Άποψη της πλατείας του Αγίου Πέτρου και της Ρώμης από τον τρούλο της Βασιλικής |
Μάθετε,
παρακαλῶ, τήν ἀλήθεια, πού σάν ποίημα
θέλω νά τήν λέτε: «Ὁ παπισμός εἶναι
αἵρεση καί ὁ οἰκουμενισμός παναίρεση»!
Μακρυά ἀπό αὐτά τά δυό, γιατί κινδυνεύει
ἀπό αὐτά ἡ πίστη μας. Αυτή είναι η κατήχηση που ζητάει ο Ιερεμίας Γόρτυνος από τους πιστούς του να παπαγαλίσουν.
Είναι όμως ο παπισμός όντως αίρεση? Πότε πρωτοεμφανίστηκε ο όρος "παπισμός" και πότε η Καθολική Εκκλησία θεωρήθηκε από τους ορθοδόξους οτι έχει αιρετικές θέσεις? Στο άρθρο αυτό θα αποδείξουμε ότι πρόκειται για καινοτομίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και οι λόγοι που οδήγησαν σε τέτοιους χαρακτηρισμούς ήταν -και είναι- καθαρά γεωπολιτικοί και όχι δογματικοί.
Μετά την Σύνοδο της Φλωρεντίας το 1439 οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών συνεχίστηκαν με διακυμάνσεις είτε αδελφικές όπως κατά το δεύτερο ήμισυ του ΙΣΤ' αιώνα με την αδελφική αλληλογραφία μεταξύ Πάπα Γρηγορίου ΙΓ' και Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Β' του τρανού είτε λιγότερο αδελφικές λίγες δεκαετίες αργότερα με την προσχώρηση των Ουκρανών στην Καθολική Εκκλησία που οπωσδήποτε κλόνησε τις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών. Σε γενικές γραμμές όμως δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις -σε τοπικό επίπεδο- κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών όπως θα αποδείξουμε σε προσεχές άρθρο και σε κάθε περίπτωση ήταν πιο θερμές από τους απλούς εναγκαλισμούς που ακολούθησαν την άρση των αναθεμάτων το 1965.
Ας δούμε τί γνώμη είχε για τους δυτικούς ο ανθενωτικός Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454-1465), μαθητής του ανθενωτικού Μάρκου του Ευγενικού:
Έτι
ηρώτησαν οι μοναχοί ει ένι συγκεχωρημένον,
ίνα διδώτε τοις Αρμενίοις ή Λατίνοις
την παναγίαν τοις προσκυνηταίς. Ημείς
δε λέγομεν ίνα διδώτε αυτοίς και το
αντίδωρον· χριστιανοί γαρ εισί και διά
τούτο έρχονται εκ τοσούτων διαστημάτων
εις προσκύνησιν του δεσποτικού τάφου.
Ει γούν και εσχισμένοι εισίν αφ’ ημών
διά τινα ζητήματα της πίστεως και εισίν
ετερόδοξοι, αλλ’ ως χριστιανοί μετά
πίστεως και ευλαβείας ζητούσι τον
αγιασμόν ημών, και ημείς οφείλομεν
διδόναι· το γαρ Μη δώτε τα άγια τοις
κυσί (Ματθ. 7, 6) και τα εξής περί των
απίστων νοείται, ήγουν Ιουδαίων και
Σαρακηνών και Ελλήνων και Μανιχαίων
και άλλων, οίτινες προσποιούνται τον
χριστιανισμόν μη όντες χριστιανοί· διό
και επάγει· μήποτε στραφέντες καταπατήσωσιν
αυτά και ρήξωσιν υμάς (Ματθ. 7,6). Κύνες
ούν εισί και χοίροι οι πατούντες· οι δε
μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούντες
τα άγια και προσλαμβάνοντες ούκ εισί
τοιούτοι. Ακούετε δε και του Κυρίου
ειπόντος ότι· Ο μη ων καθ’ ημών υπέρ
ημών εστί (Μαρκ. 9, 40), και τον ερχόμενον
προς με ου μη εκβάλω έξω (Ιω. 6, 37). Το μέγα
μυστήριον της κοινωνίας μόνον μη δίδοτε
αυτοίς, ου μόνον διά την του Μυστηρίου
υπεροχήν, αλλά διά το μυστήριον τούτο
παριστάν μεν όλην την θείαν οικονομίαν,
προηγουμένης δε της ομολογίας του
συμβόλου της αληθούς πίστεως τελειούσθαι,
και διά τούτο τοις εις την θείαν οικονομίαν
ή εις την θεολογίαν ψευδοδοξούσι και
τη καθολική αντιλέγουσιν Εκκλησία ου
δεί αυτό δίδοσθαι...
