Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Η εγκύκλιος "Ut unum sint" (1995) του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β': μια ορθόδοξη ανάγνωση

O πάπας Ιωάννης Παύλος Β' παραδίδει το Σταυρό στον τότε καρδινάλιο Ιωσήφ Ράτσιγκερ και μετέπειτα διάδοχό του
  

Βλάσιος Ι. Φειδάς

Η παπική Εγκύκλιος Ut Unum Sint και ο Διάλογος
Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας


Ανάτυπον εκ του περιοδικού «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» Έτος ΟΒ' (1995), σσ. 585-87, 615-17, 660-63]
myriobiblos.gr

1. Η νέα παπική Εγκύκλιος «Ίνα ώσιν εν» (Ut unum sint) είναι υπό οποιαδήποτε προοπτική ένα πολύ σημαντικό κείμενο τόσο για τις διεκκλησιαστικές σχέσεις, όσο και για την κοινή πορεία του χριστιανικού κόσμου προς την ενότητα. Η σπουδαιότητα του κειμένου δεν είναι άσχετη προς τον ιδιότυπο χαρακτήρα του εκκλησιαστικού αυτού εγγράφου και προς τη χρονική στιγμή της δημοσιεύσεώς του. Ως παπική Εγκύκλιος έχει ποιμαντικό χαρακτήρα και αναφέρεται κυρίως στα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ η χρονική συγκυρία προσδιορίζεται από τα διαπιστωμένα ποικίλα αδιέξοδα τόσο στους διμερεϊς, όσο και στους πολυμερεϊς Θεολογικούς Διαλόγονς για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου.

Η εκτενής αυτή παπική Εγκύκλιος διαιρείται σε τρία βασικά Κεφάλαια με Εισαγωγή και με προτρεπτικό Επίλογο. Το πρώτο Κεφάλαιο αναφέρεται στο οικουμενικό χρέος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (L'engagement œcumιnique de l' Eglise catholique) Το δεύτερο Κεφάλαιο αξιολογεί τους καρπούς των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως (Les fruits du Dialogue). Το τρίτο Κεφάλαιο αναζητεί μία αποτελεσματικότερη οδό Διαλόγου για την επίσπευση της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών (Quanta est nobis via?). Και τα τρία Κεφάλαια αξιοποιούν με μεγάλη συχνότητα τις σχετικές αποφάσεις της πρόσφατης Β' Βατικανής συνόδου και ειδικώτερα το διάταγμα για τον Οικουμενισμό (Unitalis redintegradio), τις κωδικοποιημένες σχετικές οδηγίες του πρόσφατου ρωμαιοκαθολικού «Οδηγού για τον Οικουμενισμό» (Directoire... sur l' œcumenisme), τις σνναφείς παπικές Εγκυκλίους κ.ά.

Η παπική Εγκυκλιος είναι μία συνειδητή Ομολογία πίστεως του Επισκόπου Ρώμης στη μοναδική αξία των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, είναι δε βέβαιον ότι απορρέει προφανώς από προσεκτικές και συστηματικές αναλύσεις τόσο των αποτελεσμάτων, όσο και των προοπτικών των Θεολογικών Διαλόγων. Από τις αναλύσεις αυτές των αρμοδίων Επιτροπών της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας συνειδητοποιήθηκε αναμφιβόλως το γεγονός ότι η κοινή πορεία του χριστιανικού κόσμον προς το δράμα της ενότητας δεν είναι δυνατή χωρίς την προηγούμενη άρση όλων εκείνων των ιστορικών αιτίων, τα οποία προκάλεσαν τις διαδοχικές διασπάσεις της ενότητάς του (ΙΑ' και ΙΣΤ' αιώνες).

Η μόνη οδός προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξε πάντοτε και παραμένει συνεχώς ο ειλικρινής και ισότιμος Θεολογικός Διάλογος, ο οποίος μπορεί να οδηγήση στην επιθυμητή ενότητα μόνο με τη θεραπεία των ανοικτών πληγών του σώματος της Εκκλησίας από τις μονομερείς ή και αυθαίρετες ερμηνείες από ορισμένες Εκκλησίες της κοινής παρακαταθήκης της πίστεως. Ό,τι δηλαδή έπληξε την ενότητα της Εκκλησίας κατά το ιστορικό παρελθόν δεν είναι δυνατόν να διατηρηθή στο σώμα της Εκκλησίας χωρίς να ερεθίζη ή και να προκαλή νέες διασπάσεις. Πράγματι, η θεραπεία των πληγών αυτών του ιστορικού παρελθόντος τέθηκε ως πρωταρχικός σκοπός των διμερών και των πολυμερών διαλόγων της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως, ώστε να καθαρθή η μνήμη της Εκκλησίας από τις τραυματικές ιστορικές της εμπειρίες και να ανακτήση την αποστολική καθαρότητα της λειτουργίας της.

Εν τούτοις, η επιλογή της μεθόδου των Θεολογικών Διαλόγων για την ανακάθαρση της μνήμης της Εκκλησίας επηρεάσθηκε έντονα από τις ομολογιακές αγκυλώσεις της πολεμικής ή αντιρρητικής Θεολογίας του ιστορικού παρελθόντος, γι' αυτό μέχρι τώρα δόθηκε προτεραιότητα στην ανάδειξη όσων στοιχείων της παραδόσεως ενώνουν και όχι όσων στοιχείων χωρίζουν τις χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες. Η επιλογή αυτή δεν θα μπορούσε βεβαίως να χαρακτηρισθή ως εσφαλμένη σε μία διαδικασία θεολογικού διαλόγου για την ενότητα, ιδιαίτερα μετά από την αντιθετική φόρτιση των ομολογιακών συγκρούσεων πολλών αιώνων, αλλά κινδννεύει να αποδειχθή χρονοβόρα ή και αναποτελεσματική από την ενδιάθετη ροπή παρατάσεως των θεολογικών συζητήσεων ακόμη και για θέματα, τα οποία η εκκλησιαστική συνείδηση δεν τα έχει αξιολογήσει ως εμπλεκόμενα στην αλλοίωση της αποστολικής παραδόσεως ή στη διάσπαση της ενότητας της Εκκλησίας. Η προτεραιότητα δηλαδή στη συζήτηση των στοιχείων που ενώνουν τις χριστιανικές Εκκλησίες κατέστησε σε τελευταία ανάλυση τους επισήμους Θεολογικούς Διαλόγους των Εκκλησιών ένα νέο πλαίσιο αντιπαραθέσεως θεολόγων ή θεολογιών και όχι ένα βήμα επισήμου διαλόγου των Εκκλησιών για την άρση των ήδη διαπιστωμένων διαφωνιών στην κατανόηση ή την ερμηνεία της κοινής αποστολικής παραδόσεως.

