Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Συγκίνησε τον πλανήτη η προσευχή του Πάπα στην έρημη πλατεία Αγίου Πέτρου

Περισσότεροι από 11 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν το απόγευμα της Παρασκευής τον πάπα Φραγκίσκο να προσεύχεται στην έρημη πλατεία του Αγίου Πέτρου.


Περισσότεροι από 11 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν το απόγευμα της Παρασκευής τον πάπα Φραγκίσκο να προσεύχεται στην έρημη πλατεία του Αγίου Πέτρου.


Περισσότεροι από 11 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν το απόγευμα της Παρασκευής τον πάπα Φραγκίσκου να προσεύχεται στην έρημη πλατεία του Αγίου Πέτρου.
Η προσευχή του Πάπα «Urbi et Orbi», συνήθως πραγματοποιείται την  Ημέρα των Χριστουγέννων και την Κυριακή του Πάσχα, με χιλιάδες πιστούς να κατακλύζουν την πλατεία.
Όλα όμως ήταν διαφορετικά λόγω κοροναϊού. Ο συννεφιασμένος ουρανός και η εικόνα του ποντίφικα να προσεύχεται για την σωτηρία της χώρας του έκανε το γύρο του κόσμου.
Δίπλα του, είχαν τοποθετηθεί η βυζαντινή εικόνα της Παρθένου Salus Populi Romani και ένας ξύλινος εσταυρωμένος του 14ου αιώνα, τον οποίο οι καθολικοί θεωρούν θαυματουργό, διότι το 1522 πιστεύεται ότι βοήθησε στο να τελειώσει, στην Ρώμη, η επιδημία πανούκλας.

«Μεγάλο σκότος κάλυψε τις πόλεις μας»

«Μεγάλο σκότος κάλυψε τις πόλεις μας, τους δρόμους και τις πλατείες μας. Κυρίευσε τις ζωές μας, γεμίζοντας τα πάντα με μια απελπιστική σιωπή, ένα απελπιστικό κενό, τα οποία παραλύουν κάθε τι στο πέρασμά τους. Το αισθανόμαστε διάχυτο παντού, είναι ξεκάθαρο στα βλέμματα και στις κινήσεις μας», υπογράμμισε ο ποντίφικας.
Παράλληλα, από την πλατεία του Αγίου Πέτρου, ζήτησε «την ευλογία του Θεού, ως αγκαλιά η οποία παρηγορεί». «Πρέπει να τραβήξουμε όλοι μαζί κουπί, να παρηγορήσουμε ο ένας τον άλλο», τόνισε ο πάπας, διότι «καταλάβαμε ότι κανείς δεν μπορεί να προχωρήσει μόνος, αλλά μόνον όλοι μαζί».
«Είναι η στιγμή κατά την οποία πρέπει να επιλέξουμε ποια πράγματα μετρούν και ποια περνούν, να ξεχωρίσουμε τα όσα είναι πράγματι απαραίτητα, από όσα δεν είναι», κατέληξε ο ποντίφικας.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Σχετικά με την είδηση για την σύλληψη "φραγκισκανού" αλλοδαπού

  

ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ

   

                                                                                                                 Αθήνα, 22 Φεβρουαρίου 2017

            Σχετικά με την είδηση για την σύλληψη 52χρονου αλλοδαπού για ασελγείς πράξεις σε βάρος ανηλίκων και το ισχυρισμό του, σύμφωνα με τα ΜΜΕ, ότι είναι μέλος μοναχικού τάγματος της Καθολικής Εκκλησίας, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε τα εξής:
            Η παρουσία και η δράση αυτού του ανθρώπου είναι άγνωστη στην τοπική Εκκλησία και τον επιχώριο Επίσκοπο. Η ταυτότητά του μας είναι άγνωστη, όπως άγνωστο μας είναι και εάν πράγματι είναι μέλος μοναχικού τάγματος της Καθολικής Εκκλησίας, όπως φέρεται να ισχυρίζεται ο ίδιος.
            Για το γεγονός αλλά και την ύπαρξη αυτού του ανθρώπου, πληροφορηθήκαμε από το Δελτίο Τύπου της Αστυνομίας και τα ρεπορτάζ των μέσων ενημέρωσης. Οι δικαστικές αρχές είναι αρμόδιες για την διερεύνηση της υπόθεσης και της τιμωρίας του, εφόσον κριθεί ένοχος.
            Τέτοιες φρικτές πράξεις προσβάλλουν βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αλλά και το μήνυμα του Ευαγγελίου και ανθρωπιάς που προσφέρουν τόσοι πολλοί άνθρωποι της Εκκλησίας τόσο στην χώρα μας όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, φρικτές πράξεις τις οποίες επανειλημμένως έχει καταδικάσει έντονα ο πάπας Φραγκίσκος.
εκ του Γραφείου Τύπου

Το Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη


Η ίδρυση του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης, παρά την ολιγόχρονη ζωή του, υπήρξε καρπός της αγωνίας των λόγιων προσφύγων όχι μόνον να διαδώσουν τα ελληνικά γράμματα, αλλά και να μορφώσουν τα ελληνόπουλα της διασποράς στην γλώσσα και την ιστορία τους .Σε μία σειρά ελληνικών σχολείων που ιδρύθηκαν από Έλληνες λογίους(όπου οι ίδιοι ήσαν συχνά και δάσκαλοι) και με την συμπαράσταση φιλελλήνων Δυτικών, σε διάφορες πόλεις της Δύσης όπου υπήρχε ελληνική διασπορά, με την προοπτική ότι μέσα από αυτά θα προερχόταν μία νέα γενιά μορφωμένων Ελλήνων, που θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις υπόδουλες περιοχές και να συμβάλλουν στην πνευματική και μορφωτική ανύψωση του υπόδουλου ελληνισμού, και παράλληλα να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την απελευθέρωση, το Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Ιανού Λασκάρεως υπήρξε το πρώτο σημαντικό ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της διασποράς, και απετέλεσε το πρότυπο και για ανάλογα σχολεία που ιδρύθηκαν αργότερα.

Σαν συνέχεια του Ελληνικού Γυμνασίου που εμπνεύστηκε, λειτούργησε και διηύθυνε ο Ιανός Λάσκαρης, θα μπορούσε να θεωρηθεί η μετά μίαν πεντηκονταετία ίδρυση στην Ρώμη το 1577 από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ' του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου( Collegio Greco di San
Athanasio),το οποίο αναδείχθηκε σημαντικό πνευματικό ίδρυμα ,από το οποίο κατά τους δύσκολους αιώνες της οθωμανοκρατίας προήλθε η πνευματική ηγεσία του ελληνισμού. Σε αυτό φοίτησαν Έλληνες από τις βενετικές κτήσεις(Κρήτη, Κύπρο, Επτάνησα, Πελοπόννησο)και από τον κυρίως
οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Από το Κολλέγιο απεφοίτησαν πολλοί λόγιοι, διδάσκαλοι
του γένους, φιλόσοφοι, κληρικοί, ιεράρχες και Πατριάρχες.

