Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σεραφείμ πειραιώς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σεραφείμ πειραιώς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Ο άγιος Νεκτάριος και η στάσις του έναντι των αιρέσεων και των σχισμάτων

Ο άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως

Μελέτιος, Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης

Ο άγιος Νεκτάριος και η στάσις του έναντι των αιρέσεων και των σχισμάτων

Εισήγηση στο Θεολογικό Συνέδριο επί τη 150ετηρίδι από της γεννήσεως του αγ. Νεκταρίου, Αίγινα 21-23 Οκτωβρίου 1996
myriobiblos.gr

Εισαγωγή

Το θέμα της επικοινωνίας με τους μη ορθοδόξους, με τους αιρετικούς
και τους σχισματικούς, είναι σήμερα ένα από τα μείζονα θέματα της Εκκλησίας. Μερικοί καλλιεργούν μια έντονη δυσπιστία για το
κάθε τι, που έχει σχέση με τέτοιου είδους επικοινωνίες. Τις θεωρούν
προδοσία. Και απαιτούν την πλήρη διακοπή τους. Άλλοι τις θεωρούν εντολή του Χριστού, ζήτημα γνησιότητος. Τάσεις πολωτικές αναπτύσσονται. Βαρειές κατηγορίες εκτοξεύονται. Καί όλοι ζητούν να τεκμηριώσουν την ορθότητα των απόψεών τους, με παραπομπές στην πράξη και στις θεολογικές θέσεις των αγίων .

Ο άγιος Νεκτάριος, σαv τέκνο του 20ού αιώνα, σοφός θεολόγος, θεοχαρίτωτος θαυματουργός, έχει γενική αποδοχή, από όλους Πώς τις έβλεπε τις σχέσεις με τους αιρετικούς; Τι έλεγε γι'αυτές; Ας ιδούμε.

 Κεφάλαιο Α'

Επιτρέπεται να έχη η Εκκλnσία μας σχέσεις με ετεροδόξους; Πότε; Υπό ποίες περιστάσεις; Κάποιοι δίνουν την απάντηση: Μόνο, όταν
προσέρχωνται εν μετανοία, Όταν δεν προσέρχωνται εν μετανοία, όταν δεν στρέφωνται προς την Ορθόδοξη Eκκλησία μας, σαν τηv μία αγία, ποία πρεπει να ειναι η συμπεριφορά μας πρός αυτούς; Μία ομολογία; Αρκεί; Αρκεί να την δώσωμε; Και ξεμπλέξαμε;
Ποια είναι η τοποθέτηση του Αγίου Νεκταρίου επάνω στα ερωτήματα αυτά;

1. Στα ερωτήματα αυτά ο άγιος Νεκτάριος δεν μας απαντά με μια συστηματική διαπραγμάτευση του θέματος.Στις ημέρες του δεν είχε ακόμη δημιουργηθή η λεγόμενη οικουμενική κίνηση. Η προβληματική της ήταν άγνωστη. Δεν είχε ακόμη εμφανισθή η πολωτική τάση, που παρατηρείται σήμερα, μεταξύ «οικουμενιστών» και «αντιοικουμενιστών» Ο άγιος μιλάει παρεμπιπτόντως για το θέμα αυτό. Στο βιβλίο του Ποιμαντική (1), πώς απαντά;

Απαντά καταφατικά . Απόλυτα, θα ελέγαμε , καταφατικά. Γιατί δεν λέγει απλώς «επιτρέπεται» αλλά χρησιμοποιεί τη λέξη: «επιβάλλεται» Και η λέξη «επιβάλλεται», είναι πολύ πιο έντονη από τη λέξη «επιτρέπεται». Η μια αφήνει δικαίωμα επιλογής , η άλλη δεν αφήνει τέτοιο περιθώριο.

Ο άγιος Νεκτάριος λέγει: «Ο επίσκοπος οφείλει να εμμένη αείποτε (= υπό τις οποιεσδήποτε συνθήκες) εν ταις ηθικαίς του ιερού Ευαγγελίου αρχαίς»· και σημειώνει εμφαντικά: Τις ηθικές αυτές αρχές του Ευαγγελίου δεν έχει κανένας δικαίωμα να τις παραβαίνει ούτε «δήθεν λόγω δογματικών διαφορών».

Αναφύεται εύλογα το δικό μας ερώτημα: Μπορούμε λοιπόν να έχωμε σχέσεις με τους ετεροδόξους;

Απαντάει ο άγιος: «Αι δογματικαί διαφοραί ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην». Δηλαδή η διαφορά δόγματος δεν αίρει, δεν καταργεί, το χρέος της αγάπης. Αντίθετα: Η αγάπη είναι τόσο πλατειά ώστε συγκαταβαίνει «και χαρίζεται» στο μη δόγμα. «Πάντα στέγει, πάντα υπομένει». Δεν επιτρέπεται το δόγμα ούτε να καθιστά την αγάπη ανενεργό, ούτε να την αλλοιώνει· ούτε πολύ, ούτε στο ελάχιστο. «Δι’ο ουδ’ η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται ν’ αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα», το χρέος της αγάπης.

2.- Μερικοί σύγχρονοί μας δεν συμφωνούν. Έχουν άλλη γνώμη. Λένε: Ναι. Οφείλουμε να τους αγαπάμε! Και τους αγαπάμε! Και προσευχόμεθα γι’ αυτούς! Όμως. Άλλο αγάπη, και άλλο επικοινωνία.

Η τοποθέτηση αυτή, τον άγιο Νεκτάριο δεν τον ευρίσκει σύμφωνο. « Η αγάπη, λέγει, ουδέποτε χάριν δογματικής τινος διαφοράς πρέπον να θυσιάζεται». Πόσο κατηγορηματικός είναι ο άγιος! Ούτε «χαριν δογματικής τινος διαφοράς!» το χρέος είναι απόλυτο.

Όμως αρκεί η προσευχή από μακρυά;

Ο άγιος Νεκτάριος απαντά: Όχι. Αυτό δεν αρκεί. Όποιος λέγει ότι η αγάπη μπορεί να περιορισθή μόνο στην προσευχή, κάνει λάθος! Και σε επίρρωση, φέρνει σαν παράδειγμα τον Παύλο. Επισημαίνει ότι ο απόστολος Παύλος προσευχόταν για τους Εβραίους. Και προσευχόταν για χάρη τους, για τη σωτηρία τους, «ηύχετο ανάθεμα είναι αυτών», αλλά και έκανε τα πάντα για χάρη τους. Πάντοτε από αυτούς άρχιζε.

Και επιφέρει: «Ο μη αγαπών τους ετεροδόξους επίσκοπος ο μη και υπέρ αυτών εργαζόμενος, από ψευδούς κινείται ζήλου και εστερημένος εστίν αγάπης· διότι όπου η αγάπη, εκεί και η αλήθεια και το φως, ο δε ψευδής ζήλος και η πεπλανημένη δόξα εξελέγχονται υπό του φωτός και της αγάπης και αποκρούονται». Με άλλα λόγια, για τον άγιο Νεκτάριο, εκείνοι που αρνούνται την επικοινωνία με τους αιρετικούς ή σχισματικούς, είναι πλανεμένοι και έχουν «ζήλον ου κατ’ επίγνωσιν». Τι περισσότερο και τι χειρότερο θα μπορούσε να είχε ειπεί;

3.- Συμπέρασμα: Όχι δικό μου (=του γράφοντος) αλλά του αγίου Νεκταρίου:


  • «Τα της πίστεως ζητήματα ουδ’ όλως δέον εστί να μειώσι το της αγάπης συναίσθημα».
  • Εκείνοι που δεν θέλουν επικοινωνία είναι «διδάσκαλοι του μίσους»! Και κατ’ επέκταση «μαθηταί του πονηρού», δηλαδή του διαβόλου.
  • Από την ίδια πηγή δεν εξέρχεται και γλυκύ και πικρό νερό.
  • Από την ίδια καρδιά δεν μπορεί να βγαίνη και αγάπη και μίσος και πάθος!
  • Όποιος έχει αγάπη και διδάσκει την αγάπη, δεν μπορεί να μη αγαπά και τους ετεροδόξους και τους αιρετικούς. Και είναι αδύνατο να μισή. Γιατί το «πλήρωμα της αγάπης εκδιώκει το μίσος».

Είναι θαυμάσιος ο άγιος Νεκτάριος. Δεν μιλάει ούτε για ιερείς, ούτε για λαϊκούς. Γιατί αυτοί δεν ποιμένουν. Αυτοί είναι, ή συνεργοί-εντολοδόχοι (οι ιερείς) ή απλώς υπηρεσιακό προσωπικό που υποβοηθεί τους ποιμένες στο έργο τους (οι λαϊκοί). Ο επίσκοπος πρέπει να δίδη την κατευθυντήρια αρχή και να εποπτεύη τον διάλογο και την επικοινωνία.

Συμπέρασμα δικό μου.
Το συμπέρασμα αυτό είναι νόμιμο, για δύο λόγους:




  • Διότι ό,τι ισχύει σαν εντολή Θεού για έναν αρχιερέα, ισχύει και για ολόκληρη την Ιεραρχία της Μιας Εκκλησίας, αφού αυτή έχει χρέος με Συνοδικές αποφάσεις να επιβάλλη την τήρηση του θείου Νόμου· και,



  • γιατί ο άγιος Νεκτάριος σε ό,τι έπραττε προς την κατεύθυνση της αγάπης προς τους αιρετικούς και σχισματικούς, τελικά ανεφέρετο –όπως μαρτυρούν πολλές επιστολές του- στον Οικουμενικό Πατριάρχη (2), παρ’ ότι δεν υπήρξε ποτέ ο άμεσος προκαθήμενός του, για περαιτέρω προώθηση και αξιοποίηση.

    4. Αν αυτό ισχύει για τον μεμονωμένο επίσκοπο, σαν χρέος του από τις επιταγές του ηθικού νόμου του Ευαγγελίου, πολύ περισσότερο ισχύει για τις Συνόδους των Τοπικών Εκκλησιών και για την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της. 


  •  


  • Κεφάλαιο Β'

    1. Ο άγιος Νεκτάριος ομιλώντας για το χρέος του Επισκόπου να μεριμνά να έχη επικοινωνία με αγάπη για τους ετεροδόξους και σχισματικιούς, στην προσπάθειά του να τους επαναφέρη με τον διάλογο στην επίγνωση της αλήθειας, υπενθυμίζει με έμφαση ότι στον τομέα αυτό αναπτύσσεται δύο ειδών ζηλος: ο ζήλος «κατ’ επίγνωσιν» και ο ζήλος «ου κατ’ επίγνωσιν». Η τοποθέτηση αυτή του αγίου μας υπεχρέωσε να την αναζητήσωμε στα έργα του και να ιδούμε τι εννοεί. Και πράγματι στο βιβλίο του, Γνώθι σαυτόν (3) παραθέτει όπως πάντοτε με σαφήνεια, ξεκάθαρα, τις απόψεις του.


    2. Ας ιδούμε λοιπόν: α’, ποίος είναι ο «κατ’ επίγνωσιν» ζηλωτής· και β’, ποίος είναι ο «ου κατ’ επίγνωσιν» ζηλωτής.

    α' Ποίος είναι «ο κατ’ επίγνωσιν» ζηλωτής;

    Απαντά ο άγιος:

    • Ο «κατ’ επίγνωσιν» ζηλωτής, δεν είναι ποτέ, δεν μπορεί να είναι ποτέ, μειωμένης ορθοδόξου αυτοσυνειδησίας άνθρωπος.
    • «Είναι αληθής ένθους της πίστεώς του λατρευτής· είναι όντως όλως αφωσιωμένος τω Θεώ και αυστηρώς φυλάττει τον νόμον αυτού· είναι τηρητής των πατρίων του παραδόσεων».
    • «Διακαίεται υπό του πόθου προς διάδοσιν του θείου λόγου, προς στερέωσιν της πίστεως, προς ευόδωσιν του έργου της Εκκλησίας, προς μείζονα επίδοσιν του θείου κηρύγματος, προς αποκατάστασιν της βασιλείας του Θεού επί της γης».
    Όμως αυτό δεν αρκεί, τονίζει ο άγιος Νεκτάριος.
    Για να είναι γνήσιος ο ζήλος, οφείλει ο ζηλωτής να καλλιεργή και τον έσω άνθρωπον, να είναι Χριστού εικόνα, «εραστής πασών των αρετών».

    Και προσθέτει ο άγιος. Ο αληθινός ζηλωτής:
    • «Δεν απαυδά, εργαζόμενος δεν αποκάμνει, πονών δεν αισθάνεται κάματον, δαπανώμενος δεν εξαντλείται , δεν δυσθυμεί· αλλ’ αεί ακμαίος και ζωηρός, εύθυμος και θαρραλέος ορμά προς νέαν εργασίαν».
    • «Πυρούται υπό του ενθέου ζήλου του και επιζητεί να επεκτείνη τας ενεργείας αυτού προς πάσαν την ανθρωπότητα ».

