Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βενέδικτος 16ος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βενέδικτος 16ος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Η δικτατορία του σχετικισμού


Από τη συνέντευξη που έδωσε στον Γερμανό δημοσιογράφο Peter Seewald ο πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄.
Μεταφράστηκε από τα Γαλλικά υπό του Πέτρου Ανδριώτη.
Σελίδες 75-86 του Βιβλίου Lumiere du monde
Εκδόσεις bayard 2011
Ο Βρετανός συγγραφέας Aldous Huxley, το 1932, στο φουτουριστικό του βιβλίο «το καλύτερο των κόσμων», προέβλεψε  ότι η διαστρέβλωση (παραποίηση) θα αποτελούσε τον αποφασιστικό μοχλό της νεωτερικότητας. Μέσα στην ψεύτικη πραγματικότητα, με την λαθεμένη αλήθεια – ή καλύτερα την απουσία της αλήθειας – στο τέλος, τίποτε δεν θα έχει σημασία. Δεν υπάρχει αλήθεια, δεν υπάρχει αξιόπιστη και σίγουρη θέση.
Πράγματι, η αλήθεια στο μεταξύ θεωρείται μια έννοια υπερβολικά υποκειμενική ώστε να μπορούμε ακόμη να βρούμε σ΄αυτήν ένα κριτήριο κοινά αποδεκτό. Η διάκριση ανάμεσα στο αυθεντικό και μη αυθεντικό φαίνεται να έχει καταργηθεί. Τα πάντα είναι διαπραγματεύσιμα. Αυτό είναι ο σχετικισμός κατά του οποίου με τόση επιμονή μας προειδοποιούσατε να προφυλαχθούμε;
Είναι γνωστό ότι η έννοια της αλήθειας είναι πια μια έννοια που προκαλεί υποψίες. Είναι γεγονός ότι έγινε μεγάλη κατάχρηση του όρου. Στο όνομα της αλήθειας, έφθασαν στο σημείο να δικαιολογήσουν τη μισαλλοδοξία και τη βαρβαρότητα.  Όταν κάποιος λέει: είναι αλήθεια, ή κατέχω την αλήθεια, τούτο μας φοβίζει. Στην καλύτερη των περιπτώσεων δεν κατέχουμε ποτέ την αλήθεια, η αλήθεια είναι εκείνη που μας κατέχει. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι πρέπει να είμαστε συνετοί και προσεκτικοί στο ζήτημα αυτό. Αλλά να απαλείψουμε απλά την αλήθεια θεωρώντας την απρόσιτη, είναι σκέτη καταστροφή.
Μια μεγάλη μερίδα φιλοσόφων σήμερα επιμένει πράγματι να λέει ότι ο άνθρωπος δεν είναι ικανός να φθάσει στην αλήθεια. Αλλά , αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν θα ήταν επίσης ικανός να φτάσει σε μια ηθική. Δεν θα διαθέταμε καν ένα κανόνα. Και τότε δεν θα αναρωτιόμαστε με ποιο τρόπο να τα βγάλουμε πέρα, στην δε  εσχάτη των περιπτώσεων, το τελευταίο κριτήριο που θα έμενε θα ήταν  να ευθυγραμμιστούμε  με τη γνώμη της πλειοψηφίας. Ωστόσο, η ιστορία μας απέδειξε αρκετά  μέχρι ποιο σημείο οι πλειοψηφίες  μπορούν να είναι καταστροφικές, όπως π.χ. ο ναζισμός και ο κομμουνισμός, που όλως ιδιαιτέρως ήταν αντίθετες προς την αλήθεια.
«Ξεκινήσαμε το στήσιμο μιας δικτατορίας του σχετικισμού η οποία τίποτε δεν αναγνωρίζει ως οριστικό, και ως έσχατο μέτρο τοποθετεί το εγώ του καθενός και τις επιθυμίες του». Αυτό δηλώνατε στην ομιλία σας κατά την έναρξη του κονκλαβίου.