Στο Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης οι μαθητές διδάσκονταν την αρχαία ελληνική γλώσσα και τους κλασσικούς συγγραφείς, και εξασκούνταν στην φιλολογική, γραμματολογική και εννοιολογική ερμηνεία των κλασσικών κειμένων. Οφείλουμε βεβαίως να ομολογήσουμε ότι η Δυτική Εκκλησία με την ίδρυση του Κολλεγίου ήθελε να επιτύχει την δημιουργία μίας σειράς πεπαιδευμένων Ελλήνων, οι οποίοι επιστρέφονταν στις υπόδουλες περιοχές να εργασθούν για την πνευματική ανύψωση των συμπατριωτών τους, αλλά και παράλληλα να προέλθει μέσα από το Κολλέγιο η νέα πνευματική ηγεσία των Ελλήνων που θα ήταν φίλα προσκείμενη στην Ρωμαϊκή Εκκλησία και θα εργαζόταν προπαγανδιστικά μέσα στις περιοχές του ελληνισμού προωθώντας την προσέγγιση των Εκκλησιών και ενισχύοντας τα φιλοκαθολικά και φιλενωτικά στοιχεία. Παρά ταύτα, το Ελληνικό Κολλέγιο
συνέβαλε θετικά και ουσιαστικά στην πνευματική καλλιέργεια και μόρφωση των Ελλήνων και έως σήμερα εξακολουθεί την λειτουργία του στην Ρώμη ως μία πνευματική εστία των ελληνικών σπουδών, πάντοτε υπό την εποπτεία της Δυτικής Εκκλησίας, αν και έχει απολέσει τον αρχικό του κυρίαρχο και πρωταρχικό ρόλο.

Ανάμεσα στις πρώιμες λογίες μορφές που απεφοίτησαν από το Ελληνικό Κολλέγιο συγκαταλέγεται ο κερκυραϊκής καταγωγής Νικόλαος Σοφιανός(16ος αι.) που συνέταξε Γραμματική της κοινής, καθομιλουμένης, δημοτικής γλώσσας και ασχολήθηκε με την μετάφραση αρχαίων συγγραφέων στην απλή γλώσσα της εποχής της. Ο Νικόλαος Σοφιανός πίστευε πως μέσα από την χρήση της δημοτικής γλώσσας στην παιδεία θα μπορούσε ο πλούτος των ελληνικών γραμμάτων να καταστεί προσιτός και κατανοητός στον υπόδουλο ελληνισμό και έτσι να επιτευχθεί η πνευματική του αναγέννηση.
Ένας άλλος, κάπως μεταγενέστερος του Σοφιανού, αλλά εξίσου σημαντικός απόφοιτος του Ελληνικού Κολλεγίου υπήρξε ο Λέων Αλλάτιος (15861669), που εργάσθηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Βατικανό, και επιμελήθηκε της εκδόσεως ελληνικών εκκλησιαστικών και πατερικών κειμένων και
συγγραφέων, όπως του ιερού Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Φωτίου.

Ένα ωστόσο ιταλικό εκπαιδευτικό ίδρυμα προορίζεται καταρχήν για Έλληνες: το παπικό ελληνικό Kολλέγιο του Aγίου Aθανασίου στη Pώμη (στα ιταλικά Collegio Greco), το οποίο ιδρύεται το 1575 από τον πάπα Γρηγόριο IΓ΄ και αποσκοπεί στη διάδοση του λατινικού δόγματος στους ελληνορθόδοξους. Πριν από την ίδρυση του Collegio Greco, από το 1514 ως το 1521 είχε λειτουργήσει στη Pώμη ένα Eλληνικό Γυμνάσιο, στο οποίο είχε μορφωθεί ένας ικανοποιητικός αριθμός Eλλήνων μαθητών και είχαν διδάξει επιφανείς έλληνες λόγιοι. Tο είχε ιδρύσει ο φιλέλληνας πάπας Λέων I΄και ο χαρακτήρας του ήταν αποκλειστικά ουμανιστικός. Aντίθετα το Kολλέγιο του Aγίου Aθανασίου ιδρύεται την εποχή στην οποία θριαμβεύει το πνεύμα της Aντιμεταρρύθμισης και συνακόλουθα ο ιεραποστολικός ζήλος της Kαθολικής Eκκλησίας είναι φλογερός. H επίσημη διακήρυξη της λειτουργίας του ιδρύματος γίνεται τον Iανουάριο του 1577. Bασικός του στόχος είναι ο εκλατινισμός των ορθόδοξων μαθητών, οι οποίοι επιστρέφοντας στον ελληνικό χώρο θα διαδώσουν το λατινικό δόγμα. Oι Έλληνες που έρχονται να φοιτήσουν στο Kολλέγιο κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του φαίνεται ότι αγνοούν αυτόν το στόχο, γύρω στα 1650 ωστόσο οι πραγματικοί στόχοι του ιδρύματος είναι πλέον γνωστοί, κι έτσι η έλξη που ασκεί το Kολλέγιο στους Έλληνες μειώνεται.

Tο Kολλέγιο προσφέρει πάντως στους Έλληνες κλασική παιδεία υψηλής στάθμης. Πέρα από τη Θεολογία και την κατήχηση στα δόγματα της Kαθολικής Eκκλησίας, η οποία γίνεται στα ελληνικά, οι μαθητές διδάσκονται Aρχαία Eλληνικά και Λατινικά, Διαλεκτική και Φιλοσοφία. Oι μαθητές είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους Έλληνες και μάλιστα από επιφανείς οικογένειες, όπως ορίζει και το Kολλέγιο. Oι περισσότεροι δεν πρέπει να είναι πάνω από 14 χρονών όταν αρχίζουν να φοιτούν στο ίδρυμα. Aπό το 1576 ως το 1700 φοιτούν στο Kολλέγιο 439 Έλληνες σε σύνολο 690 ατόμων, ποσοστό 63,62%. Περίπου 8% των υπόλοιπων σπουδαστών του Kολλεγίου είναι εξάλλου Eλληνοαλβανοί, μαθητές δηλαδή για τους οποίους δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, αν είναι ελληνικής ή αλβανικής καταγωγής, ενώ 3% περίπου των σπουδαστών είναι Έλληνες της Iταλίας. Oι περισσότεροι Έλληνες κατάγονται από την Kρήτη, τα νησιά του Iονίου, τη Xίο και την Kύπρο, με ποσοστά επί του συνόλου των Eλλήνων σπουδαστών που κυμαίνονται από 11, 61% για τους Kύπριους, ως 19, 13% για τους Kρητικούς. Στο Kολλέγιο φοιτούν επίσης Έλληνες από τις Kυκλάδες, την Πελοπόννησο, την Kωνσταντινούπολη, την Aθήνα, τη Mακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Mικρά Aσία, τα Δωδεκάνησα.
Mετά την αποφοίτησή τους από το Kολλέγιο άλλοι μαθητές συμπληρώνουν τις σπουδές τους σε ιταλικά πανεπιστήμια, άλλοι αναπτύσσουν διδακτική δραστηριότητα στον ελληνικό χώρο, την Iταλία και την Eυρώπη γενικότερα, ορισμένοι ακολουθούν διπλωματική ή εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το Kολλέγιο απέτυχε στους στόχους του, αφού μόλις 32 σπουδαστές του, γίνονται φανατικοί υποστηρικτές της ενωτικής ιδέας, ενώ από τους 113 μαθητές του, που ακολούθησαν εκκλησιαστική σταδιοδρομία, μόνο 46 ασπάστηκαν το λατινικό δόγμα. Στους επιφανείς αποφοίτους του Kολλεγίου, κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, ανήκουν τόσο ο ενωτικός λόγιος Λέων Aλλάτιος, όσο και ο ανανεωτής της νεοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης Θεόφιλος Kορυδαλεύς.

