Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειτουργική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λειτουργική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Η επίκληση του Αγίου Πνεύματος στη Ρωμαϊκή Θεία Λειτουργία


Η Θεία Λειτουργία. Βασιλική Αγίου Κλήμεντος, Ρώμη

Η ύστερη μεσαιωνική θεωρία στην Δυτική Εκκλησία ήταν, όπως είναι καλά γνωστό, ότι ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων πραγματοποιείται με την απαγγελία των λόγων της καθιέρωσης «Τούτο εστί το σώμα μου», «Τούτο εστί το αίμα μου».  Στην Ανατολή θεωρούταν πάντα δεδομένο ότι ο καθαγιασμός γίνεται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Είναι μάλιστα τόσο έντονη αυτή η πεποίθηση που στην ευχαριστιακή Αναφορά των Αγίων Αντάι και Μάρι που χρησιμοποιείται στην εκκλησία των Νεστοριανών, δεν γίνεται αναφορά στα λόγια του Κυρίου.

Όμως, σε αρχαιότερες περιόδους η ανατολική άποψη επικρατούσε εξίσου και στη Ρώμη. Ο ίδιος ο πάπας Γελάσιος (492-496) μιλάει για την καθαγίαση ως Sancto Spiritu perficiente – πραγματοποιείται από το Άγιο Πνεύμα. (Gelasius, De duabus naturis in Christo, given in M. J. Routh's Scriptorum
Ecclesiasticorum opuscula, Oxonii, 1840; t. ii, p. 139)

Επίσης και στην Αφρικανική Εκκλησία, τον 4ο αιώνα γινόταν χρήση μια σαφούς επίκλησης (Optatus, Contra Parmen., Lib. VI; and Fulgentius Aa
Monlmum in W. Palmer's Origines Liturgicae, Oxford, 1836; vol. i, p. 138, note v.)

Αλλά την αρχαία πεποίθηση της πρεσβυτέρας Ρώμης την βλέπουμε ακόμα και σήμερα στην Α’ Ευχαριστιακή Αναφορά της, γνωστή ως Ρωμαϊκός Κανόνας και της οποίας η σημερινή μορφή ανάγεται στα χρόνια του πάπα Γρηγορίου του Διαλόγου (590-604) και ήταν η μοναδική αναφορά που χρησιμοποιούσε η Ρωμαϊκή Εκκλησία μέχρι το 1970. Εκείνη την χρονιά εισήχθησαν τρεις καινούργιες αναφορές που μιμούνται αρχαίες. Η Β’ και πιο σύντομη,  εμπνέεται από την αναφορά του Ιουστίνου όπως τελούταν στη Ρώμη τον Β΄αιώνα, η Γ’ αποτελεί ένα μίγμα ευχαριστιακών ευχών τοπικών δυτικών εκκλησιών που έπεσαν σε αχρηστία κατά τον μεσαίωνα, ενώ η Δ’ αποτελεί σχεδόν αντιγραφή της Αναφοράς του Βασιλείου του Μεγάλου. Βέβαια και στις τρεις τελευταίες, η επίκληση προηγείται των λόγων του Κυρίου και συντάχθηκαν σε μια εποχή που η Δυτική Εκκλησία πλέον πέταξε στο χρονοντούλαπο την μεσαιωνική της άποψη ότι ο καθαγιασμός των άρτου και του οίνου γίνεται αποκλειστικά με τα λόγια του Κυρίου αποκαθιστώντας τον πάπα Γελάσιο, αλλά και δικαιώνοντας τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Στην Α’ Ευχαριστιακή Αναφορά λοιπόν, μετά τα λόγια του Κυρίου «Τούτο εστί το σώμα μου», «Τούτο εστί το αίμα μου», η προσφορά συνεχίζεται να αποκαλείται ως panem sanctam (άγιος άρτος) αλλά ακόμα άρτος.

Πριν τα λόγια του Κυρίου:

“Te igitur, clementissime Pater, per Iesum Christum, Filium tuum, Dominum nostrum, supplices rogamus ac petimus,
 uti accepta habeas et benedicas + haec dona haec munera, haec sancta sacrificia illibata

“Hanc igitur oblationem servitutis nostrae, sed et cunctae familiae tuae, quaesumus, Domine, ut placatus accipias”
Μετά τα λόγια του Κυρίου:

offerimus praeclarae maiestati tuae de tuis donis ac datis hostiam puram, hostiam sanctam, hostiam immaculatam, Panem sanctam vitae aeternae et Calicem salutis perpetuae.

Supra quae propitio ac sereno vultu respicere digneris: et accepta habere, siculti accepta habere dignatus es munera pueri tui iusti Abel, et sacrificium Patriarchae nostri Abrahae, et quod tibi obtulit summus sacerdos tuus Melchisedech, sanctum sacrificium, immaculatam hostiam.

Πριν και μετά τα λόγια της καθιέρωσης ο άρτος και ο οίνος αποκαλούνται ξεκάθαρα illabata, immaculatam, κάνοντας αναφορά στη θυσία του Μελχισεδέκ.

Όλα αυτά προηγούνται της περίφημης και αδικημένης από τους λατίνους του μεσαίωνα Ρωμαϊκής Επίκλησης Supplices te rogamus την οποία όπως οι ίδιοι οι λατίνοι ιερείς τότε αλλά και σήμερα απαγγέλουν υποκλινόμενοι βαθιά και σταυρώνοντας τα τίμια δώρα και μετά τον εαυτό τους.

Súpplices te rogámus, omnípotens Deus: jube hæc perférri per manus sancti Ángeli tui in sublíme altáre tuum, in conspéctu divínæ majestátis tuæ: ut quotquot (osculatur altare), ex hac altáris participatióne, sacrosánctum Fílii tui, Cor+pus et Sán+guinem sumpsérimus (seipsum signat), omni benedictióne cœlésti, et grátia repleámur (jungit manus). Per eúndem Christum Dóminum nostrum. Amen.

Μετά την ρωμαϊκή επίκληση παύει κάθε αναφορά στον άρτο και στον οίνο και τα τίμια δώρα αποκαλούνται πλέον ρητά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.

Hæc commíxtio et consecrátio Córporis et Sánguinis Dómini nostri Jesu Christi, fiat accipiéntibus nobis in vitam ætérnam. Amen.

