Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

Περί Πρωτείου και Αλάθητου του Πάπα


Ο Πάπας Ουρβανός Β' (1088-1099)

Περί το 1090 ο Αρχιεπίσκοπος Οχρίδας Θεοφύλακτος απαντώντας σε επιστολή σε ένα διάκονο τον  Νικόλαο από την Νέα Ρώμη, ο οποίος (ο Νικόλαος) είχε απογοητευτεί μάλλον από την συμφιλίωση του Αυτοκράτορα Αλεξίου με τον Πάπα Ουρβανό ΙΙ και του ζητούσε να αποφανθεί για τα σφάλματα των Λατίνων . Ο Θεοφύλακτος αφού υπαινίχθη ότι και έθιμα των δικών του συμπατριωτών θα μπορούσαν να τεθούν υπό αμφισβήτηση έγραψε με ιδιαίτερη και εύγλωττη πικρία  για την στενόμυαλη συμπεριφορά των «Βυζαντινών» που προσπαθούσαν συνεχώς να αλιεύσουν σφάλματα, καθώς και για το πάθος τους να ασκούν κριτική σε άλλους αρνούμενοι πεισματικά να παραδεχτούν ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να κάνουν λάθος , καταδεικνύοντας  από τότε  ένα  ιδιαίτερο και διαχρονικό χαρακτηριστικό  μιας συμπεριφοράς από ορισμένους κατοίκους  της αυτοκρατορίας, η οποία συνεχίζει έως και σήμερα! 

Κατά αυτό τον τρόπο και εξ ορισμού στα θεολογικά θέματα το λάθος το έχουν πάντα οι άλλοι και στην προκειμένη περίπτωση οι Καθολικοί. Έτσι και ο Πάπας είναι ο σκόπελος της ενώσεως και του διαλόγου.
Εξ αρχής όλη η Ελλάδα μέχρι την Θεσσαλονίκη, με εξαίρεση την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη ήταν υπό την δικαιοδοσία του Πάπα και όχι του Οικουμενικού Πατριάρχη. Οι έλληνες λοιπόν κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο τελούσαν στις εκκλησίες το Βυζαντινό τυπικό όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε αλλά είχαν ως Πατριάρχη τον Πάπα που λειτουργούσε με άλλο τυπικό, αυτό που κατά γενικές γραμμές ακολουθούν οι καθολικοί σήμερα. Όσο και να εκπλαγούν κάποιοι, στην αρχαία Εκκλησία ο διαφορετικός τρόπος τέλεσης της Λειτουργίας και των Ακολουθιών δεν αποτελούσε διαφορά επειδή όλοι ομολογούσαν την ίδια πίστη.
Αυτοκράτορας Λέων Γ' που απέσπασε τον ελλαδικό χώρο από το Πατριαρχείο Ρώμης αποδίδοντάς το αυθαίρετα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο

Το 731 μ.Χ. την εποχή της εικονομαχίας ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Λέων Γ’ ο Ίσαυρος που καταπολεμούσε την προσκύνηση των εικόνων αφαίρεσε την Ελλάδα και την Κάτω Ιταλία από την δικαιοδοσία του Πάπα Γρηγορίου του Γ’ για να τον εκδικηθεί για την σύνοδο που είχε συγκαλέσει για να καταδικάσει την εικονομαχία. Τονίζω ότι ο Πάπας υποστήριξε την προσκύνηση των εικόνων κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα στην Καθολική και Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Αυτοκράτορας έδωσε στον Οικουμενικό Πατριάρχη την Ελλάδα.
Ο Πάπας Γρηγόριος Γ' (731-741), υπέρμαχος της προσκύνησης των ιερών εικόνων

Το ειρωνικό στην υπόθεση είναι ότι στους έλληνες δεν άρεσε αυτή η αλλαγή και μάλιστα οργάνωσαν και επανάσταση κατά του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη η οποία πνίγηκε στο αίμα. Πόσο έχουν αλλάξει οι έλληνες από τότε!

Μέχρι σήμερα ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Άνθιμος στις μέρες μας, είναι ο μόνος επίσκοπος στην Ελλάδα που υπογράφει με κόκκινο μελάνι επειδή ήταν ο Βικάριος του Πάπα. Ούτε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδας δεν έχει αυτό το “προνόμιο”. 

Ο Θεσσαλονίκης έχει το "ιστορικό" προνόμιο της προσφώνησης του ως Παναγιότατος εντός της επαρχίας του και αυτό έμεινε από το 400μχ περίπου που η Θεσσαλονίκη ήταν η μόνιμη έδρα του λεγόμενου Ανατολικού Ιλλυρικού, ενός γεωγραφικού διαμερίσματος πολύ μεγάλου (από Ουγγαρία μέχρι Κρήτη και από Αδριατικής θάλασσας μέχρι του Νέστου ποταμού). Η Εκκλησία λοιπόν της Θεσσαλονίκης, ως Εκκλησία που ανήκε στην μόνιμη έδρα της Ρώμης και κατ΄ επέκταση αυτού του διαμερίσματος, είχε επιβλητικό κύρος οπότε και ο επίσκοπος της ήταν πρόσωπο εξεχούσης τάξεως και τιμής. Για αυτό και διατηρείται ο τίτλος αυτός μέχρι σήμερα.
  
4. Πρώτη διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδας
·         Η διαρρύθμιση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδας, ένεκα των ιδιαιτέρων πολιτικών και διοικητικών συνθηκών της χώρας, έγινε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η Εκκλησία αυτή δεν συνδέθηκε αμέσως με τα μεγάλα ελληνικά εκκλησιαστικά κέντρα της Αιγύπτου, της Παλαιστίνης και της Συρίας, στα οποία είχαν διαμορφωθεί τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων αντίστοιχα, καθώς και η αποστολική Εκκλησία της Κύπρου. Η Εκκλησία της Ελλάδας δεν συνδέθηκε διοικητικά ούτε και με το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ευρέθηκε δε μάλλον συνδεδεμένη με την Εκκλησία της Ρώμης. Ελληνικές χώρες και πόλεις, όπως η Μικρά Ασία με κέντρα της την Έφεσο, την Καισάρεια και τον Πόντο της Καππαδοκίας, καθώς και οι περί την Προποντίδα και τον Ελλήσποντο ελληνικές χώρες, από τις πρώτες ήδη ήμερες του Χριστιανισμού αναδείχθηκαν επιφανείς εστίες της χριστιανικής ζωής, αναπτύχθηκαν όμως πολύ περισσότερο με την υπαγωγή τους στο εκκλησιαστικό κέντρο της Κωνσταντινουπόλεως, «Νέας Ρώμης», η οποία προοδευτικά αποκτούσε και στον εκκλησιαστικό τομέα τα ίδια προνόμια προς εκείνα της παλαιάς Ρώμης. Στην πολιτική όμως διαίρεση του κράτους οι χώρες της κυρίως Ελλάδας παρέμειναν στο δυτικό του τμήμα, γι? αυτό και αποτέλεσαν ιδιαίτερη εκκλησιαστική διοίκηση, η οποία δεν υπήχθη αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μάλλον διατέλεσε υπό την εποπτεία της Ρώμης. Πράγματι, με τη γενόμενη από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο νέα διοικητική διαίρεση του κράτους, η κυρίως Ελλάδα με τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και μερικά νησιά συμπεριλήφθηκε στην επαρχία (Praefectura) του Ανατολικού Ιλλυρικού, του οποίου πρωτεύουσα αρχικώς ορίσθηκε τότε το Σίρμιο. Το Ανατολικό Ιλλυρικό ονομαζόταν γενικώς από τους τότε συγγραφείς «Ελλάς», με γεωγραφική έννοια. Ο επίσκοπος, μητροπολίτης και έξαρχος αυτού είχε υπό τη δικαιοδοσία του τις μητροπόλεις Νικοπόλεως, Φιλίππων, Λαρίσης, Κορίνθου και Γορτύνης  Κρήτης. Η Θεσσαλονίκη διατήρησε, όπως φαίνεται, κάποια ανεξαρτησία. Αλλά περί τα μέσα του Ε΄ αιώνα, μετά την καταστροφή του Σιρμίου από τους Ούννους, πρωτεύουσα του Ανατολικού Ιλλυρικού έγινε η Θεσσαλονίκη. Ο επίσκοπος της αναδείχθηκε έξαρχος της Εκκλησίας της Ελλάδας, η οποία αποτελέσθηκε από δώδεκα μητροπόλεις, μία σε κάθε επαρχία, ήτοι υποδιοίκηση, του Ιλλυρικού:

α) Μακεδονία πρώτη. Θεσσαλονίκης με τις επισκοπές: Φιλίππων, Βεροίας, Δίου, Δοβήρου, Σερρών, Παρθικοπόλεως, Κασσανδρείας, Ηρακλείας Λυγκιστίδος, Ηρακλείας Σιντικής ή Στρυμνού, Αμφιπόλεως, Πέλλης, Εδέσσης, Θάσου, Λήμνου, Θεωρίνης (Θεωρίου).
β) Μακεδονία Δευτέρα. Στόβων (επί της συμβολής του ποταμού Εριγώνα προς τον Αξιό) με τις επισκοπές: Βαργάλων, Ζαπάρων.
γ) Θεσσαλία. Λαρίσης με τις επισκοπές: Δημητριάδος, Γόμφων, Εχιναίου, Φαρσάλου, Λαμίας, Τρίκκης, Μητροπόλεως, Υπάτων (Υπάτης), Θηβών, Φθιώτιδος, Καισαρείας, Σκιάθου, Σκοπέλου.
δ) Αχαΐα. Κορίνθου, με τις επισκοπές: Αθηνών, Μεγάρων, Μαραθώνος, Θηβών, Τανάγρας, Θεσπιών, Κορώνειας, Οπούντος, Σκαρφείας, Ελατείας, Ναυπάκτου, Παλαιών Πατρών, Ήλιδος, Μεγαλοπόλεως, Τεγέας, Μεσσήνης, Κυπαρρισσίας, Λακεδαίμονος, Ασωπού, Μονεμβασίας, Άργους, Τροιζήνης, Σικυώνος, Χαλκίδος, Καρύστου, Πορθμού, Ωρεού, Σκύρου, Αιγίνης, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας.
ε) Κρήτη. Γορτύνης, με τις επισκοπές: Κνωσού, Ηρακλείου, Χερσονήσου, Αρκαδίας, Ιεραπύδνης (Ιεράπετρας), Απολλωνίας, Φοινίκης, Κυδωνίας, Κισάμου, Λάμπης, Σουβρίτου, Ελευθέρνας, Καντανίας.
στ) Παλαιά Ήπειρος. Νικοπόλεως, με τις επισκοπές: Ευροίας, Δωδώνης, Φωτικής, Αγχιασμού (Ογχησμού), Βουθρωτού, Φοινίκης, Ανδριανοπόλεως, Κερκύρας.
ζ) Νέα Ήπειρος. Δυρραχίου, με τις επισκοπές: Σκάμπας, Βουλίδος, Αυλώνος, Αμαντίας, Λυχνιδού, Λίστρων.
η) Δακίας (Πραιβαλαίας). Σκόδρας, με τις επισκοπές: Διοκλείας, Λίσσου, Δεκατέρας, Δριβάστου.
θ) Δαρδανίας. Σκοπίων, με την επισκοπή Ουλπιανών.
ι) Μυσίας πρώτης (άνω). Βιμινακίου, με τις επισκοπές: Σιγγιδώνος, Μάργου, Ορρεομάργου (Ορθεμάργου).
ια) Δακίας μέσης. Σαρδικής, με τις επισκοπές: Ναισσού, Ρεμεσιανών, Πανταλίας.
ιβ) Δακίας παροχθίας. Ακυων (Aquae), με τις επισκοπές: Καστραμάρτιδος, Ρατιαρίας.
Εκτός των δώδεκα τούτων μητροπόλεων του Ιλλυρικού, υπήρχε και η μητρόπολη Ρόδου της «Επαρχίας νήσων» ή «Νήσων Κυκλάδων», η οποία συμπεριλάμβανε όλα τα μη υπαγόμενα διοικητικά στις επαρχίες και υποδιοικήσεις του Ιλλυρικού ελληνικά νησιά. Κάθε μητρόπολη, σύμφωνα προς τους κανόνες της Εκκλησίας, είχε υπό τη δικαιοδοσία της ιδίους επισκόπους, οι οποίοι, κατά τακτές ή έκτακτες περιόδους, συνέρχονταν σε επαρχιακές συνόδους στην έδρα και υπό την προεδρία του μητροπολίτη. Όλοι δε οι μητροπολίτες συνέρχονταν στη Θεσσαλονίκη υπό την προεδρία του αρχιεπισκόπου της πόλεως και εξάρχου.