 Το Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης ιδρύθηκε μετά την πρώτη Σύνοδο του Τrento, για να ενισχύσει τη μόρφωση των Ελλήνων στη Ρώμη. Πρόκειται για ένα Ίδρυμα, στο οποίο, όσο και αν συσσωρεύ­τηκαν οι μνήμες της ουμανιστικής παραδόσεως της Ρώμης, επικρα­τεί κατ' εξοχήν η ατμόσφαιρα της Αντιμεταρρυθμίσεως και της ιεραποστολικής πράξεως της Καθολι­κής Εκκλησίας.
   
  Το Κολέγιο αυτό εξελίσσεται σ' ένα κέντρο σπουδών της ελλη­νικής και χριστιανικής παιδείας και διαμορφώνεται ως η πρώτη ιδιόρ­ρυθμη και μοναδική πανεπιστημια­κή Σχολή ειδικά για Έλληνες στην Ευρώπη, αφού οι τρόφιμοι της μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση σε ηλικία 9 ετών περίπου. Στη συνέ­χεια, αυτοί αποφοιτούν μετά από δέκα - δεκαπέντε χρόνια ως πτυ­χιούχοι και διδάκτορες Φιλοσοφί­ας ή Θεολογίας.
  
Η μορφωτική πολιτική που α­πό τα 1576 εγκαινίασε η Αγία Έδρα απέναντι στους σκλαβωμέ­νους Έλληνες με το Κολέγιο αυ­τό απέβλεπε στην παραγωγή στελεχών ικανών να υπηρετήσουν την ιδέα της ενωμένης Εκκλησίας με βάση το όραμα της αποτυχημένης Συνόδου της Φλωρεντίας.
    
   Η προσφορά μορφώσεως σε μι­κρούς Έλληνες στην Καθολική Δύση, κάτω από την άμεση επο­πτεία της Λατινικής Εκκλησίας, γνώρισε διάφορα σχέδια. Από τον 14ο αι. ακόμη ο δομινικανόςBrocardus υποστήριζε ότι πρέπει κά­θε ελληνική οικογένεια να στέλ­νει στη Δύση ένα παιδί της για να ανατραφεί στη λατινική πίστη. Έτσι θα πετύχαινε ο «εκλατινισμός» της Ανατολής. Έναν αιώνα αργότερα, λίγο πριν από τη γνω­στή «ένωση» της Φλωρεντίας (1439), ο camaldoplese μοναχός και ανθρωπιστής Ambrogio Traversari, πρότεινε στον πάπα Ευγένιο Δ' τη μεταφορά στη Ρώμη ακόμη και ε­κατό νεαρών Ελλήνων που θα μορφώνονταν στα ελληνικά και τα λατινικά Γράμματα, θα ενστερνί­ζονταν τις απόψεις της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και θα απέβαιναν πολύ χρήσιμοι, όταν, ώ­ριμοι, θα επέστρεφαν στην πατρί­δα τους. Με τον τρόπο αυτό θα σταθεροποιούνταν οριστικά η ένω­ση των δύο Εκκλησιών.
    
   Στις αρχές του επόμενου αιώ­να, του 16ου, η ίδρυση του περιώ­νυμου Ελληνικού Γυμνασίου «ad Gaballinum montem» από τον φι­λέλληνα πάπα Μέδικο Λέοντα Γ. Το Ελληνικό Γυμνάσιο Ρώμης ή­ταν σχολή προς εκμάθηση της ελ­ληνικής γλώσσας και μελέτης των Ελλήνων συγγραφέων που λει­τούργησε στη Ρώμη.            
    
  Ιδρύθηκε με­τά από τις επίμονες προσπάθειες του Ιανού Λάσκαρη και με την ευ­νοϊκή σύμπραξη του Πάπα Λέο­ντα Γ. Ο Λάσκαρης ήταν φίλος και οικείος των Μεδίκων. Όταν ο Λέων Γ έγινε Πάπας, κάλεσε τον Λάσκαρη στην Ρώμη. Ο Λάσκα­ρης ερχόμενος στην Ρώμη άρχισε αμέσως τις προσπάθειες ίδρυσης Γυμνασίου για την διατροφή και εκπαίδευση προσφύγων νέων από την υπόδουλη Ελλάδα. Ο Λέων έδωσε την συγκατάβαση του, και έτσι το Γυμνάσιο ανεγέρθη στούς πρόποδες του Κυρίνου λόφου. Για την ενέργεια τους αυτή Πάπας και ο Λάσκαρης αξιώθηκαν των επαίνων των συγχρόνων τους, και ιδιαίτερα του Ιερώνυμου Βίδα και Μάρκου Μουσούρου. Πολλοί σημαντικοί άνδρες αποφοίτησαν στο σχολείο αυτό. Ιδιαίτερα ο Κωνσταντίνος Ράλλης, Νικόλαος Σοφιανός, Χριστόφορος Κονταλέος, Ματθαίος ΔεΒάρης και άλλοι. Το Γυμνάσιο ήταν εξοπλισμένο με τυπογραφικό πιεστήριο, από οποίο τυπώθηκαν και εκδόθηκαν πολλά συγγράμματα των νεαρών φοιτητών. Αργότερα, όταν ο Λάσκαρης εγκατέλειψε την Ρώμη και πήγε στην Γαλλία για να μπει ατην υπηρεσία του Βασιλιά, ο δε Λέων Γ απεβίωσε το  1521, η λειτουργία του γυμνασίου φαίνετα­ι ότι έληξε. Αυτό εκλαμβάνουμε και από μια επιστολή την οποία γράφει ο Αρσένιος ο Μονεμβασίτης προς τον ίδιο τον Λάσκαρη. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι Κολέγιο του Λέοντος Γ δεν απέβλεπε καθόλου στη διάδοση των λατινικών δογμάτων γι αυτό και δεν αποτελεί ούτε συνέχεια προγενεστέρων επιδιώξεων ή καταστάσεων προσηλυτιστικού χαρακτήρα ούτε βέβαια και προοίμιο των ενεργειών της Καθολικής Εκκλησίας  στην περίοδο της Αντιμεταρρυθμίσεως.  
  
   Κατά τον 16ο αι. η Αγία Έδρα προσπαθεί να ελέγξει την θρη­σκευτική συνείδηση, ώστε να συ­γκρατηθεί το προτεσταντικό κίνη­μα. Έτσι αρχίζουν να διαμορφώ­νονται νέες συνθήκες ως προς τη στάση του Βατικανού απέναντι στον ελληνορθόδοξο κόσμο της Ανατολής. Οι καθολικοί προσπα­θούν να ενσωματώσουν τον «σχι­σματικό» κόσμο, στους κόλπους της δικιάς τους Εκκλησίας, κάτι που ήδη είχαν αρχίσει για δικό τους λογαριασμό οι προτεστάντες. Επίσης, οι καθολικοί χρησιμο­ποιούν το δυναμικότερο μέσο για να το πετύχουν: την «παιδεία», μέ­σω του ιερού κηρύγματος, της ίδρυσης σχολείων, της εκτύπωσης και διάδοσης Βιβλίων.
    
 Το πνεύμα της εποχής ολοκλη­ρώνεται στο πρόσωπο και στις πρά­ξεις ενός ικανού ηγέτη του καθο­λικού κόσμου, του πάπα Γρηγορίου ΙΓ'. Στην εκπαιδευτική του πο­λιτική οι Ιησουίτες, μειλίχιοι διδά­σκαλοι και λαμπροί διαφωτιστές, εξασφάλισαν αναμφισβήτητη επι­τυχία. Σ' αυτούς θα παραδώσει ο Γρηγόριος τη διεύθυνση του επα­νιδρυμένου στη Ρώμη Collegio Germanico, τουCollegio Ungarico και του  Collegio  Inglesse. Στη Ρώ­μη επίσης ιδρύει τα Κολέγια των Μαρωνιτών του ΛιΒάνου και των Αρμενίων, καθώς και των Νεοφύ­των για τους Εβραίους και τους μουσουλμάνους που ασπάζονταν τον χριστιανισμό.
  