Για το λόγο αυτό, θα πρέπει να έχουμε το θάρρος να πούμε: ναι, ο άνθρωπος οφείλει να αναζητά την αλήθεια. Είναι ικανός να βρει την αλήθεια. Το ότι η  αλήθεια έχει ανάγκη από κριτήρια που να επιτρέπουν να την εξακριβώσεις και να βεβαιωθείς ότι δεν έχει παραποιηθεί, είναι αυτονόητο. Θα πρέπει επίσης η αλήθεια να συμβαδίζει πάντοτε με την ανεκτικότητα. Αλλά τότε η αλήθεια μας εμφανίζει τις σταθερές εκείνες αξίες που πρόσφεραν στην ανθρωπότητα το μεγαλείο της. Θα πρέπει να μάθουμε εκ νέου να βιώνουμε την ταπεινοσύνη που επιτρέπει να αναγνωρίζουμε τα σημεία αναφοράς που φέρει μέσα της η αλήθεια.
Το ότι η αλήθεια δεν θα κατορθώσει να επικρατήσει με τη βία , αλλά με τη δική της δύναμη, είναι το κεντρικό περιεχόμενο του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Ο Ιησούς παρουσιάζεται ενώπιον του Πιλάτου ως Η αλήθεια και ως μάρτυρας της αλήθειας. Δεν υπερασπίζεται την αλήθεια  με τη βοήθεια λεγεώνων, αλλά την καθιστά ορατή δια του Πάθους του, και επίσης δι΄αυτού του τρόπου την καθιερώνει.
Μέσα σε ένα κόσμο όπου επικρατεί ο σχετικισμός, μια νέα ειδωλολατρία επιβάλλεται όλο και περισσότερο στη σκέψη και στη δράση του ανθρώπου. Έχει  προ πολλού καταστεί σαφές ότι πλάι στην Εκκλησία δεν υπάρχει μόνο ένας ελεύθερος χώρος, ένα κενό, αλλά έχει διαμορφωθεί ένα είδος αντι-Εκκλησίας. Ο Πάπας θα πρέπει να καταδικαστεί, έγραφε μια Γερμανική εφημερίδα, διότι με τις τοποθετήσεις του «έχει προσβάλει την ισχύουσα σήμερα θρησκεία μέσα σ΄αυτήν τη Χώρα», δηλαδή τη «θρησκεία της κοινωνίας των πολιτών». Πρόκειται μήπως για την εμφάνιση  ενός νέου «Αγώνα πολιτισμού», (Kulturkampf) όπως τον ανάλυε ο Marcello Pera; Ο πρώην πρόεδρος της Ιταλικής Γερουσίας μιλαει για ένα «μεγάλο αγώνα που εξαπέλυσε η λαϊκότητα ενάντια στον Χριστιανισμό».
Το ότι μια νέα μισαλλοδοξία εξαπλώνεται, είναι φανερό. Υπάρχουν κριτήρια σκέψης καλά επεξεργασμένα που πρέπει να επιβληθούν σε όλους. Τα διαδίδουν κατόπιν εν ονόματι μιας αρνητικής ανεκτικότητας. Π.χ. όταν        εξαιτίας της αρνητικής ανεκτικότητας, δεν πρέπει να υπάρχει εσταυρωμένος σε δημόσιες αίθουσες. Κατά βάθος εδώ ζούμε την κατάργηση της ανεκτικότητας, διότι πρόκειται για άρνηση του δικαιώματος της θρησκείας, της Καθολικής πίστης να εκφράζεται με τρόπο ορατό.
‘Όταν π.χ. στο όνομα της μη διάκρισης, θέλουν να υποχρεώσουν την Καθολική Εκκλησία να αλλάξει τη θέση της για την ομοφυλοφιλία ή την χειροτονία των γυναικών, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί πια να βιώσει τη δική της ταυτότητα και αντί αυτού, καθιστούν μια θρησκεία αρνητική και αφηρημένη, τυραννικό κριτήριο στο οποίο ο καθένας οφείλει να υποκλιθεί. Θεωρούν δε τούτο ελευθερία, αποκλειστικά και μόνο επειδή  είναι μια απελευθέρωση από όλες τις αξίες που υπήρχαν μέχρι σήμερα.
Όμως στην πραγματικότητα, η εξέλιξη αυτή οδηγεί σιγά σιγά στην μισαλλόδοξη διεκδίκηση μια νέας θρησκείας, που ισχυρίζεται ότι είναι έγκυρη παντού, επειδή είναι ορθολογική ή ακόμη ότι είναι ή ίδια η λογική, που γνωρίζει τα πάντα και οφείλει να οριοθετήσει τον καθοριστικό χώρο για όλους και για τον καθένα.