Έτσι σχηματίσθηκε η Εκκλησία της Ελλάδας, συγκεντρωμένη περί τη μητρόπολη και εξαρχία Θεσσαλονίκης. Οι εξαρχίες Μικράς Ασίας, Καισαρείας και Πόντου με απόφαση της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου είχαν υπαχθεί στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά επειδή το Ανατολικό Ιλλυρικό αρχικά υπαγόταν στο δυτικό τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους, η εξαρχία της Θεσσαλονίκης και μαζί της σύνολη η Εκκλησία της Ελλάδας ευρέθηκε χωρίς κάποια ειδική απόφαση Οικουμενικής συνόδου υπό την εποπτεία του επισκόπου Ρώμης, οι επίσκοποι δε της Ελλάδας χαρακτηρίζονταν επί μακρόν ως «δυτικοί». Το 379 το Ανατολικό Ιλλυρικό συνενώθηκε πολιτικά με το ανατολικό τμήμα του κράτους, εξακολουθούσε όμως το ισχύον καθεστώς, σύμφωνα προς το οποίο το Ιλλυρικό εθεωρείτο ότι ανήκε εκκλησιαστικά στη Δύση. Το γεγονός αυτό ενίσχυε τις αναφανείσες αξιώσεις των επισκόπων Ρώμης επί των επισκοπών του Ιλλυρικού. Εξ? άλλου, η ψιλή εποπτεία παρείχε όχι σπάνια αφορμές στους επισκόπους Ρώμης να επεμβαίνουν στα εσωτερικά της Εκκλησίας της Ελλάδας, ένεκα δε τούτου προκαλούντο σοβαρές ανωμαλίες στην εσωτερική ζωή αυτής.
Ο Λέων προχώρησε τότε ανένδοτος στην εφαρμογή των σχεδίων του, αναγκάζοντας το 730 τον πατριάρχη Γερμανό σε παραίτηση και εκδίδοντας το πρώτο διάταγμα κατά των εικόνων. Στην εφαρμογή του διατάγματος όμως αντιτάχθηκε ο πάπας Ρώμης Γρηγόριος Γ΄ (731-741), ο οποίος συγκάλεσε σύνοδο στη Ρώμη τον Νοέμβριο του 731 και αποφάνθηκε εναντίον των εικονομάχων. Τις αποφάσεις της συνόδου της Ρώμης έπρεπε να ασπασθεί και η Εκκλησία της Ελλάδας, η οποία διατελούσε υπό την εποπτεία του επισκόπου της Ρώμης. Αλλά προλαμβάνοντας κάθε κίνηση ο αυτοκράτορας Λέων, κατήργησε το 732 με διάταγμα κάθε δικαιοδοσία του επισκόπου Ρώμης επί της Εκκλησίας της Ελλάδας, την οποία υπήγαγε διοικητικά στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι συντελέσθηκε γεγονός υψίστης ιστορικής σημασίας, διότι οι επαρχίες της Ελλάδας ενώθηκαν και εκκλησιαστικά με τις λοιπές επαρχίες του Κράτους, οι δε μητροπόλεις αυτών υπήχθησαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο)

http://www.apostolikidiakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=ecclesia_history/contents_1934.asp&main=1934&file=4.1.4.htm

Λεπτομέρεια από την νωπογραφία του Πιέτρο Περουτζίνο, Ο Χριστός Παραδίδει τα Κλειδιά στον Πέτρο, 335 x 600 cm, Καπέλα Σιξτίνα, Πόλη του Βατικανού.

Μέσα στην καινή διαθήκη αλλά και στα κείμενα της τότε εποχής το πρωτείο του Πέτρου και κατά συνέπεια του επισκόπου της Ρώμης φαίνεται παντού και ομολογείται. Πρώτα να δούμε το πρωτείο του Πέτρου ως ιδρυτού της Εκκλησίας της Ρώμης το οποίο κληρονομείται με απόφαση του Κυρίου .
Ο Κύριος είπε «Μακάριος ει , Σίμων Βαριωνά , ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι , αλλ΄ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Καγώ σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος , και επι ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν και  πύλαι Άδου  ου κατισχύσουσιν αυτής. Και δώσω σοι τας κλείς της Βασιλείας των ουρανών, και ο εάν δήσης επί της γης εσται δεδεμένον εν τοις ουρανοις, και ο εάν λύσεις επί της γης , εσται  λελυμένον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ 16, 17 19) Με αυτά τα λόγια ο Κύριος υπόσχεται στον Πέτρο ότι επάνω του θα οικοδομήσει την Εκκλησία του και θα τον καταστήσει θεμέλιο αυτής και κέντρο ενότητας. Για να παραστήσει ζωηρότερη τη διάταξη αυτή ο Κύριος μεταχειρίζεται  μεταφορικά τα κλειδιά! Τα κλειδιά όπως και σήμερα έτσι και τότε εθεωρούντο σύμβολο εξουσίας. Τα κλειδιά πόλεων δίνονται και σήμερα σε άρχοντες.  Μόνο ο Πέτρος παίρνει τα κλειδιά της Εκκλησίας άρα καταλαμβάνει ένα πρωτείο και είναι αρχηγός με όλες τις εξουσίες επί των μελών της Εκκλησίας.
Μετά την ανάστασή Του ο Κύριος ρωτά την Πέτρα Του « Σίμων Ιωνά , αγαπάς με πλείον τούτων …. Βόσκε τα αρνία μου …. Ποίμενε τα πρόβατά μου….» (Ιωάν 21, 15 16). Τα ρήματα «βόσκω» και «ποιμαίνω»  στη γλώσσα της Γραφής σημαίνουν είμαι αρχηγός , οδηγώ, κυβερνώ. Ο Κύριος με αυτά τα λόγια ονομάζει τον Πέτρο ανώτατο της Εκκλησίας αρχηγό και κέντρο ενότητας των πιστών με το προνόμιο να κυβερνά πρόβατα και αρνία , δηλαδή πιστούς και ποιμένες.
Στο κατά Λουκα 22, 31 32, ο Ιησούς προσευχήθηκε για τον Πέτρο για να μην μειωθεί η πίστη του και στο τέλος του λέει να στηρίξει τους αδελφούς του στην πίστη. Η προσευχή Του Ιησού είναι πάντα αποτελεσματική έτσι η αλάνθαστη πίστη του Πέτρου θα είναι ο κανόνας των αποστόλων , των ποιμένων και των πιστών.

Το πρωτείο του Πέτρου αποδεικνύεται και από τον τρόπο που μιλούν οι Ευαγγελιστές  για αυτόν . Στην Ιερή Γραφή τέσσερις φορές αναφέρεται ο κατάλογος των αποστόλων Ματθ 10,2 Μαρκ 3,16 Λουκ 6,14 Πραξ 1,13. Οι διάφοροι συγγραφείς αποδίδουν πάντα την πρώτη θέση στον Πέτρο του οποίου το όνομα δόθηκε από τον Κύριο , « Πρώτος Σίμων , ο λεγόμενος Πέτρος, και ο Ανδρέας αδελφός αυτού..»  Ο Μάρκος (1,16) λέει « ο Σίμων και οι μετ΄αυτού..» ,  ο Λουκάς (8,45) « ο Πέτρος και οι συν αυτώ»

Στις πράξεις (1, 15 26) ο Πέτρος προΐσταται της εκλογής του Ματθία, πρώτος την ημέρα της πεντηκοστής κηρύττει το Ευαγγέλιο (Πραξ 2, 14) ενεργεί τις πρώτες μεταστροφές και τα πρώτα θαύματα , πρώτος καταδικάζει τον Ανανία ( 5,3) και τον Σίμωνα Μάγον (8, 20)   πρώτος δέχεται τους εθνικούς στην Εκκλησία. Στην σύνοδο της Ιερουσαλήμ , πρώτος εκφέρει γνώμη, την οποία όλοι ακολουθούν. Ο δε απόστολος Παύλος μετά την μεταστροφή του , πρώτο και μόνο εκ των αποστόλων τον Παύλο συνάντησε ( Γαλ. 1,18).