   Η πολιτική κατάσταση στην ο­θωμανική αυτοκρατορία είχε προ­καλέσει το ζωηρό ενδιαφέρον της καθολικής Ευρώπης και φυσικά του Βατικανού για το μέλλον των τουρκοκρατούμενων ελληνικών χωρών. Η προοπτική της απελευθέρωσης ελληνικών περιοχών έ­θεσε άμεσα στη Ρώμη το πρόβλη­μα της προσεγγίσεως των ορθό­δοξων πληθυσμών με ανθρώπους αφοσιωμένους στην ιδέα της ε­νώσεως των Εκκλησιών.  Έτσι ή­ταν αναγκαία η ίδρυση ενός Ι­δρύματος σχετικού με τους Έλλη­νες.
      
  Το 1575, φαίνεται πως είχε συ­νταχθεί παπική εγκύκλιος, στα ελ­ληνικά, που κοινοποιούσε στους κληρικούς και λαϊκούς της Ανα­τολικής Εκκλησίας την πρόθεση του Γρηγορίου ΙΓ' να ιδρύσει «φροντιστήριον» ή «διδασκαλείον», «παιδοτροφείον και παιδαγωγείον». Σ' αυτό καλούνταν να φοι­τήσουν ελληνόπουλα, για να μορφωθούν «εις τας σεμνάς επιστήμας», ώστε να μη σβήσει, αλλά να αναζωπυρωθεί και να διαλάμψει, όπως πρώτα, η σοφία της Ελ­λάδας. Το παπικό έγγραφο κάνει εκτενή αναφορά στην αρχαία ελ­ληνική κληρονομιά, η οποία πάει να χαθεί μέσα στην αμάθεια. Ο πάπας ενδιαφέρεται έντονα να δια­τηρηθεί η πολιτιστική ταυτότητα των Ελλήνων και στη συνέχεια α­ναφέρεται στη φλωρεντινή σύνοδο και την απόφαση της για την ένωση των Εκκλησιών. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, θα μορφώ­νονταν οι μαθητές του Κολλεγίου, ώστε να συμβάλλουν στη στε­ρέωση της εκκλησιαστικής ενώσε­ως.
   
    Με άλλα λόγια, το νέο Ίδρυμα είχε διττό σκοπό:την ανθρωπιστι­κή μόρφωση και η αποδοχή και διάδοση του φλωρεντινού όρου. Από τις 3 Νοεμβρίου 1576 άρχισε να λειτουργεί το Κολέγιο (πριν από την έκδοση της παπικής βού­λας) με την εγγραφή έξι μαθη­τών. Από τους έξι μαθητές, οι δύο γεννήθηκαν στην Ιταλία από Έλ­ληνες γονείς, Ηπειρώτες και Κορωναίους. Από τους υπόλοιπους, οι δύο ήταν από την Κύπρο και οι άλλοι από την τουρκοκρατούμενη ήδη πατρίδα τους (Κρήτη και Νάξο). Ωστόσο, δεν θα πρέπει να πα­ραλείψουμε πως η Βενετία είχε ενδιαφερθεί να διευκολύνει την αποστολή στη Ρώμη νεαρών Ελ­λήνων από τις αποικίες της στην Ανατολή (Επτάνησα, Κρήτη, Τή­νο).
    
  Η επίσημη διακήρυξη για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού Ιδρύματος των Ελλήνων έγινε στις 16 Ιανουαρίου 1577 με την έκδοση της γνωστής βούλας του Γρηγορίου ΙΓ. Σπουδαία θέση, στη λειτουργί­α του Κολεγίου, διαδραμάτιζαν οι καρδινάλιοι. Αυτοί, ήταν υπεύ­θυνοι για την επιλογή των οικότροφων και για την οικονομική ε­νίσχυση του Ιδρύματος. Ο μακρο­βιότερος και ο πιο δραστήριος ή­ταν ο Santoro ο οποίος διεύθυνε το Κολέγιο για περίπου 25-30 χρόνια. Αξιοσημείωτοι ήταν οι:  Filippo BuoncompagniGulielmo Sirielo kai o Benedetto Giustiniani.  

 Ο τελευταίος, μείωσε τα χρόνια των σπουδών, τον αριθμό των σπουδαστών και το προσωπικό του Ιδρύματος. Απομάκρυνε από τη διεύθυνση, το 1604, τους Ιησουί­τες και διεύθυνε το Κολέγιο ως τον θάνατο του. Ο θεσμός των καρδιναλίων συνεχίστηκε έως τα μέσα του 18ου αιώνα μ.Χ.
  
   Οι εξετάσεις στο Ίδρυμα λάμ­βαναν χώρα κάθε έτος και οι μα­θητές μπορούσαν να εξετασθούν στη Λογική, τα Φυσική Φιλοσοφί­α, τη Μεταφυσική και σε οποιοδήποτε μάθημα ολοκλήρωναν. Σημαντικές ήταν οι πτυχιακές και οι διδακτορικές εξετάσεις, οι οποίες γινόντουσαν δημόσια και με επι­σημότητα μέσα στην εκκλησία του Κολεγίου, τον Αγιο Αθανάσιο. Οι πτυχιακές εξετάσεις περιελάμβα­ναν τη Φιλοσοφία και την θεολο­γία. Πριν εμφανισθεί ο υποψήφιος πτυχιούχος στη δημόσια τελετή, υ­ποβαλλόταν σε αυστηρή εξέταση από τους καθηγητές του. Αν πε­τύχαινε στις εξετάσεις, του δινό­ταν οι ευκαιρία να δοκιμασθεί δη­μόσια με θέματα τα οποία έπρεπε πρώτα τα τοιχοκολληθούν σε δη­μόσια μέρη. Την ημέρα της τελε­τής, ο μαθητής έκανε μια εισαγω­γή μετά την οποία παρουσιάζονταν επίσημα στον καρδινάλιο τα θέματα. Ακολουθούσε η «εξέταση» και στο τέλος έκλεινε η διαδικα;σία με έναν επίσλογο από τον εξεταζόμενο.
   
   Για την αναγόρευση του διδά­κτορα, ίσχυε η παραπάνω διαδι­κασία με την μόνη διαφορά ότι εξεταζόταν σε δύο θέματα Φιλο­σοφίας και δύο Θεολογίας. Κάθε εξεταστής είχε δικαίωμα να μιλή­σει και να υποβάλει ερωτήσεις για περίπου 15 λεπτά. Στη συνέχεια  ο κλητήρας, διένειμε δύο χαρτάκια· στο ένα αναγραφόταν το γράμμα Α (approdo) και στο άλλο το γράμμα R (reprodo). Αυτά δίνονταν στον διευθυντή του Κολεγίου, στους προσκεκλημένους, στους ε­ξεταστές και στο προσωπικό του Ιδρύματος.
     
  Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Ο κλητήρας μάζευε τα χαρτάκια και ανακοίνωνε το αποτέλεσμα.
  Στη συνέχεια, εφόσον το απο­τέλεσμα ήταν θετικό, ο διδάκτο­ρας ορκιζόταν με το χέρι στο ευαγ­γέλιο και έπαιρνε από τον υπεύ­θυνο των σπουδών το διδακτορι­κό δίπλωμα. Του έδιναν επίσης έναν σκούφο, ένα δαχτυλίδι και την Αγία Γραφή. Στο τέλος, ο νέ­ος διδάκτορας ανέβαινε στην έ­δρα και έκανε ένα σύντομο μάθη­μα. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη του διδακτορικού διπλώ­ματος, πέρα από τη γνώση, ήταν το ήθος του υποψηφίου. Γενικά οι διδάκτορες του Κολεγίου ήταν και της Φιλοσοφίας και της Θεο­λογίας, από κοινού. Οι έλληνες διδάκτορες κάλυπταν συνήθως το 55% ως προς το σύνολο των δι­δακτόρων. Τέλος, για τους υπο­ψήφιους της Φιλοσοφίας - Θεολογίας τα θέματα είχαν δύο μέρη: το ένα προερχόταν από τον Αρι­στοτέλη και αναφερόταν στον φι­λοσοφικό τομέα  το άλλο κάλυ­πτε τον θεολογικό τομέα.

Θωμάς Ακινάτης, εισηγητής της επιστημονικής σκέψης


Ο Μεσαίωνας είναι η εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται η Ευρώπη ως πραγματικότητα και ως ιδέα, γι’ αυτό και η προσέγγιση της πολιτισμικής ρίζας της Ευρώπης και της ευρωπαϊκής σκέψης συνδέεται στενά με τη μελέτη της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.

Στη μεσαιωνική φιλοσοφία συντελέστηκε το φαινόμενο της σύζευξης της κλασικής παράδοσης της ελληνικής αρχαιότητας και του χριστιανισμού, μέσω του οποίου πήρε σάρκα και οστά η διαμόρφωση της πνευματικής ταυτότητας της Ευρώπης.
Αυτή την ανάμεικτη και αρχαία χριστιανική κληρονομιά μεταβίβασαν στο Μεσαίωνα οι Πατέρες της εκκλησίας, κατ’ εξοχήν δε οι Ελληνες Πατέρες του 4ου αιώνα, οι οποίοι πρώτοι έκαναν τη σύνθεση της ελληνικής παιδείας και του χριστιανικού πνεύματος και διερεύνησαν τη σχέση φιλοσοφίας και θεολογίας επιτυγχάνοντας τη σύζευξη Ελληνισμού και χριστιανισμού γι’ αυτό και θεωρούνται «ιδρυτές του αληθινού χριστιανικού ουμανισμού» και -σύμφωνα με τον Jacques Le Goff- μπορούμε να τους αποκαλέσουμε Πολιτιστικούς Πατέρες της Ευρώπης.
Η σχολαστική φιλοσοφία είναι καρπός μιας αναγέννησης που έλαβε χώρα το 12ο και κυρίως το 13ο αιώνα και συνιστά μία αποφασιστική μεταμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η χριστιανική ανθρωπολογία του Θωμά Ακινάτη, προϊόν της συμφιλίωσης θεολογίας και φιλοσοφίας, Ελληνισμού και χριστιανισμού, πίστης και λόγου, συνίσταται σε μία νέα γνώση και θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου.
Στη θωμιστική σκέψη θεολογία και φιλοσοφία ενώνονται διατηρώντας τη δική τους οντότητα σε αυτό που ο Etienne Gilson ονόμασε «χριστιανική φιλοσοφία» ή όπως το ονόμασε ο Eco «θεολογία της επίγειας πραγματικότητας».
Η επιτακτική ανάγκη στην οποία βρέθηκε ο Θωμάς Ακινάτης στην εποχή του αφορούσε τη συμφιλίωση τριών παραδόσεων: της χριστιανικής παράδοσης, της ελληνικής φιλοσοφίας, κατ’ εξοχήν δε της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, και της παράδοσης του ρωμαϊκού δικαίου.
Για το σκοπό αυτό προσέφυγε στην πνευματική στάση του χριστιανικού ανθρωπισμού που όφειλε την ύπαρξή της στην αδιάκοπη από την εποχή της ύστερης αρχαιότητας πολιτισμική παράδοση της «πρώτης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας», της Αυτοκρατορίας δηλαδή του Βυζαντίου στην οποία πρώτη φορά συνυπήρξαν η ελληνική ορθολογική σκέψη, οι ρωμαϊκοί διοικητικοί θεσμοί και η χριστιανική πνευματικότητα.
Το έργο του Θωμά Ακινάτη είναι αναμφισβήτητα το κορυφαίο προϊόν της επαφής της ελληνικής φιλοσοφίας και του χριστιανισμού, καθώς και του ρωμαϊκού δικαίου και εντάσσεται οργανικά στην πνευματική παράδοση του Βυζαντίου, η οποία είναι η πρώτη μεγάλη πολιτισμική κληρονομιά της Ευρώπης και θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η Summa Theologiae, ως μεγαλειώδης σύνθεση των τριών παραδόσεων, είναι το κορυφαίο επίτευγμα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, καθιστώντας το Μεσαίωνα όπως λέει ο Le Goff «την αληθινή απαρχή της σύγχρονης Δύσης».

Η πρόσληψη της ελληνικής και κυρίως της αριστοτελικής φιλοσοφίας από τη μεσαιωνική θεολογία είναι γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας για τη Δύση αφού καθόρισε όλο το περιεχόμενο της μεσαιωνικής φιλοσοφίας και συνδέεται με την ίδια την ιστορία του Μεσαίωνα.