Το ότι στο όνομα της ανεκτικότητας, καταργείται η ανεκτικότητα, είναι μια πραγματική απειλή στην οποία οφείλουμε να αντισταθούμε. Ο κίνδυνος έγκειται στο ότι η λογική –αυτό που αποκαλούν Δυτική λογική- ισχυρίζεται πως πράγματι ανακάλυψε αυτό που είναι σωστό και εγείρει μια ολοκληρωτική αξίωση που είναι εχθρός της ελευθερίας. Πιστεύω ότι οφείλουμε να καταγγείλουμε πολύ έντονα αυτόν τον κίνδυνο. Κανείς δεν είναι εξαναγκασμένος να είναι χριστιανός. Αλλά κανείς δεν πρέπει να εξαναγκάζεται να  ζήσει τη «νέα θρησκεία» ως τη μόνη καθοριστική, ως αυτή που δεσμεύει την ανθρωπότητα ολόκληρη.
Η επιθετικότητα με την οποία παρουσιάζεται  η νέα αυτή θρησκεία, περιγράφεται από το περιοδικό Der Spiegel  ως «μια σταυροφορία των άθεων». Είναι μια σταυροφορία που χλευάζει τον χριστιανισμό ως μια «τρέλα του Θεού» και την οποία χαρακτηρίζει κατάρα, αιτία όλων των πολέμων.
Σεις ο ίδιος μιλήσατε για μια «επίθεση λίγο ως πολύ οξεία ενάντια στην Εκκλησία». Ακόμη και εκτός ολοκληρωτικών καθεστώτων, ασκείται πίεση για να σας υποχρεώσει να σκέπτεστε όπως όλος ο κόσμος. Οι επιθέσεις εναντίον της Εκκλησίας, δείχνουν, λέγατε, «μέχρι ποιο σημείο αυτός ο κομφορμισμός μπορεί να είναι μια αληθινή δικτατορία». Λόγια σκληρά.
Πράγματι, είναι γεγονός ότι συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς και σκέψης παρουσιάζονται ως οι μόνες λογικές και συνεπώς ως οι μόνες αντάξιες του ανθρώπου. Ο χριστιανισμός αισθάνεται τότε εκτεθειμένος στην πίεση   μιας μισαλλοδοξίας που καταρχάς τον γελοιοποιεί και στη συνέχεια του αφαιρεί το ζωτικό του χώρο στο όνομα μιας φαινομενικής λογικής.
Είναι πολύ σημαντικό να αντισταθούμε σε αυτόν τον ισχυρισμό του απολύτου τον οποίον εκφράζει αυτός ο τύπος πολύ συγκεκριμένης «λογικής». Εξάλλου, αυτή δεν είναι αυτή καθεαυτή η καθαρή λογική, αλλά ο περιορισμός της λογικής σε αυτό που οι επιστήμες μάς επιτρέπουν να γνωρίσουμε, αποκλείοντας κάθε τι που ξεπερνά αυτό το όριο. Πράγματι είναι αλήθεια ότι υπήρξαν στην ιστορία θρησκευτικοί πόλεμοι, και ότι η θρησκεία έχει επίσης οδηγήσει στη βία…

Αλλά ούτε ο Ναπολέων, ούτε ο Χίτλερ, ούτε τα Αμερικανικά στρατεύματα στο Βιετνάμ πολέμησαν για την πίστη. Αντίθετα, προ εβδομήντα ακριβώς χρόνων, άθεα συστήματα στη Δύση και στην Ανατολή οδήγησαν τον κόσμο στην καταστροφή. Σε μια εποχή απομακρυσμένη από τον Θεό, τον οποίο ο Αμερικανός συγγραφέας Louis Begley ονόμαζε «ένα σατανικό Requiem”.