Κατά την παράδοση στην οποία πιστεύει και η ανατολική εκκλησία οι Πατέρες τόσο της ανατολικής όσο και της δυτικής εκκλησίας ομοφώνως αναγνωρίζουν το πρωτείο του Πέτρου. Ο Ωριγένης στην Πέμπτη ομιλία του στην έξοδο αποκαλεί τον Πέτρο « μέγα της εκκλησίας θεμέλιον, και πέτραν στερεωτάτην, εφ΄ης ο Χριστός ωκοδόμησε την αυτού Εκκλησίαν»

Ο Μέγας Βασίλειος λέει « ο Πέτρος … δια της πίστεως υπεροχήν εδεξατο εφ΄αυτόν την οικοδομήν της Εκκλησίας» (κατ΄Ευνομίου , βιβλ. Β, 4)
Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός λέει « οράς των Χριστού Μαθητών … ο μεν πέτρα καλείται και τους θεμελίους της Εκκλησίας πιστεύεται…» (ομιλ. Περι της εν διάλεξιν ευταξίας)
Ο Άγιος Επιφάνειος καλει τον Πέτρο « πρώτον των Αποστόλων πέτραν στερεάν, εφ΄ης η Εκκλησία του Θεού ωκοδόμηται» (Αγκυροτός κεφ. 9) κλπ

Ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας και αφήνει τον Σιμωνα την Πέτρα επί της οποίας θα οικοδομήσει την Εκκλησία του, ως εκπρόσωπο, ως τοποτηρητή Του επί της γης. Ως διδάσκαλο των Χριστιανών αμετακίνητο και αλάνθαστο στην πίστη ως πέτρα. Η Πέτρα και όχι ο Πέτρος παραμένει για πάντα. Η Εκκλησία είναι μια μοναρχία και μάλιστα Βασιλεία(πάνω από 100 φορές η λέξη Βασιλεία ή Βασίλειο  στην καινή διαθήκη) , και ο Κύριος δίνει τα κλειδιά της Βασιλείας των Ουρανών στον Πέτρο για να λύνει και να δένει  δηλαδή να νομοθετεί  να αναθέτει ή να αναιρεί κατά την Ραβινική γλώσσα. Αυτή η δικαιοδοσία αυτό το ufficio  συνεχίζει στους διαδόχους του Πέτρου, στους επίσκοπους της Ρώμης. Και οι άλλοι απόστολοι ήταν προνομιούχοι, με χάρες που μεταδίδονται στους διαδόχους αυτών. Το Βιβλικό θεμέλιο για το πρωτείο και το αλάθητο της διδασκαλίας δεν αφήνουν περιθώρια για να μην αποδεχόμαστε τα λόγια Του Κυρίου μας. Ο Πέτρος ως απόστολος έχει κι αυτός διάδοχο , τον επίσκοπο της Ρώμης τον Πάπα. Ο Άγιος Ειρηναίος , επίσκοπος της Λυών , εξυμνεί την εκκλησία της Ρώμης που οργανώθηκε και θεμελιώθηκε από τον Πέτρο και Παύλο. Ο Κυπριανός γύρο στο 251 ονομάζει την Ρώμη Επισκοπική Καθέδρα. Ο Ευσέβιος μας είπε ότι ο Πέτρος κήρυττε το Ευαγγέλιο ως επίσκοπος Ρώμης. Ο Τερτυλιανός μας γραφει ότι ο Πέτρος χειροτόνησε τον Κλήμη Επίσκοπο , ο οποίος μάλλον είναι ο τρίτος διάδοχος του Πέτρου στην καθέδρα.

Για Το αλάθητο του Πάπα πρέπει να ξέρουμε ότι αλάνθαστος είναι μόνο ο Θεός , Εκείνος είναι ο μόνος αναμάρτητος που δεν μπορεί να κάνει λάθος ποτέ. Ο Θεός είναι η Άπειρος Αλήθεια. Ο άνθρωπος εκ της φύσεώς του κάνει λάθη. Ο ίδιος ο Πάπας μπορεί να αμαρτήσει και έχει την ανάγκη της αφέσεως των αμαρτιών. Ο Πάπας ως διάδοχος στο θρόνο του Πέτρου , όταν μιλά εκ Καθέδρας προφυλάσσεται από την πλάνη με την ειδική συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος. Το Αλάθητο ως Δόγμα Πίστεως ορίζεται με υποκείμενο, όρους, αντικείμενο, αιτία και αποτέλεσμα.
1)      Το υποκείμενο του Αλάθητου είναι ο Ρωμαίος ποντίφικας, το πρόσωπο που νομίμως εξελέγη και δέχθηκε να είναι ο επίσκοπος της Ρώμης.

2)      Αιτία του αλάθητου δεν είναι οι ηθικές και διανοητικές ιδιότητες του Ποντίφικα , ούτε οι έρευνες που θα μπορούσε να κάνει σε μια καθορισμένη διδασκαλία, αλλά το ότι έχει την συμπαράσταση του Αγίου Πνεύματος. Αυτό δεν αποκλείει την έρευνα η οποία όμως είναι απαραίτητη.
3)      Αντικείμενο του Αλάθητου είναι εκείνα που αφορούν την πίστη και τα ήθη.

4)      Ο Πάπας πρέπει να μιλήσει κάνοντας χρήση της εξουσίας του στην πληρότητά της, ως διάδοχος του Πέτρου και Πρώτος ολοκλήρου της εκκλησίας.
Αν κάποιος από αυτούς τους 4 όρους λείπει, δεν υφίσταται Αλάθητο.