Η παπική Εγκύκλιος αξιολογεί με πολύ ενθουσιαστικό πνεύμα τόσο την ιδέα των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, όσο και τους πρώτους καρπούς τους στα πλαίσια της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως για την ενότητα των χριστιανών. Το ενθουσιαστικό αυτό πνεύμα υποδηλώνει μία πραγματική εσωτερική μεταστροφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας έναντι της ιδέας και των προοπτικών των Θεολογικών Διαλόγων, αν συνεκτιμηθούν τόσο η αφετηριακή διστακτικότητά της κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, όσο και η θεσμική της εσωστρέφεια κατά την περίοδο του μεταπολέμου, όπως φαίνεται και από την μακροχρόνια επιφυλακτική της στάση έναντι των σκοπών και των προοπτικών του Παγκοσμίον Συμβουλίου Εκκλησιών (1948). Βεβαίως, η εύλογη προτίμηση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τους διμερείς Θεολογικούς Διαλόγους και η συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών διευκόλυναν τη Β' Βατικανή Σύνοδο να περιγράψη στο Διάταγμά της Περί του Οικουμενισμού (Unitatis redintegratio) τα θεσμικά πλαίσια της ενεργού συμμετοχής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη σύγχρονη Οικουμενική κίνηση για την ενότητα των χριστιανών. Το Διάταγμα αυτό της Β' Βατικανής συνόδου και η επιλεκτική κωδικοποίηση των συναφών παπικών Εγκυκλίων στο πρόσφατο «Οικουμενικό Οδηγό» (Directoire sur l' œcumιnisme) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αποτελούν τις βασικές πηγές της νέας παπικής Εγκυκλίου «Ίνα πάντες εν ώσιν» (Ut unum sint).



2. 'Η παπική όμως Εγκύκλιος προχωρεί με εντυπωσιακή άνεση και πέραν του θεσμικού αυτού πλαισίου με συγκεκριμένες παραδοχές και με σημαντικές προτάσεις τόσο για την αποτελεσματικώτερη διεξαγωγή των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, όσο και για την πληρέστερη αξιοποίηση των θετικών τους καρπών από τις μετέχουσες στον οικουμενικό διάλογο Εκκλησίες. Η ερμηνεία του νέου αυτού πνεύματος μπορεί και πρέπει να μη παραθεωρήση δύο βασικά στοιχεία για την ορθή προσέγγιση της Εγκυκλίου, ήτοι αφ' ενός μεν την αυτονόητη αναφορά του ποιμαντικού αυτού κειμένου κυρίως στα μέλη της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αφ' ετέρου δε την ευνόητη συσχέτισή του προς το πνεύμα και το γράμμα των σχετικών αποφάσεων της Β' Βατικανής συνόδου, οι οποίες δεν είναι δυνατόν να αναιρεθούν ή ανατραπούν με μία νέα παπική Εγκύκλιο.

Υπό την έννοια αυτή στη νέα παπική Εγκύκλιο καταβάλλεται συστηματική προσπάθεια για την προβολή των νέων προτάσεων ως μία συνεπή ερμηνεία των αποφάσεων της Β' Βατικανής συνόδου με την επιλεκτική χρησιμοποίηση ολοκλήρων αποσπασμάτων από το συνοδικό Διάταγμα Unitalis redintegratio και από τίς σχετικές με αυτό παλαιότερες παπικές Εγκυκλίους. Συνεπώς, η νέα παπική Εγκύκλιος δεν αποκρύπτει την ενδιάθετη τάση μιας συνεπούς προς τις αποφάσεις της Β' Βατικανής συνόδου προβολής τόσο του νέου πνεύματος ερμηνείας της ρωμαιοκαθολικής εκκλησιολογίας, όσο και της συνοδικής ερμηνείας της ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας περί του παπικού πρωτείου στην Εκκλησία. Τα στοιχεία αυτά προβάλλονται στην Εγκύκλιο ως αναγκαία μεν για την αυθεντική περιγραφή της αυτοσυνειδησίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά συγχρόνως και ως ανοικτά ζητήματα στο σύγχρονο οικουμενικό διάλογο για την ενότητα των χριστιανών.

Το παπικό πρωτείο ειδικώτερα, καίτοι είναι θεμελιώδης δογματική διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εν τούτοις δεν εξαιρείται πλέον από το θεματολόγιο των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων. Αντιθέτως, παραδίδεται σε αυτούς ως ένα ανοικτό θέμα για την αναζήτηση μιας άλλης ερμηνείας, η οποία να διευκολύνει την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ των χριστιανικών Εκκλησιών κατά το υπόδειγμα της ενότητας της Εκκλησίας στην πρώτη χιλιετία του ιστορικού της βίου, ήτοι μέχρι το μεγάλο σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054). Υπό το πνεύμα αυτό έχει διατυπωθή η παράγραφος 89 της νέας παπικής Εγκυκλίου, η οποία έχει ως ακολούθως: «Εν τούτοις, είναι σημαντικό ότι ενθαρρύνουμε να καταστή σήμερον το ζήτημα του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης αντικείμενο μελετών στην εξέλιξη ή στην προοπτική τους, και είναι επίσης σημαντικό ότι ενθαρρύνουμε να είναι το ζήτημα αυτό ένα ουσιαστικό θέμα όχι μόνο στους διεξαγόμενους Θεολογικούς Διαλόγους της Καθολικής Εκκλησίας με τις άλλες Εκκλησίες και εκκλησιαστικές Κοινότητες, αλλά και γενικώτερα στο σύνολο της Οικουμενικής κινήσεως... Μετά από αιώνες σκληρής πολεμικής, οι άλλες Εκκλησίες και εκκλησιαστικές Κοινότητες εξετάζουν όλο και περισσότερο και με ένα νέο βλέμμα τη διακονία αυτή της ενότητας» (παράγρ. 89, σελ.102).

Η διακήρυξη αυτή είναι συγχρόνως ένα «νέο βλέμμα» και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για το πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης, όπως φαίνεται και από τη νέα προσέγγισή του στην παπική Εγκύκλιο: «Όταν η Καθολική Εκκλησία διακηρύσση ότι το λειτούργημα του Επισκόπου Ρώμης ανταποκρίνεται στο θέλημα του Χριστού, δεν χωρίζει το λειτούργημα αυτό από την ανατεθείσα στο σύνολο των Επισκόπων αποστολή, οι οποίοι είναι επίσης «βικάριοι και λεγάτοι του Χριστού». Ο Επίσκοπος Ρώμης ανήκει στο "Κολλέγιο" των επισκόπων και αυτοί είναι αδελφοί του στη διακονία» (παράγρ. 95, σελ. 107-108). Η νέα προσέγγιση της Εγκυκλίου για την ειδικώτερη σχέση του λειτουργήματος του Επισκόπου Ρώμης προς την ενότητα της Εκκλησίας επιβεβαιώνεται και με τον χαρακτηριστικό παραλληλισμό του προς το λειτούργημα των ανωτάτων αξιωματούχων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για την ανάδειξη της ενότητας της Εκκλησίας στην αλήθεια της πίστεως και την αγάπη: «μήπως δεν είναι ένα λειτούργημα του αυτού τύπου, την αναγκαιότητα του

οποίου εκφράζουν σήμερον πολλοί ασχολούμενοι με τον Οικουμενισμό; Η προεδρία δηλαδή στην αλήθεια και στην αγάπη για να μη κλυδωνιθή η ναυς -το ωραίο αυτό σύμβολο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών- από τις θύελλες και να μπορέση μία μέρα να προσεγγίση στην ακτή» (παράγρ. 97, σελ.110).