    Με τι κίνητρο;

    «Ορμώμενος εξ αγάπης προς τον Θεόν και τον πλησίον».

    Και γι’ αυτό:

    • «Ποιεί πάντα μετ’ αγάπης και αυταπαρνήσεως».
    • «Ουδέν πράττει το δυνάμενον να φέρη θλίψιν τω πλησίον αυτού»
    • Ουδέν εξωθεί αυτόν εις παρεκτροπήν».
    • Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κατ’ επίγνωσιν ζηλωτού εισίν· αγάπη θερμή προς τον Θεόν και τον πλησίον αυτού, πραότης, ανεξιθρησκεία, ανεξικακία, ευεργεσία και ευγένεια τρόπων».


    Είναι τύπος αληθούς χριστιανού.

    Συμπέρασμα: Τον αληθινό, τον «κατ’ επίγνωσιν ζηλωτή», δεν θα τον εύρης σε τίποτε σκάρτο!

    β' Ποιος είναι ο « μη κατ’ επίγνωσιν» ζηλωτής;

    Ο «μή κατ’ επίγνωσιν» ζηλωτής έχει, κατά τον άγιό μας, τα εξής χαρακτηριστικά:
    • «Πλανάται εν ταις σκέψεσι και ενεργείαις αυτού». Δηλαδή ούτε σκέπτεται σωστά, ούτε ενεργεί σωστά. Είναι ένας άνθρωπος λάθος.
    • «Πράττει τα εναντία προς τας διατάξεις του θείου νόμου». Αυτοχαρακτηρίζεται «ζηλωτής» και «φρουρός των πατρικών παραδόσεων». Προφανώς, από υπερεκτίμηση των απόψεών του και της αποστολής του. Χαρακτηρίζει άλλους, εκείνους που δεν συμφωνούν με τις απόψεις του, «προδότες της Ορθοδόξου πίστεως» και «σε δογματικά ζητήματα μειοδότες». Επικρίνει. Και κατακρίνει. Χάριν της Ορθοδόξου Πίστεως. Δηλαδή;
    • «Διαπράττει το κακόν, όπως επέλθη το υπ’ αυτού νοούμενον αγαθόν» (= καταντάει εσωτερικά ιησουΐτης).
    • Εύχεται τω Θεώ να ρίψη πυρ εξ ουρανού και να κατακαύση πάντας τους μη δεχομένους τας αρχάς και πεποιθήσεις αυτού». Εκφωνούν εναντίον τους αναθέματα!
    • «Τον μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτήν χαρακτηρίζει μίσος προς τους ετεροθρήσκους ή ετεροδόξους, ο φθόνος και ο επίμονος θυμός, η εμπαθής αντίστασις προς το αληθές πνεύμα του θείου νόμου (= ασφαλώς αυτά δεν είναι ποτέ εκ Θεού), η παράλογος επιμονή εν τη υπερασπίσει των ιδίων φρονημάτων (= πλήρης έλλειψις ταπείνωσης), ο παράφορος ζήλος προς κατίσχυσιν εν πάσι (= θέλει παντού να του περνάει, να έχη τον τελευταίο λόγο), η φιλοδοξία, η φιλονικία, η έρις και το φιλοτάραχον».

    Και συμπεραίνει ο άγιος Νεκτάριος: «Ο μη κατ’ επίγνωσιν ζηλωτής είναι άνθρωπος ολέθριος».

    Τα αυστηρά αυτά λόγια του γεμάτου ταπείνωση και αγάπη αγίου Νεκταρίου, πρέπει να μας προβληματίζουν όλους. Και να το έχωμε μόνιμο ερώτημα μέσα μας: Μήπως ο ζήλος μου εκτρέπεται με ζήλον «ου κατ’ επίγνωσιν» και αντί καλού προξενεί κακό; Δοκιμαζέτω έκαστος εαυτόν. Έκαστος τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει.


    Κεφάλαιο Γ'

    1. Τα προλεχθέντα κάνουν να εγείρεται το ερώτημα:
    • Μήπως ο άγιος Νεκτάριος είχε καταντήσει (από την πολλή συναισθηματική αγάπη του!) ανεδαφικός και ουτοπικός;
    • Μήπως δεν είχε τον πικρό ρεαλισμό της δικής μας πείρας; Γιατί εμείς το βλέπομε, ότι ο διάλογος με την Καθολική Εκκλησία βαδίζει προς πλ.ήρη αποτυχία.

    Όχι. Ο άγιος είχε μελετήσει καλά όλα τα συναφή προβλήματα. Και στο βιβλίο του, Περί των αιτίων του σχίσματος(4) καθιερώνει αρχές, που σήμερα για τους διαλόγους είναι καταστατικής αξίας. Ας τις ιδούμε:

    Λέγει ο άγιος Νεκτάριος: «Οι όροι της ενώσεως (μεταξύ Ορθοδοξίας και Λατινικής Δυτικής Εκκλησίας) είναι τοιούτοι, ώστε καθιστώσι την ζητουμένην ένωσιν αδύνατον· διότι δεν έχουσι ουδέν σημείον συναντήσεως, ζητούσι δε εκάτερα (τα μέρη) παρά της ετέρας (Εκκλησίας), ούτε πλείον ούτε έλαττον, την άρνησιν εαυτής, άρνησιν των θεμελιωδών αρχών, εφ’ ων εδράζεται όλον το οικοδόμημα της Εκκλησίας».

    Εμείς ζητούμε να αρνηθούν οι καθολικοί το πρωτείο, το αλάθητο, το Filioque. Όμως επάνω στα δόγματα αυτά στηρίζεται ολόκληρη η Καθολική Εκκλησία. Αν τα αρνηθούν, αρνούνται την Εκκλησία τους εκ θεμελίων· κάτι που είναι γι’ αυτούς πολύ δύσκολο, αν μη και αδύνατο!

    Ομοίως εκείνοι ζητούν από εμάς να δεχθούμε το πρωτείο και το αλάθητο. Αλλά και εμείς, αν τα δεχθούμε αυτά, αρνούμεθα εκ θεμελίων την Εκκλησία μας, που στηρίζεται στην Συνοδικότητα. Άρα και αυτό είναι αδύνατο να γίνει! Προς τι λοιπόν ο διάλογος.

    2. Και προχωρεί ο άγιος σε μια ακόμη, καταστατικής σπουδαιότητος, διατύπωση. Λέγει:

    «Εν όσω τα μεν κύρια αίτια του χωρισμού μένωσι τα αυτά, αι δε Εκκλησίαι αντέχωνται των εαυτών, η ένωσις είναι αδύνατος· ίνα θεμελιωθή αύτη, πρέπει να στηρίζηται επί των αυτών αρχών (δηλ. Να έχουν τα δύο μέρη αποδεχθή τις αυτές θεμελιώδεις αρχές)· άλλως «πας πόνος μάταιος».

    Τα λόγια αυτά του αγίου ισχύουν ad hoc για τον διάλογο με τους Καθολικούς.

    Ασφαλώς, τα ίδια ισχύουν και για τον διάλογο με τους Αντιχαλκηδονίους. Αν οι Αντιχαλκηδόνιοι μένουν στην εκκλησιαστική τους ταυτότητα, να αρνούνται την Σύνοδο της Χαλκηδόνος, δεν είναι «πας πόνος μάταιος»;

    3. Μετά από αυτά δημιουργείται εύλογα το ερώτημα: Αν οι ετερόδοξοι εμμένουν στην ταυτότητα της Εκκλησίας τους, και συνεπώς, φαίνεται ολοκάθαρα από την αρχή, ότι «πας πόνος μάταιος», τι λόγο υπάρξεως έχουν οι διάλογοι και οι επικοινωνίες με τους ετεροδόξους, αιρετικούς και σχισματικούς;

    Ασφαλώς, θα έπρεπε ο άγιος Νεκτάριος να έλεγε: Λάθος. Συγγνώμη, αν είπα κάπου αλλού στα βιβλία μου κάτι διαφορετικοό. Όμως δεν το λέγει.
    Τι λέγει;

    Ο άγιος Νεκτάριος λέγει: «Έστι λίαν πιθανόν να ελκύση προς εαυτόν (ο επίσκοπος ο διαχειριζόμενος τον διάλογον) και την εξ εσφαλμένης περιωπής κρίνουσαν δογματικόν τι ζήτημα ετερόδοξον εκκλησίαν»(5)

    Δηλαδή ο άγιος Νεκτάριος λέγει:
    Όσο και αν φαίνεται «αδύνατον» και «πόνος μάταιος», «έστι λίαν πιθανόν». Έτσι δεν ξεκινάει κάθε ιεραποστολική δραστηριότητα εσωτερικής και εξωτερικής ιεραποστολής; Υπάρχει ποτέ σιγουριά για το αποτέλεσμα;

    Ο διάλογος έχει ένα σκοπό. Να βοηθήση την ετερόδοξη ή σχισματική «εκκλησία», να καταλάβη το λάθος της. Γιατί μόνο τότε μπορεί, υπάρχει πιθανότητα, να επανέλθη στην Ορθοδοξία και στην σωτηρία (αφού η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Μία Εκκλησία), όχι ένα άτομο μόνο, αλλά ένα σύνολο, μια ολόκληρη «Εκκλησία».

    Και αυτός είναι ο υπέρτατος στόχος κάθε ποιμαντικής: Να ελκύση σύνολα. Σύνολα μεγάλα.

    Ο στόχος του αγίου Νεκταρίου είναι καθαρά ποιμαντικός. Αφορά στην σωτηρία. Ο επίσκοπος, η Εκκλησία, εργάζεται μόνο για την σωτηρία. Όχι για τα όποια σχέδια.

    Συμπέρασμα

    Η εργασία των ατόμων και της Εκκλησίας (=των ποιμένων) για την σωτηρία, είναι κατά τον απόστολο Παύλο ένας πόλεμος. Ανέκαθεν στους πολέμους εφάρμοζαν μία τέχνη, που λέγεται στρατηγική. Η στρατηγική είναι μία μεθόδευση ενεργειών. Η καλή μεθόδευση ενεργειών έδωκε σε στρατηγούς περιφανείς νίκες. Η κακή, έγινε αφορμή να διαλυθούν κοσμοκρατορίες.

    Το ίδιο ισχύει και για την πνευματική ζωή. Χρειαζόμαστε στρατηγική· καλή μεθόδευση.

    Στο «Γεροντικό» διαβάζομε:
    Δύο μοναχοί συναντούν, χωριστά ο καθένας, έναν ιερέα των ειδώλων στην έρημο. Ο πρώτος μιλάει δογματικά, όπως τον έβλεπε υπό το πρίσμα του δόγματος, ότι η ειδωλολατρεία είναι δαιμονική θρησκεία και οι ιερείς της υπηρέτες του διαβόλου. Του λέει:
    -Αί, αι δαίμον! Πού τρέχεις;

    Ο άλλος του μιλάει με την χριστιανική καλωσύνη και αγάπη. Του λέει:
    -Σωθείης· σωθείης, καματηρέ!

    Αυτό σημαίνει καλή μεθόδευση· καλή στρατηγική.

    Ερωτάει με απορία ο ιερέας τον άγιο Μακάριο.
    -Τι καλό είδες επάνω μου, χριστιανός συ, και μου μιλάς με τόσο καλό τρόπο;
    Απαντάει ο άγιος:
    -Βλέπω, ότι εργάζεσαι για την ψυχή σου με ζήλο. Και σε λυπάμαι, γιατί δεν το έχεις καταλάβει, ότι ο κόπος σου θα παέι χαμένος!...

    Αποτέλεσμα:
    • Τα λόγια του πρώτου εξόργισαν τον ιερέα τόσο, που όρμησε επάνω του και τον «εσάπισε» στο ξύλο.
    • Τα λόγια του δευτέρου, τον κατένυξαν τόσο, που άφησε την ειδωλολατρεία και το επίζηλο αξίωμά του, και έγινε χριστιανός και μοναχός (Αββά Μακαρίου, λθ’).

    Το πιστεύω και των δύο μοναχών ήταν το ίδιο. Ο ένας έκαμε μία άκριτη μετωπική επίθεση εναντίον του ιερέα των ειδώλων. Ο άγιος Μα;κάριος εφάρμοσε μια στρατηγική· έκαμε μια μεθόδευση. Και εκέρδισε μια μεγάλη νίκη. Εκέρδισε έναν άνθρωπο. Εκέρδισε τον αδελφό του. Για την αιωνία ζωή.

    Ο άγιος απόστολος Ιωάννης «πλήρης ων της αγάπης, πλήρης γέγονε και της θεολογίας».