Διό και οι αγιώτατοι Πατριάρχαι, ότε ελειτούργουν εορτασίμως, ερχομένους και Αρμενίους και Λατίνους και ισταμένους μετά πάσης ευλαβείας εις την λειτουργίαν, ουκ εδίωκον, αλλά και απερχομένους μετά των Ορθοδόξων και προσκυνούντας και ασπαζομένους την πατριαρχικήν χείρα και ευλόγουν και εδίδουν αυτοίς το αντίδωρον· ως γαρ μαθηταίς του Χριστού ουκ εξέβαλον έξω τους εις αυτούς ερχομένους.
Διό και οι αγιώτατοι Πατριάρχαι, ότε ελειτούργουν εορτασίμως, ερχομένους και Αρμενίους και Λατίνους και ισταμένους μετά πάσης ευλαβείας εις την λειτουργίαν, ουκ εδίωκον, αλλά και απερχομένους μετά των Ορθοδόξων και προσκυνούντας και ασπαζομένους την πατριαρχικήν χείρα και ευλόγουν και εδίδουν αυτοίς το αντίδωρον· ως γαρ μαθηταίς του Χριστού ουκ εξέβαλον έξω τους εις αυτούς ερχομένους.
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Γεννάδιος δεν αποκλείει τους Λατίνους από το να προσέρχονται στη Θεία Λειτουργία και να συμπροσεύχονται με τους Ορθοδόξους. Μάλιστα δε, αν παρακολουθούν τη Λειτουργία μετά πίστεως και ευλαβείας, ημείς οφείλομεν διδόναι το αντίδωρον και τον αγιασμό, χριστιανοί γαρ εισί . Δεν μπορούν φυσικά να λάβουν την Θεία Κοινωνία επειδή εσχισμένοι εισίν αφ’ ημών διά τινα ζητήματα της πίστεως και εισίν ετερόδοξοι.
Συμπερασματικά, ο Γεννάδιος Σχολάριος τον οποίον οι σύγχρονοι ορθόδοξοι θεωρούν ως εμπνευστή του "αντιπαπικού" αγώνα τους, θεωρώντας τους αιρετικούς και αβάπτιστους και μη χριστιανούς, αναφερόμενος στους καθολικούς μιλάει για σχίσμα διά τινα ζητήματα της πίστεως γεγονός που τους καθιστά ετερόδοξους και όχι αιρετικούς. Και αυτό επειδή γνώριζε πολύ καλά ότι ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή υπάρχει Σχίσμα, δηλαδή διαίρεση της Ιεραρχίας και αποκαλεί τους Λατίνους ετεροδόξους, δηλαδή που έχουν διαφορετική άποψη (οχι πίστη) σε επιμέρους θέματα τα οποία ειναι συζητήσιμα πχ ένζυμος ή άζυμος άρτος, η θέση του Πάπα μέσα στην Εκκλησία κλπ και όχι στις αρχές της αποστολικής πίστης όπως αυτή εκφράστηκε απο τις Επτά Οικουμενικές Συνόδους. Δεν τους θεωρεί αιρετικούς επειδή αιρετικοί είναι όσοι δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα και στην Θεότητα του Ιησού Χριστού ή έχουν διαφορετική χριστολογία όποτε και σωτηριολογία.
Έναν αιώνα αργότερα δημιουργείται σοβαρή ένταση στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών με την προσχώρηση των Ουκρανών και Ρουμάνων στην Καθολική Εκκλησία, γεγονός που κλονίζει την όποια εμπιστοσύνη είχε η Ορθοδοξία έναντι της Ρώμης με αποτέλεσμα να ανέβουν οι τόνοι.