Περαιτέρω διευκρινίσεις για το Παπικό αλάθητο


Η Α' εν Βατικανώ Οικουμενική Σύνοδος (1869-1870) που ανακήρυξε το δόγμα του παπικού αλάθητου
Ο πάπας για να κάνει χρήση του αλάθητου πρέπει πρώτον, να ανακηρύξει μια αλήθεια που αφορά την πίστη ή την ηθική ώς δόγμα, ως αλήθεια δηλαδή που δεν σηκώνει πλέον αμφισβήτηση (Ανακηρύσσουμε οτι από εδώ και πέρα...). Και δεύτερον μέσα στη φόρμουλα ενός δόγματος όπως την ξέρουμε και μέσα από τις οικουμενικές συνόδους πρέπει να υπάρχει ένα ανάθεμα για όσους δεν το δεχτούνε. Αυτό έγινε το 1950 με την ανακήρυξη του δόγματος της μετάστασης της Θεοτόκου. Προτελευταία φορά ήταν το 1854 με την ανακήρυξη του δόγματος της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου. Πριν από αυτές τις ανακηρύξεις, αυτές οι 2 αλήθειες αποτελούσαν πίστη της εκκλησίας όπως τα έχουν οι ορθόδοξοι αλλά όχι δόγματα . Ο Θωμάς ο Ακινάτης είχε τις αμφιβολίες του για την άσπιλη σύλληψη της Θεοτόκου. Εν όψει του τελευταίου Ιωβηλαίου το 2000 υπήρχαν αρκετές φωνές μέσα στα καθολικά πανεπιστήμια που ζητούσαν από τον Πάπα να ανακηρύξει σε δόγμα την Παναγία ως "συλλυτρώτρια του ανθρωπίνου γένους", κάτι που δεν έγινε τελικά. Πολλοί καθολικοί έχουν αυτη την πεποίθηση, η οποία όμως δεν αποτελεί δόγμα, δηλαδή σηκώνει κουβέντα. Οι πάπες μέσα μέσα από τις εγκυκλίους, τις ομιλίες τους, απλά επαναλαμβάνουν την πίστη της εκκλησίας, δεν λένε κάτι καινούργιο. Όταν ένας Πάπας γράφει για παράδειγμα οτι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μοναδικός Σωτήρας και Υιός του Θεού, αυτό είναι ένα δόγμα που το ξέρουμε εδώ και αιώνες, φυσικά και είναι μια αλήθεια αλάθητη, και εδώ ο πάπας δεν κάνει χρήση του αλάθητου, επειδή αυτό είναι ήδη δόγμα. Από την άλλη όταν ο Πάπας ανακηρύσσει κάποιον ως Άγιο, αυτό δεν αποτελεί δόγμα, και φυσικά υπάρχουν πιθανότητες αυτός ο άνθρωπος να μην είναι άγιος και ο πάπας να έχει κάνει λάθος. Αναφέρω ως παράδειγμα την περίπτωση της επιπόλαιης κατ'εμέ μακαριωνυμίας του κροάτη καρδινάλιου Στέπινατς το 1998. Η ανακήρυξη ενός δόγματος είναι μεγάλη ευθύνη και οι 7+2 περιπτώσεις που αναφέρω πιό πάνω σε μια περίοδο 2000 ετών, το αποδεικνύουν ξεκάθαρα. Η Β' Βατικανή Σύνοδος αν και είναι Οικουμενική, δεν είναι αλάθητη επειδή δεν ανακήρυξε κανένα δόγμα.

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Αθήνα : 50 χρόνια από την Ιερατική Χειροτονία του σεβ/του Νικολάου

Ο Σεβασμιότατος Νικόλαος, Αρχιεπίσκοπος των εν Αθήναις Καθολικών

Την Δευτέρα 3 Οκτωβρίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, τελέσθηκε στον ομώνυμο Καθολικό Καθεδρικό Ναό της Αθήνας πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία. Αυτήν την ημέρα επέλεξε η Αρχιεπισκοπή Καθολικών Αθηνών για να εορτάσει και την επέτειο των 50 χρόνων της Ιερατικής Χειροτονίας του σεβασμιοτάτου Αρχιεπισκόπου των εν Αθήναις Καθολικών κ.κ. Νικολάου.

Ήταν ημέρα Κυριακή 1 Οκτωβρίου 1961, πριν 50 χρόνια, στον ενοριακό ναό του Τιμίου Προδρόμου στην Κώμη της Τήνου. Όλα ήταν έτοιμα για την μεγάλη γιορτή της τοπικής Εκκλησίας, την Ιερατική Χειροτονία ενός συντοπίτη τους, του Νικολάου Φωσκόλου. Το ρεπορτάζ της «Καθολικής» έγραφε το 1961 : «Η Κώμη ευρίσκετο από καιρού επί ποδός, προετοιμαζομένη δια το μοναδικόν αυτό γεγονός». Πράγματι, ένα μοναδικό γεγονός για την τοπική εκκλησία, αλλά και ένα μοναδικό γεγονός για τον ίδιο τον νέο των 25 ετών, που έλεγε ναι στο κάλεσμα του Κυρίου για να εργασθεί στον αμπελώνα Του. Με το τέλος της χειροτονίας η χορωδία έψαλε τον ύμνο «Σύ εί ιερεύς εις τον αιώνα», ενώ στην μικρή δεξίωση που ακολούθησε πρώτος είχε μιλήσει ο πατέρας του νέου ιερέα, Ιάκωβος Φώσκολος.

Σήμερα, μισό αιώνα μετά, ο νέος τότε ιερέας γιορτάζει, και μαζί του ολόκληρη η τοπική εκκλησία, που εδώ και 38 χρόνια ποιμαίνει ως Αρχιεπίσκοπος των εν Αθήναις Καθολικών, με μια πορεία που τότε κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, αλλά θεία πρόνοια είχε σχεδιάσει. Μπορεί στην Θεία Λειτουργία να μην ήταν οι γονείς του αλλά ήταν τα αδέλφια του, τα ανίψια του και τα πνευματικά του παιδιά: Ο κλήρος της Εκκλησιαστικής του Επαρχίας, τα μοναχικά τάγματα και το ποίμνιό του, που γέμισε τον ναό για να γιορτάσει μαζί του. Στο Ιερό ήταν οι σεβασμιότατοι συνεπίσκοποί του: ο Επίσκοπος Σύρου, Θήρας και Κρήτης και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας Φραγκίσκος, ο Αρχιεπίσκοπος Νάξου - Τήνου Νικόλαος, ο Έξαρχος των Ελληνορρύθμων Καθολικών Δημήτριος, ο Αρχιεπίσκοπος των Μαρωνιτών της Κύπρου Ιωσήφ Σουέιφ και ο Αποστολικός Νούντσιος Εδουάρδος – Ιωσήφ Άνταμς.

Τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Αρχιεπισκοπής Καθολικών Αθηνών π. Νικηφόρος Βιδάλης. Στην ομιλία του έπλεξε το εγκώμιο του σεβασμιοτάτου Νικολάου κάνοντας μία αναδρομή στα χρόνια της υπηρεσίας του στην Αρχιεπισκοπή και στο πλούσιο έργο που έχει επιτελέσει. Στο τέλος της τελετής αναγνώσθηκε το Μήνυμα του πάπα Βενεδίκτου 16ου προς τον εορτάζοντα.


Προς τον Σεβάσμιο Αδελφό
ΝΙΚΟΛΑΟ ΦΩΣΚΟΛΟ
Αρχιεπίσκοπο Καθολικών Αθηνών
και Αποστολικό Τοποτηρητή
κατά βούληση της Αγίας Έδρας
της χηρεύουσας έδρας
της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Ρόδου

Κατά την εορτή της αγίας Θηρεσίας του Βρέφους Ιησού, την οποία τιμούμε ως κυριώτερη Προστάτιδα των ιεραποστολών, με χαρά στρέφουμε τη σκέψη μας προς Εσέ, Σεβάσμιε Αδελφέ, που εορτάζεις ένα εντελώς μοναδικό γεγονός της ζωής σου, δηλαδή την πεντηκοστή επέτειο της χειροτονίας σου σε πρεσβύτερο. Χωρίς αμφιβολία κατ’ αυτή την ημέρα εκ βάθους καρδίας θα αναπέμψεις ύμνον ευχαριστίας και θα προσφέρεις τη θεία Λειτουργία στον δωρεοδότη Θεό ο οποίος έπλασε τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν (Πράξ. 17, 24). Εμείς δε, μαζί με το αγαπητό ποίμνιό σου, θέλουμε να είμαστε κοινωνοί της χαράς σου, να σου εκφράσουμε τις καλύτερες ευχές μας και δια των παρόντων Γραμμάτων να ενθυμηθούμε συνοπτικά τα κυριότερα τουλάχιστον γεγονότα της ζωής και της διακονίας σου.