    Και ο άγιος Νεκτάριος, ο άνθρωπος της άνευ όρων, ορίων και προϋποθέσεων αγάπης και καλωσύνης, με την σιγουριά της αγάπης και της γνώσης της αγίας Ορθοδόξου Πίστεως, θεωρούσε χρέος του να έχη επικοινωνία με αιρετικούς και σχισματικούς· ποθώντας και επιδιώκοντας την σωτηρία τους.

    Είχε σωστό κριτήριο. Και σωστό μέτρο. Και έγινε τύπος Ορθοδοξίας και ορθοπραξίας.







    NOTES

    1. - Βλ. Αγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μάθημα Ποιμαντικής, Θεσσαλονίκη 1974(3), σ. 192, απ’ όπου και τα εν συνεχεία παραθέματα.

    2. - Βλ. Θεόκλητου μοναχού Διονυσιάτου. Ο άγιος Νεκτάριος Αιγίνης, σ. 329 κ.ε.


  •  


  •  3. - Βλ. Νεκταρίου Κεφαλά, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Το γνώθι σαυτόν ήτοι μελέται θρησκευτικαί και ηθικαί «...» Αθήναι 1962 (2) (Κεφάλαιον Ζ’, παράγραφος 36), σσ. 135-136, απ’ όπου και τα συνέχεια παραθέματα.



  • 4. - Βλ. Αγίου Νεκταρίου, Μελέτη ιστορική περί των αιτίων του Σχίσματος [...], τόμος Α’, Αθήναι 1998 (2), σσ. 28-29, απ’ όπου και τα εν συνεχεία παραθέματα.

    5. - Βλ. Αγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μάθημα Ποιμαντικής, όπ.π.,σ. 192.
     
  • Παρασκευή 4 Μαΐου 2012

    Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας απέναντι στις μηνύσεις και τους αναθεματισμούς του Σεραφείμ Πειραιώς

    Μετά τις παρεμβάσεις του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και καθηγητών του ΑΠΘ σχετικά με τους αναθεματισμούς του Σεραφείμ Περαιώς κατά του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄και την μήνυσή του κατά της εν Ελλάδι "παπικής παρασυναγωγής" παραθέτουμε μαρτυρίες που συναύδουν με τις θέσεις του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού και του ανθενωτικού Οικουμενικού Πατριάρχη Γενναδίου Σχολαρίου από τις οποίες ο Άγιος Πειραιώς απέχει μακράν.

    Ο πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεως Πατρών, Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Τσαντίλης, μετά μητροπολίτης Ύδρας, κατά την μετάβαση του στη Ρώμη για την παραλαβή της κάρας του Πρωτοκλήτου αποδίδει τιμή και σεβασμό στον Πρωθιεράρχη της Παλαιάς Ρώμης Παύλο Στ . Κατά την τάξη «ποιεί σχήμα» και ασπάζεται την δεξιά του, όπως έπραξε και το 1438 ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός στον πάπα Ευγένιο Δ στη Φεράρα! 

    Εμπνεόμενοι λοιπόν από τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, άλλο είναι η κριτική για θεολογικές και εκκλησιολογικές διαφορές που πρέπει να θέτονται μέσα στα πλαίσια του Διαλόγου ειλικρινείας και αγάπης τότε και τώρα, και άλλο το απύθμενο μίσος, η επιλεκτική μεσαιωνοπληξία και οι μηνύσεις εναντίον ετεροδόξων που αποσκοπούν στην ποινή φυλάκισής τους.




    Τα Παλαίφατα ελληνόφωνα Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και οι Εκκλησίες της Κύπρου, της Ρουμανίας και της Ελλάδος με συνοδικές αποφάσεις τους από το 1923 έως το 1939 αναγνώρισαν το κύρος της αρχιερωσύνης των Αγγλικανών με τη βασική αρχή ότι πηγή της είναι η Ρωμαϊκή αρχιερωσύνη, η οποία παρά την υφιστάμενη ακοινωνησία ουδέποτε αμφισβητήθηκε η Κανονικότητά της στην Ιστορία. Γι’ αυτό η ελληνική Πολιτεία αποδέχεται πλήρως και τιμά την αρχιερατική αξία των Λατίνων Ιεραρχών της Ελλάδος από το 1830. Η Μητέρα Εκκλησία και όσες Εκκλησίες πηγάζουν εξ Αυτής δέχονται μέχρι σήμερα την συμβουλή του ανθενωτικού, μετέπειτα Οικουμενικού Πατριάρχη, Γενναδίου Σχολαρίου, όταν «προσέρχονται μετ' ευλαβείας οι Αρμένιοι και οι Λατίνοι στην θεία λειτουργία μας να τους δίδεται το αντίδωρο». Αυτό τηρείται εκ παραδόσεως στις Κυκλάδες και το μαρτυρούν οι προ 40ετιας παριστάμενοι στην πανήγυρη της Ευαγγελιστρίας Τήνου Λατίνοι ιεράρχες: ο Τήνου Ιωάννης Περρής και Σύρου Γεώργιος Ξενόπουλος, που δέχονται ευλαβικά τα «Υψώματα» που τους προσφέρονται ως αρχιερείς από τον Ορθόδοξο Λειτουργό. 
     
    Ο Σεραφείμ Πειραιώς λοιπόν θέτει εαυτόν υπεράνω του Πατριάρχη Γενναδίου αφού κατά τον τελευταίο επιτρέπεται να δίνεται το αντίδωρο στους Λατίνους κατά την Θεία Λειτουργία, ενώ κατά τον πρώτο απαγορεύεται ο εκτός Θείας Λειτουργίας αγιασμός από καθολικό ιερέα προς ορθόδοξους μαθητές δημοτικού.
     
     Ο Πάπας Παύλος ΣΤ' σε επίσκεψή του στο Φανάρι, ενδεδυμένος με το επιτραχήλιο που του είχε φορέσει ο ίδιος ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας κατά την πρώτη τους συνάντηση στα Ιεροσόλυμα ως ένδειξη οτι η Ορθοδοξία αναγνωρίζει την ρωμαική αρχιερωσύνη παρά την ακοινωνησία.

    Αρχιεπισκοπικές αιχμές για τους επικριτές του διαλόγου με τους Ρ/Καθολικούς


    Στη Σχολή Εθνικής Αμύνης βρέθηκε σήμερα (28/03/2012) το πρωί ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, όπου είχε την ευκαιρία να συζητήσει με τους σπουδαστές για επίκαιρα θέματα.

    Για τις αντιδράσεις στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς ο Μακαριώτατος είπε:

    «Δεν κάναμε ποτέ εμείς διάλογο μόνοι μας, ως Ορθόδοξοι Έλληνες, με τους Καθολικούς. Ούτε οι Ρώσοι θα μπορούσαν να πάνε μόνοι τους. Ήρθαν όλοι οι Ορθόδοξοι, ψήφισαν και είπαν θα κάνουμε το διάλογο με τους Καθολικούς, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις και ορισμένους όρους. Έρχονται μερικοί Αρχιερείς –και επηρεάζουν και μερικούς λαϊκούς– και λένε “τι τον θέλουμε αυτόν τον διάλογο;”
    Κατ’ αρχήν, χριστιανικά, δεν μπορούμε να απορρίψουμε ποτέ τον διάλογο. Με όλους πρέπει να μιλάμε. Το θέμα είναι να κρατάμε εμείς την αλήθεια. Έχουμε, λοιπόν, αυτόν τον διάλογο και υπάρχουν μερικοί που λένε “όχι!”. Μα δεν είναι απόφαση μόνο δική μας. Είναι απόφαση που έχουν πάρει όλοι οι Ορθόδοξοι. Δεν είναι θέμα δικό μου να πω “όχι στο διάλογο”.

    Συνήλθαν όλοι οι Ορθόδοξοι και αποφάσισαν να μιλήσουν και με τους Καθολικούς. Τώρα τελευταία μιλάμε και με το Ισλάμ, να μιλήσουμε και με τους Διαμαρτυρομένους κ.λπ. Η προσοχή του διαλόγου είναι μέχρι πού φτάνουν, εάν ζητούν να κάνουμε παραχωρήσεις, συμφωνίες κ.λπ. Η Εκκλησία μας, λοιπόν, δεν έχει παρατηρήσει σημεία με βάση τα οποία πρέπει να πούμε πως διακόπτουμε τον διάλογο»

    Σχετικά με την έννοια της Νεο - πατερικής ή Μετα- πατερικής Θεολογίας:

    «Η εποχή μας έχει βγάλει κι αυτή Πατέρες. Η νεοπατερική, την είπανε μεταπατερική, δεν είναι άλλη θεολογία, είναι χρονικό πράγμα. Όπως θα λέγαμε η σύγχρονη θεολογία, οι σύγχρονοι θεολόγοι. Περιμένουμε, βέβαια, την απάντηση του Σεβ. Δημητριάδος. Εάν είναι, λοιπόν, ζήτημα χρονικό, δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε».

    Σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία και τον χωρισμό Εκκλησίας-Κράτους:

    «Όταν βλέπω ότι την περιουσία τη δίνω στον φτωχό και την παίρνεις και τη δίνεις στον πλούσιο, δεν θα διαμαρτυρηθώ; Τώρα τι λέει ο νόμος, όποια περιουσία δόθηκε το 1952 και δεν έχει διατεθεί, το κράτος μπορεί να τη δώσει όπου θέλει».
    «Είμαστε υπέρ του χωρισμού, όχι γιατί το θέλουμε εμείς, εμείς δεν θα το ζητήσουμε ποτέ. Εάν μας πούνε ότι δεν μας θέλουν, θα το κάνουμε. Θα περάσουμε καλύτερα. Μόνοι μας δεν θα το κάνουμε, γιατί μπορούμε ότι μπορούμε να βοηθήσουμε ακόμη.»

    Σχετικά με τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία και τις εξελίξεις στη Συρία:
    «Στο Ιράκ χάθηκε ο Χριστιανισμός όλος. Πρέπει να μας απασχολήσει το θέμα των Χριστιανών γύρω από τη Μεσόγειο. Φεύγουν από όλα αυτά τα μέρη για να γίνουν αραβικά. Δεν πρέπει εμείς να νοιαστούμε γι’ αυτούς τους ανθρώπους;»

    Για τα μέτρα που ελήφθησαν για τις πρόσφατες παρελάσεις ο Μακαριώτατος τόνισε:

    "Τα μέτρα που ελήφθησαν πριν μερικές μέρες είναι ταπεινωτικά για όλους μας."

     Πηγή: amen.gr

    Βαρυσήμαντη επιστολή Καθηγητών ΑΠΘ για τους "αντιρρησίες" των διαλόγων

    Ο Πάπας Παύλος ΣΤ' ασπάζεται στη Ρώμη τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, ενδεδυμένος το επιτραχήλιο που του είχε φορέσει ο ίδιος ο Πατριάρχης κατά την πρώτη συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα, δηλώνοντας με αυτή την κίνηση οτι παρά την ακοινωνησία, ουδέποτε αμφισβητήθηκε η ρωμαική αρχιεροσύνη.

    Αναδημοσίευση από το Amen.gr. Οι υπογραμμίσεις είναι του ιστολογίου.

    Επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο απέστειλε νωρίτερα σήμερα, όπως πρώτο είχε γράψει από χθες βράδυ το Amen.gr, ομάδα καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. με την οποία καταδικάζεται η στάση ορισμένων Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι της συνοδικώς ληφθείσης αποφάσεως συμμετοχής της στους διαχριστιανικούς διαλόγους. Ιδιαίτερη αναφορά μάλιστα γίνεται στη στάση και τα «αναθέματα» που εξαπέλυσε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ ενώ οι Καθηγητές δεν παραλείπουν να αναφερθούν και στον Μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ.«Ενώ, όμως, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ενθέρμως ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, παρατηρούμε ότι ορισμένα μέλη της προβαίνουν σε πράξεις που υποσκάπτουν όχι μόνον την πορεία αυτών των διαλόγων, αλλά, ακόμη, και αυτήν την διορθόδοξο ενότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανησυχία μας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ι. Σύνοδος έως στιγμής δεν ήλεγξε τα μέλη της, Ιεράρχες, για την άτοπη και αντισυνοδική συμπεριφορά τους. Η στάση αυτή της Ι. Συνόδου μας αναγκάζει να αποστείλουμε την παρούσα επιστολή δια της οποίας θέτουμε προς το σεπτό σώμα της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τις ακόλουθες παρατηρήσεις και ερωτήσεις» σημειώνουν οι καθηγητές που υπογράφουν την επιστολή.

    Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής και τα ονόματα των καθηγητών που την υπογράφουν:

    Προς την Ι. Σύνοδο
    της Εκκλησίας της Ελλάδος
    Ι. Γενναδίου 14,
    115 21 Αθήνα
    Θεσσαλονίκη, 29 Μαρτίου 2012
    "προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ
    ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ,
    ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου".
    Πρ 20,28
    Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,

    Σεβασμιώτατοι,

    Από μακρού χρόνου η ακαδημαϊκή κοινότητα παρακολουθεί την εξέλιξη μιας ιδιοτύπου διαμάχης, η οποία αφορά στην θέση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος στους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους και τους οργανισμούς όπου αυτοί διεξάγονται. Οι περισσότεροι εξ ημών έχουμε συμμετάσχει στο παρελθόν και εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στους επιστημονικούς αυτούς διαλόγους, εκπροσωπούντες είτε την Εκκλησία της Ελλάδος είτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες παλαίφατες εκκλησιαστικές διοικήσεις. Για τα αποτελέσματά τους υποβάλλεται λεπτομερής απολογισμός στις αρμόδιες συνοδικές επιτροπές, όπου οι Σεβ. Ιεράρχες έχουν την δυνατότητα να ενημερωθούν διεξοδικώς για την πρόοδο αυτών των κινήσεων.

    Η Εκκλησία της Ελλάδος, ακολουθώντας τον τύπο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αποφάσισε συνοδικώς, ήδη από το πρώτο μισό του παρελθόντος αιώνος, να αποστείλει αντιπροσώπους της στους οργανισμούς διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου. Η αποστολική τεκμηρίωση της δια του διαλόγου μαρτυρίας της αληθείας παρείχε πλήρη εχέγγυα για την ορθότητα της συμμετοχής της ενώ, συνάμα, η σύγχρονη απαρχή της διαχριστιανικής προσεγγίσεως με τις εγκύκλιες αποφάσεις της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου των ετών 1902 και 1904 επιβεβαίωνε την θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως υπευθύνου για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Για εκείνους δε που θα επιζητούσαν την περαιτέρω αγιολογική τεκμηρίωση της συγχρόνου διαχριστιανικής κινήσεως, αυτή ευρίσκεται εις το έργο του Αγίου Φιλαρέτου, Μητροπολίτου Μόσχας, ο οποίος έγραψε περί τα μέσα του 19ου αιώνος δια την ανάγκη θεραπείας των τραυμάτων του εκκλησιαστικού σώματος, την δυνατότητα επανενώσεως της διηρημένης χριστιανοσύνης και την κοινή χριστολογική πεποίθηση που διατηρούν μετά της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας οι αποσχισθέντες κλάδοι της. Ως αποφθεγματικώς διετύπωσε τούτο ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως: «τὸ δόγμα δεν καταπολεμεῖ τὴν ἀγάπην• ἡ δὲ ἀγάπη χαρίζεται τῷ δόγματι».

    Ενώ, όμως, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ενθέρμως ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, παρατηρούμε ότι ορισμένα μέλη της προβαίνουν σε πράξεις που υποσκάπτουν όχι μόνον την πορεία αυτών των διαλόγων, αλλά, ακόμη, και αυτήν την διορθόδοξο ενότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανησυχία μας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ι. Σύνοδος έως στιγμής δεν ήλεγξε τα μέλη της, Ιεράρχες, για την άτοπη και αντισυνοδική συμπεριφορά τους. Η στάση αυτή της Ι. Συνόδου μας αναγκάζει να αποστείλουμε την παρούσα επιστολή δια της οποίας θέτουμε προς το σεπτό σώμα της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τις ακόλουθες παρατηρήσεις και ερωτήσεις.

    Από μέλος της Ιεραρχίας, τον Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, την Κυριακή της Ορθοδοξίας του τρέχοντος έτους ανεγνώσθησαν «νέα αναθέματα» εναντίον του πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ «καὶ τοῖς αὐτῷ κοινωνοῦσι». Αναρωτιόμαστε, εάν η Εκκλησία της Ελλάδος τηρεί διαφορετική στάση από αυτήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο δια συνοδικής αποφάσεως εν έτει 1965 ήρε το ανάθεμα του 1054 που είχε εξαπολύσει ο πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ εναντίον των απεσταλμένων του πάπα Λέοντος Θ΄. Διότι, αποτελεί λογική ανακολουθία να αναθεματίζονται ο σημερινός πάπας Ρώμης «καὶ οἱ αὐτῷ κοινωνοῦντες» από έναν Επίσκοπο, και μάλιστα την ίδια στιγμή που επισήμως η Σύνοδος, στην οποία ανήκει, βρίσκεται σε θεολογικό διάλογο μαζί τους. Το αυτό ισχύει και για τους μύδρους του Σεβ. Πειραιώς κατά των Διαμαρτυρομένων, τους οποίους «συνανεθεμάτισε», παραβλέποντας πως για τέσσερεις και πλέον αιώνες ουδεμία Σύνοδος Ορθοδόξων θεώρησε σκόπιμο να προβεί σε ανάλογη ενέργεια. Οι πανορθόδοξες αποφάσεις επί του διαχριστιανικού διαλόγου οφείλουν να αποτελούν τον κανονικό οδηγό και την βακτηρία των ποιμένων της Εκκλησίας και όχι να διαβάλλονται και να καταστρατηγούνται από αυτούς.

    Ο ίδιος Ιεράρχης, επίσης, έχει λάβει ως συνήθεια να καθυβρίζει σκαιώς την μουσουλμανική και την ιουδαϊκή θρησκεία μαζί με τους λειτουργούς και τους πιστούς τους. Αδυνατούμε να διακρίνουμε ή, έστω, να εικάσουμε ποιο είναι το πνευματικό ή ποιμαντικό όφελος από αυτή την απρόκλητη, βίαιη καταφορά ενός Επισκόπου εναντίον ανθρώπων διαφορετικού θρησκεύματος. Ταυτοχρόνως, μας προβληματίζει σοβαρά η εικόνα της Εκκλησίας της Ελλάδος και των ποιμένων της που εκπέμπεται στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας εξαιτίας αυτών των ενεργειών, και πολλοί από εμάς γινόμαστε κοινωνοί της απορίας και της αγανακτήσεως που αυτές εγείρουν. Είναι, άραγε, δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος την ζημία και την δυσχέρεια που προκαλεί η προαναφερθείσα νοοτροπία και συμπεριφορά στα παλαίφατα Πατριαρχεία, των οποίων άπασες οι καθέδρες ευρίσκονται σε κράτη με μουσουλμανική ή ιουδαϊκή πλειονότητα; Δεν πείθουμε διά των ύβρεων για την ευαγγελική αλήθεια, ειδικώς όταν η αλήθειά μας εκπορεύεται από τον Θεό της ειρήνης, ο οποίος όρισε ως τύπο και τόπο Του τους Επισκόπους και «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». Σε αυτό το σημείο κρίνουμε αναγκαίο η Ι. Σύνοδος να απαντήσει εάν δέχεται εκβιασμούς ή παρεμβάσεις από οποιοδήποτε ξένο θρησκευτικό κέντρο, όπως σαφώς κατήγγειλε ο ως άνω αναφερόμενος Ιεράρχης.
    Συνωδά προς τον Μητροπολίτη Πειραιώς, και ο συνώνυμός του, Σεβ. Μητροπολίτης Κυθήρων, καταφέρεται, όπως και ο πρώτος, εναντίον του Πατριαρχείου Σερβίας κατηγορώντας το για κακοδικία (χάριν συμφερόντων ή απωλείας της Ορθοδόξου συνειδήσεως) στην περίπτωση του καθηρημένου πρώην Ράσκας, μοναχού Αρτεμίου, τον οποίο, μάλιστα, αμφότεροι οι προαναφερθέντες επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος χαρακτηρίζουν «κανονικό Επίσκοπο», «ομολογητή» και «άγιο». Τα ερωτήματα που αναφύονται, εν προκειμένω, είναι προφανή: Υφίσταται, Μακαριώτατε, κοινωνία των ως άνω Μητροπολιτών της ελλαδικής διοικήσεως με έναν εγνωσμένα σχισματικό πρώην Επίσκοπο; Αρνείται η Ι. Σύνοδος της Ε.τ.Ε. την δικαιοδοσία και την κρίση των συνοδικών οργάνων της αδελφής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας; Θεωρούμε κανονικώς και εκκλησιολογικώς απαράδεκτο Επίσκοποι αλλοτρίας Αυτοκεφάλου διοικήσεως να συνάπτουν κανονική κοινωνία με σχισματικούς, οι οποίοι δρουν εις βάρος της τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ίδιο απαράδεκτο θα θεωρούσαμε το να υποστηρίξουν και να κοινωνήσουν Επίσκοποι άλλης Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους εν Ελλάδι σχισματικούς. Εκτός και εάν για τους Σεβασμιωτάτους υφίστανται δύο μέτρα και δύο σταθμά: «ανάθεμα» για τους σχισματικούς της Δύσεως και «κοινωνία» με τους σχισματικούς των Βαλκανίων.
    Γνωρίζουμε ότι ικανός αριθμός Ιεραρχών έχει εκφράσει τις ανησυχίες του και αιτηθεί την σύγκληση της Ι. Συνόδου προκειμένου να επιβεβαιωθεί εκ νέου ή να επανακαθορισθεί η στάση της Ε.τ.Ε. έναντι του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου και της Οικουμενικής κινήσεως. Ως μέλη της Εκκλησίας και θεράποντες της ιεράς επιστήμης της Θεολογίας θέτουμε υπ’ όψιν του σεπτού Σώματος της Ιεραρχίας και τις δικές μας παρατηρήσεις και ερωτήσεις. Μια σαφής συνοδική απαντητική διαγνώμη επί του θέματος είμαστε βέβαιοι ότι θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της ορθοδόξου μαρτυρίας στον κόσμο.

    Μετά βαθυτάτου σεβασμού

    Ευαγγελία Αμοιρίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια
    Χρήστος Αραμπατζής, Επίκουρος Καθηγητής
    Χαράλαμπος Ατματζίδης, Επίκουρος Καθηγητής
    Διονύσιος Βαλαής, Επίκουρος Καθηγητής
    Πέτρος Βασιλειάδης, Καθηγητής
    Μόσχος Γκουτζιούδης, Λέκτορας
    Ηλίας Ευαγγέλου, Επίκουρος Καθηγητής
    Αγγελική Ζιάκα, Επίκουρη Καθηγήτρια
    Φώτιος Ιωαννίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής
    Δημήτριος Καϊμάκης, Καθηγητής
    Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής
    Άννα Κόλτσιου – Νικήτα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
    Δήμητρα Κούκουρα, Καθηγήτρια
    Αντωνία Κυριατζή, Λέκτορας
    Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Καθηγητής
    Νικόλαος Μαγγιώρος, Επίκουρος Καθηγητής
    Γεώργιος Μαρτζέλος, Καθηγητής
    Βασιλική Μητροπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια
    Ιωάννης Μούρτζιος, Αναπληρωτής Καθηγητής
    Παναγιώτης Παχής, Καθηγητής
    Ιωάννης Πέτρου, Καθηγητής
    Παναγιώτης Σκαλτσής, Αναπληρωτής Καθηγητής
    π. Ιωάννης Σκιαδαρέσης, Επίκουρος Καθηγητής
    Χρυσόστομος Σταμούλης, Καθηγητής
    Χρήστος Τσιρώνης, Επίκουρος Καθηγητής
    Στυλιανός Τσομπανίδης, Επίκουρος Καθηγητής
    Παναγιώτης Υφαντής, Επίκουρος Καθηγητής
    Γλυκερία Χατζούλη, Επίκουρη Καθηγήτρια

    Τρίτη 1 Μαΐου 2012

    Βαρθολομαίος: "Να ληφθούν μέτρα κατά του Σεραφείμ"


    Επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο μέσω της οποίας του υπογραμμίζει ότι ενέργειες ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος δυναμιτίζουν την ενότητα της Ορθοδοξίας απέστειλε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος.
    Ο Παναγιώτατος αναφέρεται και στα "αναθέματα" του Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, ζητώντας εν Συνόδω να αποδοκιμαστούν τέτοιες πρακτικές.
    Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ:
    Μακαριώτατε Αρχιεπίσκοπε Αθηνών και πάσης Ελλάδος, εν Χριστώ τω Θεώ λίαν αγαπητέ και περιπόθητε αδελφέ και συλλειτουργέ της ημών Μετριότητος κύριε Ιερώνυμε, Πρόεδρε της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, την Υμετέραν σεβασμίαν Μακαριότητα αδελφικώς εν Κυρίω κατασπαζόμενοι, υπερήδιστα προσαγορεύομεν.