Αυτό το είχε καταλάβει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας (1391) όταν έγραφε:

«Ενταύθα δε τινες Λατίνοι των ημετέρων επιλαμβανονται. Φασί γαρ, μετά τον του Κυρίου λόγον, το “λάβετε, φάγετε” και τα εξής, προς το αγιασθήναι τα δώρα μηδεμιάς ευχής έτι δείσθαι, ως αν υπό του Κυριακού λόγου τελειούμενα»

Μερικοί Λατίνοι ασχολούνται εδώ με τα δικά μας. Λέγουν πραγματικά, ότι μετά το λόγο του Κυρίου, «λάβετε, φάγετε» και τα επόμενα, τα Τίμια Δώρα δεν χρειάζονται καμμιά ευχή για αγιασθούν, διότι τελειούνται από το λόγο του Κυρίου.

Αφού λοιπόν προσδιορίστηκαν οι θέσεις της διένεξης, ο Καβάσιλας περνάει στην επίθεση και επιχειρηματολογεί με βάση την ευχή της Ευχαριστιακής Αναφοράς της Εκκλησίας της Ρώμης. Καταδεικνύει, λοιπόν, ότι και οι Λατίνοι αναπέμπουν στο Θεό μία αντίστοιχη επίκληση μετά τους λόγους του Κυρίου:

«Ο δε παντελώς αυτούς επιστομίζει, ότι και η των Λατίνων Εκκλησία, εις ην αναφέρειν δοκούσι, μετά τον του Κυρίου λόγον, εύχεσθαι υπέρ των δώρων ου παραιτούνται… Τις δε η ευχή; “Κέλευσον ανενεχθήναι τα δώρα ταύτα εν χειρί αγγέλου εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον”»

Εκείνο δε που τους αποστομώνει εντελώς είναι ότι και των Λατίνων η Εκκλησία, στην οποία αναφέρονται, δεν παραλείπει να εύχεται υπέρ των Δώρων μετά τον λόγο του Κυρίου… Ποια είναι αυτή η ευχή; «Διάταξε, Κύριε, να ανεβασθούν τα Δώρα αυτά με χέρι Αγγέλου στο υπερουράνιό Σου θυσιαστήριο.»

«Φανερόν τοίνυν ως το ατιμάζειν την υπέρ των Δώρων ευχήν μετά τον του Κυρίου λόγον ουδέ της Εκκλησίας των Λατίνων εστίν απλώς, αλλ’ ενίων ολίγων και νεωτέρων, οίοι και τάλλα αυτήν ελυμήναντο, εις ουδέν έτερον ευκαιρούντες ‘η λέγειν τι και ακούειν καινότερον’ (Πράξεις 17,21)» (4).

Είναι λοιπόν φανερό ότι το να περιφρονούν την ευχή υπέρ των Δώρων μετά τον λόγο του Κυρίου δεν είναι συνήθεια της Εκκλησίας των Λατίνων γενικώς, αλλά μόνον ολίγων καινοτόμων, οι οποίοι και σε άλλα θέματα την έφθειραν, άνθρωποι που δεν ευκαιρούν σε τίποτε άλλο «παρά να λέγουν και ν΄ ακούν κάτι νεώτερο»

Βιβλιογραφία
E. G. CUTHBERT F. ATCHLEY, L.R.C.P., M.R.C.S. Ordo Romanus Primus, LONDON
ALEXANDER MORING, LIMITED, THE DE LA MORE PRESS 1905

CESARE GIRAUDO sj  Η Ευχαριστιακή Επίκληση: Οικουμενική γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως

Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν 29,1 (Sources Chrétiennes 4bis, 178-181).

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Η Θεία Λειτουργία και το κίνημα των Νεοκατηχουμένων σύμφωνα με τη διδασκαλία του πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’

Η Θεία Λειτουργία, Ψηφιδωτό, Βασιλική Αγίου Μάρκου, Βενετία


Το παρόν άρθρο του π. Manuel Nin, ιερομόναχου Βενεδικτίνου, αρχιμανδρίτη και διευθυντή του Ποντιφηκού Ελληνικού Κολλεγίου Ρώμης και έξοχου καθηγητή Λειτουργικής Θεολογίας, δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα του Βατικανού LOsservatore Romano στις 15 Μαρτίου 2012 και αναφέρεται στην ομιλία που έδωσε ο πάπας στα μέλη του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, αλλά αφορά όλη την καθολική Εκκλησία, σχετικά με τον τρόπο τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Οι υπογραμμίσεις είναι του ιστολογίου.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας (ειδικότερα ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, Ιωάννης Χρυσόστομος, Θεόδωρος Μοψουεστίας) στις κατηχήσεις τους, που κήρυτταν κυρίως κατά την διάρκεια της Τεσσαρακοστής, εισήγαγαν, έπαιρναν από το χέρι θα μπορούσαμε να πούμε, οδηγούσαν τους κατηχούμενους, δηλαδή όσους ετοιμάζονταν να λάβουν το βάπτισμα κατά την νύχτα του Πάσχα, να ανακαλύψουν και να απομνημονεύσουν την χριστιανική πίστη διαμέσου της ομολογίας πίστης, του Πιστεύω, και δίνοντάς τους ένα πρότυπο προσευχής, το Πάτερ Ημών.

Κατά την διάρκεια όλης της περιόδου της προετοιμασίας, εν αναμονή του βαπτίσματος, το οποίο, όπως όλα τα Μυστήρια, είναι ένα δώρο που λαμβάνεται μέσα στη μεγάλη Εκκλησία, στους κόλπους της που αναγεννούν, οι κατηχούμενοι μυούνταν στην πίστη, στην ακοή και κατανόηση του Λόγου του Θεού, και συμμετείχαν μόνο στο πρώτο μέρος της τέλεσης των ιερών Μυστηρίων.

Πράγματι, μετά το Ευαγγέλιο – και για αυτό έχουμε μαρτυρία ακόμα σήμερα στις ανατολικές λειτουργίες- ο διάκονος απέλυε τους κατηχούμενους, τους παρότρυνε να βγουν από το Ναό, βάζοντας τους κατά κάποιο τρόπο σε αναμονή, μια χαρούμενη αναμονή, της συμμετοχής στη μοναδική Θυσία του Χριστού, αυτήν που τελείται τη νύχτα του Πάσχα από τον επίσκοπο στη μεγάλη και μοναδική μητέρα Εκκλησία που μέσα από το βάπτισμα τους αναγεννούσε εν Χριστώ.