Ο Αριστοτέλης σε πίνακα του Ιταλού ρομαντικού ζωγράφου Φραντσέσκο ΧάγιεζΗ διείσδυση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στη Δύση ολοκληρώθηκε με την είσοδό της στην ίδια την εκπαίδευση. Μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα όλα τα σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη είναι πλέον προσιτά στα λατινικά, όχι μόνο από αραβικές μεταφράσεις αλλά από λατινικές μεταφράσεις απ’ ευθείας από τα ελληνικά και το αριστοτελικό corpus εντάσσεται στο πρόγραμμα διδασκαλίας του Πανεπιστημίου του Παρισιού με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί ένας πλήρης κύκλος διδασκαλίας της φιλοσοφίας, μιας φιλοσοφίας που χειραφετείται πλέον από την κηδεμονία των θεολόγων.
Ετσι στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, με τον Θωμά Ακινάτη καθηγητή της Θεολογίας και παράλληλα δημόσιο σχολιαστή των έργων του Αριστοτέλη, συντελείται στη Δύση το «transitus του Ελληνισμού στο χριστιανισμό», που οδήγησε αφ’ ενός στην ενσωμάτωση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στο χριστιανισμό και εκφράστηκε με την εκτεταμένη χρήση της για τη θεωρητική επεξεργασία του χριστιανικού δόγματος και αφ’ ετέρου στην ανακάλυψη του πραγματικού κόσμου και της αξίας του.
Η ανακάλυψη της φύσης και μαζί της η ανακάλυψη του πραγματικού κόσμου είναι, λοιπόν, η μεγάλη συνεισφορά του Αριστοτέλη, δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης φυσικής τάξης πέρα από το συμβολικό κόσμο του Μεσαίωνα, η οποία προκάλεσε αληθινό ενθουσιασμό για κάθε τι φυσικό και ανθρώπινο. Η φυσική και οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου και η προσαρμογή της περιπατητικής φιλοσοφίας στο χριστιανικό δόγμα ήταν μια αληθινή επανάσταση στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης.
Αυτή η μεγάλη πνευματική επανάσταση της Δύσης συνίσταται στην πλήρη συγχώνευση αριστοτελισμού και χριστιανισμού και συντελέστηκε στη θωμιστική θεολογία και φιλοσοφία και κατ’ εξοχήν στα έργα του Θωμά Ακινάτη Summa contra gentiles και Summa Theologiae.
Ο Ακινάτης με την προσφυγή στην ιδέα της φύσης του Αριστοτέλη και την ανύψωση του λόγου και της βούλησης του ανθρώπου κατέστησε τον άνθρωπο και τον ανθρώπινο λόγο αρμόδιο για την εξερεύνηση της φύσης και των σκοπών της. Η αποϊεροποίηση της φύσης και η ανάδειξη του αισθητού κόσμου ως κόσμου με αυτόνομη ύπαρξη μακριά από τον πλατωνικό ιδεαλισμό -εντός του οποίου η ύψιστη ύπαρξη ανήκει μόνο στις ιδέες- οδήγησε στην αναζήτηση και διερεύνηση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης αλλά και της φύσης των πόλεων και των κοινωνιών.
Πέρα όμως από αυτά, χάρη στη θεωρία περί αρετών του Αριστοτέλη, κατ’ εξοχήν δε της αρετής της δικαιοσύνης, ο Ακινάτης μελετά την ίδια τη φύση των κοινωνικών σχέσεων και επιστρέφοντας στη θεωρία του κλασικού φυσικού δικαίου του Αριστοτέλη επιτυγχάνει τη συγκρότηση του ίδιου του δικαίου απέναντι στην ηθική και την απελευθέρωση της νομικής σκέψης από τη θεολογία προς την κατεύθυνση της αναγέννησης του ρωμαϊκού δικαίου και της θεμελίωσης της αυτονομίας του κράτους.
Χάρη στην υιοθέτηση της αριστοτελικής θεωρίας για τη δικαιοσύνη και το δίκαιο ο Ακινάτης έστρεψε την προσοχή του στην πολιτεία των ανθρώπων και στο φυσικό βίο και τις ανάγκες του και κατάφερε να προσεγγίσει την ανθρώπινη ιστορία, την ιστορία του ανθρωπίνου προσώπου ως υποκειμένου σχέσεων όχι μόνον αγάπης αλλά και σχέσεων δικαίου, καλύπτοντας έτσι όλο το φάσμα του ανθρωπίνου βίου.
Η μεγάλη προσφορά του Θωμά Ακινάτη είναι το δίκαιο, το οποίο μέσα από τις σελίδες της Summa Theologiae αναδύεται ως το κατ’ εξοχήν όργανο αρμονίας των κοινωνικών σχέσεων.
Η ένταξη του ανθρωπίνου προσώπου στο πλαίσιο των εννόμων σχέσεων σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του προσώπου στο υπερφυσικό πεδίο άνοιξαν το δρόμο για τη νεοτερική εποχή.
 Στη θωμιστική φιλοσοφία, ο άνθρωπος δεν είναι πια ένας αμαρτωλός που συνθλίβεται από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά αποκτά οριστικά τη θέση του ως δημιούργημα κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Στη μεγάλη σύνθεση του Θωμά Ακινάτη, κατά το 13ο αιώνα, εκφράζονται τα αιτήματα του ύστερου Μεσαίωνα: η ανάγκη για απελευθέρωση από την προσωπική εξάρτηση των φεουδαρχικών σχέσεων, η ανάγκη για ανάδειξη της ατομικότητας, μακριά από τις φεουδαρχικές κοινότητες του Μεσαίωνα, όπου η εξατομίκευση εθεωρείτο αμαρτία, και η ανάγκη για ένταξη των ατόμων μέσα σε μία νέα κοινοτιστική δομή, τη δομή της «πόλεως».
Αυτό το νέο είδος γνώσης του 13ου αιώνα συνδέθηκε με τη γέννηση και εξάπλωση ενός νέου είδους μοναχών, οι οποίοι κατοικούν στην πόλη και δραστηριοποιούνται στο αστικό περιβάλλον. Οι μοναχοί αυτοί, που ανήκουν στα Τάγματα Επαιτείας, φέρνουν μια βαθιά αναμόρφωση του χριστιανισμού, μέσα από την οποία το θρησκευτικό περιεχόμενο του μεσαιωνικού πολιτισμού λειτούργησε σύντομα ως μοχλός προόδου.
Η ανάδειξη της ενεργού ζωής των πόλεων, σε αντιπαράθεση με τον ασκητισμό, έφερε κοντά στους ανθρώπους τις χαρές της επίγειας ζωής, απομακρύνοντάς τους από το δόγμα της περιφρόνησης των εγκοσμίων.
Στη θωμιστική φιλοσοφία, ο άνθρωπος δεν είναι πια ένας αμαρτωλός που συνθλίβεται από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά αποκτά οριστικά τη θέση του ως δημιούργημα κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Συμμέτοχος με τον Θεό στην ανακατασκευή του κόσμου, ο άνθρωπος, ως έλλογο και πολιτικό ον, αλλά και ως πρόσωπο, στέκεται στο κατώφλι της σύγχρονης εποχής, έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο, διατηρώντας ωστόσο την πνευματικότητά του.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία ότι όλη η νεότερη εποχή, η εποχή της νεοτερικότητας, προετοιμάστηκε με έξοχο τρόπο από αυτή τη χριστιανική φιλοσοφία, εντός της οποίας συγκροτήθηκε η ανθρωποκεντρική σύλληψη του κόσμου. Η χριστιανική έννοια της ελευθερίας, η ελευθερία δηλαδή στο πνευματικό πεδίο, η οποία αφορά τον μοναχό, αποσπασμένο από τον κόσμο και τις σχέσεις του με τον Θεό, θεμελιώνει το χριστιανικό περσοναλισμό, που αναδεικνύει το αίτημα της ατομικότητας μακριά από τις φεουδαρχικές δομές που συνθλίβουν το άτομο, αλλά και της κοινότητας, μέσα στην εξισωτική δομή των νέων πόλεων.
Ο Θωμάς Ακινάτης, μελετητής αυτής της ατομικότητας, είναι ταυτοχρόνως και υμνητής του ανθρώπινου προσώπου: η ένταξη του προσώπου στο πλαίσιο των εννόμων σχέσεων και η οντολογική απελευθέρωση του προσώπου στο υπερφυσικό πεδίο άνοιξαν το δρόμο για την κοινωνική αναγνώριση του προσώπου και προετοίμασαν το έδαφος για τον ερχομό του σύγχρονου κράτους, του συνταγματικού δημοκρατικού κράτους.
Ολη η νεοτερική εποχή, λοιπόν, στηρίχθηκε στους ιερείς και μοναχούς, όπως λέει ο Μισέλ Ουελμπέκ, «σ’ αυτούς τους ευσεβείς και αφοσιωμένους άνδρες του Μεσαίωνα που διέτρεχαν τις μητροπόλεις για να προσφέρουν την παρηγοριά της πίστης τους, κληρονόμοι μιας χιλιετούς πνευματικής παράδοσης… άλλοτε στην πρώτη γραμμή της κοινωνίας, σήμερα είναι υποβαθμισμένοι, περιφρονημένοι από όλους, υποταγμένοι στα βάσανα της αστικής ζωής, χωρίς πρόσβαση στις απολαύσεις της».
Ομως, ο πλήρης εξορθολογισμός της νεοτερικότητας και η καταθλιπτική κυριαρχία του υλισμού, και η μετακένωσή τους στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κοινωνία της σημερινής εποχής, αναδεικνύουν εκ νέου το αίτημα της επανόδου της συλλογικής ζωής των θρησκευτικών κοινοτήτων, εντός των οποίων διατηρούνται κάποιες θρησκευτικές παραδόσεις -σύμφωνα με τον Habermas- ως απάντηση στην πλήρη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού του σύγχρονου συνταγματικού κράτους, καθώς και το αίτημα για την αναζήτηση ενός «νέου υπερβατικού σημείου αναφοράς», που θα μπορούσε να βγάλει από το αδιέξοδο τη συντετριμμένη νεοτερικότητα.
Στην αναζήτηση αυτή κάθε επιστροφή στον Θωμά Ακινάτη και στο μεσαιωνικό στοχασμό, ως επιστροφή σε ένα αίτημα καθολικότητας, θα ήταν πολύτιμη για την αντιμετώπιση των τεράστιων δυσκολιών που προκάλεσε η πλήρης γενίκευση της εκκοσμικευμένης θέασης του κόσμου, ενώ παράλληλα σ’ αυτή την εποχή της «αβάσταχτης ανισότητας» θα προκαλούσε ένα νέο προβληματισμό σχετικά με τη δικαιοσύνη και το δίκαιο σε μία κατεύθυνση «αποδυτικοποίησης» του τρόπου σκέψης και της κοινωνίας.