    Επικοινωνούντες δια των μετά χείρας αδελφικών ημών Πατριαρχικών Γραμμάτων προς την Υμετέραν λίαν ημίν αγαπητήν και περισπούδαστον Μακαριότητα και την περί Αυτήν Ιεράν Σύνοδον της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος, επιθυμούμεν ίνα καταστήσωμεν Υμάς κοινωνούς της ην δοκιμάζει η Μήτηρ Εκκλησία αγωνίας και θλίψεως εκ των δηλώσεων, εκδηλώσεων και εν γένει κινήσεων εντός των κόλπων της Υμετέρας Εκκλησίας, καθ' ας εκφράζονται θέσεις και εκτιμήσεις και απόψεις ήκιστα συμβιβαζόμεναι προς το Ορθόδοξον ήθος και έθος, προκαλούσαι ευρυτέραν απορίαν, εγκυμονούσαι δε και κινδύνους και απροβλέπτους συνεπείας δια την ενότητα αυτής ταύτης της καθ' Υμάς Εκκλησίας, αλλά και της Αγίας ημών Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω συνόλω αυτής. 

    Ως γνωστόν και επιμεμαρτυρημένον ιστορικώς και μέχρι της σήμερον, η Μήτηρ Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία περιβάλλει ανέκαθεν δια τιμής και αγάπης τους κατά καιρούς επί κεφαλής και τους Ιεράρχας της καθ' Υμάς Αγιωτάτης Εκκλησίας, μετά στοργής δε και γνησίας μητρικής αγάπης τον ευσεβή Ελληνικόν Λαόν, τον οποίον αύτη, η Κωνσταντινουπολίτις Εκκλησία, εγαλούχησεν εις τα νάματα της αμωμήτου ημών Ορθοδόξου πίστεως, εις ην ετήρησε τούτον εν καιροίς δισέκτοις και χαλεποίς δια το ημέτερον ευσεβές Γένος, ορθοτομούσα τον λόγον της αληθείας.
    Η εκκλησιαστική, έτι δε και η θύραθεν ιστορία, μαρτυρούσιν αψευδώς περί της και εν τω τομεί τούτω της κυρίας και καιρίας ευθύνης του Αγιωτάτου Αποστολικού και Πατριαρχικού Οικουμενικού Θρόνου θυσιαστικής προσφοράς αυτού, ευρύτερον μεν εν τω στερεώματι της Αγίας Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, ιδιαιτέρως δε, εν καυχήσει ομολογούμεν και ημείς, προς τον ομαίμονα Ορθόδοξον Ελληνικόν Λαόν. 

    Της οφειλετικής ταύτης προσφοράς του καθ' ημάς Θρόνου ούσης αποδεδειγμένης και εκτιμωμένης υπ' αυτού τούτου του ανέκαθεν αφωσιωμένου τη Μητρί αυτού Εκκλησία ευσεβούς Ελληνικού Λαού, αλλά και υπό των αοιδίμων Προκατόχων Υμών, των Ιεραρχών και του κλήρου αυτού, ιδία από του έτους 1850 μέχρι της σήμερον, ένιαι γνωσταί ημίν τε και Υμίν ενέργειαι εις βάρος του κύρους του πανιέρου θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ατυχώς οσημέραι αυξανόμεναι, τείνουσι, θα συμφωνήση ασφαλώς και η Υμετέρα Μακαριότης και η περί Αυτήν Ιερά Σύνοδος της καθ'  Ελλάδα Εκκλησίας, ίνα δημιουργήσωσι κρίσιν εις τους κόλπους της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, μη δυναμένην ίσως εν τω μέλλοντι ακινδύνως να αντιμετωπισθή και ελεγχθή, εάν μη από τούδε ληφθώσιν αι προσήκουσαι αποφάσεις, εκκλησιαστικαί και ποιμαντικαί, προς αντιμετώπισιν των τάσεων τούτων.

    Ομολογούμεν ότι μεγάλως απασχολούσι την Μητέρα Εκκλησίαν, πεποίθαμεν δε και την Υμετέραν, αι κινήσεις και εκδηλώσεις ομαδοποιημένων προσώπων, ευτυχώς, το γε νυν, μικράς εμβελείας, στόχον έχουσαι την αμφισβήτησιν και την κριτικήν αποφάσεων πανορθοδόξως ληφθεισών, συμφωνούσης και προσεπικυρούσης και της Εκκλησίας της Ελλάδος, περί συμμετοχής της όλης Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τους διεξαγομένους μετά των ετεροδόξων διμερείς και πολυμερείς Θεολογικούς Διαλόγους και τας διαχριστιανικάς συναντήσεις εν τω Παγκοσμίω Συμβουλίω Εκκλησιών, τω Συμβουλίω Ευρωπαϊκών Εκκλησιών και άλλοις παρεμφερέσι διαχριστιανικοίς οργανισμοίς.
    Αι κινήσεις και εκδηλώσεις αύται, περιωρισμέναι και αμελητέαι ίσως κατ' αρχήν, έλαβον προσφάτως απαραδέκτους διαστάσεις, ως συνέβη, μεταξύ άλλων, και εν τινι Ιερά Μητροπόλει της Αγιωτάτης Υμών Εκκλησίας εν οργανωθείση υπό του οικείου Μητροπολίτου λαϊκή συνάξει, ου μην αλλά και κατά την Θείαν Λειτουργίαν της Κυριακής της Ορθοδοξίας δια της εκφωνήσεως υπό του ιδίου Μητροπολίτου "αναθεματισμών" κατά ετεροδόξων και αλλοθρήσκων, ως και πάντων των μετεχόντων εις την λεγομένην Οικουμενικήν Κίνησιν.
    Αι τοιαύται εκδηλώσεις δεν δύναται να υποτιμώνται η να τιμώνται δια της ενεργού παρουσίας και συμμετοχής και Ιεραρχών της καθ' Υμάς Εκκλησίας, δυστυχώς δε, μετά λύπης σημειούμεν, και εκπροσώπων της Υμετέρας Μακαριότητος, καθ' ότι εκφράζονται εν αυταίς θέσεις και απόψεις στρεφόμεναι κατά της ηγεσίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών και των συνοδικώς ειλημμένων αποφάσεων αυτών, αλλά και εσχάτως δια πρώτην φοράν και κατά αυτού του πανιέρου θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, του δια του παραδείγματος και της θυσιαστικής μαρτυρίας και των ανά τους αιώνας αγώνων αυτού υπάρξαντος και υπάρχοντος κήρυκος, προασπιστού και φύλακος της Ορθοδόξου ημών πίστεως και μαρτυρίας και της κανονικής τάξεως εν τη Αγιωτάτη ημών Εκκλησία. 

    Μετ' ευλόγου εκπλήξεως δια τας αποδιδομένας κατά τας εν λόγω εκδηλώσεις μονομερείς και επιλεκτικάς αναφοράς και ερμηνείας, κατά της Ορθοδόξου μαρτυρίας της καθ' ημάς πρωτοθρόνου Εκκλησίας και της συμμετοχής αυτής εις τας εν λόγω διεκκλησιαστικάς και διαχριστριανικάς συναντήσεις, επί τω τέλει της εκπληρώσεως, άνευ ουδεμιάς υποχωρήσεως εκ των καιρίων της αμωμήτου ημών Ορθοδόξου πίστεως, της εντολής του καλέσαντος τους πάντας και μάλιστα τους Χριστιανούς εις ενότητα (πρβλ. Ιωάν. ιζ 11),  υπογραμμίζομεν, και πάλιν, λόγω της σοβαρότητος του θέματος, και τας εκ των τοιούτων ευρυτέρων ενεργειών οδυνηράς συνεπείας δι' αυτήν ταύτην την Αγιωτάτην Εκκλησίαν της Ελλάδος, αλλά και δια σύνολον την Αγίαν ημών Ορθόδοξον Εκκλησίαν και τας διορθοδόξους σχέσεις. 

    Η καθ' Υμάς Αγιωτάτη Εκκλησία, Μακαριώτατε Αδελφέ, συνωδά και ταις προβλεπομέναις εν τω Ιδρυτικώ της Αυτοκεφαλίας αυτής Τόμω δεσμεύσεσιν αυτής, ιστορικώς ανέκαθεν συνεπορεύθη μετά  του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν πάσι τοις κατά καιρούς αναφυομένοις ευρυτέροις και γενικωτέροις εκκλησιαστικοίς ζητήμασι, διορθοδόξοις, διαχριστιανικοίς και άλλοις, συμμετέσχε δε μάλιστα εις τας θεωρηθείσας και ομοφώνως πανορθοδόξως ληφθείσας αποφάσεις περί συμμετοχής εις τους εν λόγω διαλόγους και εν γένει εις την λεγομένην Οικουμενικήν Κίνησιν.

    Δεν θα ηθέλομεν να αναφερθώμεν συγκεκριμένως εις τας υπολανθανούσας μέχρι σήμερον και εν τοις παρασκηνίοις, εν πολλοίς, δρώσας ειρημένας κινήσεις, αίτινες ασφαλώς τελούν εν γνώσει της Υμετέρας Μακαριότητος και της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, εκ των οργανουμένων εν τοις ορίοις των διαφόρων Ιερών Μητροπόλεων συγκεντρώσεων, αλλά και εκ του ηλεκτρονικού και ευρύτερον εκκλησιαστικού και θύραθεν τύπου και των μέσων γενικής ενημερώσεως.
    Απλώς οφειλετικώς επισημαίνομεν τον υφιστάμενον σοβαρόν κίνδυνον εκ των συνεπειών των εκδηλώσεων τούτων και των εκφραζομένων και διατυπουμένων προφορικώς και εγγράφως ουχί υγιών Ορθοδόξων θέσεων και υπογραμμίζομεν την ευθύνην και το χρέος ημών, των ταχθέντων υπό της Θείας Προνοίας Ποιμένων και ταγών του Ορθοδόξου λαού του Θεού εν τοις ορίοις εκάστης αδελφής αυτοκεφάλου και αυτονόμου Ορθοδόξου Εκκλησίας, προς διατήρησιν της ενότητος αυτής και της μη δημιουργίας περαιτέρω διασπαστικών εστιών, εγκυμονουσών, ως εικός, απροβλέπτους συνεπείας. 

    Μετ' αγωνίας δε σημειούμεν ότι η ανοχή των τοιούτων ενεργειών υπό της ηγεσίας των Εκκλησιών υπερβαίνει τα τυπικά όρια ενός μονοσημάντου ζητήματος και αξιολογείται ως πολυσήμαντον ουσιαστικόν ζήτημα δια την εύρυθμον λειτουργίαν της κανονικής τάξεως εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, δυνάμενον να επιφέρη σύγχυσιν και αναταραχήν εν τω πληρώματι αυτής.
    Υπό την έννοιαν ταύτην η Μήτηρ Εκκλησία, εν τη οφειλετική μερίμνη αυτής δια την προστασίαν του τε γράμματος και του πνεύματος της Ορθοδόξου παραδόσεως και δια την ευστάθειαν και ενότητα των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ηξιολόγησε το ζήτημα τούτο επί τη βάσει των ομοφώνων πανορθοδόξων αποφάσεων και έκρινεν ότι θα έδει όπως εκάστη Εκκλησία τοποθετήται μετά της επιβαλλομένης ευθύνης και του χρέους αυτής έναντι του λαού του Θεού,  προς διατήρησιν ακλονήτου της εμπιστοσύνης αυτού έναντι των ποιμένων αυτού. 

    Μακαριώτατε,

    Γνωρίζοντες τα ανωτέρω οφειλετικώς τη Υμετέρα Μακαριότητι και τη κατ' Αυτήν Αγιωτάτη καθ' Ελλάδα Εκκλησία, παρακαλούμεν Υμάς αδελφικώς, εξ ομοφώνου Συνοδικής αποφάσεως, όπως εν τη διακρινούση την Υμετέραν Εκκλησίαν συνεπεία εις τας εκάστοτε λαμβανομένας πανορθοδόξους αποφάσεις και ενεργείας, οφειλετικώς ως θυγάτηρ το πάλαι και νυν προσφιλεστάτη Αδελφή Εκκλησία, έχουσα υπ' όψει τα ανωτέρω περί των εν πάση αδρότητι περιγραφεισών εν λόγω κινήσεων και τας εξ αυτών προβλεπομένας ουχί ευχαρίστους συνεπείας,  τοποθετηθήτε συνοδικώς επί τούτω και απορρίψητε και καταδικάσητε ταύτας επισήμως ως ανεδαφικάς και επικινδύνους, λάβητε δε και ως εκκλησιαστικόν σώμα τας προσήκουσας αποφάσεις προς ευρυτέραν καταδίκην και απόρριψιν των ενεργειών τούτων και των εκφραζομένων αστηρίκτων εν πολλοίς, ανορθοδόξων και ερχομένων εις αντίθεσιν προς τας συνοδικάς αποφάσεις των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών θέσεων των εν λόγω ομάδων. 