Εκείνη τη νύχτα οι κατηχούμενοι, γενόμενοι αποδεκτοί μέσα στην εκκλησία με το άσμα του αποστόλου Παύλου «όσοι εν Χριστώ εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούια», δεν αποκαλούνταν πλέον «κατηχούμενοι» αλλά νεόφυτοι, δηλαδή εισηγμένοι. Πού? Στο Χριστό, στη μοναδική και μεγάλη Εκκλησία. Και από εκείνη τη στιγμή συμμετείχαν πλήρως στα άγια μυστήρια του Σώματος και του Αίματος του Χριστού που ήταν-και είναι ακόμα- όχι ένα βήμα μέσα στην κατηχητική πορεία αλλά η πλήρωση της συμμετοχής όλων των χριστιανών πιστών στη ζωή του Χριστού στην Εκκλησία.

Στα βήματα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, των κατηχήσεων και των μυσταγωγιών τους, μπορούμε να τοποθετήσουμε την ομιλία του πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’ στα μέλη του κινήματος των Νεοκατηχούμενων στις 20 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους. Μια ακρόαση την οποία ο ίδιος ο Πάπας τοποθετεί μέσα στο σύνολο των ακροάσεων που δόθηκαν απ’αυτόν στους ιδρυτές και τα μέλη αυτής της εκκλησιαστικής πραγματικότητας.

Πρόκειται για ένα μάθημα λειτουργικής Θεολογίας έγκυρο και χρήσιμο για το κίνημα των Νεοκατηχουμένων και για όλη την Εκκλησία.

Ο πάπας από την αρχή υπογραμμίζει την αξία της ιεραποστολικής δράσης και ευαγγελισμού του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, δράση που πρέπει να γίνεται πάντα – και ο Άγιος Πατέρας το επαναλαμβάνει μάλιστα δύο φορές- «σε κοινωνία με όλη την Εκκλησία και τον διάδοχο του Πέτρου», αναζητώντας «πάντα μια βαθιά κοινωνία με την αποστολική έδρα και τους ποιμένες των τοπικών Εκκλησιών στις οποίες έχετε ενταχθεί».

Θα λέγαμε ότι ο επίσκοπος Ρώμης δεν ξεχνάει ποτέ τον ρόλο του ως αρχή κοινωνίας με όλους τους ποιμένες της καθολικής Εκκλησίας: «η ενότητα και η αρμονία του εκκλησιαστικού σώματος είναι μια σημαντική μαρτυρία προς τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του μέσα στον κόσμο στον οποίο ζούμε».

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ως καλός ποιμένας, επίσης, και δικαιολογημένα, δεν παραλείπει να καταδείξει την γενναιοδωρία και τον ιεραποστολικό ζήλο του κινήματος των Νεοκατηχούμενων – όπως επίσης και τις δυσκολίες που συναντά στο ευαγγελικό του έργο – και να ενθαρρύνει τα μέλη του, ιερείς, λαϊκούς, ολόκληρες οικογένειες  να συνεχίσουν με ζήλο να αναγγέλλουν παντού, ακόμα και σε μακρινά μέρη από τον χριστιανισμό, το Ευαγγέλιο, πάντα μέσα στην αγάπη προς το Χριστό και την Εκκλησία.

Μετά τα εισαγωγικά λόγια, ο Πάπας εξηγεί το νόημα της έγκρισης για το κίνημα των Νεοκατηχουμένων, εκείνων των ακολουθιών «που δεν είναι στενά λειτουργικές, αλλά αποτελούν μέρος της πορείας της αύξησης της πίστης».  Ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ υπενθυμίζει στο κίνημα των Νεοκατηχουμένων και σε ολόκληρη την Εκκλησία ότι οι Λειτουργικές ακολουθίες, είναι εκείνες που εγκρίθηκαν από την Εκκλησία, μέσα από τα διάφορα κείμενα της Διδασκαλίας του επισκόπου Ρώμης ή των διάφορων Οικουμενικών Συνόδων που έθεσαν κανόνες και ενέκριναν την Θεία Λειτουργία της Εκκλησίας. Ο πάπας τονίζει πως η έγκριση των ακολουθιών που περιέχονται στον «Κατηχητικό οδηγό του κινήματος των Νεοκατηχουμένων» θα πρέπει να εννοηθεί ως στενότατα συνδεδεμένη με το « sensus Ecclesiae» και σε συντονία με τις ανάγκες της ανέγερσης του «Corpus Ecclesiae». Για ακόμα μια φορά, κατά την διάρκεια της αρχιερατείας του Βενέδικτου ΙΣΤ΄, βλέπουμε τον Πέτρο ως θεμέλιο κοινωνίας και ενότητας στην Εκκλησία.

Ό,τι ειπώθηκε σχετικά με τον ρόλο και την δέσμευση της αναγγελίας του Ευαγγελίου εκ μέρους του κινήματος των Νεοκατηχουμένων και σχετικά με την έγκριση των ακολουθιών που δεν είναι στενά λειτουργικές και προβλέπονται από τον «Κατηχητικό Οδηγό», προσφέρει επίσης την ευκαιρία στον Βενέδικτο ΙΣΤ’ να μιλήσει για την αξία της Θείας Λειτουργίας, δηλαδή εκείνης της πραγματικότητας της εκκλησιαστικής ζωής που επακριβώς δεν έχει καμία ανάγκη ειδικής έγκρισης επειδή έχει ήδη εξεταστεί, εγκριθεί και κανονιστεί από την αποστολική έδρα και από την ίδια την Β΄Οικουμενική Σύνοδο του Βατικανού. Ο πάπας δεν φιλοδοξεί να «εξηγήσει» τί είναι η Θεία Λειτουργία, αλλά επιθυμεί να τονίσει την «αξία», δηλαδή, οτι έχει ένα κεντρικό ρόλο και στη ζωή της Εκκλησίας και κάθε χριστιανού.