Γεννημένος στην αρχαία επισκοπή της Τήνου, εντρύφησες στις πλούσιες παραδόσεις της Πατρίδας σου και στην καθολική πίστη. Δεχόμενος τη θεία κλήση προς το Ιερατείο, με χαρά ακολούθησες τον Χριστό. Αποστελείς στη Ρώμη, αποπεράτωσες τις φιλοσοφικές, θεολογικές και κανονικού δικαίου σπουδές σου στο Ποντιφικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο.
Μετά την χειροτονία σου σε πρεσβύτερο επιδόθηκες με προθυμία στη φροντίδα των ψυχών. Κατά την άσκηση της ποιμαντικής σου διακονίας κατεφάνησαν τα άριστα ψυχικά και διανοητικά σου χαρίσματα, η βαθειά πνευματική ζωή και οι ανθρώπινες και χριστιανικές αρετές.

Στις 25 Ιουνίου του έτους 1973 εξελέγης από τον Προκάτοχό μας, δούλο του Θεού Παύλο τον 6ο , Αρχιεπίσκοπος Καθολικών Αθηνών. Αργότερα κατεστάθης και Αποστολικός Τοποτηρητής κατά βούληση της Αγίας Έδρας της χηρεύουσας Καθολικής Αρχιεπισκοπής Ρόδου. Ποιμαίνοντας τις εμπιστευθείσες σε σένα κοινότητες, ανέλαβες διάφορες χρήσιμες πρωτοβουλίες, έδειξες πάντοτε πατρική αγάπη και μέριμνα για τον κλήρο και τους λαϊκούς χριστιανούς. Χαίρεις μεγάλης εκτιμήσεως μεταξύ των επισκόπων της Πατρίδας σου, τόσον των καθολικών όσον και των ορθοδόξων. Επανειλημμένως εξελέγης Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος και Εκπρόσωπός της σε διαφόρους Συνόδους Επισκόπων, που συνεκαλούντο στη Ρώμη. Επί πλέον είσαι μέλος του Ειδικού Συμβουλίου για την Ευρώπη της Γενικής Γραμματείας της Συνόδου των Επισκόπων.

Δέξου, λοιπόν, τώρα Σεβάσμιε Αδελφέ, αυτές τις συγχαρητήριες ευχές Μας, ενώ πλησιάζει η επέτειος του ιωβηλαίου της ιερατικής σου χειροτονίας. Δια των πρεσβειών της Μακαρίας Παρθένου Μαρίας, Βασίλισσας των Αποστόλων, του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου και της αγίας Θηρεσίας, εξ όλης καρδίας δεόμεθα ώστε ο Θεός να ευδοκήσει να επιβλέπει και να πληθύνει το έργο που επετέλεσες, να σου χαρίζει σταθερή υγεία, άφθονη πνευματική παρηγορία και κάθε χάρη χρήσιμη και αναγκαία για σένα και το λαό σου. Ως εχέγγυον όλων αυτών ας είναι η Αποστολική Μας Ευλογία, που χορηγούμε με αγάπη σε σένα και σε όλους εκείνους που συμμετέχουν στη χαρά του ιωβηλαίου σου.

Καστέλ Γκαντόλφο, 1η Σεπτεμβρίου 2011, κατά το έβδομο έτος της Αρχιερατείας Μας.

Πάπας Βενέδικτος 16ος

Στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας μας σεβασμιότατος Επίσκοπος Φραγκίσκος, άρτι αφιχθείς από το Συμβούλιο των Πρόεδρων των Ιεραρχιών μελών του CCEE, εκ μέρους της Ιεραρχίας ευχήθηκε και εξήρε την προσφορά του Αρχιεπισκόπου Νικολάου και τον αγώνα του για το καλό της Εκκλησίας, ενώ διάβασε και τις ευχές του προέδρου του CCEE Καρδιναλίου Πήτερ Έρντο εκ μέρους όλων των Πρόεδρων των Ιεραρχιών της Ευρώπης, όπου ο Σεβασμιότατος χαίρει μεγάλης εκτίμησης.

Την ίδια μεγάλη εκτίμηση του εξέφρασαν και όσοι έσπευσαν να του ευχηθούν με το πέρας της Πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας. «Μια τελετή που διεξήχθη μετά πάσης λαμπρότητος και θαυμαστής τάξεως», όπως ακριβώς πριν από 50 χρόνια.

Πηγή: www.cen.gr

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Τί σημαίνει Διάλογος Καθολικών και Ορθοδόξων

Πρόκειται για λόγια του Ορθόδοξου ιερέα π. Αυγουστίνου Μπαιρακτάρη από το Ηράκλειο Κρήτης μέσα από το ιστολόγιό του για την αείμνηστη και χαρισματική Κιάρα Λούμπιχ, ιδρύτρια του κινήματος των Φοκολάρε. Ο π. Αυγουστίνος είναι Διδάκτωρ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με ειδικότητα στην Οικουμενική Κίνηση και στους Διαχριστιανικούς Διαλόγους. Το κείμενο που ακολουθεί θα μπορούσε να θεωρηθεί κάλλιστα ως η Χάρτα του Οικουμενικού Διαλόγου, πώς να αγαπάς τον πλησίον σου που δεν ανήκει στην ίδια εκκλησία ή πίστη με σένα.