    Ούτως, η Μήτηρ Εκκλησία, σταθμίζουσα τας οδυνηράς συνεπείας δια την εσωτερικήν ενότητα της καθ' Υμάς Αγιωτάτης Εκκλησίας και ευρύτερον της Ορθοδοξίας, επιφυλάσσεται, μετά την αναμενομένην απόκρισιν και επίσημον τοποθέτησιν της Υμετέρας Εκκλησίας, ίνα οφειλετικώς προβή και αύτη εις τας δεούσας πανορθοδόξους ενεργείας δια την έγκαιρον πρόληψιν επαπειλουμένων απευκταίων καταστάσεων.

    Επί δε τούτοις, εν αναμονή της αποκρίσεως της Υμετέρας Μακαριότητος, περιπτυσσόμεθα Αυτήν αδελφικώς μετά βαθείας και αναλλοιώτου αδελφικής αγάπης και πάσης τιμής.

    ‚βιβ’ Μαρτίου ις’
    Της Υμετέρας σεβασμίας Μακαριότητος
    αγαπητός εν Χριστώ αδελφός

    Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

    Ανακοινωθέν του Γραφείου Τύπου της Ι.Συνόδου της Καθολικής Εκκλησίας Ελλάδος και η απάντηση του Άγιου Πειραιώς


     pressoffice



    Αθήνα 23/4/2012

    ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
    Ο Ι. Κλήρος, τα Μοναχικά Τάγματα και τα λαϊκά μέλη της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα  απορούμε για την αψυχολόγητη  ενέργεια του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, ο οποίος προχώρησε «μετά πολλής θλίψεως και βαθυτάτου άλγους» σε μήνυση κατά του  Αρχιεπισκόπου των εν Αθήναις Καθολικών κ.κ. Νικολάου Φωσκόλου για προσηλυτισμό. Μαζί με τον Καθολικό Αρχιεπίσκοπο μηνύονται  από τον ίδιο Μητροπολίτη για παράβαση του άρθρου 13 του Συντάγματος και των μεταξικών Α.Ν. 1363/38 άρθ. 4 και 5 ως αντικατεστάθησαν από το άρθρο 2 του Α.Ν. 1672/1939, ο εφημέριος της Καθολικής Εκκλησίας του Πειραιά π. Ιωάννης Πάτσης και η καθολική μοναχή Αδ. Αλβέρτα Στεφάνου, Ηγουμένη της Μοναστικής Κοινότητας του Αγ. Ιωσήφ της Εμφανίσεως και Διευθύντρια τη Ελληνο - Γαλλικής Σχολής Jeanne d’ Arc στον Πειραιά.
    Το ανακοινωθέν της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς ανέφερε χαρακτηριστικά: «Γνωστοποιούμε την ημετέρα ποινική έγκλησι που υπεβλήθη εις τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατά της Ρωμαιοκαθολικής παρασυναγωγής και της ανιέρου δράσεώς της. Αφιερώνουμε την εν λόγω έγκλησιν εις τους τραγικούς οικουμενιστάς συνοδοιπόρους του εκπεσόντος Ρωμαιοκαθολικισμού που δεν ορωδούν να συμφύρωνται και να συναγελάζωνται και να συνευδοκούν μετά των θεηλάτων απομειωτών της εις Χριστόν πίστεως και αληθείας». 
    Το ιστορικό έχει ως εξής: Στον Πειραιά, ως γνωστόν, λειτουργεί από το 1859 η Ελληνο-Γαλλική Σχολή του Μοναχικού Τάγματος των Αδελφών του Αγίου Ιωσήφ της Εμφανίσεως, στο οποίο φοιτούν τόσο καθολικά όσο και ορθόδοξα παιδιά. Το κύρος της εν λόγω Σχολής, όπως και των περισσοτέρων Εκπαιδευτικών Καθολικών Ιδρυμάτων της Πρωτεύουσας είναι εγνωσμένο και γι’ αυτό κάθε χρόνο απευθύνονται σ’ αυτό  εκατοντάδες γονείς προς εγγραφή των παιδιών τους.
    Με την έναρξη του περασμένου σχολικού έτους, όπως κάθε χρόνο, ο εφημέριος της Καθολικής Ενορίας Πειραιά τέλεσε τον αγιασμό στους μαθητές του Δημοτικού, ενώ αντίστοιχα ένας ορθόδοξος ιερωμένος τέλεσε τον αγιασμό για τα παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Άγιο Πειραιώς, ο οποίος προσέφυγε στην Ελληνική Δικαιοσύνη και σήμερα η 1η Πταισματοδίκης Αθηνών καλεί τον Αρχιεπίσκοπο των εν Αθήναις Καθολικών  στις 26 Απριλίου 2012 για να λάβει γνώση της εις βάρους του μηνύσεως.
    Να σημειωθεί πως ο τίτλος του Καθολικού Αρχιεπισκόπου είναι «Αρχιεπίσκοπος των εν Αθήναις Καθολικών» και όχι «Ρωμαιοκαθολικών» όπως εγγράφεται στην δικαστική κλήση ή «Επίσκοπος της Παπικής παρασυναγωγής» ή όλα τα άλλα ευφάνταστα που κατά καιρούς χρησιμοποιούνται από τον Άγιο Πειραιώς.
    Λίγο καιρό αργότερα και συγκεκριμένα την Κυριακή της Ορθοδοξίας στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς, ο Σεβασμιώτατος κ. Σεραφείμ με τον στόμφο που τον διακρίνει, προχώρησε σε μία άνευ προηγουμένου εκδήλωση, αυτή του αναθεματισμού των εκπροσώπων των λοιπών χριστιανικών ομολογιών, καθώς και αυτών των Ισραηλιτών και των Μωαμεθανών. Κι έτσι μετά τον αναθεματισμό: «Τω κανονικώς ανυποστάτω και εκπεσόντι αιρεσιάρχη Πάπα και Πατριάρχη Παλαιάς Ρώμης Βενεδίκτω τω 16ω και τοις αυτώ κοινωνούσι, που «αποτελούν κατεγνωσμένους αιρετικούς» ο Άγιος Πειραιώς αναθεμάτισε: «τοις Μαρτίνω Λουθήρω, Ιωάννη Καλβίνω, Ουρλίχω Σβιγλίω και Ερρίκω τω 8ω δυσσεβή βασιλεί και τοις συν αυτοίς συγκροτήσασι τας αιρετικάς παραφυάδας της Διαμαρτυρήσεως», αλλά και «Τοις αρνουμένοις και καθυβρίζουσι την Παναγίαν, Ομοούσιον, Αδιαίρετον και Ζωοποιόν Τριάδαν, Ραβίνοις του Ιουδαϊσμού, Ισλαμισταίς ...».
    Δεν θα θέλαμε η ελληνική κοινωνία να παρασυρθεί  σε επικίνδυνες ατραπούς και να οδηγηθεί  χρόνια πίσω σε εποχές που χαρακτηρίζονται από μισαλλοδοξία, άγνοια και θρησκευτικό φανατισμό.
    Και αν ακόμη η Καθολική Εκκλησία, συνηθισμένη σε τέτοιου είδους ταπεινώσεις και αντιμετωπίσεις, μπορεί να ξεπεράσει  τέτοια θλιβερά φαινόμενα,  ας σκεφθεί κανείς σε τι περιπέτειες μπορεί να εμπλακεί η χώρα μας όταν ένας Μητροπολίτης προκαλεί με τέτοιο άκομψο, ανιστόρητο και αντιχριστιανικό τρόπο τους εκπροσώπους των Μουσουλμάνων και των Εβραίων. 
    Μήπως ο Άγιος Πειραιώς, ανάμεσα στις πολύμορφες συγγραφικές του δραστηριότητες  έχει να διαθέσει και λίγο χρόνο  και να  σκεφτεί πιο χριστιανικά και με  κάποια νηφαλιότητα;

    Αν και τα ΜΜΕ  σιώπησαν προκλητικά, όπως και πρόσωπα και θεσμοί που όφειλαν να υψώσουν κάποια φωνή διαμαρτυρίας, αποτελεί παρηγοριά η  Επιστολή της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, αλλά και θεολόγων όπως των σεβαστών κ.κ. Αριστείδη Πανώτη και Παναγιώτη Ανδριόπουλου, που κι αυτές πέρασαν, δυστυχώς, στα ψιλά των Μ.Μ.Ε.

    Ποτέ δεν θελήσαμε να προκαλέσουμε ή να απαιτήσουμε κάτι που δεν μας ανήκει, αισθανόμαστε όμως την υποχρέωση να καταγγείλουμε στον Ελληνικό λαό και σε κάθε άνθρωπο καλής θέλησης τέτοιες συμπεριφορές, με μοναδικό μας στόχο να προλάβουμε τα χειρότερα που μπορεί να προκαλέσουν αυτού του είδους ξεπερασμένες νοοτροπίες,  ξεπερασμένα πνεύματα, ξεπερασμένες φυσιογνωμίες. 

    Χριστός Ανέστη! 

    και η απάντησις...


    Τρίτη, 24 Απρίλιος 2012 13:26 Εκ της Ι.Μ. 

    Ἡ δημοσιοποιηθεῖσα ἀνακοίνωσις τῆς «Ἱ. Συνόδου τῶν Καθολικῶν Ἐπισκό-πων» τῆς Ἑλλάδος ἀποτελεῖ κραυγαλέα ἀπόδειξη τῆς καταλυτικῆς δυνάμεως τῆς αἱρέσεως καί τῶν συνεπειῶν τῆς σχάσεως ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καί ἀποδεικνύει ἐναργέστατα διά μίαν εἰσέτι φοράν τό πατερικόν γνωμικόν: «τό πίπτειν ἀνθρώπινον, τό μετανοεῖν θεῖον, τό ἐμμένειν σατανικόν!».

    Ἡ αἵρεσις ὡς ἀλλοτρίωσις τῆς θεόθεν ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας ἐμπεριέχει τό στοιχεῖον τῆς ἐμμονῆς καί τῆς κακοτρόπου στρεβλώσεως αὐτῆς, μή ὀρρωδοῦσα πρό οὐδενός. Διά τοῦτο καί οἱ Θεοφόροι Πατέρες καί αἱ Ἅγιαι 9 Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἠγωνίσθησαν θεοειδῶς διά τήν κατάγνωσιν τῶν αἱρέσεων καί τήν μετάνοιαν τῶν αἱρετιζόντων.


    Ἡ ἀνακοίνωσις τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν θρησκευτικῶς πρωτιστευόντων στοιχοῦσα στήν αἱρετική ψυχοσύνθεσιν τῶν συντακτῶν της, στρεβλώνει καί ἀποκρύπτει τά πράγματα μή φοβουμένη τόν παντεπόπτην καί Πανάγιον Θεόν καί μή ὑπολογίζουσα ὅτι ἐνώπιον τοῦ ἀδεκάστου Κριτοῦ θά ἀποδώσωμεν λόγον καί ὅτι οἱ πράξεις καί οἱ λόγοι μας θά εἶναι ἡ βάσις τῆς κρίσεώς μας. Ἐνώπιον Ἐκείνου δέν θά δυνάμεθα νά παραποιῶμε τήν ἀλήθεια καί νά τήν ἀποκρύπτωμε. Στήν ἀνακοίνωσι ἀποσιωπᾶται πλήρως τό γεγονός ὅτι ἀπέστειλα τρεῖς μήνας πρός τῆς ἐγκλήσεώς μου ἐνώπιον τῆς Δικαιοσύνης τήν ἐπισυναπτομένην «παρακλητικήν» ἐπιστολήν πρός τόν Ἐκλαμπρότατον Ἀρχιεπίσκοπον τῶν ἐν Ἀθήναις Ρωμαιοκαθολικῶν κ.κ. Νικόλαον Φώσκολον, εἰς τήν θρησκευτικήν δικαιοδοσίαν τοῦ ὁποίου ἀνήκουν καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί τοῦ Πειραιῶς καί τόν παρακαλοῦσα νά δεσμευθῆ ὅτι δέν θά ἐπαναληφθῆ εἰς τό μέλλον ἡ ἀπαράδεκτος προσηλυτιστική ἐνέργεια τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ «Ἐφημερίου» Πειραιῶς καί τῆς «Ἡγουμένης τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Μοναστικῆς Κοινότητος» τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τῆς Ἐμφανίσεως καί Διευθυντρίας τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Σχολῆς “Jeanne d’ Arc” Πειραιῶς, διά τῆς τελέσεως «ἁγιαστικῆς πράξεως» εἰς τούς Ὀρθοδόξους μαθητάς τῆς εἰρημένης Σχολῆς, ἡ ὁποία καί ἔμεινεν εἰσέτι ἀναπάντητος. Ἑπομένως ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος προέκυψεν ἡ ἀμεταμέλητος ἐμμονή εἰς τήν διάπραξιν τῆς ἀπαραδέκτου ἐνεργείας των, ἡ ὁποία καί ὡδήγησεν στήν ὑπό τῶν Νόμων τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκπαιδεύσεως προβλεπομένην διαδικασίαν.