Θέλοντας να καθορίσει σαφείς αρχές στον συλλογισμό του, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ ξεκινά τον προβληματισμό του με το άρθρο 7 της Συνοδικής Διάταξης «Sacrosanctum Concilium»: η Θεία Λειτουργία αποτελεί «έργο του Χριστού Ιερέα και του σώματός του που είναι η Εκκλησία». Τοποθετεί στο κέντρο της κατήχησής του το Λειτουργικό έτος το οποίο όχι μόνο κάνει ανάμνηση αλλά εορτάζει, καθιστά παρών και επίκαιρο με μια αληθινά επικλητική δύναμη ολόκληρο το μυστήριο του Χριστού για την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία. «Το πάθος, ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού δεν αποτελούν μόνο ιστορικά γεγονότα, φτάνουν και διεισδύουν μεν την ιστορία, αλλά την ξεπερνούν και παραμένουν πάντα παρόντες στην καρδιά του Χριστού. Στην λειτουργική πράξη της Εκκλησίας υπάρχει η ενεργή παρουσία του Αναστημένου Χριστού που καθιστά παρόν και αποτελεσματικό για εμάς σήμερα το ίδιο πασχαλινό μυστήριο». Η Εκκλησία, λοιπόν, τελώντας το μυστήριο του Χριστού, γίνεται το σώμα του. Και ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ στηρίζει τον συλλογισμό του αναφέροντας τον ιερό Αυγουστίνο: «αυτό το έργο του Κυρίου Ιησού, που είναι το αληθινό περιεχόμενο της Θείας Λειτουργίας, είναι επίσης έργο της Εκκλησίας, η οποία, όντας σώμα του, είναι μια ενιαία οντότητα με το Χριστό: Christus totus caput et corpus».

Πιστός στην κατηχητική και μυσταγωγική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, ο πάπας Βενέδικτος τοποθετεί την Ευχαριστία ως «κορυφή της χριστιανικής ζωής». Η Ευχαριστία είναι η πλήρη κοινωνία με το Χριστό διαμέσου του μυστηρίου του Σώματός του και του Αίματός του, και με την Εκκλησία, η οποία με την σειρά της είναι επίσης σώμα και φύλακας της.

Οι ανατολικές Εκκλησίες, πιστές στην αρχαία χριστιανική παράδοση, τελούν πάντα τα μυστήρια της μύησης και τα τρία μαζί: Βάπτισμα, Χρίσμα. Ευχαριστία. Άρα η κορύφωση της κατηχητικής πορείας που τελειώνει με το βάπτισμα την νύχτα του Πάσχα, είναι η συμμετοχή –στην πλήρη κοινωνία της Εκκλησίας- στα άγια και άχραντα Μυστήρια. Ο πάπας, αναφέροντας το καταστατικό  του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, το οποίο βλέπει και την Ευχαριστία ως ένα είδος μετα-βαπτισματικής κατήχησης, τοποθετεί αυτή την ιδιαίτερη θεωρία της Ευχαριστίας κυρίως μέσα στα πλαίσια του «να διευκολύνει την επαναπροσέγγιση στον πλούτο της μυστηριακής ζωής από την πλευρά των ανθρώπων που απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία, ή δεν έλαβαν μια κατάλληλη κατάρτιση».

Είναι σαν ο πάπας να θέλει κατά βάθος να επαναφέρει την Ευχαριστία από μια οπτική και από ένα πλαίσιο κατηχητικό προς εκείνο το συγκεκριμένο πλαίσιο της αληθινής και ιδιαίτερης μυσταγωγίας. Με αυτόν τον τρόπο προτίθεται να επαναφέρει και την Ευχαριστία όπως τελείται από το κίνημα των Νεοκατηχουμένων, ή από οποιαδήποτε άλλη ομάδα ή εκκλησιαστικό κίνημα, μέσα στο εκκλησιαστικό πλαίσιο, έξω από το οποίο η ίδια η τελετή των αχράντων μυστηρίων θα στερούταν του χριστολογικού και εκκλησιαστικού θεμελίου της: «κάθε τέλεση της Ευχαριστίας αποτελεί μια πράξη  του μοναδικού Χριστού μαζί με την μοναδική του Εκκλησία και για αυτό είναι ουσιαστικά ανοιχτή για όλους εκείνους που ανήκουν σε αυτή την Εκκλησία του. Αυτός ο δημόσιος χαρακτήρας της αγίας Ευχαριστίας εκφράζεται στο γεγονός ότι κάθε τέλεση της Θείας Λειτουργίας διευθύνεται τελικώς από τον επίσκοπο που είναι μέλος του συλλόγου των επισκόπων, υπεύθυνος για μια συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία».

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ για άλλη μια φορά δίνει έμφαση στον μοναδικό και αναντικατάστατο ρόλο του επισκόπου, ως φύλακα και λειτουργού της Εκκλησίας. Η Θεία Λειτουργία δεν ανήκει –ίσως διαμορφωμένη, τροποποιημένη, κατά τα γούστα του καθενός- σε κανέναν, είτε πρόκειται για πρόσωπα ή ομάδες ή κινήματα, αλλά ανήκει στην ίδια την Εκκλησία έχοντας ως εγγυητή εκείνον που μέσω της επίθεσης των χειρών δέχθηκε την πληρότητα της θείας χάρης και το δώρο του Αγίου Πνεύματος, για να βόσκει το ποίμνιο, για να είναι αυτός «που φυλάει από ψηλά» (αυτή είναι η αληθινή σημασία του όρου «επίσκοπος»).

Θα τολμούσα να πω ότι η Θεία Λειτουργία, σε οποιαδήποτε χριστιανική Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση, πρέπει να γίνεται σεβαστή και αποδεκτή σχεδόν σαν τα τίμια Δώρα, τα οποία γίνονται δεκτά ως έχουν, ως δώρα, όχι σαν κάτι που ο καθένας παίρνει για τον εαυτό του ή εξυπηρετείται  σύμφωνα με τα δικά του γούστα και πρότυπα.

Κλείνοντας την ομιλία του, ο πάπας υπενθυμίζει στο κίνημα των Νεοκατηχουμένων – και σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας- την αναγκαία πιστότητα στα λειτουργικά βιβλία που αποτελούν το όργανο που ρυθμίζει τέλεση της Θείας Λειτουργίας, αποφεύγει κάθε αυθαιρεσία και υποκειμενικότητα και τα οποία κατά βάθος είναι στην υπηρεσία της εκκλησιαστικής κοινωνίας που είναι αποτέλεσμα της Θείας Λειτουργίας.