θα ήθελα μέσα από το παρόν σχόλιό μου να αναφερθώ λίγο παραπάνω στην προσωπικότητα της Chiara Lubich, μιλώντας από καρδιάς. Η Chiara με απλά λόγια είχε καταφέρει από τη νεανική της ηλικία ν' αγαπήσει τον άνθρωπο, τον οποιοδήποτε άνθρωπο, αυτόν που χαρακτήριζε ως prossimo, τον γείτονα δηλαδή. Και στην ενδεχόμενη ερώτηση ποιός είναι αυτός ο γείτονας (ο πλησίον) έλεγε:"...είναι ο αδελφός που περνά από δίπλα μας κάθε στιγμή της ημέρας...Γι' αυτό πρέπει να είμαστε έτοιμοι πάντοτε να τον διακονήσουμε, διότι έτσι διακονούμε τον ίδιο τον Θεό".
Έβλεπε μέσα από τον άνθρωπο το πρόσωπο του ίδιου του Θεού. Και αυτό την οδήγησε σε μία πράξη ζωής, που διακρίνεται από την επιθυμία και την δράση για την ενότητα όλων. Πρώτα η ίδια ξεπέρασε τις όποιες διακρίσεις και ταμπέλες βάζουμε εμείς ως άνθρωποι (φυλετικές, ομολογιακές, κοινωνικές, πολιτικές κ.α.) μέσα από την αγάπη της για τον Χριστό και ύστερα προχώρησε στην έμπρακτη αγάπη για τον άλλον, για τον όποιον άλλον, τον πλησίον.
Ωστόσο, αυτή η αγάπη για τον άλλον δεν είναι κάτι το γενικό και αφηρημένο, ούτε κάτι το ιδεαλιστικό, αλλά εξάπαντος είναι κάτι το πραγματικό. Γι' αυτό συνήθιζε να λέγει: "Πρέπει να είμαστε ένα με τον αδελφό , όχι σ' έναν κόσμο ιδεατό, αλλά στον πραγματικό. Όχι σ' έναν κόσμο μελλοντικό, αλλά στον παρόντα κόσμο". Δηλαδή το βίωμα και το όραμά της ήταν μεν εσχατολογικό, καθώς πάντοτε απέβλεπε στην εν δυνάμει ενότητα των χριστιανών, μία πραγματικότητα εσχατολογική, με την έννοια της ευχαριστιακής εκπλήρωσης, αλλά παράλληλα η καρδιά και οι πράξεις προσδιόριζαν το σήμερα, το τώρα.

Διακρινόταν δηλαδή για μία θεολογία ρεαλιστική και όχι ιδεαλιστική. Παρά το γεγονός ότι όποιος είναι εκφραστής της οικουμενικής θεολογίας, όπως είναι ο γράφων, χαρακτηρίζεται από τους άλλους ως εκφραστικής της παλαιότερης "ρομαντικής θεολογίας", ωστόσο η ουσία της θεολογίας είναι η απροϋπόθετη αγάπη για τον άλλον, η απρόσμενη, η αδιάκριτη, η απεριόριστη, καθώς στη ζωή δεν έχουμε την πολυτέλεια να επιλέγουμε τον "γείτονα". Εκεί βασίζεται η όλη έννοια, η δυναμική και οι συμβολισμοί της οικουμενικής θεολογίας. Εκεί που όλα στη ζωή και στις σχέσεις αναδύουν έναν αρνητισμό και μία κατάσταση διαίρεσης, η οικουμενική θεολογία έρχεται να επιβεβαιώσει και να επιστεγάσει το οξύμωρο του πράγματος, ότι δηλαδή μέσα από τον θάνατο κερδίζουμε την ζωή, μέσα από τον θάνατο του εγωισμού μας, της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού μας κερδίζουμε την όντως ζωή.

Αυτό βέβαια είναι έκφραση μίας τέχνης, της τέχνης της αγάπης, και όχι της τεχνικής που βασίζεται σε μία ορισμένη μεθοδολογία. Δεν είναι κάτι που διδάσκεται, παρά κάτι που βιώνεται. Αυτό το ονόμαζε η Chiara "η τέχνη του να αγαπάς" - "l'arte di amare". Και ο άνθρωπος οδηγείται σ' αυτή την ενωτική και αγαπητική διάθεση μέσα από το "μυστηριώδες μονοπάτι" - "il misterioso cammino" που φανερώνει ο Θεός στον κόσμο. "E noi siamo chiamati a vivere l'unita ogni momento nella nostra vita quotidiana". Έχουμε λοιπόν κληθεί να ζούμε την ενότητα κάθε στιγμή της καθημερινότητάς μας. Και πώς μπορούμε να το πετύχουμε αυτό; Μέσα από την αγάπη μας για τον Χριστό. Αλλά αυτή η οδός προς τον Χριστό περνά μέσα από την αγάπη μας για τον αδελφό μας. "...la via per andare a Dio, passa dunque attraverso il fratello...l'unita esige la morte di tutti per dar la vita all'UnoSopra la vostra morte viva la Vita". Εκεί κάπου βιώνεται αυτό που η Chiara ονόμαζε "Gesu Abbandonato" (ο εγκαταλειμμένος Ιησούς) και στον οποίο θα αναφερθούμε σε κάποιο άλλο μας σχόλιο.

Τελικά τί είναι αυτό το περίφημο παπικό αλάθητο? Τα 7+2 σημεία

Ο Παπικός Θρόνος στον Καθεδρικό Ναό της Ρώμης San Giovanni in Laterano, αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στους Αγίους Ιωάννη Πρόδρομο και Ιωάννη Θεολόγο

Το Αλάθητο της Εκκλησίας είναι η πεποίθηση ότι το Άγιο Πνεύμα δεν θα επιτρέψει στην Εκκλησία να κάνει λάθος όσον αφορά την πίστη της. Η Εκκλησία διδάσκει ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Λόγος που έγινε Σάρκα (Ιω 1,14) είναι η πηγή της Θείας Αποκάλυψης. Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού τονίζει ότι  ο Ιησούς τελειοποίησε την αποκάλυψη, δηλαδή την φανέρωση του Θεού στους ανθρώπους, ολοκληρώνοντάς την μέσα από την αποστολή Του με το να είναι ο ίδιος παρών και να φανερώνεται ανάμεσά μας: μέσα από τα λόγια και τις πράξεις του, μέσα από τα σημεία και τα θαύματά του, και κυρίως μέσα από το θάνατο και την ένδοξη ανάστασή του από τους νεκρούς, και τέλος, αποστέλλοντας το Πνεύμα της αλήθειας. (DV4). Το περιεχόμενο της θείας αποκάλυψης του Χριστού λέγεται Παρακαταθήκη της Πίστης, και βρίσκεται μέσα στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση.

Η Ιερή Παράδοση είναι παλαιότερη της Καινής Διαθήκης, αφού είναι μέσα στις χριστιανικές κοινότητες που γράφτηκαν τα Ευαγγέλια και για αυτό το λόγο «πάνε πακέτο».  Μέσα στην Αγία Γραφή και την Ιερή Παράδοση βρίσκεται η θεία Αποκάλυψη. Η αποκάλυψη του Θεού ολοκληρώθηκε με τον θάνατο του τελευταίου Αποστόλου, του Ιωάννη. Μετά από αυτό το γεγονός, δεν υπάρχει κάτι καινούργιο που να μας φανερώσει ο Κύριος. Έτσι, εμείς σήμερα, έχουμε ακριβώς την ίδια πίστη με αυτή των Αποστόλων και των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Μέσα στην Εκκλησία, είμαστε όλοι καλεσμένοι να ακούσουμε, να βιώσουμε, να μοιραστούμε και να μεταδώσουμε το αυθεντικό μήνυμα της αγάπης και λύτρωσης του Θεού. Είμαστε επίσης καλεσμένοι να διαφυλάξουμε αυτή την πίστη, ανόθευτη όπως μας μεταδόθηκε, χωρίς εκπτώσεις αλλά και χωρίς σάλτσες, με σκοπό να έχουν όλες οι γενιές την δυνατότητα να γνωρίσουν το μήνυμα του Ιησού όπως είναι, με σκοπό να το βιώσουμε ορθόδοξα.