    Αὐτό λοιπόν τό καθοριστικόν γεγονός τῆς ἐνεργείας μου ἀπεσιωπήθη καί ἀπεκρύβη καί ἐπιχειρεῖται νά ἐμφανισθῶ ὡς δῆθεν κακότροπος, φανατικός, μισαλλόδοξος καί μάλιστα ἐμφορούμενος ἀπό τήν «ξεπερασμένη» νοοτροπία τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί ὅτι ἀποτελῶ «ξεπερασμένο πνεῦμα καί ξεπερασμένη φυσιογνωμία».

    Βεβαίως οἱ «τίτλοι» αὐτοί πού μοῦ ἀποδίδονται ἀπό ἐκείνους πού ἐμμένουν στίς κακοδοξίες πού ἐνδεικτικῶς σταχυολογοῦνται ἐκ τοῦ ἐπισήμου ἐγχειριδίου Δογματικῆς τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, «Κατήχηση Καθολικῆς Ἐκκλησίας», Ἀθήνα 1996, ἐκδ. Κάκτος & Libreria Editrice Vaticana :
    σελ. 31 / §36 (Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ)
    σελ. 46 / §45-46 (Τό ἔγκυρο διδακτικό σῶμα)
    σελ. 91-93 / §245-248 (Filioque)
    σελ. 96 / §258-259 (Σύγχυσις οὐσίας-ἐνεργειῶν)
    σελ. 163 / §491-492 (Ἀμόλυντη σύλληψις)
    σελ. 292 / §881-887 (Ὁ σύλλογος τῶν Ἐπισκόπων καί ὁ ἀρχηγός του ὁ Πάπας)
    σελ. 295 / §891 (Παπικόν ἀλάθητον)
    σελ. 206 / §616-617 (Ἱκανοποίηση θ. δικαιοσύνης)
    σελ. 311 / §956 (Ἀξιομισθίαι ἁγίων)
    σελ. 332 / §1030-1032 (Καθαρτήριον)
    σελ. 376 / §1163 (Ἀξιομισθίαι Κυρίου)
    σελ. 422 / §1334 (Ἄζυμα)
    σελ. 464-466 / §1471-1479 (Λυσίποινα)
    σελ. 569 / §1850 (Ἡ ἁμαρτία ὡς προσβολή τοῦ Θεοῦ)
    ἀποτελοῦν γιά ἐμένα τίτλους τιμῆς διά τούς ὁποίους ἐκείνοι θά ἀποδώσουν λόγον ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος τῆς Ἐκκλησίας Κυρίου ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως διότι ἠλλοίωσαν, διέστρεψαν, ἐστρέβλωσαν τό δόγμα, τό πολίτευμα καί τό ἦθος τῆς Ἀδιαιρέτου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί ἐμμένουν ἀμεταμελήτως καί σατανικῶς σέ αὐτό. Παρ’ ὅτι ἡ ἀναφερομένη ἐπιστολή μου πρός τόν Ἐκλαμπρότατον κ. Φώσκολον ἔχει δημοσιοποιηθεῖ πρός ἐμπέδωσιν τήν ἐπανακοινοποιῶ κατωτέρω:

    «ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

    ᾿Αριθμ. Πρωτ. 910                                             Ἐν Πειραιεῖ τῇ 27ῃ Σεπτεμβρίου 2011
    Πρός Τόν
    Ἐκλαμπρότατον
    Κύριον κ. Νικόλαον Φώσκολον
    Ἀρχιεπίσκοπον
    τῶν ἐν Ἀθήναις Ρωμαιοκαθολικῶν
    Ὁμήρου 9
    106 72  ΑΘΗΝΑΙ


    Ἐκλαμπρότατε,
    Μετά πολλῆς συνοχῆς καρδίας εὑρισκόμεθα εἰς τήν ἀνάγκην νά ὀχλήσωμεν Ὑμᾶς, διά θέμα ἁπτόμενον τῆς ποιμαντικῆς ἡμῶν εὐθύνης καί τῆς ἐνώπιον τοῦ πανακηράτου καί αἰωνίου Θεοῦ δοθείσης φρικτῆς ὁρκοδοσίας ἡμῶν διά τήν ἐπακριβῆ τήρησιν τῶν ὑπό τοῦ Παναγίου καί Ζωαρχικοῦ Πνεύματος τεθεσπεισμένων Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς ἀδιαιρέτου καί ἀκαινοτομήτου Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἀναφερόμεθα διά τοῦ παρόντος εἰς τό ἐντός τῆς ἡμετέρας Κανονικῆς δικαιοδοσίας λειτουργοῦν ἐκπαιδευτήριον τοῦ Ὑμετέρου μοναχικοῦ τάγματος τοῦ Ἁγίου Ἰωσήφ τῆς ἐμφανίσεως ὑπό τήν ἐπωνυμίαν «Jeanne d’ Arc» εἰς τό ὁποῖον φοιτοῦν τέκνα Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν γονέων καί ὑποβάλλομεν Ὑμῖν τήν ἔντονον ἡμετέραν διαμαρτυρίαν διότι κατά τήν ἔναρξιν τοῦ εἰρημένου σχολείου τῆς πρωτοβαθμίου ἐκπαιδεύσεως τελεῖται ὁ καθιερωμένος ἁγιασμός διά τήν εὐλογίαν τῆς νέας σχολικῆς περιόδου ὑπό τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Ἐφημερίου Πειραιῶς κ. Ἰωάννου Πάτση, καί διά τούς ὀρθοδόξους μαθητάς, γεγονός πού ἀπάδει εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν καί ποιμαντικήν τῆς Ἐκκλησίας διότι ἀμβλύνει τήν ὀρθόδοξον αὐτοσυνειδησίαν τῶν μικρῶν εὐπλάστων μαθητῶν, ἐπιφέρει μίαν συγκρητιστικήν οἰκουμενιστικήν ἀντίληψιν καί ἐμπίπτει εἰς τάς περί προσηλυτισμοῦ διατάξεις τοῦ δικαιϊκοῦ ἐν Ἑλλάδι συστήματος. Διεμαρτυρήθην καθηκόντως, διά τό γεγονός εἰς τήν Ἡγουμένην τοῦ Ὑμετέρου Μοναχικοῦ Τάγματος ἀδ. Ἀλβέρταν, ἥτις καί μοῦ ἐπεβεβαίωσεν τό γεγονός καί ἐδήλωσεν ὅτι θά θέσῃ τήν ἡμετέραν Κανονικήν διαμαρτυρίαν ὑπ’ ὄψιν τῆς Ὑμετέρας Ἐκλαμπρότητος. Ἐπειδή εἰλικρινῶς δέν ἐπιθυμῶ νά καταφύγω εἰς τήν ποινικήν διαδικασίαν διά τήν ἀντιμετώπισιν τοῦ ἐξόχως σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος, πού θά ἠδύνατο νά ἀντιμετωπισθῇ εὐχερῶς μέ τήν τέλεσιν κεχωρισμένως διά τούς ὀρθοδόξους καί ρωμαιοκαθολικούς μαθητάς τῆς τελετῆς τοῦ ἁγιασμοῦ ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ, ἐκτιμῶν τήν Ὑμετέραν Ἐκλαμπρότητα καί τήν Ὑμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν ὡς Ἕλληνας συμπολίτας, παρακαλῶ ὅπως ἐγγράφως διαβεβαιώσητε ὅτι δέν θά ἐπαναληφθῇ εἰς τό μέλλον, τηρουμένης ἐπ’ ἀκριβῶς τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως, τῶν ὑπό τοῦ Συντάγματος καί τοῦ Νόμου προβλεπομένων καί τῶν ἰσχυόντων παρ’ ἡμῖν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, οἵτινες σαφῶς καί πλήρως ἀπαγορεύουν τήν ὑπό μελῶν τῆς Ἀδιαιρέτου Ὀρθοδόξου Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀποδοχήν ἀκοινωνήτου προσώπου ὡς Κληρικοῦ, ὡς καί τήν συμμετοχήν εἰς συμπροσευχάς μετά προσώπων μεθ’ ὧν δέν ὑφίσταται ἐκκλησιαστική κοινωνία, οὔτε ταυτότης ἐν τῇ πίστει. Τυγχάνει ἀσφαλῶς ἐγνωσμένη εἰς Ὑμᾶς ἡ ἡμετέρα πίστις διά τήν Ὑμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν, ἐρειδομένη ἐπί τῆς κοινῆς μεθ’ Ὑμῶν χιλιετοῦς πορείας, καί τῶν ὑπό τῶν Ἁγίων ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας, ἥστινος ἱστορική καί ἀκαινοτόμητος συνέχεια ἀποτελεῖ ἡ καθ’ ἡμᾶς ἁγιωτάτη Ἐκκλησία καί τῶν θεοκηρύκων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων Αὑτῆς, διακελευομένων καί ἑπομένως αἱ τυχόν προσωπικαί πτώσεις πρωτιστευόντων διακόνων τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, δι’ ἅς θά ἀποδώσουν φρικτόν λόγον ἐνώπιον τοῦ Δομήτορος Αὐτῆς Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐντός τοῦ δαιμονικοῦ κλίματος τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οὐδόλως δεσμεύουν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ οὔτε δύνανται νά ἀποτελέσουν πρόσχημα διά τήν ἀπομείωσιν τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας. Ἀναμένων τήν Ὑμετέραν διαβεβαίωσιν διατελῶ μετά πλείστης τιμῆς,» 

    Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
    + ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

    Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

    Αφιερωμένο εξαιρετικά στη μήνυση του Μητροπολίτου Πειραιώς Σεραφείμ

    Μήνυση για γέλια......

    Γνωστοποιούμε την ημετέρα ποινική έγκλησι που υπεβλήθη εις τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατά της Ρωμαιοκαθολικής παρασυναγωγής και της ανιέρου δράσεώς της. Αφιερώνουμε την εν λόγω έγκλησιν εις τους τραγικούς οικουμενιστάς συνοδοιπόρους του εκπεσόντος Ρωμαιοκαθολικισμού που δεν ορωδούν να συμφύρωνται και να συναγελάζωνται και να συνευδοκούν μετά των θεηλάτων απομειωτών της εις Χριστόν πίστεως και αληθείας.
    Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
    + ο Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

    ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΥ
    ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΙΟΔΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
    ΜΗΝΥΣΙΣ
    Μητροπολίτου Πειραιώς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
    κατοίκου Πειραιώς, οδός Ακτή Θεμιστοκλέους 198
    τηλ. 210 4514833 (εσωτ. 19)
    κατόχου του υπ’ αριθμ. ΑΔΤ: ΜΟ12069/Ζ  Παρ. Ασφ. Αθηνών
    ΚΑΤΑ
    Του κ. Νικολάου Φωσκόλου,
    Αρχιεπισκόπου των εν Αθήναις Ρωμαιοκαθολικών
     κατοίκου Αθηνών, Ομήρου 9,
    Του κ. Ιωάννου Πάτση,
    Ρωμαιοκαθολικού Ιερέως, κατοίκου Πειραιώς, Φίλωνος 23,
    Της αδ. Αλβέρτας Στεφάνου,
    Ηγουμένης της εν Πειραιεί Ρωμαιοκαθολικής Μοναστικής Αδελφότητος Αγ. Ιωσήφ της Εμφανίσεως, Διευθυντρίας της εν Πειραιεί λειτουργούσης Σχολής Jeanne d’ Arc, Ελ. Βενιζέλου 12Α
    Εξοχώτατε Κύριε Εισαγγελεύ, μετά πολλής θλίψεως και βαθυτάτου άλγους ευρίσκομαι στην δυσχερεστάτη θέση να υποβάλω έγκλησιν για ποινική καταδίωξη για παράβαση του άρθρου 13 του Συντάγματος και των Α.Ν. 1363/38 άρθρα 4 και 5 ως αντικατεστάθησαν από το άρθρο 2 του Α.Ν. 1672/1939 κατά των ως άνω προσώπων, του μεν πρώτου ως ηθικού αυτουργού και των ετέρων δύο ως φυσικών αυτουργών και ειδικώτερον εις το υπό του Ρωμαιοκαθολικού Μοναχικού Τάγματος Αγίου Ιωσήφ της εμφανίσεως και υπό την επωνυμίαν «Jeanne d’ Arc» λειτουργούν εκπαιδευτήριον υπό την διεύθυνσιν της ηγουμένης αδ. Αλβέρτας φοιτούν τέκνα ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών γονέων και κατ’έτος κατά την έναρξιν του ειρημένου σχολείου της Πρωτοβαθμίου εκπαιδεύσεως, τελείται ο καθιερωμένος αγιασμός της νέας σχολικής περιόδου υπό του Ρωμαιοκαθολικού Εφημερίου Πειραιώς κ. Ιωάννου Πάτση, και δια τους ορθοδόξους μαθητάς, γεγονός που απάδει εις την εκκλησιολογίαν και ποιμαντικήν της Εκκλησίας διότι αμβλύνει την ορθόδοξον αυτοσυνειδησίαν των μικρών ευπλάστων μαθητών, επιφέρει μίαν συγκρητιστικήν οικουμενιστικήν αντίληψιν και εμπίπτει εις τας περί προσηλυτισμού διατάξεις του δικαιϊκού εν Ελλάδι συστήματος. Το γεγονός αυτό συνέβη και εφέτος στις 11/9/2011 και ως προκύπτει από την συνημμένη τοπική Εφημερίδα «Ο φάρος της Τήνου» αρ. φύλλου 83 σελ. 3 αποτελεί συνήθη πρακτική.  Δια το γεγονός διεμαρτυρήθην εγγράφως δυνάμει του υπ’ αριθμ. ημ. Πρωτ. 910/27.9.2011 εγγράφου μου προς τον πρώτον των μηνυομένων ως εξής: «Εκλαμπρότατε, Μετά πολλής συνοχής καρδίας ευρισκόμεθα εις την ανάγκην να οχλήσωμεν Υμάς, δια θέμα απτόμενον της ποιμαντικής ημών ευθύνης και της ενώπιον του πανακηράτου και αιωνίου Θεού δοθείσης φρικτής ορκοδοσίας ημών δια την επακριβή τήρησιν των υπό του Παναγίου και Ζωαρχικού Πνεύματος τεθεσπεισμένων Θείων και Ιερών Κανόνων της αδιαιρέτου και ακαινοτομήτου Ορθοδόξου Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας.