Και φτάνουμε στις αρχές του 18ου αιώνα επί της μακράς αρχιερατείας του Πάπα Κλήμη ΙΑ' (1700-1721) όπου οι σχέσεις καθολικών και ορθοδόξων περνούσαν πάλι μια φιλική περίοδο, αρχικά τουλάχιστον. O Πάπας καταγόταν από την αρβανίτικη οικογένεια των Λάτση. Ο μακρινός προπάππους του Μιχαήλ Λάτσης ήρθε το 1464 στην Ιταλία μαζί με τον Γεώργιο Καστριώτη, Για αυτό το λόγο από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση προς τα ελληνικά αλλά και την ορθόδοξη λειτουργία. Μετέφρασε στα ιταλικά ομιλίες του Σοφρωνίου Ιεροσολύμων καθώς και ένα βυζαντινό έργο με τίτλο "Ο μονόλογος των Ελλήνων". Κατά την αρχιερατεία του μετέβαινε κάθε χρόνο στις 2 Μαίου στον Ελληνικό Ναό του Αγίου Αθανασίου στο κέντρο της Ρώμης για την εορτή του Αγίου όπου τελούσε αρχιερατική Θεία Λειτουργία ανάμεσα στους μαθητές του ομώνυμου Ελληνικού Κολεγίου εκ των οποίων πολλοί μετά το πέρας των σπουδών τους επιστρέφουν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, χειροτονούνται ιερείς, κάποιοι μάλιστα και μητροπολίτες και ποιμαίνουν το ορθόδοξο ποίμνιο με μεγάλο αποστολικό ζήλο χωρίς φιλολατινική προπαγάνδα. Το γεγονός της Λειτουργίας εκείνη την περίοδο προκαλεί περισσότερο θετικές εντυπώσεις στην Ανατολή, ακριβώς επειδή οι σχέσεις ήταν φιλικές, σε σημείο μάλιστα που και τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στέλνουν τους αποκρισάριούς τους στη Ρώμη για να τον ευχαριστήσουν.
Δύο από τους τέσσερις Πατριάρχες όμως προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και προσχωρούν στην Καθολική Εκκλησία. Πρόκειται για τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σαμουήλ Καπασούλη και τον Πατριάρχη Αντιοχείας Κύριλλο ΣΤ'. Στην παρέα τους θα προστεθεί και ο Τύρου και Σιδώνος Ευθύμιος, Το γεγονός αυτό ταρακουνάει συνθέμελα την Ορθοδοξία και πλήττει το γόητρο των Πατριαρχείων και προκαλεί την έντονη δυσαρέσκεια του Σουλτάνου που δεν έβλεπε με καλό μάτι την προσέγγιση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.
Αφού οι δύο Πατριάρχες αντικαθίστανται με Σουλτανικό Φιρμάνι, συγκαλείται στην Κωνσταντινούπολη το 1716 Πανορθόδοξη Σύνοδος γεμάτη οργή για τα παραπάνω γεγονότα και υπό την πίεση του Σουλτάνου και την ανησυχία για περαιτέρω διαρροές, για πρώτη φορά πρωτοεμφανίζεται ο υποτιμητικός όρος "παπισμός" και η έμμεση αναφορά οτι αποτελεί αίρεση.
Μεταξύ άλλων το συνοδικό κείμενο αναφέρει:
«….. Αι
γαρ θείαι Γραφαί αυταί εαυτάς ουδαμώς
ανατρέπουσιν. Έστωσαν παράδειγμα οι
νυν Παπισταί,
….. Ή πως εκ των Γραφών αποδείξωσι την
θρυλλουμένην του Πάπα μοναρχίαν, ….. ή
πως αν αποδείξειαν και εκ του Υιού το
Πνεύμα εκπορεύεσθαι, ….. Άπερ εκείνοι,
ίνα αποδείξωσιν τας
θείας νοθεύουσι βίβλους,
τας μεν προστιθέντες, τας δε αφαιρούμενοι…..
Αυτά ταύτα ποιούσι και πάντες οι λοιποί
των αιρετικών…..
«…..
Ύστερον μέντοι προ χρόνων τινών επηρεία
του πονηρού ο
Ρώμης πάπας αποσφαλείς
και εις αλλόκοτα δόγματα και καινοτομίας
πεσών,
απέστη της
ολομελείας του σώματος της ευσεβούς
Εκκλησίας και απεσχίσθη. και
νυν εστιν οίον διερρωγός τι τεμάχιον
του όλου ιστίου της πνευματικής ολκάδος
της Εκκλησίας, όπερ εκ πέντε πρότερον
συνίστατο και συνέρραπτο μερών…... «…..
και συγκατατιθέμεθα τοις κατά διαφόρους
καιρούς συντεθειμένοις συμβόλοις
πίστεως παρά ταις των Λατίνων εκκλησίαις…..
ουδέ γαρ ουδέ ημείς ετέραν δεχόμεθα
πίστιν, ουδ’ άλλο τι σύμβολον….. Τα
δε παρά Λατίνων συντεθέντα ημείς
αποπτύομεν και αποβαλλόμεθα…..» «…..