Τόσο το τιθέμενο ρητορικό ερώτημα, όσο και η διδόμενη απάντηση, με συγκριτικό στοιχείο τις περί του παπικού πρωτείου αντιλήψεις ορισμένων προτεσταντών εκπροσώπων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, αποτελούν μία σαφή μετάθεση της όλης προβληματικής τόσο για τον χαρακτήρα, όσο και για το περιεχόμενο του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης στη ζωή της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Βεβαίως, η παπική Εγκύκλιος δεν παραιτείται από τη γνωστή διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για τον χαρακτήρα του παπικού πρωτείου ως θεσμού θείου δικαίου, αλλά θέτει η διδασκαλία αυτή, όπως και όλα τα παρατείνοντα την εκκλησιαστική διάσπαση προβλήματα, υπό τη θεολογική κρίση των Μικτών Επιτροπών των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων. Είναι όμως εξ ίσου σημαντικό ότι η παραπομπή του ζητήματος του παπικού πρωτείου, το οποίο θεωρείται και το κύριο εμπόδιο στην κοινή πορεία προς την ενότητα τουλάχιστον της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συνδυάζεται με την αποδοχή της μακραίωνης και αμετακίνητης προτάσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας για την υπαγωγή του στα ισχύοντα κανονικά και εκκλησιολογικά κριτήρια της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της Εκκλησίας, ήτοι στα προ του μεγάλου σχίσματος (1054) ισχύσαντα κανονικά κριτήρια.

Υπό το πνεύμα αυτό ανανεώνεται στην παπική Εγκυκλιο η γνωστή διακήρυξη της Β' Βατικανής συνόδου, κατά την οποία «η αγία Σύνοδος προτρέπει όλους, αλλά κυρίως όσους έχουν τη διάθεση να εργασθούν για την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των Ανατολικών Εκκλησιών και της Καθολικής Εκκλησίας, να εκτιμήσονν καλώς τας ιδιαιτέρας συνθήκας γεννήσεως και αναπτύξεως των Ανατολικών Εκκλησιών, όπως επίσης και τη φύση των σχέσεων, οι οποίες ίσχυαν μεταξύ αυτών και της ρωμαϊκής Καθέδρας προ της διαιρέσεως και να διαμορφώσουν στα σημεία αυτά μία ορθή κρίση» (παράγρ. 50, σελ. 59-60). Ο χαρακτηρισμός των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών από τη Β' Βατικανή σύνοδο ως «αδελφών Εκκλησιών» (Eglises sœurs) και ο γνωστός «Διάλογος της αγάπης» μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως άνοιξαν την οδό για τον επίσημο θεολογικό Διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών με σκοπό την επίσπευση της διαδικασίας για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας με σταθερά κανονικά κριτήρια την κοινή εμπειρία της πρώτης χιλιετίας. Στα πλαίσια αυτά «η άρση των αμοιβαίων αναθεμάτων, η οποία αφαίρεσε ενα επώδυνο εμπόδιο κανονικής κaι ψυχολογικής τάξεως, ήταν ένα πολύ σπουδαίο βήμα στην οδό προς την πλήρη κοινωνία. Οι προ της διαιρέσεως υφιστάμενες δομές ενότητας είναι μία κληρονομία εμπειριών, η οποία κατευθύνει την πορεία μας προς την επιστροφή στην πλήρη κοινωνία. Είναι προφανές ότι κατά τη δευτέρα χιλιετία ο Κύριος δεν έπαυσε να δίνη στην Εκκλησία του τους πλούσιους καρπούς της χάριτος κaι της αναπτύξεως. Ωστόσο, η σταδιακή αμοιβαία απομάκρυνση των Εκκλησιών της Δύσεως και της Ανατολής τις εμπόδισε δυστυχώς να ανταλλάσσουν τα πλούτη των δωρεών τους και της υποστηρίξεώς τους. Πρέπει να καταβληθή μεγάλη προσπάθεια, με τη χάρη του Θεού, για να αποκατασταθή μεταξύ αυτών η πλήρης κοινωνία, πηγή αγαθών για την Εκκλησία του Χριστού» (παράγρ. 56, σελ. 66).



3. Η αποκατάσταση λοιπόν της πλήρους κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν είναι πλέον κατανοητή έξω από τα παραδοσιακά κριτήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα οποία ίσχυσαν κατά την πρώτη χιλιετία και προβάλλονται πλέον ως σταθερό πλαίσιο και για τον σύγχρονο Θεολογικό Διάλογο: «Τη ζωή αυτή της αδελφής Εκκλησίας τη ζήσαμε για αιώνες συγκαλούντες μαζί τις Οικουμενικές συνόδους, οι οποίες υπερασπίσθηκαν την παρακαταθήκη της πίστεως εναντίον κάθε αλλοιώσεως. Τώρα, μετά από μία μακρά περίοδο διαιρέσεως και ελλείψεως αμοιβαίας κατανοήσεως, ο Κύριος παρέχει να βρεθούμε και πάλιν ως αδελφές Εκκλησίες, παρά τα υψωθέντα μεταξύ μας εμπόδια. Αν σήμερον, στην αρχή της τρίτης χιλιετίας, αναζητούμε να αποκαταστήσουμε την πλήρη κοινωνία, τότε οφείλουμε να κατατείνουμε προς την εφαρμογή στην πράξη αυτής της πραγματικότητας και πρέπει να αναφερόμεθα σε αυτή την πραγματικότητα» (παράγρ. 57, 67-68).

Στην παπική Εγκύκλιο αναγνωρίζεται με έμφαση η ιδιαίτερη σπουδαιότητα ειλικρινούς και ισότιμης συνεργασίας Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως για τη διατήρηση της ενότητας της πίστεως και του συνδέσμου της αγάπης όχι μόνο την πρώτη χιλιετία, αλλά και τη σύγχρονη πραγματικότητα του ιστορικού βίου της Εκκλησίας: «Υπό την προοπτική αυτή, τονίζεται στην παπική Εγκύκλιο, αποκτά το βαθύτερο νόημά της η έκφραση, την οποία χρησιμοποίησα πολλές φορές: Η Εκκλησία πρέπει να αναπνέη και με τους δύο πνεύμονές της. Στην πρώτη χιλιετία της ιστορίας του Χριστιανισμού η έκφραση αυτή αναφερόταν κυρίως στή δυαδικότητα Βυζαντίου-Ρώμης, από το βάπτισμα δε των Ρώσων η αναφορά της διευρύνθηκε... Κατανοείτε σαφώς ότι η προοπτική προς την οποία πρέπει να αναζητηθή η πλήρης κοινωνία είναι εκείνη της ενότητας μέσα στη νόμιμη ποικιλία» των εκφράσεων (παράγρ. 54, σελ. 64). Υπό το πνεύμα αυτό περιγράφονται από την πλευρά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας όχι μόνο οι σκοποί του Θεολογικού Διαλόγον, αλλά και η ειδικώτερη αποστολή της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής για τη διεξαγωγή του:

«Στην προοπτική αυτή η Καθολική Εκκλησία δεν επιδιώκει τίποτε άλλο παρά την πλήρη κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Εμπνέεται σε αυτό από την εμπειρία της πρώτης χιλιετίας. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής η ανάπrυξη των διαφόρων εμπειριών της εκκλησιαστικής ζωής δεν ήταν εμπόδιο, ώστε μέσα από τις αμοιβαίες σχέσεις οι χριστιανοί να συνεχίσουν να έχουν την βεβαιότητα ότι είναι μέλη οποιασδήποτε Εκκλησίας, επειδή από όλες τις Εκκλησίες υψωνόταν σε μία θαυμαστή ποικιλία γλωσσών και τόνων ο αίνος του μόνου Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Όλες συνήγοντο για να τελέσουν την Ευχαριστία, καρδία και τύπο για την κοινότητα, όχι μόνο για την πνευματικότητα ή την ηθική ζωή, αλλ' επίσης και για την οργάνωση της Εκκλησίας, μέσα από την ποικιλία των λειτουργημάτων και των διακονιών, υπό την προεδρία του Επισκόπου, διαδόχου των Αποστόλων. Οι πρώτες σύνοδοι αποτελούν εύγλωττη μαρτυρία για την υπάρχουσα ενότητα μέσα στην ποικιλία. Πώς να ξανακτίσουμε την ενότητα μετά από χίλια χρόνια περίπου; Ιδού το μεγάλο χρέος, το οποίο οφείλει να αναλάβη η Καθολική Εκκλησία και το οποίο ανήκει επίσης και στην Ορθόδοξο Εκκλησία...» (παράγρ. 61, σελ. 73-74).