    Αναφερόμεθα δια του παρόντος εις το εντός της ημετέρας Κανονικής δικαιοδοσίας λειτουργούν εκπαιδευτήριον του Υμετέρου μοναχικού τάγματος του Αγίου Ιωσήφ της εμφανίσεως υπό την επωνυμίαν «Jeanne d’ Arc» εις το οποίον φοιτούν τέκνα Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών γονέων και υποβάλλομεν Υμίν την έντονον ημετέραν διαμαρτυρίαν διότι κατά την έναρξιν του ειρημένου σχολείου της πρωτοβαθμίου εκπαιδεύσεως τελείται ο καθιερωμένος αγιασμός δια την ευλογίαν της νέας σχολικής περιόδου υπό του Ρωμαιοκαθολικού Εφημερίου Πειραιώς κ. Ιωάννου Πάτση, και δια τους ορθοδόξους μαθητάς, γεγονός που απάδει εις την εκκλησιολογίαν και ποιμαντικήν της Εκκλησίας διότι αμβλύνει την ορθόδοξον αυτοσυνειδησίαν των μικρών ευπλάστων μαθητών, επιφέρει μίαν συγκρητιστικήν οικουμενιστικήν αντίληψιν και εμπίπτει εις τας περί προσηλυτισμού διατάξεις του δικαιϊκού εν Ελλάδι συστήματος. Διεμαρτυρήθην καθηκόντως, δια το γεγονός εις την Ηγουμένην του Υμετέρου Μοναχικού Τάγματος αδ. Αλβέρταν, ήτις και μου επεβεβαίωσεν το γεγονός και εδήλωσεν ότι θα θέση την ημετέραν Κανονικήν διαμαρτυρίαν υπ’ όψιν της Υμετέρας Εκλαμπρότητος. Επειδή ειλικρινώς δεν επιθυμώ να καταφύγω εις την ποινικήν διαδικασίαν δια την αντιμετώπισιν του εξόχως σοβαρού αυτού θέματος, που θα ηδύνατο να αντιμετωπισθή ευχερώς με την τέλεσιν κεχωρισμένως δια τους ορθοδόξους και ρωμαιοκαθολικούς μαθητάς της τελετής του αγιασμού εν τω αυτώ τόπω, εκτιμών την Υμετέραν Εκλαμπρότητα και την Υμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν ως Έλληνας συμπολίτας, παρακαλώ όπως εγγράφως διαβεβαιώσητε ότι δεν θα επαναληφθή εις το μέλλον, τηρουμένης επ’ ακριβώς της ορθοδόξου κανονικής τάξεως, των υπό του Συντάγματος και του Νόμου προβλεπομένων και των ισχυόντων παρ’ ημίν θείων και ιερών Κανόνων, οίτινες σαφώς και πλήρως απαγορεύουν την υπό μελών της Αδιαιρέτου Ορθοδόξου Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας αποδοχήν ακοινωνήτου προσώπου ως Κληρικού, ως και την συμμετοχήν εις συμπροσευχάς μετά προσώπων μεθ’ ων δεν υφίσταται εκκλησιαστική κοινωνία, ούτε ταυτότης εν τη πίστει.

    Τυγχάνει ασφαλώς εγνωσμένη εις Υμάς η ημετέρα πίστις δια την Υμετέραν θρησκευτικήν κοινωνίαν, ερειδομένη επί της κοινής μεθ’ Υμών χιλιετούς πορείας, και των υπό των Αγίων επτά Οικουμενικών Συνόδων της Αδιαιρέτου Εκκλησίας, ήστινος ιστορική και ακαινοτόμητος συνέχεια αποτελεί η καθ’ ημάς αγιωτάτη Εκκλησία και των θεοκηρύκων Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων Αυτής, διακελευομένων και επομένως αι τυχόν προσωπικαί πτώσεις πρωτιστευόντων διακόνων του ευχαριστιακού σώματος της Εκκλησίας, δι’ ας θα αποδώσουν φρικτόν λόγον ενώπιον του Δομήτορος Αυτής Κυρίου Ιησού Χριστού, εντός του δαιμονικού κλίματος του συγκρητιστικού Οικουμενισμού, ουδόλως δεσμεύουν την Εκκλησίαν του Θεού ούτε δύνανται να αποτελέσουν πρόσχημα δια την απομείωσιν της εν Χριστώ αληθείας. Αναμένων την Υμετέραν διαβεβαίωσιν διατελώ μετά πλείστης τιμής». Παρήλθεν άπρακτος τρίμηνος περίοδος και ουδεμιάς απαντήσεως έτυχον και επομένως καθηκόντως προβαίνω εις την ποινικήν έγκλησιν κατά των ανωτέρω διότι η τέλεσις «αγιαστικής» πράξεως υπό του δευτέρου εκ των κατηγορουμένων με την εντολή της τρίτης των κατηγορουμένων και την ηθική παρότρυνση και άδεια του πρώτου εξ αυτών σαφώς αποτελεί έμμεση προσπάθεια προς διείσδυση στην θρησκευτική συνείδηση ετεροδόξων και συγκεκριμένως των ορθοδόξων μαθητών της ειρημένης σχολής επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής και συγκεκριμένως ότι ο Ρωμαιοκαθολικισμός αποτελεί Εκκλησίαν έχουσαν μυστηριακήν και αγιαστικήν χάριν και όχι αιρετικήν παρασυναγωγήν ως η Ορθόδοξος Καθολική του Χριστού Εκκλησία διαχρονικά και διϊστορικά διακηρύσσει και ως εν τω συνημμένω πονήματί μου «Αι Αιρέσεις του Παπισμού» εκδόσεως 2009, αναντιρρήτως αποδεικνύω. Η πράξις των ανωτέρω ελέγχεται και δια την επιβαρυντικήν αιτίαν του ότι διεπράχθη εντός σχολικής μονάδος. 

    Ο ορισμός του ποινικού αδικήματος του προσηλυτισμού δίδεται, κατ’ αρχήν, στην (ακόμη και σήμερον ισχύουσα) διατάξι των άρθρων 4 και 5 του ΑΝ 1363/1938 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ΑΝ1672/1939 όπου η απαριθμήση των αθεμίτων μέσων είναι ενδεικτική. Πολλοί συγγραφείς και δικαστές αμφισβήτησαν (κακώς) αν ακόμη ισχύουν οι ως άνω διατάξεις και αν αυτές είναι αντισυνταγματικές η όχι και αν είναι αντιθετες η όχι στην Ευρωπαϊκή Συμβάση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, άρθρο 9. Ήλθε, όμως, η κρατούσα Νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. (βλ. προσφυγές Κοκκινάκης και Λαρίσης κατά Ελλάδος) και του Αρείου Πάγου και του ΣΤΕ και έθεσαν τέρμα σ’ αυτές τις αμφισβητήσεις. Έτσι έληξε και αυτή η σύγχυση-διχογνωμία και όλοι πλέον συμφωνούν ότι οι ως άνω Ειδικοί Ποινικοί Νόμοι (ΑΝ. 1363/38, ΑΝ 1672/39) ισχύουν μέχρι σήμερον. Και απειλούν φυλάκιση μέχρι 5 έτη, χρηματική ποινή, αστυνομική επιτηρήση η και  σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις για τους αλλοδαπούς- απελάσι ,ακόμη δε και αρνήσι χορηγήσης αδείας λειτουργίας τόπου λατρείας, σε όσους διενήργησαν προσηλυτισμό. Ιδιαίτερα επιβαρυντική αιτία είναι η διενέργεια προσηλυτισμού σε σχολείο και σε μορφωτικό η φιλανθρωπικό ίδρυμα. Ο προσηλυτισμός είναι έγκλημα τυπικό, δεν έχει σημασία αν επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός η αν ήταν πρόσφορα τα χρησιμοποιούμενα μέσα, επίσης και η ιδιότητα των προσώπων -μεταξύ των οποίων τελούνται προσηλυτιστικές ενέργειες- καθώς και η σχέση που τυχόν τα συνδέει.

    Ο Ρωμαιοκαθολικισμός αποτελεί δεινή εκτροπή εκ του Χριστιανισμού ο οποίος απομείωσε πλήρως το Ευαγγελικό μήνυμα ημαύρωσε εις την Δύσιν την Χριστιανική αποκάλυψη και καταξίωσε στυγνούς εγκληματίας κατεγνωσμένους υπό της διεθνούς κοινότητος ως δήθεν «αγίους» ως επισυνέβη προσφάτως με τον ειδεχθή και δι’ εγκλήματα γενοκτονίας καταδικασμένον Αλουΐσιον Στέπινατς, Ρωμαιοκαθολικόν Αρχιεπίσκοπον του Ζάγκρεμπ της Κροατίας ο οποίος υπήρξε ηθικός αυτουργός για την φρικώδη δολοφονία 800.000 Σέρβων ορθοδόξων κατά τον Β  παγκόσμιον πόλεμον υπό των Κροατών Ουστάσι και του ηγέτου των Άντε Πάβελιτς, τον οποίον διεπόρθμευσε μέσω Βατικανού εις την Λατινικήν Αμερικήν δια να μείνη ατιμώρητος δια τα εγκλήματά του. Προσφάτως δε βοά η οικουμένη δια τα χιλιάδες θύματα παιδεραστίας ανά τον κόσμο που κακοποιήθησαν από τους Ρωμαιοκαθολικούς ιερείς με την αποσιώπησι και την συγκάληψι του εκπεσόντος Βατικανού και των ανυποστάτων κανονικώς ηγετών του εν οις και ο πρότριτα «αγιοποιηθείς» Ιωάννης Παύλος ο Β . Μόνον εις την Ολλανδίαν ανεξάρτητος επιτροπή της Ολλανδικής Βουλής απεκάλυψε ότι 34.000 αγόρια και κορίτσια κακοποιήθησαν από Ρωμαιοκαθολικούς ιερείς τις τελευταίες εξ δεκαετίες. Παρέλκει να αναφέρωμεν την διακομματική καταδίκη για το θέμα αυτό της Ρωμαιοκαθολικής ηγεσίας από το Κοινοβούλιο της Ιρλανδίας. Προσάγω δημοσιεύματα αποδεικνύοντα την ανίερον και φρικώδη δράσιν της Ρωμαιοκαθολικής παρασυναγωγής εις τον κόσμον. Μάρτυρας δε επικαλούμαι τον Πανοσιολ. Αρχιμανδρίτην κ. Δανιήλ Ψωΐνον, Εφημέριον Ι. Ναού Αγ. Τριάδος Πειραιώς και τον Αιδεσιμ. Πρωτοπρ. κ. Ιωάννην Θεοδωρόπουλον, Εφημέριον του ιδίου Ι. Ναού.
    Εν Πειραιεί τη 21η Δεκεμβρίου 2011
    Ο  ΜΗΝΥΩΝ
    + ο Μητροπολίτης Πειραιώς
    ΣΕΡΑΦΕΙΜ