Η Προκοπίου υπενθυμίζει πως ο Ελληνισμός ήταν ανέκαθεν στραμμένος προς τη Δύση και η ίδια η Δύση έχει θεμελιωθεί πάνω στην ελληνική αρχαιότητα και το βυζαντινό πολιτισμό.
Η σημαντική αυτή εργασία της Ελένης Προκοπίου έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία: μια συστηματική μελέτη για το σύνολο του έργου του Θωμά Ακινάτη, του κορυφαίου αυτού διανοητή του δυτικού πολιτισμού. Το κενό αυτό μάλιστα καλύπτεται όχι με μια εγκυκλοπαιδικού τύπου προσπάθεια, αλλά με μια πρωτότυπη έρευνα πάνω σε ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα της παγκόσμιας ιστορίας, το ζήτημα των σχέσεων Ελληνισμού και χριστιανισμού, ή καλύτερα το ζήτημα του εξελληνισμού του χριστιανισμού, μια εξέλιξη που αρχίζει από τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες και ολοκληρώνεται με τους Ελληνες Πατέρες, κυρίως τους Καππαδόκες.
Αλλά η εργασία της κυρίας Προκοπίου έχει μια ιδιαιτερότητα, η οποία επίσης συνιστά μια πρωτότυπη συμβολή στη διεθνή βιβλιογραφία για τον Ακινάτη: πρόκειται για μια προσέγγιση του έργου του διά μέσου της έννοιας του προσώπου, το οποίο εν προκειμένω αντιμετωπίζεται ως υποκείμενο δικαίου. Η συγγραφέας, με τον τρόπο αυτό, μας εισάγει στο κεφαλαιώδες ζήτημα, τη νεοτερική πλευρά της σκέψης του Ακινάτη.
Η έννοια του υποκειμένου δικαίου, μια έννοια ασφαλώς που χαρακτηρίζει τη νεοτερική εποχή και την έξοδο από το μεσαιωνικό κόσμο, εμφανίζεται εδώ στις πρώτες της εκφάνσεις, μέσα από τους πραγματικά έξοχους και δαιδαλώδεις συλλογισμούς του Ακινάτη για τη δικαιοσύνη και το δίκαιο. Η σημαντική συμβολή της Προκοπίου έγκειται ακριβώς στην ανάδειξη μιας κρίσιμης μετατόπισης που συνέβη στη δυτική θεολογία κατά το 13ο αιώνα, μιας μετατόπισης από τον αυγουστινισμό στο θωμισμό, δηλαδή στο σχολαστικισμό.
Πρότυπό του το Βασίλειο του Θεού
Ο κόσμος μετά τον Ακινάτη παύει να είναι ένας κόσμος που απλώς πορεύεται προς τη σωτηρία· ένας κόσμος δηλαδή που έχει ως πρότυπό του το Βασίλειο του Θεού και μόνον, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένας κόσμος που πρέπει να σωθεί εν χρόνω. Η εκκοσμίκευση της θεολογίας που συμβαίνει με το έργο του Ακινάτη είναι μια συγκλονιστική αλλαγή στην ιστορία της Δύσης, μια αφετηρία για τους νεότερους χρόνους και μια θεμελίωση της πίστης πάνω στους κανόνες της ίδιας της ζωής.
Το δίκαιο του Αριστοτέλη και το ρωμαϊκό δίκαιο, καθώς και η κλασική ελληνική μεταφυσική, γίνονται στον Ακινάτη τα μεγάλα όπλα που του επιτρέπουν να ξεφύγει από την ηθικολογία του Αυγουστίνου και ουσιαστικά να συμφιλιώσει τη θεολογία με την επιστήμη. Ο Ακινάτης εισάγει στη Δύση την επιστημονική σκέψη. Αυτή είναι η μεγάλη του συμβολή στην παγκόσμια ιστορία. Την εισάγει με τη βοήθεια του Αριστοτέλη και με τη βοήθεια των Ελλήνων Πατέρων.
Η Προκοπίου έκανε ένα μεγάλο άθλο. Το τεράστιο σε όγκο έργο του Ακινάτη μάς το παρουσιάζει εν συνόλω με μια λεπτομερή ανάλυση των πηγών, ενώ ταυτόχρονα διεισδύει και στην πατερική γραμματεία. Η εργασία της κινείται ταυτόχρονα στη γραμμή των σπουδαίων Ελλήνων βυζαντινολόγων, που αποκάλυψαν την ιστορική πορεία του μεσαιωνικού Ελληνισμού και την επίδρασή του στο δυτικό πολιτισμό.
Ο βυζαντινός ουμανισμός, δηλαδή η διάσωση των χειρογράφων της ελληνικής αρχαιότητας και ο σχολιασμός τους, ήταν έργο των Βυζαντινών, του Μεγάλου Φωτίου και του Αρέθα. Η Προκοπίου έρχεται τώρα να προσθέσει στο έργο του Τατάκη, του Γιαννακόπουλου, του Σβορώνου και της Αρβελέρ, αλλά και στο έργο του Λεμέρλ, του Γκιγιού ή του Μπεκ, μια νέα κρίσιμη παράμετρο: τη διεξοδική χρήση των πηγών που καταδεικνύουν την άμεση επίδραση της ελληνικής πατερικής σκέψης στο δυτικό σχολαστικισμό.
Παρ’ ότι φιλόσοφος του Δικαίου η ίδια -μαθήτρια του σπουδαίου Γάλλου ιστορικού της φιλοσοφίας του Δικαίου Michel Villey, ειδικού στο θωμισμό, καθηγητή της Σορβόνης- εν τούτοις κατόρθωσε να μας μεταφέρει και πλευρές της πατερικής Φιλοσοφίας, με τρόπο που πραγματικά ξαφνιάζει. Η Προκοπίου υπενθυμίζει τον έντονο αριστοτελισμό των Ελλήνων Πατέρων -από τον Μέγα Βασίλειο ώς τον Ιωάννη Δαμασκηνό- και μας δίνει έτσι μια νέα ματιά πάνω στο ζήτημα της συνέχειας του Ελληνισμού και τη δημιουργική του διαδρομή από την αρχαιότητα στην εποχή του χριστιανισμού.
Αλλά υπάρχει και ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα που συνάγεται εδώ, διά μέσου της εργασίας της Προκοπίου: η στενή σχέση Δύσης και Ανατολής ή καλύτερα του Ελληνισμού με τη λατινική Δύση. Η σχέση αυτή προκύπτει από το θεμελιώδες έργο του Ακινάτη, ο οποίος μετεγγράφοντας τόσο τον Αριστοτέλη όσο και τους Ελληνες Πατέρες θεμελίωσε το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό πάνω στην ελληνική αρχαιότητα και στο Βυζάντιο.
Η Προκοπίου μας θυμίζει δηλαδή τη δυτική πλευρά του Ελληνισμού και εμμέσως πλην σαφώς αμφισβητεί έντονα την «ανατολική», μυστική ανάγνωσή του από την πλευρά της ρωσικής θεολογίας, που κυριάρχησε κατά τον 20ό αιώνα και στην Ελλάδα και πέρασε σε μια αντιδυτική ερμηνεία της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού.
Η Προκοπίου υπενθυμίζει πως ο Ελληνισμός ήταν ανέκαθεν στραμμένος προς τη Δύση και η ίδια η Δύση έχει θεμελιωθεί πάνω στην ελληνική αρχαιότητα και το βυζαντινό πολιτισμό. Κλειδί σ’ αυτή την πολλαπλή σύνδεση ήταν το έργο του Ακινάτη, το οποίο βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διεθνώς -από τον Τζόις ώς τον Ουμπέρτο Εκο η σκέψη του Ακινάτη πραγματικά κυριαρχεί- αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα ήταν μέχρι σήμερα στη σκιά.
 Από το στιβαρό αυτό έργο προκύπτει λοιπόν ως ζητούμενο η επαναθεώρηση των πολιτιστικών, φιλοσοφικών, πνευματικών σχέσεων της Δύσης με την «καθ’ ημάς» Ανατολή.
Η ισόρροπη εξέλιξη της Ευρώπης διερράγη μετά το Σχίσμα και μόνο η σύζευξη Λόγου και πίστης μπορεί να επαναφέρει την ισορροπία σε κάθε δυτικό ή ανατολικό Ευρωπαίο. Η βίωση του μυστηρίου της πίστης και η κατανόηση του Λόγου είναι μια πορεία συνεχής.
Η εργώδης εργασία της Προκοπίου, λοιπόν, μπορεί να συνδράμει στην αποκατάσταση της ισορροπίας Λόγου και μυστηρίου στην καθ’ ημάς Ανατολή, όπως επίσης η ανάγνωση του Γρηγορίου Παλαμά θα μπορούσε να συνδράμει το δυτικό άνθρωπο στη δική του πνευματική-πολιτιστική μονομέρεια.