Έχουμε λοιπόν ένα ακόμη λόγο για να πούμε ότι η μεγάλη δύναμη του καλού παραμένει ακόμη πιο αληθινή.  Η δύναμη αυτή ξεχύθηκε από τη θρησκεία και χάρη σε μεγάλα ονόματα  – Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης,  Άγιος Βικέντιος de Paul, η Μητέρα Τερέζα, κ.τ.λ.- διαπερνά και φωτίζει ολόκληρη την ιστορία. Αντίθετα, οι νέες ιδεολογίες οδήγησαν σε ένα είδος βαρβαρότητας και περιφρόνησης του ανθρώπου, κάτι που παλιά ήταν αδιανόητο, διότι υπήρχε  πάντοτε σεβασμός στην εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Χωρίς το σεβασμό αυτό, ο άνθρωπος βάζει τον εαυτό του στη θέση του Απόλυτου και όλα τού επιτρέπονται. Γίνεται τότε πράγματι καταστροφέας.
Από την άλλη μεριά, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ένα Κράτος, σεβόμενο την ισότητα όλων, νομιμοποιείται να αφαιρέσει από τους δημόσιους χώρους τα θρησκευτικά σύμβολα, συμπεριλαμβανομένου του εσταυρωμένου. Δεν νομίζετε ότι είναι ένας συλλογισμός που στέκει;
Σ’αυτό το σημείο, πρέπει καταρχάς να θέσουμε ένα ερώτημα: γιατί το Κράτος οφείλει να αφαιρέσει τον εσταυρωμένο από τις δημόσιες υπηρεσίες; Αν ο εσταυρωμένος περιείχε ένα παράλογο και μη αφομοιώσιμο από άλλους μήνυμα, τούτο θα ήταν μάλλον ανησυχητικό. Αλλά ο εσταυρωμένος περιέχει το μήνυμα ότι ο Θεός ο ίδιος υποφέρει, ότι φανερώνει  την αγάπη του μέσα από τον πόνο του, ότι μας αγαπά.  Το μήνυμα αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με κανέναν.  Ιδού ήδη ένα σημείο.
Εξάλλου, εννοείται ότι στα θεμέλια των Χωρών μας υπάρχει μια πολιτισμική  ταυτότητα. Αυτή τις διαμορφώνει θετικά, τις συγκρατεί εκ των έσω, και καθορίζει πάντοτε  τις θετικές αξίες και τη θεμελιώδη δομή της κοινωνίας. Χάρη σ’ αυτές, ο εγωισμός περιορίζεται στα όριά του και καθίσταται δυνατή μια ανθρώπινη κουλτούρα. Θα έλεγα ότι παρόμοια πολιτισμική έκφραση μιας κοινωνίας που τη ζει θετικά, δεν μπορεί να προσβάλλει όσους δεν συμμερίζονται αυτήν την πεποίθηση και ότι συνεπώς η έκφραση αυτή δεν πρέπει να απαγορεύεται.
Στην Ελβετία οι πολίτες δεν ψήφισαν ενάντια στην κατασκευή Τζαμιών, αλλά ενάντια στην κατασκευή μιναρέδων στο Τζαμιά. Στη Γαλλία, η βουλή απαγόρεψε την μπούργκα. Οι Χριστιανοί μπορούν να χαίρονται για όλα αυτά;
Οι χριστιανοί είναι ανεκτικοί. Γι’ αυτούς, ο καθένας είναι υπεύθυνος για τα πιστεύω του και τις αντιλήψεις του. Είμαστε ευγνώμονες που στις Χώρες του Αραβικού Κόλπου (Κατάρ, Αμπού Ντάμπι, Ντουμπάϊ, Κουβέιτ) υπάρχουν Εκκλησίες όπου οι χριστιανοί μπορούν να τελέσουν τις θείες Ακολουθίες και ευχόμαστε να είναι έτσι παντού. Είναι, λοιπόν, απόλυτα φυσικό οι Μουσουλμάνοι να μπορούν στις Χώρες μας να συγκεντρώνονται στα Τζαμιά για να προσευχηθούν.
Όσον αφορά στην μπούργκα, δεν βλέπω κανένα λόγο να εκδίδεται μια γενική            απαγόρευση. Λέγεται ότι ορισμένες γυναίκες δεν φορούν τη μπούργκα με την πλήρη θέλησή τους και ότι στην πράξη η γυναίκα υφίσταται βία. Αν τούτο αληθεύει, εννοείται ότι δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σ’ αυτό. Αλλά αν με τη θέλησή τους   τη φορούν, δεν βλέπω το λόγο  μιας τέτοιας απαγόρευσης.