Ωστόσο, το κύριο πρόβλημα του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών είναι για μία ολόκληρη χιλιετία η υπερτροφική ανάπτυξη του παπικού πρωτείου στη θεολογία και στη ζωή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία δεν ήταν σύμφωνη προς την κοινή παράδοση της πρώτης χιλιετίας και υπόκειται ως βασικό αίτιο στις δύο μεγάλες διασπάσεις του χριστιανικού κόσμου της δεύτερης χιλιετίας με το μεγάλο σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054) και με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση (ΙΣΤ' αιώνας). Είναι ευνόητο ότι η εξέλιξη του παπικού πρωτείου κατά τη δεύτερη χιλιετία προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση. Στην παπική Εγκύκλιο αναγνωρίζεται ότι και σήμερον «η γνώμη της Καθολικής Εκκλησίας ότι, πιστή στην αποστολική παράδοση και στην πίστη των Πατέρων, διατήρησε το ορατό σημείο και τον εγγυητή της ενότητας στο λειτούργημα του Επισκόπου Ρώμης, αντιπροσωπεύει μία δυσκολία για το μεγαλύτερο τμήμα των άλλων χριστιανών, η μνήμη των οποίων έχει σημαδευθή από ορισμένες οδυνηρές μνήμες. Για όσο είμεθα υπεύθυνοι ζητώ συγγνώμη, ως έπραξε και ο προκάτοχός μου Παύλος Δ'» (παράγρ. 88, σελ. 101).

Υπό το πνεύμα αυτό στην Εγκύκλιο εκφράζεται με σαφήνεια η αγωνία του Επισκόπου Ρώμης για την ανεύρεση στα πλαίσια της σύγχρονης Οικουμενικής κινήσεως μίας παραδεκτής ερμηνείας του παπικού πρωτείου, η οποία ανταποκρίνεται στα αιτήματα των καιρών χωρίς να παραθεωρή και την παράδοση της πρώτης χιλιετίας: «έχω πεισθή ότι έχω στο ζήτημα αυτό μία ιδιαίτερη ευθύνη, προ πάντων όταν παρατηρώ την οικουμενική τάση του μεγαλύτερου μέρους των χριστιανικών κοινοτήτων και όταν ακούω την έκκληση που μου απευθύνεται να εύρω μία μορφή ασκήσεως του πρωτείου ανοικτή στη νέα πραγματικότητα, αλλά χωρίς παραίτηση από τα ουσιώδη της αποστολής του» (παράγρ. 95, σελ. 108). Οι σκέψεις αυτές θεμελιώνονται στο σχετικό Διάταγμα της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 14). Στο διάταγμα αυτό τονίζεται ότι κατά την πρώτη χιλιετία, όταν οι χριστιανοί «ήσαν ενωμένοι με αδελφική κοινωνία στην πίστη και στη μυστηριακή ζωή, ο ρωμαϊκός θρόνος παρενέβαινε με τη σύμφωνη γνώμη (d'um commun accord), όταν εγείροντο μεταξύ τους διαφορές σε θέματα πίστεως ή τάξεως». Η διακονία του παπικού θρόνου για την ενότητα της Εκκλησίας δεν εκφράσθηκε πάντοτε υπό τη μορφή της διακονίας κατά τη συνείδηση του Επισκόπου Ρώμης, ο οποίος στην παπική Εγκύκλιο επικαλείται τους λόγους του για το ζήτημα αυτό, ως απηύθυνε τούτους προς τον Οικουμενικό πατριάρχη Δημήτριο τον Α' κατά την συνάντησή τους στο Βατικανό (6 Δεκεμβρίον 1987): «Προσεύχομαι στο άγιο Πνεύμα να μας δώση το φως του και να φωτίση όλους τους ποιμένες και τους θεολόγους των Εκκλησιών μας για να μπορέσουμε να αναζητήσουμε, βεβαίως από κοινού, τις μορφές υπό τις οποίες το λειτούργημα αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιήση μία διακονία αγάπης που να αναγνωρίζονται από τους μεν και από τους δε» (παράγρ. 95, σελ. 108-109).

Οι προτάσεις αυτές της παπικής Εγκυκλίου απορρέουν από την κοινή πλέον παραδοχή, ότι η μόνη οδός για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι η σύμφωνη προς την κοινή παράδοση της πρώτης χιλιετίας ερμηνεία της θέσεως του παπικού θρόνου στη ζωή της Εκκλησίας. Η ερμηνεία βεβαίως αυτή δεν είναι εύκολη, γιατί τα ίδια γεγονότα της εκκλησιαστικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας ερμηνεύονται με διαφορετική προοπτική από τη ρωμαιοκαθολική και από την ορθόδοξη θεολογία, κυρίως κατά τη μετά το μέγα σχίσμα περίοδο: «Οι δομές λοιπόν της Εκκλησίας στην Ανατολή και στη Δύση, όπως αναφέρεται στην παπική Εγκύκλιο, διαμορφώθηκαν από την αποστολική αυτή κληρονομία. Η ενότητά της στα πλαίσια της πρώτης χιλιετίας διατηρήθηκε στις ίδιες αυτές δομές από τους διαδόχους των αποστόλων Επισκόπους σε κοινωνία με τον Επίσκοπο Ρώμης. Αν σήμερον, στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας, αναζητούμε την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας, τότε οφείλoμε να αναφερθούμε στην ενότητα εκείνη, η οποία είχε δομηθή κατά τον τρόπο aυτό» στην πρώτη χιλιετία (παράγρ. 55, σελ. 65).



4. Είναι ευνόητον ότι η νέα παπική Εγκύκλιος «Ίνα εν ώσιν» (Ut unum sint) ανοίγει νέες προοπτικές, ειδικώτερα στον Θεολογικό Διάλογο της Ορθοδόξου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Πράγματι, γίνεται πλέον παραδεκτή από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία όχι μόνο η αυθεντική συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και η επίμονη αξίωσή της να οικοδομηθή ο διμερής Θεολογικός Διάλογος μεταξύ των δύο Εκκλησιών στα κοινά κριτήρια της εκκλησιαστικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας, ώστε να θεμελιωθή η ενότητα της Εκκλησίας στο αυθεντικό περιεχόμενο της αλήθειας της πίστεως: «Η εμμονή σε μία αντίληψη περί της ενότητας, η οποία λαμβάνει υπ' όψη όλες τις αξιώσεις της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, δεν σημαίνει ότι παρεμποδίζει την Οικουμενική κίνηση. Αντιθέτως, τούτο σημαίνει ότι αποφεύγει να διευκολυνθή με φαινομενικές λύσεις, οι οποίες δεν θα κατέληγαν σε τίποτε το σταθερό και μόνιμο. H αξίωση για την αλήθεια πρέπει να φθάση μέχρι το τέλος της. Αυτός δεν είναι ο νόμος του Ευαγγελίον;» (παράγρ. 79, σελ. 92-93).