Διό και τους προστιθέντας και μικρόν
τι μόριον λέξεως, πολλού και δει λέξιν
ολόκληρον, ή τρόπω προσθήκης ή εξηγήσεως
λόγω και ερμηνείας εν τούτω τω ιερώ
Συμβόλω, ή αφαιρούντες εκ τούτου, ουκ
αποδεχόμεθα. οι
γαρ τότε άγιοι Πατέρες τους αφαιρούντας
ή προστιθέντας εις αυτό λέξιν τινα ή
μόριον λέξεως αναθεματίζουσιν…..» . «…..
Ωσαύτως και τα θεία μυστήρια της
ευχαριστίας παρ’ ημών δια των δυο ειδών
μεταδίδοται τω λαώ, και ουχ ως οι Λατίνοι
Παπισταί κακώς
ποιούντες του
ενός μόνου είδους, παρά την του Κυρίου
παράδοσιν, μεταδιδόασι τω λαώ, ό και
ανωτέρω δια πολλών διηλέγξαμεν…... «…..
Το δε καθαρτήριον
πυρ, το υπό των Παπιστών αναπλασθέν επί
τω χρηματίζεσθαι παρά των απλουστέρων,
τούτο ουδ’ ακούσαι ανεχόμεθα όλως…..». «…..
Ει δε τις ποτε συγκατάβασις και οικονομία
εγένετο, ίσως εν όσοις τρόπω συμβουλής
περί έθη και τάξεις και συνηθείας μακράς
ωκονομήθη, αλλ’ ουκ εν όσοις περί πίστεως
και δογμάτων ο λόγος….. Εν γαρ τοις
θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ
η οικονομία ή συγκατάβασις. ταύτα
γαρ ασάλευτα εισι, και υπό πάντων των
Ορθοδόξων ως απαράβατα εν πάση ευλαβεία
διαφυλάττονται. και
ο μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ως
σχισματικός και
αιρετικός κατακρίνεται
και αναθεματίζεται,
και ακοινώνητος παρά πάσι λογίζεται.
Τας μέντοι ληστρικάς Συνόδους των
αιρετικών, ως την εν Εφέσω ποτέ των
Αρειανών – ου την των Παπιστών ουδόλως
δεχόμεθα, και μάλιστα το
εν Φλωρεντία Καϊαφικόν συνέδριον,
ως ληστρικόν τε και βίαιον….. αλλά τον
Πάπαν εσχηκός και αντιφθεγγόμενον,
δηλαδή κρινόμενον και εναγόμενον, και
κριτήν τον αυτόν επί θρόνου δικάζοντα
και αποφαινόμενον κατά το αυτώ αρέσκον,
πάντως τυραννικώς και αθέσμως….. ουδόλως
παραδεχόμεθα, αλλά και αποστρεφόμεθα
και καταδικάζομεν…..»
Τί άλλαξε στην πίστη των Δυτικών από την εποχή του Γεννάδιου μέχρι το 1716 και έγιναν ξαφνικά αιρετικοί? Απολύτως τίποτα. Επρόκειτο για μια προσπάθεια σπίλωσης της Ρώμης στην προσπάθειά να μην προσχωρήσουν και άλλοι ορθόδοξοι στον καθολικισμό. Η Σύνοδος αυτή δεν ήταν αρκετή για να συγκρατήσει την ένωση τοπικών ορθοδόξων εκκλησιών με τη Ρώμη. Οπότε το 1722, μόλις πέντε χρόνια αργότερα, συνεκλήθη πάντα στην Κωνσταντινούπολη νέα Πανορθόδοξη στην προσπάθειά της να εμποδίσει την ένωση του Πατριαρχείου Αντιοχείας ως Εκκλησία με τη Ρώμη, ανεπιτυχώς, επειδή αυτή συντελέστηκε τελικά δύο χρόνια αργότερα.
Η νέα αυτή Σύνοδος στην εγκύκλιό της προς τους Ορθοδόξους
της Αντιόχειας αναφέρει μεταξύ άλλων
τους Παπικούς,
ως κενοφωνούντες, νεωτεριστές, κακοδόξους
και κακόφρονες, ψεύτες, καινοτόμους και
νεωτεριστές, διαφθορείς και νοθευτές:
«…..