Στην Ιταλία, το 80% των κατοίκων λαβαίνει το βάπτισμα της Καθολικής Εκκλησίας, στην Πορτογαλία φθάνει το 90%, το ίδιο και στην Πολωνία, ενώ στη μικρή Μάλτα το 100%. Στη Γερμανία, πάνω από το 60% του πληθυσμού ανήκει ακόμη στις δυο μεγάλες χριστιανικές ομολογίες, ενώ ένα σημαντικό μέρος σε άλλες χριστιανικές κοινότητες. Η δυτική χριστιανική κουλτούρα είναι χωρίς αμφιβολία  το θεμέλιο της επιτυχίας και της ευημερίας  της Ευρώπης. Παρόλα αυτά  σήμερα η πλειοψηφία των λαών της δέχεται να κυριαρχείται από μια μειονότητα διαμορφωτών γνώμης. Πρόκειται για μια παράξενη, αν όχι σχιζοφρενική, κατάσταση.
Τούτο φέρνει στην επιφάνεια έναν εσωτερικό προβληματισμό. Μέχρι ποιο σημείο πράγματι οι λαοί ανήκουν ακόμη στην Εκκλησία; Από τη μια, θέλουν να ανήκουν στη Εκκλησία, δεν θέλουν να χάσουν αυτό το θεμέλιο. Από την άλλη, είναι εσωτερικά επηρεασμένοι και διαμορφωμένοι από τη μοντέρνα σκέψη. Όλη η ζωή είναι σημαδεμένη από το μίγμα και τη συνύπαρξη μιας θεμελιακής χριστιανικής θέλησης και μιας νέας φιλοσοφίας. Τούτο δημιουργεί ένα είδος σχιζοφρένειας, μια διασπασμένη ύπαρξη.
Οφείλουμε να προσπαθήσουμε να κάνουμε ώστε αυτές οι  δύο, η Εκκλησία και η μοντέρνα σκέψη, στο μέτρο που αυτό είναι εφικτό, να συμβιβαστούν προσαρμοζόμενες η μια στην άλλη. Η χριστιανική ύπαρξη δεν πρέπει να καταντήσει ένα αρχαϊκό μόρφωμα  το οποίο διατηρώ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και όπου η ζωή εκτυλίσσεται κατά κάποια τρόπο δίπλα στη νεωτερικότητα. Είναι πολύ περισσότερο μια ύπαρξη ζωντανή, μοντέρνα, που δραστηριοποιείται και διαμορφώνει τη νεωτερικότητά μου, και την οποία η τελευταία κυριολεκτικά την ασπάζεται.
Ότι είναι απαραίτητο να διεξάγουμε στο πεδίο αυτό έναν μεγάλο διανοητικό αγώνα, το εκδήλωσα πρόσφατα, ιδρύοντας ένα «Ποντιφικό Συμβούλιο για τον νέο ευαγγελισμό». Είναι σημαντικό να προσπαθούμε να ζούμε και να σκεπτόμαστε τον χριστιανισμό με τέτοιο τρόπο, ώστε η καλή, η αληθινή νεωτερικότητα να τον δεχτεί και ταυτόχρονα να διαφοροποιηθεί και να ξεχωρίσει από ό, τι αντιτίθεται στη χριστιανική πίστη.