Υπό το πνεύμα αυτό αναγνωρίζονται οι μέχρι τώρα θετικοί καρποί των διμερών και των πολυμερών Θεολογικών Διαλόγων, οι οποίοι συνέβαλαν με επιτυχία τόσο στην αμοιβαία γνωριμία των χριστιανικών Εκκλησιών, όσο και στη

θεολογική τους προσέγγιση. Ωστόσο, «η οδός προς την αναγκαία και επαρκή ορατή ενότητα στην κοινωνία της μοναδικής Εκκλησίας που θέλησε ο Χριστός απαιτεί ακόμη υπομονητική και θαρραλέα εργασία. Κατ'αυτήν, πρέπει να μη επιβληθούν και άλλες υποχρεώσεις, εκτός από όσες είναι απαραίτητες» (παράγρ. 78, σελ. 91-92). Αυτό σημαίνει ότι ο Θεολογικός Διάλογος πρέπει να επιμείνη στα κύρια προβλήματα για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας και να μη διευρύνη το θεματολόγιό του με την προσθήκη νέων δευτερευόντων θεμάτων. Εν τούτοις, η αξιοπιστία των Θεολογικών Διαλόγων θα μπορούσε να ενισχυθή με την εκκλησιαστική αποδοχή (receptio) των συντασσομένων κοινών Θεολογικών κειμένων από τις Μικτές Επιτροπές, ώστε οι Θεολογικοί Διάλογοι να ενεργοποιήσουν την εκκλησιαστική συνείδηση προς την κατεύθυνση της πλήρους κοινωνίας:

«Εφ' όσον ο διάλογος συνεχίζεται σε νέα θέματα ή αναπτύσσεται σε μεγαλύτερο βάθος, έχουμε να εκπληρώσουμε μία νέα υποχρέωση, να αποδεχθούμε δηλαδή τα μέχρι τώρα επιτευχθέντα αποτελέσματα. Αυτά δεν πρέπει να μείνουν μόνο διακηρύξεις των διμερών Επιτροπών, αλλά πρέπει να γίνουν κοινή κληρονομία. Για να φθάσουμε σε αυτό και να ενισχύσουμε έτσι τους δεσμούς της κοινωνίας, είναι αναγκαία μία σοβαρή μελέτη, η οποία πρέπει να περιλαμβάνη και το λαό τoυ Θεού στο σύνολό του κατά ποικίλους τρόπους και με τη λειτουργία των διαφόρων αρμοδιοτήτων Πράγματι πρόκειται για ζητήματα, τα οποία αναφέρονται συχνά στην πίστη και τα οποία απαιτούν μία γενική συμφωνία (consensus), από τον Επίσκοπο μέχρι τους λαϊκούς πιστούς, άφού πάντες έχουν λάβει το χρίσμα του αγίου Πνεύματος. Είναι το ίδιο Πνεύμα, το οποίο ενισχύει το Ιερατείο και το οποίο κινεί το sensus fίdei. Εν όψει της αποδοχής των αποτελεσμάτων του διαλόγου πρέπει να ακολουθηθή μια ευρεία και ακριβής κριτική διαδικασία για την ανάλυσή τους και για την επαλήθευση κατά τρόπο αυστηρό της συνοχής τους με την παράδοση της πίστεως, η οποία παραλήφθηκε από τους Αποστόλους και βιώθηκε στην κοινωνία από τους συνηγμένους γύρω από τον Επίσκοπο, τον νόμιμο ποιμένα, πιστούς» (παράγρ. 80, σελ. 93-94).

Τα συμπεράσματα λοιπόν από τις βασικές θέσεις και προτάσεις της νέας παπικής Εγκυκλίου για τους σκοπούς και τη μεθοδολογία των Θεολογικών Διαλόγων θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν πολύ ενθαρρυντικά για μία αποτελεσματικώτερη προώθηση της ιδέας της ενότητας του χριστιανικού κόσμου, ιδιαίτερα στις σχέσεις μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι μεν θέσεις της παπικής Εγκυκλίου παραμένουν προσηλωμένες στις ήδη διαμορφωμένες εκκλησιολογικές αρχές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ οι προτάσεις θέτουν τις αρχές αυτές υπό τον έλεγχο των κριτηρίων της κοινής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας του ιστορικού βίου της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Κατά τη γνωστή διακήρυξη της Β' Βατικανής συνόδου «η Εκκλησία του Χριστού είναι παρούσα στην Καθολική Εκκλησία, η οποία διοικείται από τον διάδοχο του αποστόλου Πέτρου και τους ευρισκομένους σε κοινωνία με αυτόν επισκόπους», αλλά συγχρόνως γίνεται δεκτό ότι και οι άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Κοινότητες, «ακόμη και αν πιστεύουμε ότι πάσχουν από ελλείψεις, δεν είναι επ' ουδενί εστερημένες σημασίας και αξίας στο μυσιήριο της σωτηρίας». Υπό το πνεύμα αυτό διατυπώνεται η θέση της παπικής Εγκυκλίου, κατα την οποία «πράγματι, τα στοιχεία του αγιασμού και της αλήθειας, τα οποία υπάρχουν στις άλλες χριστιανικές Κοινότητες, σε διάφορους βαθμούς στις μεν και στις δε, αποτελούν την αντικειμενική βάοη της υπάρχουσας κοινωνίας, έστω ατελούς, μεταξύ αυτών και της Καθολικής Εκκλησίας» (παράγρ. 11, σελ. 15).

Εν τούτοις, η αξιολόγηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας διαφοροποιείται από τη γενικώτερη αυτή κρίση για την «ελλειματικότητα» ή την «ατέλεια» των εκτός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εκκλησιαστικών σωμάτων, αφού επισημαίνεται στην παπική Εγκύκλιο η ιδιαιτέρα θετική για το ζήτημα αυτό στάση της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 15): « Ως προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, το συνοδικό Διάταγμα περί του Οικουμενισμού μπόρεσε να διακηρύξη ειδικώτερα, ότι, "με την τέλεση της Ευχαριστίας του Κυρίου, σε κάθε μία από τις Εκκλησίες αυτές, η Εκκλησία του Θεού οικοδομείται και αυξάνει": Η αναγνώριση όλων αυτών, ανταποκρίνεται σε μία απαίτηση της αληθείας» (παράγρ. 12, σελ. 17). Στα πλαίσια αυτά κατανοείται και η εντυπωσιακή ανάπτυξη του πνεύματος της Β' Βατικανής συνόδου (Unitatis redintegratio, 17) στην πρόσφατη παπική Εγκύκλιο: «Η Σύνοδος δεν αρνείται να προβάλη όλα όσα καθιστούν τις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσεως όμοιες μεταξύ τους (semblables entre elles). Συμφώνως προς την ιστορική αλήθεια δεν διστάζει να διακηρύξη:"Δεν είναι εκπληκτικό ότι ορισμένες αλήθειες του αποκεκαλυμμένου μυστηρίου κατανοήθηκαν μερικές φορές καλλίτερα και εξηγήθηκαν καλλίτερα από τη μία πλευρά παρά από την άλλη, ώστε να πρέπει να πούμε ότι οι διαφορετικές αυτές θεολογικές διατυπώσεις είναι περισσότερο συμπληρωματικές παρά αντιθετικές μεταξύ τους. H ανταλλαγή μεταξύ των Εκκλησιών των δωρεών αυτών ως συμπληρωματικών καθιστά γόνιμη την κοινωνία"» (παράγρ. 57, σελ. 68-69).