Η αναγκαία ενσωμάτωση στην πλήρη εκκλησιαστική ζωή υπογραμμίζεται ξανά από τον πάπα: «Παράλληλα, η προοδευτική ωρίμανση της πίστης του μεμονωμένου και της μικρής κοινότητας θα πρέπει να προωθήσει την ένταξή τους στη ζωή της μεγάλης εκκλησιαστικής κοινότητας, που βρίσκει στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας της ενορίας, στην οποία και για την οποία εφαρμόζεται το κίνημα των νεοκατηχουμένων, την κανονική της μορφή.

Τέλος, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ επαναλαμβάνει  το καθοδηγητικό νήμα της όλης παρέμβασής του: «αλλά και κατά την διάρκεια της Πορείας των νεοκατηχουμένων είναι σημαντικό να μην χωρίζονται από την ενοριακή κοινότητα, ειδικά στην τέλεση της Ευχαριστίας που αποτελεί το αληθινό μέρος της ενότητας όλων, όπου ο Κύριος μας αγκαλιάζει στις διαφορετικές καταστάσεις της πνευματικής μας ωρίμανσης και μας ενώνει στον μοναδικό άρτο που μας κάνει ένα μοναδικό σώμα».

Η θεολογία, η θεία Λειτουργία, η εκκλησιαστική κοινωνία. Να τρία θέματα που βρίσκονται στην καρδιά του πάπα Βενέδικτου. Στο κείμενο της 20ης Ιανουαρίου τα αντιμετωπίζει ως θεολόγος? Ναι, αλλά πάνω από όλα ως μυσταγωγός που ξέρει να οδηγεί από το χέρι τους πιστούς στην αληθινή κατανόηση των μυστηρίων, μέσα την πλήρη κοινωνία με τον Χριστό, στην Εκκλησία.






Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Η τέλεση της πρώτης Ανάστασης ανήμερα το Πάσχα



Αυτό που οι καθολικοί τελούν το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου αντιστοιχεί με την Πρώτη Ανάσταση που τελούν οι ορθόδοξοι το πρωί της ίδιας μέρας. Πράγματι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 η ακολουθία αυτή (ευλογία του φωτός, αγρυπνία με 12 αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, Μεγάλος Αγιασμός των υδάτων, Βάπτιση των κατηχουμένων –πανάρχαια παράδοση που θέλει τους κατηχουμένους να βαπτίζονται Μεγάλο Σάββατο -και Θεία Λειτουργία στην οποία διαβαζόταν το Μτ 28,1-7 όπου βρέθηκε ο τάφος κενός) τελούνταν το Μεγάλο Σάββατο πρωί, μέχρι το μεσημέρι, και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ακολουθούσε ο σύντομος εσπερινός του Μεγάλου Σαββάτου, σε αντιστοιχία με τον εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία του Βασιλείου του Μεγάλου που τελούν οι ορθόδοξοι. Άλλωστε και στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων η τελετή του Αγίου Φωτός τελείται Μεγάλο Σάββατο πρωί.

Για τους καθολικούς στην Ελλάδα, η τέλεση της συγκεκριμένης ακολουθίας τα μεσάνυχτα του Σαββάτου και η εισαγωγή του "Χριστός Ανέστη" στη συγκεκριμένη Λειτουργία ως εισοδικύ είναι παντελώς ατυχής, και μάλιστα πριν διαβαστεί το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο όπως πολύ σωστά κάνουν οι ορθόδοξοι. Εδώ, ο καθολικός ιερέας, ως άλλο μέντιουμ, ξαφνικά, τα μεσάνυχτα, από το πουθενά, αναφωνεί «Αδέλφια, Χριστός ανέστη!».

Ατυχής είναι πάντα για εμάς τους καθολικούς και η τέλεση της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου…τα μεσάνυχτα, όπου πλέον είναι Κυριακή του Πάσχα! Αν θέλαμε να είμαστε liturgically correct μέσα στα πλαίσια μιας υγιούς incultaration, η αναστάσιμη Ακολουθία θα μπορούσε να ξεκινήσει με τον Όρθρο όπου στο μοναστικό τυπικό διαβάζεται η αναστάσιμη ευαγγελική περικοπή (γύρω στις 12) και εκεί επιτέλους να ψαλθεί  το Χριστός Ανέστη και να συνεχιστεί ο όρθρος και στη συνέχεια η Θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα.  ‘Άλλωστε οι καθολικοί παντού, τελούν πλέον τη συγκεκριμένη ακολουθία όχι πια πρωί  ούτε και μεσάνυχτα αλλά Μεγάλο Σάββατο εσπέρας, μετά την δύση του Ηλίου αν και αυτό πάλι σηκώνει συζήτηση. Πιστεύω προσωπικά ότι η λειτουργική μεταρρύθμιση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα και ήδη αρχίζει και παίρνει πίσω άρον άρον αρκετά μαργαριτάρια.
Αυτές, ναι και είναι από εκείνες τις καινοτομίες που τόσο πολύ λατρεύουν να μας τις χτυπάνε οι ορθόδοξοι.

Από την άλλη,  δεν καταλαβαίνω αυτή την εμμονή να είμαστε με το ρολόι στο χέρι μέχρι να πάει μεσάνυχτα, την ώρα που βγαίνουν οι βρικόλακες. Από όσο ξέρω, στην Ελλάδα σε πολλές περιοχές αν όχι σε όλες, μέχρι πριν 50 χρόνια, η αναστάσιμη ακολουθία ξεκίναγε τα άγρια χαράματα της Κυριακής του Πάσχα (2,30-3,00 το πρωί) και ολοκληρωνόταν πριν την ανατολή του Ηλίου.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

Όλο και περισσότεροι καρδινάλιοι τελούν την "παλαιά" Θεία Λειτουργία

Πρόσφατα ο καρδινάλιος Raymond Leo Burke, τέλεσε την Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό της Αγίας Αγνής στο Άμστερνταμ όπως φαίνεται και στο βίντεο σύμφωνα με την τυπική εκδοση του 1962, πριν την Λετουργική Μεταρρύθμιση του 1970. Το ίδιο έκανε τον Οκτώβριο και ο καρδινάλιος Darío Castrillón Hoyos μέσα στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό.