Η Καθολική Εκκλησία, είναι αντικειμενικά ο πιο μεγάλος οργανισμός του κόσμου, με ένα κεντρικό δίκτυο πάνω σε ολόκληρη τη γήινη σφαίρα που λειτουργεί καλά. Διαθέτει ένα δισεκατομμύριο διακόσια εκατομμύρια μέλη, τέσσερεις χιλιάδες επισκόπους, τετρακόσιες χιλιάδες ιερείς και εκατομμύρια μοναχούς και μοναχές. Έχει χιλιάδες πανεπιστήμια, μοναστήρια, σχολεία, κοινωνικά ιδρύματα. Μετά το Κράτος, είναι ο μεγαλύτερος εργοδότης σε Χώρες όπως π.χ. η Γερμανία. Δεν είναι απλά ένα σήμα ποιότητας, με ακλόνητες κατευθυντήριες γραμμές, αλλά έχει τη δική της ιδιαίτερη ταυτότητα. Τη δική της λατρεία, τη δική της ηθική, τα Άγια των αγίων, την Ευχαριστία. Κατόπιν διατηρεί τη νομιμοποίησή της «από ψηλά»και μπορεί να πει για τον εαυτό της: Υπάρχουμε εξ αρχής, είμαστε οι φύλακες του θησαυρού. Τι περισσότερο να πούμε; Δεν είναι  παράδοξο, αλλά και σκάνδαλο, που η Εκκλησία αυτή δεν αποδίδει πολύ περισσότερο με αυτό το ασύγκριτο δυναμικό;
Θα πρέπει φυσικά να θέσουμε το παραπάνω ερώτημα; Πρόκειται για τη σύγκρουση των δύο πνευματικών κόσμων: του κόσμου της πίστης και του εκκοσμικευμένου κόσμου. Το ζήτημα είναι να ξέρουμε αν το φαινόμενο αυτό της εκκοσμίκευσης είναι σωστό. Πού η πίστη μπορεί ή οφείλει να ιδιοποιηθεί   τις μορφές της νεωτερικότητας; Και πού πρέπει να προβάλει αντίσταση; Ο μεγάλος αυτός αγώνας διεξάγεται  σήμερα σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι επίσκοποι στον τρίτο κόσμο μου λένε: και στις Χώρες μας η  εκκοσμίκευση υπάρχει, και συμπίπτει με μορφές ζωής εντελώς αρχαϊκές.
Αναρωτιέται κανείς συχνά πώς είναι δυνατό οι χριστιανοί που προσωπικά είναι ένθερμοι πιστοί, δεν έχουν τη δύναμη να προβάλουν πιο δυναμικά την πίστη τους  στο πολιτικό επίπεδο;
Πριν απ΄όλα πρέπει να φροντίσουμε, ώστε οι άνθρωποι να μην απορρίψουν τον Θεό από τη ζωή τους. Να αναγνωρίζουν τον θησαυρό που κατέχουν.  Και στη συνέχεια, από μόνοι τους, και με τη βοήθεια της πίστης τους, να μπορούν να αντιμετωπίζουν την εκκοσμίκευση και να πραγματοποιούν τη διάκριση των πνευμάτων. Η τεράστια αυτή διαδικασία συνιστά την αληθινή μεγάλη προσπάθεια  της εποχής μας. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε ότι η εσωτερική δύναμη της πίστης, που είναι παρούσα στους ανθρώπους, θα αποκτήσει επίσης τη δέουσα ισχύ στη δημόσια ζωή, σημαδεύοντας και τη δημόσια σκέψη, ώστε η κοινωνία να μην πέσει απλά σε ένα βάραθρο χωρίς  πυθμένα.

Θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί το εξής: μετά από δυο χιλιετίες, ο χριστιανισμός έχει απλά εξαντληθεί, όπως αυτό συνέβη σε άλλους μεγάλους πολιτισμούς της ιστορίας.
Εξετάζοντας επιφανειακά το θέμα και περιοριζόμενος μόνο στο δυτικό κόσμο, θα μπορούσε κάποιος να κάνει παρόμοια σκέψη. Αν όμως προβούμε σε ακριβέστερη διερεύνηση, κάτι που μπόρεσα ό ίδιος να κάνω μέσω των επισκέψεων των επισκόπων όλου του κόσμου και μέσω πολλών άλλων συναντήσεων, διαπιστώνει ότι ο χριστιανισμός αναπτύσσει σήμερα μια εντελώς νέα δημιουργικότητα. Στη Βραζιλία π.χ. από τη μια υπάρχει σημαντική αύξηση των σεκτών που συχνά είναι ύποπτες επειδή οι περισσότερες υπόσχονται ευημερία και εξωτερική επιτυχία. Από την άλλη υπάρχει μια νέα αφύπνιση των Καθολικών, μια δυναμική νέων κινημάτων, όπως π.χ. οι «κήρυκες του Ευαγγελίου», οι νέοι που, πλημμυρισμένοι από ενθουσιασμό, αναγνωρίζουν το Χριστό ως Υιό του Θεού και θέλουν να μεταδώσουν αυτή την εμπειρία τους στον κόσμο. Καθώς μου λέει ο αρχιεπίσκοπος του Σαν Πάολο, γεννιούνται διαρκώς εκεί νέα κινήματα. Υπάρχει λοιπόν μια δύναμη ανανέωσης και νέας ζωής.