Κάθε φορά που κάποιος θεολόγος ή ομάδα, διδάσκει κάτι διαφορετικό από αυτό που μας παρέδωσε ο Ιησούς και οι απόστολοι,  κάτι διαφορετικό από αυτό που μας μεταδίδει η Εκκλησία, τότε μιλάμε για αίρεση.

Έτσι λοιπόν συγκαλούνται οι Οικουμενικές Σύνοδοι που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να επικυρώνουν την θεία Αποκάλυψη μέσα από δόγματα για θέματα που μέχρι εκείνη την συγκεκριμένη χρονική περίοδο δεν είχαν ερμηνευθεί διαφορετικά/λανθασμένα.  Αυτό είναι το αλάθητο της Εκκλησίας που εκφράζεται μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους. Υπάρχει και το Αλάθητο του Πάπα, μια ειδική αποστολή και υπηρεσία μέσα στην Εκκλησία, την οποία ο Ιησούς Χριστός έδωσε μόνο στον Απόστολο Πέτρο και τους διαδόχους του.

Όποιος διαβάζει την Καινή Διαθήκη βλέπει ξεκάθαρα ότι ο Ιησούς αναθέτει μόνο στον Απόστολο Πέτρο κάποια καθήκοντα (Μτ 16,18 Ιω1,42 Μκ3,16 Λκ10,16 Πρ15,18 Μτ10,2) τα οποία του δίνουν ξεκάθαρα έναν ηγετικό ρόλο ανάμεσα στους 12 Αποστόλους και όχι απλά ένα πρωτείο τιμής.
Έτσι, όταν ο Επίσκοπος Ρώμης μιλώντας από καθέδρας, δηλαδή ως ποιμένας και διδάσκαλος όλων των χριστιανών χάρη στην αποστολική του εξουσία, κηρύσσει ότι μια διδασκαλία που σχετίζεται με την πίστη ή την ηθική, πρέπει να γίνει αποδεκτή από όλη την Εκκλησία, τότε θεωρούμε ότι είναι αλάθητος. Με αυτή την φόρμουλα η Α’ Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού (1870) ανακήρυξε σε δόγμα το παπικό αλάθητο.

Όπως τόνισε ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ το 2005, από τους κορυφαίους εκπροσώπους της δογματικής θεολογίας σε παγκόσμιο επίπεδο, ο πάπας δεν είναι μάντης, είναι αλάθητος σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις.

Και αυτές οι σπάνιες περιπτώσεις όπου οι Πάπες έκαναν χρήση του αλάθητου, είναι οι εξής:
  1. Τόμος προς Φλαβιανό του Πάπα Λέοντα Α (449) που μιλάει για τις δύο φύσεις του Χριστού, και ο οποίος έγινε πανηγυρικά αποδεκτός από την Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Τότε όλοι οι συνοδικοί πατέρες αναφώνησαν ότι ο Πέτρος μιλάει με το στόμα του πάπα Λέοντα.
  2. Επιστολή του Πάπα Αγάθωνα (680) για τις δύο θελήσεις του Χριστού, που έγινε πανηγυρικά αποδεκτή από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης.
  3. Benedictus Deus, του Πάπα Βενέδικτου ΙΒ’ (1336) για την μακάρια όραση πριν την τελική κρίση.
  4. Cum occasione, του Πάπα Ιννοκέντιου Ι’, (1653), που καταδικάζει ως αιρετικές 5 προτάσεις του Γιανσενισμού
  5. Auctorem fidei, του Πάπα Πίου ΣΤ’ (1794), που καταδικάζει 7 προτάσεις των Γιανσενιστών στη Σύνοδο της Πιστόιας ως αιρετικές.
  6. Ineffabilis Deus, του Πάπα Πίου Θ’ (1854), που ανακηρύσσει δόγμα την Αμίαντη Σύλληψη της Θεοτόκου.
  7. Munificentissimus Deus, του Πάπα Πίου ΙΒ’ (1950) που ανακηρύσσει δόγμα την Μετάσταση της Θεοτόκου στους ουρανούς.
Ειδικά στα δύο τελευταία η χρήση του παπικού αλάθητου είναι αποδεκτή από όλους. Ορισμένοι θεολόγοι και ιστορικοί θεωρούν και τις δύο παρακάτω πράξεις ως εκφράσεις του παπικού αλάθητου.
  1. Unam Sanctam, του Πάπα ΒονιφάτιουΗ’, (1302) σχετικά με το παπικό πρωτείο.
  2. Cantate Domino, του Πάπα Ευγένιου Δ’, (1441) σχετικά με το ότι εκτός εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις βλέπουμε ότι κάθε φορά που οι πάπες μίλησαν ex cathedra, δεν είπαν κάτι καινούργιο, αλλά απλά κήρυξαν ως δόγμα, αλήθειες που περιέχονται στην Παρακαταθήκη της Πίστης και ήταν γνωστές, με σκοπό να τονώσουν την πίστη της Εκκλησίας.

Σε καμία περίπτωση το παπικό αλάθητο δεν σημαίνει ότι ο πάπας είναι αναμάρτητος ή ότι δεν κάνει ποτέ λάθη. Για παράδειγμα οι εγκύκλιοι και γενικότερα τα γραπτά των Παπών δεν είναι αλάθητα. Όταν ο Πάπας ανακηρύσσει αγίους, δεν είναι αλάθητος. Το παπικό αλάθητο και το αλάθητο των Οικουμενικών Συνόδων αλληλοσυμπληρώνονται και ο πάπας δεν μπορεί να πει κάτι που πάει ενάντια στις Οικουμενικές Συνόδους και το αντίστροφο.

Υπήρξαν και αιρετικοί πάπες που καταδικάστηκαν στο παρελθόν αλλά ποτέ δεν μίλησαν ex cathedra. Ο πάπας Ονώριος Α΄(625-638) καταδικάστηκε ως αιρετικός μετά το θάνατό του από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (681) επειδή πίστευε στην αίρεση του μονοθελητισμού. Η ίδια Σύνοδος όπως είδαμε παραπάνω εκθείασε τον Πάπα Αγάθωνα.

Σχετικά άρθρα:

Οι σκληροπυρηνικοί Ορθόδοξοι παραδέχονται οτι είναι λάθος απέναντι στον Πάπα Ρώμης!

 "Ω ΘΕΙΩΤΑΤΗ ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΚΕΦΑΛΩΝ ΚΕΦΑΛΗ"

Περί Πρωτείου και Αλάθητου του Πάπα

 Περαιτέρω διευκρινίσεις για το Παπικό αλάθητο