Είναι λοιπόν ευνόητη η διακήρυξη της παπικής Εγκυκλίου, ότι, «υπό την προοπτική αυτή, η Καθολική Εκκλησία δεν θέλει τίποτε άλλο, παρά την πλήρη κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Σε τούτο εμπνέεται αυτή από την εμπειρία της πρώτης χιλιετίας...» (παράγρ. 61, σελ. 73). Από την εμπειρία αυτή όμως εμπνέεται και η Ορθόδοξη Εκκλησία κατά την κριτική αξιολόγηση των διαφοροποιήσεων της Δυτικής Εκκλησίας στη δεύτερη χιλιετία, ειδικώτερα ως προς τη θεολογική ερμηνεία του παπικού πρωτείου, γι' αυτό και η συνάντηση στην κοινή εμπειρία της πρώτης χιλιετίας αποτελεί τη μόνη ελπίδα όχι μόνο για την αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αλλά και για την κοινή προσέγγιση του σχετικού θεολογικού προβληματισμού της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως. O Λούθηρος, όπως οι δυτικές Μεταρρυθμιστικές σύνοδοι του ΙΕ' αιώνα, απέρριπταν κυρίως τις μετά το σχίσμα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054) εισαχθείσες κυρίως από τους δυτικούς κανονολόγους καινοτομίες στη θεωρητική θεμελίωση και στην πρακτική εφαρμογή του παπικού πρωτείου. Αυτό ισχύει ειδικώτερα τόσο ως προς την αυτονόμησή του από τη συνοδική λειτουργία του όλου εκκλησιαστικού σώματος, όσο και ως προς τη διεκδίκηση της υπερέχουσας αυθεντίας του πάπα έναντι και αυτής ακόμη της Οικουμενικής συνόδου.

Η κοινή και αστασίαστη εμπειρία της πρώτης χιλιετίας για τον συνοδικό χαρακτήρα κάθε μορφής πρωτείου εξέφραζε κατά τρόπο αυθεντικό τη συνείδηση του όλου εκκλησιαστικού σώματος και φανέρωνε υπό την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος την ενότητα της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Η κοινή αυτή εμπειρία, απαλλαγμένη από τις πολεμικές ή αντιρρητικές θεολογικές αντιπαραθέσεις του ιστορικού παρελθόντος, μπορεί να αποτελέση τη μόνη σταθερή εκκλησιολογική και εκκλησιαστική βάση για την ορθή ερμηνεία και την παραδεκτή περιγραφή τόσο του κανονικού περιεχομένου, όσο και της λειτουργίας του παπικού πρωτείου στη ζωή της Εκκλησίας. Η Μικτή Επιτροπή του διμερούς Θεολογικού Διαλόγου έχει όλες τις θεολογικές προϋποθέσεις να ανταποκριθή στο μέγεθος της εκκλησιαστικής της ευθύνης, αν εναρμονίση με την αρμόζουσα θεολογική γνώση και την πρέπουσα εκκλησιαστική σύνεση τα αυθεντικά κριτήρια της κοινής εμπειρίας της πρώτης χιλιετίας προς τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως προτείνεται με εντυπωσιακή έμφαση στην παπική Εγκύκλιο και όπως εφαρμόσθηκε πάντοτε κατά την πρώτη χιλιετία του ιστορικού βίου της Εκκλησίας. Άλλωστε, άλλη οδός αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής κοινωνίας μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν υπάρχει.



5. Είναι προφανές ότι οι προτάσεις της παπικής Εγκυκλίου για τα κριτήρια του Θεολογικού Διαλόγου, ειδικώτερα μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συντονίζονται προς τις κύριες ,προϋποθέσεις ή προς τους βασικούς όρους, τους οποίους έθεσαν οι τέσσαρες Πανορθόδοξες Διασκέψεις (1961, 1962, 1963, 1968) για την έναρξη του Διαλόγου αυτού και ανανέωσαν η Β' και Γ' Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις (1982, 1986). Οι όροι αυτοί θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην πρόταση διεξαγωγής του Θεολογικού Διαλόγου: α) επί ίσοις όροις, β) με απόλυτα κριτήρια την προ του σχίσματος (1054) κοινή παράδοση των επτά Οικουμενικών συνόδων και της συνεπούς εκκλησιαστικής πράξεως, και γ) με την αρμόζουσα σε ένα Θεολογικό Διάλογο ειλικρίνεια προθέσεων και επιδιώξεων. Η παπική Εγκύκλιος καλύπτει τις δύο πρώτες προϋποθέσεις με εντυπωσιακή σαφήνεια, όπως επιβεβαιώνουν όχι μόνο τα ανωτέρω χαρακτηριστικά αποσπάσματα, αλλά και το όλο πνεύμα της κατά την αξιολόγηση της ορθοδόξου παραδόσεως σε όλους τους τομείς του εκκλησιαστικού βίου.

Εν τούτοις, η επαχθής φόρτιση της εμπειρίας στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών κατά τη δεύτερη χιλιετία του ιστορικού τους βίου επιτρέπει την ενδιάθετη αμφισβήτηση της ειλικρίνειας των προθέσεων ή και των επιδιώξεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ανατολής. Οι τυχόν υποκείμενες ανειλικρινείς επιδιώξεις θα μπορούσαν βεβαίως να ενθαρρύνουν έναν ευρύτατο κύκλο εικοτολογίας με μία χρηστική αναφορά στις οδυνηρές εμπειρίες της Ορθοδόξου Εκκλησίας κατά το ιστορικό παρελθόν. Ωστόσο και αυτές θα μπορούσαν να συνοψισθούν: Πρώτον, στην πρόθεση δημιουργίας ευνοϊκωτέρων αντικειμενικών προϋποθέσεων για τη δράση της Ουνίας στις εμπερίστατες ορθόδοξες χώρες της Ανατολής, και Δεύτερον, στην πιθανή ελπίδα, κυρίως της παπικής αυλής, ότι η τυχόν συμφωνία της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του Διαλόγου μεταξύ της Ορθοδοξίας και του Ρωμαιοκαθολικισμού για τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο του πρωτείου του Επισκόπου Ρώμης, με άξονα πάντοτε την κανονική παράδοση της πρώτης χιλιετίας, θα μπορούσε να θεμελιώση μία αξιοπιστότερη αναφορά του στον χριστιανικό κόσμο της Δύσεως, έστω και με μία νέα ερμηνεία της ρωμαιοκαθολικής θεωρίας για το παπικό πρωτείο.