Ή ας σκεφτούμε επίσης αυτό που  η Εκκλησία σημαίνει για την Αφρική. Συχνά είναι  το μόνο στέρεο και σταθερό σημείο αναφοράς μέσα στις ταραχές και τις καταστροφές των πολέμων, το μόνο καταφύγιο όπου υπάρχει ακόμη ανθρωπιά. Όπου κάτι γίνεται για τα ανθρώπινα όντα. Η Εκκλησία είναι αφοσιωμένη στο να επιμηκύνει τη ζωή των ανθρώπων, να φροντίζει τους αρρώστους, να διευκολύνει τη γέννηση και την ανατροφή των παιδιών. Είναι μια δύναμη ζωής που ανανεώνει τον ενθουσιασμό και ανοίγει νέους δρόμους στη ζωή των ανθρώπων.
Κατά ένα τρόπο λιγότερο ορατό, ωστόσο αναντίρρητο, παρακολουθούμε επίσης και εδώ στη Δύση, το λανσάρισμα νέων πρωτοβουλιών των Καθολικών που δεν κατευθύνονται από κάποια Εκκλησιαστική δομή και γραφειοκρατία. Η γραφειοκρατία είναι φθαρμένη και κουρασμένη. Οι πρωτοβουλίες αυτές προέρχονται εκ των έσω, από τη χαρά που κινητοποιεί τους νέους ανθρώπους. Ο χριστιανισμός ίσως παίρνει μια άλλη μορφή και ένα άλλο πολιτισμικό σχήμα. Δεν θέλει να παίρνει τη θέση εκείνου που δίνει εντολές στην παγκόσμια γνώμη. Αυτό γίνεται από άλλους, οι οποίοι και κυβερνούν. Ο χριστιανισμός είναι όμως δύναμη ζωής, χωρίς την οποία τα άλλα πράγματα δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν. Εξαιτίας όλων αυτών που βλέπω και βιώνω εγώ ο ίδιος, είμαι απόλυτα αισιόδοξος από το γεγονός ότι ο χριστιανισμός βρίσκεται σε μια νέα δυναμική.
Παρόλα αυτά, μερικές φορές έχει κανείς την εντύπωση ότι είναι νόμος της φύσης να επιτρέπει στην ειδωλολατρία να ανακτά κάθε φορά τα εδάφη που ο χριστιανισμός προετοίμασε και κατέστησε καλλιεργήσιμα.
Η δομή του ανθρώπου είναι θεμελιωμένη στο προπατορικό αμάρτημα. Το ότι, εξαιτίας αυτού, η ειδωλολατρία επανεμφανίζεται πάντοτε, είναι μια εμπειρία που διαπερνά όλους τους αιώνες. Έτσι, η αλήθεια του προπατορικού αμαρτήματος επιβεβαιώνεται. Ο άνθρωπος υποτροπιάζει αδιάκοπα εγκαταλείποντας την πίστη. Θέλει να έχει εκ νέου την πλήρη ανεξαρτησία του, να είναι αποκλειστικά και μόνο με τον εαυτό του. Γίνεται ειδωλολάτρης στην πιο βαθιά έννοια του όρου.
Αλλά η Θεία Παρουσία στον άνθρωπο δεν παύει να επανέρχεται και να εκδηλώνεται. Είναι η πάλη που διαπερνά όλη την Ιστορία. Όπως δήλωσε ο Άγιος Αυγουστίνος: η ιστορία του κόσμου είναι μια πάλη μεταξύ δυο μορφών αγάπης: η αγάπη για τον εαυτό μας μέχρι την καταστροφή του κόσμου, και η αγάπη για τους άλλους μέχρι την αυταπάρνηση. Αυτή η πάλη που μπορέσαμε  πάντοτε να διαπιστώσουμε, συνεχίζεται ακόμη και τώρα.
Βενέδικτος 16ος