Αριστοτέλης και Ακινάτης





Η πρόσληψη της ελληνικής και κυρίως της αριστοτελικής φιλοσοφίας από τη μεσαιωνική θεολογία είναι γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας για τη Δύση αφού καθόρισε όλο το περιεχόμενο της μεσαιωνικής φιλοσοφίας και συνδέεται με την ίδια την ιστορία του Μεσαίωνα.


Η διείσδυση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στη Δύση ολοκληρώθηκε με την είσοδό της στην ίδια την εκπαίδευση. Μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα όλα τα σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη είναι πλέον προσιτά στα λατινικά, όχι μόνο από αραβικές μεταφράσεις αλλά από λατινικές μεταφράσεις απ' ευθείας από τα ελληνικά και το αριστοτελικό corpus εντάσσεται στο πρόγραμμα διδασκαλίας του Πανεπιστημίου του Παρισιού με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί ένας πλήρης κύκλος διδασκαλίας της φιλοσοφίας, μιας φιλοσοφίας που χειραφετείται πλέον από την κηδεμονία των θεολόγων.
Ετσι στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, με τον Θωμά Ακινάτη καθηγητή της Θεολογίας και παράλληλα δημόσιο σχολιαστή των έργων του Αριστοτέλη, συντελείται στη Δύση το «transitus του Ελληνισμού στο χριστιανισμό», που οδήγησε αφ' ενός στην ενσωμάτωση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στο χριστιανισμό και εκφράστηκε με την εκτεταμένη χρήση της για τη θεωρητική επεξεργασία του χριστιανικού δόγματος και αφ' ετέρου στην ανακάλυψη του πραγματικού κόσμου και της αξίας του.
Η ανακάλυψη της φύσης και μαζί της η ανακάλυψη του πραγματικού κόσμου είναι, λοιπόν, η μεγάλη συνεισφορά του Αριστοτέλη, δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης φυσικής τάξης πέρα από το συμβολικό κόσμο του Μεσαίωνα, η οποία προκάλεσε αληθινό ενθουσιασμό για κάθε τι φυσικό και ανθρώπινο. Η φυσική και οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου και η προσαρμογή της περιπατητικής φιλοσοφίας στο χριστιανικό δόγμα ήταν μια αληθινή επανάσταση στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης.
Αυτή η μεγάλη πνευματική επανάσταση της Δύσης συνίσταται στην πλήρη συγχώνευση αριστοτελισμού και χριστιανισμού και συντελέστηκε στη θωμιστική θεολογία και φιλοσοφία και κατ' εξοχήν στα έργα του Θωμά Ακινάτη Summa contra gentiles και Summa Theologiae.
Ο Ακινάτης με την προσφυγή στην ιδέα της φύσης του Αριστοτέλη και την ανύψωση του λόγου και της βούλησης του ανθρώπου κατέστησε τον άνθρωπο και τον ανθρώπινο λόγο αρμόδιο για την εξερεύνηση της φύσης και των σκοπών της. Η αποϊεροποίηση της φύσης και η ανάδειξη του αισθητού κόσμου ως κόσμου με αυτόνομη ύπαρξη μακριά από τον πλατωνικό ιδεαλισμό -εντός του οποίου η ύψιστη ύπαρξη ανήκει μόνο στις ιδέες- οδήγησε στην αναζήτηση και διερεύνηση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης αλλά και της φύσης των πόλεων και των κοινωνιών.
Πέρα όμως από αυτά, χάρη στη θεωρία περί αρετών του Αριστοτέλη, κατ' εξοχήν δε της αρετής της δικαιοσύνης, ο Ακινάτης μελετά την ίδια τη φύση των κοινωνικών σχέσεων και επιστρέφοντας στη θεωρία του κλασικού φυσικού δικαίου του Αριστοτέλη επιτυγχάνει τη συγκρότηση του ίδιου του δικαίου απέναντι στην ηθική και την απελευθέρωση της νομικής σκέψης από τη θεολογία προς την κατεύθυνση της αναγέννησης του ρωμαϊκού δικαίου και της θεμελίωσης της αυτονομίας του κράτους.
Χάρη στην υιοθέτηση της αριστοτελικής θεωρίας για τη δικαιοσύνη και το δίκαιο ο Ακινάτης έστρεψε την προσοχή του στην πολιτεία των ανθρώπων και στο φυσικό βίο και τις ανάγκες του και κατάφερε να προσεγγίσει την ανθρώπινη ιστορία, την ιστορία του ανθρωπίνου προσώπου ως υποκειμένου σχέσεων όχι μόνον αγάπης αλλά και σχέσεων δικαίου, καλύπτοντας έτσι όλο το φάσμα του ανθρωπίνου βίου.
Η μεγάλη προσφορά του Θωμά Ακινάτη είναι το δίκαιο, το οποίο μέσα από τις σελίδες της Summa Theologiae αναδύεται ως το κατ' εξοχήν όργανο αρμονίας των κοινωνικών σχέσεων.
Η ένταξη του ανθρωπίνου προσώπου στο πλαίσιο των εννόμων σχέσεων σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του προσώπου στο υπερφυσικό πεδίο άνοιξαν το δρόμο για τη νεοτερική εποχή.