να εμφολεύωσι και να είναι εγκατεσπαρμένα
λεληθότως εις τας ψυχάς των χριστιανών
της Λατινικήςκακοδοξίας
και κακοφροσύνης τα
δόγματα ή μάλλον ειπείν νεωτερίσματα
και της αληθούς πίστεως ημαρτημένα και
απεσχοινισμένα φρονήματα, ….. μη
εξαπατάσθαι ραδίως μηδέ ανοίγειν τα
ώτα ταις τωνΛατίνων κενοφωνίαις,
αλλ’ ουδέ παραδέχεσθαι τους νεωτερισμούς
αυτών και όσα κατά απάτην ψευδή και
ολέθρια δόγματα με σοφιστικά επιχειρήματα
σπεύδουσι να εγκατασπείρουν εις τας
ψυχάς υμών….. Όθεν και ημείς πρώτον περί
τούτου του μέρους θέλομεν συντύχει και
θέλομεν αποδείξει, ότι είναι ανυπόστατος
και ψευδής η τοιαύτη τυραννική
εξουσία και μοναρχία του Πάπα. και
ταύτης ως επισφαλούς αρχής αναιρεθείσης,
θέλουν συναναιρεθή επομένως και μετ’
ευκολίας και όσα εκ ταύτης της αρχής
αναφύονται και παραβλαστάνουσι της
κακοδοξίας τα ζιζάνια…..» «…..
Όταν δε πάλιν λέγουσιν οι
Παπισταί,
ότι μόνου του Πέτρου εδόθη η προστασία
και η κυβέρνησις της οικουμένης, τους
αποκρινόμεθα, ότι ψεύδονται…..» . «…..
Αλλά, καθώς είπομεν, όχι μόνον τα δόγματα
της ευσεβούς πίστεως, αλλά και τας
παραδόσεις και τάξεις της Εκκλησίας
ανέτρεψαν και διέφθειραν οι κατά
πάντα καινοτομούντες Λατίνοι,
εναντιούμενοι και τη ευαγγελική
διδασκαλία και τοις αποστολικοίς κανόσι
και εις τας ιεράς Συνόδους και απλώς
ειπείν εις τους Πατέρας της Εκκλησίας
και τας εξ αρχής φυλαττομένας παρ’ ημών
πάντων των ευσεβών παραδόσεις της
Εκκλησίας….. Όθεν και συμβουλεύομεν
πατρικώς και πνευματικώς όλους…..
να απέχετε
μακράν από τας καινοτομίας και τους
νεωτερισμούς των Λατίνων,
οι οποίοι δεν άφησαν κανένα δόγμα και
μυστήριον και παράδοσιν της Εκκλησίας
οπού να μην το φθείρουν
και να το νοθεύσουν…..» .
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν οι αφελείς και ανιστόρητες κατηγορίες περί καινοτομιών των Λατίνων, οτι δηλαδή στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε μόνο ένα τυπικό, το ορθόδοξο και οτι οι καθολικοί έκαναν νέα λειτουργία, νέα άμφια, ψαλμωδίες μετά το σχίσμα του 1054 αποτελούν προιόν άγνοιας των ορθοδόξων πατριαρχών ή εσκεμμένη συκοφαντία. Ο σκοπός ήταν να εμποδίσουν την διαρροή των πιστών προς τη Ρώμη και να κρατήσουν τα σουλτανικά προνόμιά τους. Ούτε μπορούμε να γνωρίζουμε το λόγο της αθρόας ένωσης με τη Ρώμη εκείνη την περίοδο. Αν δηλαδή οι ορθόδοξοι έβλεπαν στους καθολικούς την πίστη, την ευσέβεια, την ενάρετη χριστιανική μαρτυρία που έλειπε από μεγάλο μέρος του ορθοδόξου κλήρου εκείνη την εποχή όπου σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες επικρατούσε η διαφθορά, η σιμωνία και η άφεση αμαρτιών επί πληρωμή. Άλλωστε πολλοί Μητροπολίτες εκείνη την περίοδο καλούσαν τους Ιησούιτες να κηρύττουν στις ορθόδοξες ακολουθίες και τους καπουκίνους να εξομολογούν το ορθόδοξο ποίμνιο λόγω της αδιαφορίας και της στοιχειώδους έλλειψης μόρφωσης του Ορθόδοξου κλήρου.
Σήμερα πλέον οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών επισήμως κινούνται σε νέο αδελφικό πλαίσιο αν και η πλειοψηφία συνεχίζει να έχει τις απόψεις των δυο παραπάνω Συνόδων που όπως είπαμε, οι όροι που χρησιμοποιούν οφείλονται καθαρά σε γεωπολιτικούς λόγους και όχι δογματικούς. Μάλιστα περισσότερο κακό έκαναν στην Ορθοδοξία αφού οδήγησαν στο φαινόμενο των "ορθόδοξων τζιχαντιστών" κατά την έκφραση του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα. Από την άλλη πλευρά βέβαια η νοοτροπία της Ρώμης να στέλνει μισσιονάριους στην χριστιανική Ανατολή που την θεωρούσε πεδίο ιεραποστολής, φέρει μεγάλο μέρος ευθύνης για αυτή την κατάσταση.