Το ιδιόβουλο του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ' Summorum Pontificum το 2007 έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς καθολικούς που ουδεμία σχέση έχουν με τους λεφεβριανούς και τις παραφυάδες τους, να γνωρίσουν την Θεία Λειτουργία όπως τελούταν επί αιώνες πριν την δεκαετία του 1960.

Με αυτό τον τρόπο οι σημερινοί καθολικοί μπορούν να προσεγγίσουν την ίδια ιεροπρεπή ατμόσφαιρα που έθρεψε εκατοντάδες αγίους, από τον Άγιο Ιγνάτιο Λογιόλα μέχρι την Αγία Θηρεσία του Βρέφους Ιησού και την Αγία Μαρία Γκορέττι, κουρασμένοι από τις Θείες Λειτουργίες με τα ντραμς και τις ηλεκτρικές κιθάρες, τα παλαμάκια και τα άσματα...νηπιαγωγείου.

Η "παλιά" Λειτουργία έδωσε δυναμικό παρόν και στην Παγκόσμια Ημέρα Νεολαίας στη Μαδρίτη τον περασμένο Αύγουστο παρουσία χιλιάδων νέων. Ελπίζουμε να εγκατασταθεί σύντομα και σε ορισμένους Καθολικούς Ναούς στην Ελλάδα. Για παράδειγμα η Θεία Λειτουργία των 11 π.μ. στα λατινικά, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Διονυσίου στην Αθήνα....

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

Η Θεία Λειτουργία στα ελληνικά



 του κ. Τασσιά Γεωργίου

Αγαπητοί αδελφοί  με πνεύμα αδελφικής αγάπης , ταπεινοφροσύνης και  πίστης λαμβάνω το θάρρος να εκφράσω τις σκέψεις μου. 

Πιστεύω ότι μια από τις κυριότερες αιτίες για το ότι δεν προσέρχονται οι πιστοί στο Ναό για να παρακολουθήσουν  τη θεία Λειτουργία, για το ότι άλλοι προσερχόμενοι δεν λατρεύουν πραγματικά τον Θεό, αλλά στέκονται τυπικά ή περιφέρονται και περιεργάζονται ανευλαβώς, ή φεύγουν από τον Ναό ακαίρως και ατάκτως, είναι η άγνοια της θείας λειτουργίας. Αυτή η άγνοια οφείλεται στο ότι  οι Χριστιανοί ακούν μόνο τις εκφωνείς ευχές και αγνοούν τις μυστικά λεγόμενες από τον ιερέα, οι οποίες πολλές φορές έχουν κατάληξη τις εκφωνείς. Άρα δεν έχουν την δυνατότητα να εννοήσουν την σειρά της τελέσεως του μυστηρίου. Πολλοί βέβαια από τους πιστούς δεν κατανοούν ούτε των εκφώνων  προσευχών την έννοια και έτσι δεν μπορούν να μετέχουν στην τελούμενη λατρεία. Δεν είναι παράδοξο το ότι μηχανικά και χωρίς ενδιαφέρον παρακολουθούν την θεία λατρεία χωρίς να αποκομίζουν από αυτή ωφέλεια. 

 Οι απλοί (αγράμματοι)  άνθρωποι, οι καθημερινοί  άνθρωποι του μόχθου είναι αυτοί που στηρίζουν την εκκλησία, αλήθεια, αλλά κάντε ένα πείραμα, πάρτε τους ανθρώπους αυτούς αλλά και νέους ανθρώπους και βάλτε τους να κάνουν μια απλή μετάφραση ή απόδοση κειμένων της λειτουργίας , των ψαλμών ή  του Ευαγγελίου, μετά πείτε τους να σας πουν τι κατανόησαν, κατόπιν δώστε τους να διαβάσουν τις αποδόσεις στην νέα  Ελληνική.  Τι θα παρατηρήσετε;  

Μας δίδεται κάποια στιγμή το παράδειγμα των λογοτεχνικών κειμένων όπου οι μαθητές δεν μπορούν να αναλύσουν τα κείμενα της κοινής ελληνικής . Αυτό το παράδειγμα δεν έχει να κάνει με το τι διαβάζει ο αναγνώστης αλλά με το πώς και τι κατανοεί από τις σκέψεις που θέλει να αποδώσει  ο συγγραφέας. Το σημαντικό λοιπόν  για έναν αναγνώστη ή έναν ακροατή είναι να καταλάβει πρώτα το τι διαβάζει ή το  τι ακούει  για να μπορεί με λίγη βοήθεια από τους ιερείς να εμβαθύνει και να συνειδητοποιήσει  το τι εννοείται σε κάθε κείμενο ή περικοπή. 

Το θέμα της εκκλησίας μας δεν είναι η εκμάθηση ή η διάδοση της Ελληνικής γλώσσης  αλλά η δημιουργία καλών Χριστιανών. Κάποιοι από εμάς θα πρέπει ασφαλώς  να γνωρίζουν τα αρχαία Ελληνικά για να μπορούμε να κάνουμε τις μεταφράσεις από τις πηγές.  Το να είναι κάποιος  Έλληνας είναι κάτι διαφορετικό από το να είναι Χριστιανός. Όπως καταλαβαίνω και στο θέμα της γλώσσας ίσως γίνει μια μικρή ρήξη.   Στη θεία λειτουργία πρέπει να είμαστε όλοι συμμέτοχοι, με όλη την ψυχή ,το πνεύμα και το νου μας. Θα πρέπει να είμαστε όλοι ένα σώμα. Θα πρέπει να ακολουθούμε την εξέλιξη  της τελετής με πλήρη κατανόηση των λεχθέντων και με συγκεντρωμένο μυαλό. Οι επικλήσεις, οι προσευχές, οι ανταποδόσεις των ευχών, θα πρέπει να γίνονται από κοινού από όλο το εκκλησίασμα, έστω και νοερώς,  χάριν ευφωνίας πια, καθώς την δουλειά του λαού σήμερα την κάνουν οι ψάλτες.  Εάν ο κάθε ένας από τους πιστούς λέει την δική του προσευχή ή κάνει τις δικές του σκέψεις κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας τότε αποκλίνουμε από την πραγματική τελετή και έχουμε κάτι άλλο το οποίο ίσως το αποκαλούμε ιδιωτική ή προσωπική προσευχή παρά δημόσια προσευχή και λατρεία.   Η θεία λατρεία αποτελεί την σπουδαιότερη προσευχή της εκκλησίας του Χριστού και την μοναδική λατρεία, δια της οποίας ο άνθρωπος λατρεύει τον Θεό κατά τον πλέον ευάρεστο προς Αυτόν  τρόπο. Άρα τα κείμενα που λέγονται κατά την διάρκεια της θείας λειτουργίας θα πρέπει να είναι στην κοινή Ελληνική η οποία είναι κατανοητή και καταληπτή από όλους τους πιστούς, για να μπορεί πραγματικά ο κάθε πιστός να είναι παρών και συμμέτοχος  της Λατρείας.  Ο πιστός στην ιδιωτική του προσευχή χρησιμοποιεί λίγα λόγια με απλή γλώσσα και μάλιστα γλώσσα που καταλαβαίνει και ομιλεί καθημερινά.