Οι δύο αυτές πιθανές προοπτικές είναι οι πλέον ευλογοφανείς, γιατί μπορούν να συνοδευθούν από άμεσα και πραγματικά αποτελέσματα. Ωστόσο, σε τελευταία ανάλυση υπάρχει μία ανυπέρβλητη εσωτερική αντίφαση μεταξύ των δύο πιθανών αυτών επιδιώξεων. Η ύπαρξη της Ουνίας προέκυψε και τρέφεται σαφώς από την καταχρηστική ανάπτυξη του παπικού πρωτείου, ενώ η επιστροφή στα κανονικά κριτήρια της εκκλησιαστικής ενότητας της πρώτης χιλιετίας αποκλείει την παράταση της ζωής των ουνιτικών κοινοτήτων στις ορθόδοξες χώρες της Ανατολής, αφού οι οργανωτικές δομές της Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία θεμελιώθηκαν κατά τρόπο απόλυτο στο κανονικό κριτήριο της εδαφικότητας των εκκλησιαστικών δικαιοδοσιών. Ο Επίσκοπος Ρώμης δηλαδή δεν θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο ουτε Πατριάρχης της Δύσεως, έστω και αν ως πρωτόθρονος μεταξύ των πέντε πατριαρχών είχε τιμηθή με συγκεκριμένα κανονικά προνόμια στη λειτουργία του συνοδικού συστήματος.

Συνεπώς, η εφαρμογή των προτάσεων της παπικής Εγκυκλίου στην εκκλησιαστική πράξη συνδέεται με σοβαρά και παρεπόμενα προβλήματα, τα οποία θα συνεκτιμηθούν από τη Μικτή Επιτροπή στα πλαίσια του Θεολογικού Διαλόγου μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Εν τούτοις, θα μπορούσε να υποθέση κανείς ότι η παπική Εγκύκλιος δεν αποκλείει μία διπλή ερμηνεία του παπικού πρωτείου, αφ' ενός μεν υπό την προβαλλόμενη και στην παπική Εγκύκλιο γνωστή ρωμαιοκαθολική θεωρία, αφ' ετέρου δε υπό τα κανονικά κριτήρια της κανονικής παραδόσεως της πρώτης χιλιετίας. Αυτό θα σήμαινε ότι το παπικό πρωτείο υπό την πρώτη μορφή θα παρέμενε αναλλοίωτο στην εσωτερική λειτουργία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ το παπικό πρωτείο υπό την κανονική του μορφή θα ίσχυε στη λειτουργία των σχέσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με την Ορθόδοξη Εκκλησία και με τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Ωστόσο, η διπλή ερμηνεία του παπικού πρωτείου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τα κανονικά κριτήρια της πρώτης χιλιετίας, τα οποία προβάλλονται με χαρακτηριστική έμφαση στην παπική Εγκύκλιο ως η μόνη αστασίαστη ή παραδεκτή κανονική βάση για την άρση του σοβαρού εμποδίου στην κοινή πορεία προς την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας.

Είναι λοιπόν πιθανόν να έχη συνειδητοποιηθή πλέον στην παπική αυλή, ότι οι θεωρίες των ρωμαιοκαθολικών κανονολόγων της δεύτερης χιλιετίας για το παπικό πρωτείο, με αφετηρία κυρίως την άκριτη κωδικοποίηση του Γρατιανού κατά τον ΙΒ' αιώνα (Decretum Gratiani), καίτοι γαλούχησαν την εσωτερική αυταρέσκεια της παπικής αυθεντίας, εν τούτοις έπληξαν το πραγματικό εκκλησιαστικό κύρος του παπικού θρόνου τόσο με τη διακοπή της κοινωνίας των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως (1054), όσο και με την απόσχιση από τη Δυτική Εκκλησία της προτεσταντικής Μεταρρυθμίσεως (ΙΣΤ' αιώνας). Eνώ δηλαδή κατά την πρώτη χιλιετία το σύμφωνο με την κανονική παράδοση πρωτείο του Επισκόπου Ρώμης ως του πατριάρχη της Δύσεως λειτουργούσε μέσα από τον κανονικό θεσμό της Πενταρχίας των πατριαρχών και την Οικουμενική σύνοδο σε ολόκληρη την Εκκλησία, αντιθέτως στη δεύτερη χιλιετία η άκριτη θεωρία των ρωμαιοκαθολικών κανονολόγων καταπολεμήθηκε όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στο ίδιο το σώμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συνεπώς, η επιστροφή στην κανονική παράδοση της πρώτης χιλιετίας αποτελεί πράγματι τη μέγιστη δυνατή καταξίωση και της σύγχρονης αποστολής του παπικού θρόνου στη ζωή της Εκκλησίας, ενώ συγχρόνως διευκολύνει την κοινή πορεία προς την αποκατάσταση της κοινωνίας της πίστεως εν τω συνδέσμω της αγάπης της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Οποιαδήποτε άλλη επιδίωξη δεν θα ευδοκιμήση. Οι διαλεγόμενες στα πλαίσια του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου Εκκλησίες γνωρίζονται καλώς μεταξύ τους και γνωρίζουν καλώς όλα τα ουσιαστικά προβλήματα για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας, ώστε να αποκλείεται οποιοσδήποτε αδόκιμος συμβιβασμός σέ όσα ζητήματα η εκκλησιαστική συνείδηση αξιολόγησε ως ουσιώδη για την ορθοδοξία της πίστεως ή για την ενότητα της Εκκλησίας.

Ο Θεολογικός Διάλογοςμεταξύ της Oρθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησιάς

Επιμέλεια: Χρυσόστομος Σταμούλης, Αναπλ.Καθηγητής ΑΠΘ 
Πηγή: amen.gr
undefined
Στις 20 Μαΐου του 2009, στην Αίθουσα Τελετών του Α.Π.Θ., το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ., σε συνεργασία με τον Τομέα Δογματικής Θεολογίας πραγματοποίησαν Επιστημονική Ημερίδα με θέμα Ο θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συμμετείχαν οι δύο συμπρόεδροι του επίσημου Θεολογικού Διαλόγου των δύο Εκκλησιών, καρδινάλιος Walter Kasper και Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, καθώς και οι Ιωάννης Σπιτέρης (Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας), Αθανάσιος Βλέτσης (Καθηγητής του Ορθοδόξου Ινστιτούτου του Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου του Μονάχου), Μάξιμος Βγενόπουλος (Αρχιδιάκονος Οικουμενικού Πατριαρχείου), Γεώργιος Μαρτζέλος (Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.-Διευθυντής του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών), Δημήτριος Τσελεγγίδης (Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.), Χρυσόστομος Σαββάτος (Μητροπολίτης Μεσσηνίας), Πέτρος Βασιλειάδης (Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας), Χρυσόστομος Σταμούλης (Αν. Καθηγητής Α.Π.Θ.).

Τις εισηγήσεις ακολούθησαν δύο ωριαίες συζητήσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων οι εισηγητές απάντησαν σε ερωτήσεις του πολυπληθούς ακροατηρίου.

Τα συμπεράσματα των εισηγήσεων είναι τα εξής:

Σεβασμιότατος Καρδινάλιος Walter Kasper

Κατά τον Καρδινάλιο Κάσπερ, ο απόστολος Παύλος, προσωπικότητα  πολυπολιτισμική, συνιστά το κοινό θεμέλιο στο οποίο στέκονται από κοινού Ανατολή και Δύση και ως εκ τούτου μπορεί να αποτελέσει και αποτελεί κλασικό παράδειγμα οικουμενικής αναζήτησης, παράδειγμα οικουμενικής ανοικτότητας απέναντι στον κάθε πολιτισμό και τις προκλήσεις του. Με τον Παύλο συντελείται η μεγάλη αλλαγή στην ιστορία του πολιτισμού, καθώς τη θέση του θεοποιημένου ανθρώπου καταλαμβάνει ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Χριστός, ο οποίος αποτελεί το κέντρο της ιστορίας.

