της εκκλησίας του Θεού, πράττουν τι; Την αποδοχή του πορθητή! Απλές αρχές έχει ο Χριστιανισμός γιατί απλές αρχές καλοσύνης αγάπης και θυσίας μας άφησε ο Κύριός μας. Τι κι αν θα είναι κάποιος πρώτος , η αρχή , πάντα και παντού υπάρχει και χρειάζεται για την οργάνωση των ανθρώπων και την ενότητα, και είναι μεγάλη η ευθύνη του άρχοντος της επίγειας εκκλησίας απέναντι στον Θεό << ο πιο σπουδαίος σας να είναι υπηρέτης σας . Γιατί όποιος υψώσει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί κι όποιος ταπεινώσει τον εαυτό του θα υψωθεί>>. Μτθ 23,9-24 Μκ 12,38-40 Σε μια υπογραφή από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο , εκπρόσωπο του Θεού, έχω δει την υπογραφή < δούλος των δούλων του Θεού> και φορά λευκά ενδύματα. Πρώτοι υπάρχουν παντού στην εκκλησία , πρωτοδιάκονοι, αρχιδιάκονοι, πρωτοπρεσβύτεροι, αρχιμανδρίτες, πρωτοσύγκελοι, αρχιεπίσκοποι, πατριάρχες, οικουμενικός Πατριάρχης! Όλοι αυτοί οι τίτλοι και οι βαθμοί έχουν ξεχωριστή και συγκεκριμένη εξουσία. Δηλαδή αυτοί μπορούν να έχουν και να τιμούνται με πρωτείο, άλλοι όχι…

Καθόμαστε λοιπόν και αναλύουμε την άκτιστο ή κτιστή ενέργεια του Θεού, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και τον φόβο υποβάθμισής του ή όχι . Για το και εκ του Υιού υπάρχει το "Σύμβολο του Αθανασίου" ή Symbolum Quicunque που φέρεται να έχει πρωτογραφτεί στα Λατινικά και ασχολείται ιδιαίτερα με την τριαδικότητα του Θεού. Καταπολεμά τον Αρειανισμό, τον Νεστοριανισμό, τον Μονοφυσιτισμό και την αίρεση του Μακεδονίου. Σε ένα σημείο του, που μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει και ως επεξηγηματική ανάλυση , μας λέει : ….Pater a nullo est factus: nec creatus, nec genitus. (Ο Πατήρ δεν έχει φτιαχτεί από κανέναν: ούτε έχει δημιουργηθεί, ούτε έχει γεννηθεί).
Filius a Patre solo est: non factus, nec creatus, sed genitus. (Ο Υιός, είναι μόνο του Πατρός. Δεν είναι κτιστός ούτε δημιουργημένος, αλλά γεννημένος).
Spiritus Sanctus a Patre et Filio: non factus, nec creatus, nec genitus, sed procedens. (Το Άγιο Πνεύμα είναι του Πατρός και του Υιού. Δεν είναι κτιστό ούτε δημιουργημένο, ούτε γεννημένο, αλλά εκπορευόμενο). Εκπορευόμενο από πού και από ποιόν , μα από αυτόν στον οποίο ανήκει, και σε ποιόν ανήκει , μα στον Πατέρα και στον Υιό.

Τι μας είπε σοφά ο απόστολος των εθνών; μας είπε καθαρά να μην κάνουμε σαν τους ειδωλολάτρες μάταιους συλλογισμούς. Προσπαθούμε να ορίσουμε το Θείο και να το εξηγήσουμε μέσα από περιορισμένες ανθρώπινες γνώσεις , με ποιο νου, το δικό μας; Το ανθρώπινο, το πλήρες λαθών και αμαρτιών; Διότι όταν έλθει η ημέρα της κρίσης δεν θα με εξετάσει ο Κύριος για το από πού εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα και το εάν πιστεύω στην άκτιστη ή και στην κτιστή ενέργειά του, για την ύπαρξη του Άδου ή του καθαρτηρίου , αλλά για τον βίο μου, για την στάση μου απέναντί του και απέναντι των αδελφών μου , για το εάν η ζωή μου ήταν ορισμένη μέσα στα πλαίσια της διδασκαλίας της αγάπης και της αλήθειας. Εάν αγάπησα τον πλησίον μου ως τον εαυτό μου , εάν συγχώρεσα τους αδελφούς μου, εάν υπήρξα ψεύτης, εάν έσπειρα την διχόνοια και την διχογνωμία, εάν παραπλανούσα τους αδελφούς μου προς ίδιον όφελος κλπ.

Η εκκλησία του Θεού δεν θα πεθάνει , εάν πάλι πεθάνει, θα είναι αυτό το θέλημά Του . Εμείς ως πιστοί πρέπει να πορευόμαστε ασάλευτα ενωμένοι με αληθινή αγάπη και με αγάπη για την αλήθεια. Θα ήθελα όταν έλθει η ώρα του θανάτου μου, πριν αφήσω την τελευταία μου πνοή να έχω ήδη πει το σύμβολο της πίστεως μας και η μία, Αγία, Καθολική και αποστολική εκκλησία να είναι και ως έννοια τέτοια αλλά και ως πραγματική υπόσταση.

Ας με συγχωρήσει ο Θεός και εσείς για τις σκέψεις και τα γραφόμενά μου.

Σχετικά άρθρα:

Οι σκληροπυρηνικοί Ορθόδοξοι παραδέχονται οτι είναι λάθος απέναντι στον Πάπα Ρώμης!

 "Ω ΘΕΙΩΤΑΤΗ ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΚΕΦΑΛΩΝ ΚΕΦΑΛΗ"

Περί Πρωτείου και Αλάθητου του Πάπα

Περαιτέρω διευκρινίσεις για το Παπικό αλάθητο

Τελικά τί είναι αυτό το περίφημο παπικό αλάθητο? Τα 7+2 σημεία


Πάπας Ρώμης και Ελλάδα