Όταν εγράφησαν τα κείμενα και οι προσευχές της θείας λειτουργίας εγράφησαν στην γλώσσα η οποία ήταν κοινή εκείνη την εποχή και όχι στην αρχαϊζουσα ή την Ομηρική. Και αυτό έγινε διότι έπρεπε όλοι να κατανοούν τα κείμενα, όλοι να ψάλουν από κοινού. Αυτό πρέπει να ισχύσει και σήμερα, καιρός οι πιστοί να κατανοούν την θεία Λειτουργία και τα κείμενα των πράξεων των Αποστόλων και του Αγίου Ευαγγελίου. Το να μάθουν οι Έλληνες καθαρεύουσα είναι δύσκολο πόσο μάλλον το να μάθουν τα κλασικά Ελληνικά. Μακάρι η καθαρεύουσα ή τα αρχαία να γίνουν η κοινή Ελληνική όπως παλαιά αλλά …  Γιατί αυτή η εμμονή στην αρχαία γλώσσα στα κείμενα της λειτουργίας και στο Ευαγγέλιο; Είναι γλώσσα Ελληνική ναι, καλύτερη ναι , με υψηλότερα νοήματα ναι σύντομη και μεστή ναι, όμως η εκκλησία άλλα οφείλει να καλύπτει. Η Εκκλησία του Θεού δεν είναι αποκλειστικά Ελληνική αλλά παγκόσμια, οικουμενική και δεν ενδιαφέρεται για το εάν θα πεθάνει μια γλώσσα αλλά για την σωτηρία της ψυχής των ανθρώπων, για την διάδοση της ειρήνης και της αγάπης. Όσον αφορά την γλώσσα την ενδιαφέρει τα νοήματα που εκφράζονται μέσω μιας γλώσσας να είναι κατανοητά από τους πιστούς. Ο απόστολος Παύλος μας ενημερώνει καθαρά για αυτό το θέμα των γλωσσών:<< …πρέπει να επιζητείτε να είστε πιο πλούσιοι σ’ εκείνα που οικοδομούν την εκκλησία. Για αυτό όποιος γλωσσολαλεί ας ζητά στην προσευχή του και το χάρισμα να εξηγεί στου άλλους αυτά που λαλεί.  Γιατί εάν προσεύχομαι σε ακατανόητη  γλώσσα, προσεύχεται το πνεύμα μου, ο νους μου όμως παραμένει αμέτοχος. Τι πρέπει όμως να κάνω; Θα προσευχηθώ με το πνεύμα μου , θα προσευχηθώ όμως και με το νου μου` θα ψάλω με το πνεύμα , θα ψάλω και με το νου. Γιατί, πραγματικά , αν ευλογείς τον Θεό στη γλώσσα του πνεύματος, πως θα μπορέσει αυτός που δεν καταλαβαίνει αυτή τη γλώσσα να πει το αμήν στην προσευχή της ευχαριστίας που είπες; Αφού δεν καταλαβαίνει τι λες. Εσύ μπορεί να λες μια ωραία προσευχή ευχαριστίας, αλλά όμως δεν κερδίζει τίποτα….. στην εκκλησία προτιμώ να λέω πέντε λόγια κατανοητά για να καθοδηγήσω και άλλους στην πίστη, παρά μύρια λόγια που κανείς δε θα καταλάβει.>>  (προς Κορινθίους α΄ 14,14-19)

Όσο για την πεποίθηση ότι εάν γίνει απόδοση των κειμένων στην νέα Ελληνική θα χαθούν πολλές έννοιες που εκφράζονται μέσω των πρωτοτύπων απλά θα ελπίζω οι σλαβόφωνοι, οι αγγλόφωνοι και οι λοιποί λαοί οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν τα αρχαία Ελληνικά να μην έχουν χάσει πολλές από τις έννοιες  των κειμένων της θείας  λειτουργίας και της Καινής Διαθήκης λόγω της μετάφρασης των κειμένων . 

 Με αδελφική αγάπη, ο Κύριος να είναι μαζί σας!

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Γιατί οι πιστοί δεν προσέρχονται στη Θεία Λειτουργία

Ένας από τους λόγους είναι και οι παρακάτω γελοιότητες που αντικρύζουν πολλοί πιστοί στην Κυριακάτικη Λειτουργία. Αρκετοί ιερείς και οι "λειτουργικές επιτροπές" νομίζουν οτι μετατρέποντας τους Ιερούς Ναούς σε "Δελφινάρια" και τις Θείες Λειτουργίες σε σάτιρες και ροκ συναυλίες, θα προσελκύσουν το ενδιαφέρον των πιστών. Εν μέρει θα το καταφέρουν προκαλώντας αισθήματα ειρωνίας αλλά και λύπησης. 
Ο τωρινός πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄έχει ανοίξει τα παράθυρα ώστε να φύγει ο μουχλιασμένος αέρας της δεκαετίας του ΄60 και να ξαναμπεί φρέσκος φυσιολογικός αέρας. Μακάρι το παράθυρο αυτό να παραμείνει ολάνοιχτο και από τον διάδοχό του ώστε η Λειτουργική ζωή της Εκκλησίας να βρεί μια ισορροπία.


Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2011

Πίσω ολοταχώς!




Μετά την κιτς εποχή του Ιωάννη Παύλου Β' που φόραγε ότι γελοίο έβρισκε μπροστά του, ο νυν Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' με το σεβασμό για την παράδοση που τον διακρίνει, επιτέλους ντύνεται ως Επίσκοπος Ρώμης.
Στους επικριτές του που τον κατηγορούν οτι φοράει πανάκριβα άμφια, η απάντηση είναι οτι δεν του έχει κοστίσει τίποτα. Είναι τα άμφια των προκατόχων του. Αποτελεί ένα εξωτερικό σημείο της αποστολικής διαδοχής και της παράδοσης της Εκκλησίας της Ρώμης.
Δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες παρακολουθούμε καθολικούς επισκόπους και ιερείς να φοράνε γελοία φτηνιάρικα άμφια σε μια κακόγουστη επίδειξη της φτώχειας της εκκλησίας.
Η εκκλησία προσφέρει για τους φτωχούς όσο κανένας άλλος και δεν χρειάζεται να το αποδείξει σε κανέναν.
Θεωρώ οτι είναι υποκρισία το να χρησιμοποιεί κάποιος ιερέας ένα φτηνό νάυλον φελώνιο των 30 ευρώ ενώ η λεκάνη της τουαλέτας στο παπαδικό κοστίζει τουλάχιστον 300.
Άλλωστε και όσοι κατηγορούν τους ιερείς για τα ακριβά άμφια, στη δουλειά τους φοράνε κοστούμια και γραβάτες ελπίζοντας σε μια αύξηση.
Ας ξεσκονίσουν επιτέλους οι ιερείς μας τα ωραία παλαιά άμφια που βρίσκονται στα σκευοφυλάκια και ας εμφανιστούν ως Λειτουργοί του Υψίστου που σέβονται την τέλεση των μυστηρίων που τελούν.
Ας σταματήσει αυτή η πασαρέλα κακογουστιάς την οποία υπομένουμε εμείς οι απλοί πιστοί δεκαετίες τώρα.



Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

"Προσωπικές εκφράσεις προσευχής" στην Θεία Λειτουργία



Δεν υπάρχουν -ευτυχώς- Διάταξη και Κανόνες που να ορίζουν χορούς και τα συναφή στη Λειτουργική ζωή της Καθολικής Εκκλησίας.
Τώρα για ποιό λόγο γίνονται αυτά τα έκτροπα  υπό την ανοχή πολλών επισκόπων, το αφήνω στην κρίση του καθενός.
Και να αναφέρω και την καθαρά προσωπική μου γνώμη. Το να βλέπω ιερείς, διακόνους και υπηρέτες να εισέρχονται στη θεία Λειτουργία λικνιζόμενοι στους ίδιους ρυθμούς που χρησιμοποιούσαν οι πρόγονοί τους Ίνκας, Μάγια, Αζτέκοι κλπ για να προσφέρουν ανθρωποθυσίες στις δικές τους θεότητες, το θεωρώ βδέλυγμα ενώπιον του Θεού. Και αυτό, επειδή μου δημιουργείται ο φόβος οτι λατρεύουν τον ινδιάνο θεό-ήλιο Ίντι στο πρόσωπο του Ιησού υπό την δικαιολογία μιας οικτρά παρερμηνευμένης "Inculturation".
Και συνεχίζω θέτοντας έναν προβληματισμό: Η Ρωμαϊκή Θεία Λειτουργία όπως την ορίζουν οι Διατάξεις και οι Κανόνες είναι πανέμορφη είτε όπως τελούνταν πριν την Β' Σύνοδο του Βατικανού είτε με το "νέο" τυπικό του 1968 το οποίο στην ουσία επανεισήγαγε λειτουργικές συνήθειες της πατερικής περιόδου που χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά την πρώτη χιλιετία στην Δυτική Εκκλησία. Όποιος διαβάσει την διάταξη περί Λειτουργίας της Β' Βατικανής Συνόδου και τις υπόλοιπες διατάξεις θα δει οτι πουθενά, δεν αφήνεται καν να εννοηθεί οτι μπορούμε να χορεύουμε ταγκό στην θεία Λειτουργία, να ντυνόμαστε κλόουν και κοτόπουλα στις "αποκριάτικες" λειτουργίες ή να τιναζόμαστε στο πάτωμα αφρίζοντας σαν τους σεληνιασμένους επειδή δήθεν ο ερχομός του αγίου Πνεύματος προκαλεί τέτοια "συμπτώματα".
Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄το 2007 πολύ σωστά έφερε ξανά στο φως την ξεχασμένη "παλιά" Λειτουργία, επιτρέποντας σε όλους τους ιερείς να την τελούν ελεύθερα, χωρίς την άδεια του τοπικού επισκόπου. Για να θυμούνται οι παλαιοί και να "μαθαίνουν" οι νέοι. Με αυτό τον τρόπο θέλησε να δώσει ένα τέλος στη ρήξη μεταξύ παραδοσιακών και νεωτεριστών και ξεκαθάρισε οτι η παλαιά και η νέα Λειτουργία είναι ίσες μεταξύ τους.
Από την άλλη, πολλοί καθολικοί δεν συμμετέχουν στη Λειτουργία ή και αποχωρούν σιωπηρά επειδή δεν καταφέρνουν να "εγκλιματισθούν" στην ατμόσφαιρα που επικρατεί στις περισσότερες ενορίες. Στις περισσότερες ενορίες, συνήθως, υπάρχει μια "λειτουργική" ομάδα, η οποία παραμερίζει τις δεήσεις του επίσημου τυπικού που με τον τρόπο που έχουν γραφτεί αγκαλιάζουν όλη την εκκλησία, και τις αντικαθιστούν γράφοντας οι ίδιοι προσευχές που εκφράζουν την θρησκευτικότητα, την ψυχολογία και τις ανάγκες των ίδιων. Επίσης βάζουν στην άκρη τα βιβλικά αναγνώσματα που έχει το τυπικό για την συγκεκριμένη Κυριακή και τις αντικαθιστούν με άλλα που έχουν επιλεχθεί με βάση το τί "εκφράζει" μια ομάδα 5-6 ατόμων.  Με αυτό τον τρόπο όμως ο απλός καθολικός που προσέρχεται στην θεία Λειτουργία για να λάβει μέρος στο ευχαριστήριο Δείπνο και στην σταυρική Θυσία του Ιησού Χριστού, καταλαβαίνει οτι παρακολουθεί κάτι που του είναι εντελώς ξένο, κάτι που δεν έχει ετοιμαστεί και για αυτόν, και έτσι η Λειτουργία αντί να είναι "για πολλούς" γίνεται από λίγους "για λίγους" και "για τους ίδιους".