Κατά συνέπεια η Εκκλησία ως χώρος που γεμίζει από τον Χριστό οφείλει να πληρώνει το σύμπαν. Την ενότητά της η Εκκλησία συναντά στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Ανατολή και Δύση έχουν κοινή αποστολική παράδοση και μοιράζονται τα βασικά δόγματα της πίστης, έτσι όπως ορίστηκαν στις οικουμενικές συνόδους της πρώτης χιλιετίας. Η αδυναμία άρσης του σχίσματος του 1054 οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης και αγάπης των δύο αδελφών Εκκλησιών. Μετά από είκοσι σχεδόν αιώνες και παρ’ όλες  τις ενδιάμεσες αστοχίες το πρωταρχικό κίνητρο και ο μοναδικός στόχος της οικουμενικής κίνησης πρέπει να παραμένει η εντολή του Ιησού «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω. 17,21) και ως εκ τούτου η ολοκληρωμένη εκκλησιαστική κοινωνία.

Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συμφωνούν στην ανάγκη του πρωτείου, το οποίο κατά την πρώτη χιλιετία ανήκει αποκλειστικά και μόνον στον επίσκοπο Ρώμης. Ανοικτό, εντούτοις, μένει το πρόβλημα σύνδεσης του πρωτείου με το θέμα της συνοδικότητας. Ο διάλογος έχει κάνει σημαντικά βήματα, μένουν, όμως, αρκετά ακόμη θέματα ανοικτά, τα οποία θα συζητηθούν στην ερχόμενη συνάντηση της Κύπρου, χωρίς βέβαια να ελπίζει κανείς πως μπορούν μαγικά και αυτόματα να λυθούν όλα τα προβλήματα που απασχολούν εδώ και αιώνες τις δύο Εκκλησίες. Τούτο, όμως, δεν αποκλείει την πίστη, πως με τη βοήθεια του Θεού και ειλικρινή μετάνοια τίποτα δεν είναι αδύνατο.

Καθηγητής Αθανάσιος Βλέτσης

Ο καθηγητής Αθανάσιος Βλέτσης, ύστερα από την ιστορική αναδρομή στους δρόμους του θεολογικού διαλόγου Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού και αφού υπενθύμισε ότι η ενεργοποίηση της αγάπης μέσα από την ευθύνη για το μέλλον του κόσμου αποτελεί την αποστολή των Εκκλησιών, κατέληξε στα εξής επτά σημεία-προτάσεις, τα οποία θεωρεί αναγκαία για την περαιτέρω προώθηση του διαλόγου.

1. Αφετηρία κάθε διαλόγου είναι η αυτογνωσία, και αυτογνωσία στη χριστιανική παράδοση είναι αδιάλειπτα δεμένη με την ομολογία των σφαλμάτων, με την διάθεση για μετάνοια και αλληλο-συγχώρεση, ως προϋπόθεση ενός νέου ξεκινήματος της ζωής: «πρὸ πάντων τὴν εἰς ἑαυτοὺς ἀγάπην ἐκτενῆ ἔχοντες, ὅτι ἀγάπη καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν»  (1 Πετρ 4,8).

2. Ο διάλογος καλλιεργείται μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ειλικρινούς και ανιδιοτελούς αγάπης και κατανόησης. Η κοινή προσευχή υπήρξε πάντα μια τέτοια ενεργητική πηγή που ξέρει να εμπιστεύεται τελικά τα προβλήματά της στο χορηγό κάθε δώρου αγαθού: τον εν Τριάδι Θεό.

3.  Ο διάλογος καλλιεργείται μέσα από τη συγκεκριμένη στράτευση προσώπων με όραμα και φλεγόμενη καρδιά: Στην κατεύθυνση αυτή οδηγοί μπορεί να είναι τα μεγάλα αναστήματα που διακόνησαν το διάλογο στις απαρχές του. Εξίσου όμως άοκνη πρέπει να είναι η μέριμνα για την ανανέωση των προσώπων με την προετοιμασία και ένταξη νέων ανθρώπων «στη διακονία του καταλλαγής».

4. Τα βήματα και πολύ περισσότερο πορίσματα του διαλόγου δεν μπορούν να μένουν υπόθεση κάποιας κλειστής ομάδας επαγγελματιών της θεολογικής επιστήμης. Όσο ίσως τίποτα άλλο επιβάλλεται να γίνει γνώστης και μέτοχος ο λαός του Θεού.

5. Συγκεκριμένα και απτά δείγματα αγάπης πρέπει να συνοδεύουν το θεολογικό διάλογο και τα οποία πρέπει να αγκαλιάζουν έτσι το λαό, αλλά και δείχνουν με τρόπο ορατό την πρόοδο που επιτελείται. Τέτοια μέτρα έχουν ήδη παρθεί, από την αναγνώριση του βαπτίσματος (πριν από 2 χρόνια στην πόλη Magdeburg), μέχρι τη διευθέτηση προβλημάτων ποιμαντικής διακονίας ιδιαίτερα σε μικτά ζευγάρια. Δε θα μπορούσε ένα επόμενο τέτοιο βήμα να είναι να επιτραπεί στα μικτά ζευγάρια η κοινή θεία ευχαριστία, όπως υποστήριξε τελευταία ο συνάδελφος Γρηγόρης Λαρεντζάκης;

6. Ο διάλογος των Εκκλησιών είναι υπόθεση ζωής: δεν εξαντλείται μόνο στα σημεία που χωρίζουν τις Εκκλησίες, ούτε τελειώνει με την επίτευξη επιμέρους στόχων. Οι προτεραιότητες ενός κόσμου που συνεχώς αλλάζει θέτουν ενώπιον μας νέα προβλήματα, όπως τα παρακάτω:
 - από την οικολογία και την εξάντληση των βιώσιμων πόρων
 - από τη βιοηθική και την ευθανασία, ως προκλήσεις στη αρχή και στο τέλος της ζωής
 - από την κρίση αξιών, ιδιαίτερα στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας δικαίου
 - από τη διάδοση μέσων μαζικής καταστροφής
 - lust but not least από το χώρο της οικονομίας και της συναφούς οικ. μετανάστευσης

Ωστόσο ο συγκεκριμένος επίσημος θεολογικός διάλογος δεν μπορεί να είναι χωρίς αρχή και τέλος. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς από δυο βασικές επιλογές, κινήσεις καλής θέλησης.  Να αφαιρεθεί εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών η  προσθήκη του Filioque  από το σύμβολο των Δυτικών Εκκλησιών και να ακολουθήσει εκ μέρους των Ορθοδόξων η αποκατάσταση της μνημόνευσης του ονόματος του Πάπα στα Δίπτυχα (με βάση και την αντίληψη περί ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, όπως ιδιαίτερα την σκιαγράφησε η πρόταση του Josef Ratzinger το 1976). Η συμβολική των αριθμών θα μπορούσε να επισημάνει το έτος 2014 ως ένα τέτοιο σταθμό. Είναι έτοιμες οι Εκκλησίες για ένα τέτοιο βήμα;

Σεβασμιότατος Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας, Καθηγητής Ιωάννης Σπιτέρης 

Θέμα του ήταν το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης στην 1η χιλιετία. Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Κερκύρας, οι ιστορικές μελέτες μπορούν να αποτελέσουν ένα είδος κάθαρσης και να  βοηθήσουν στην αποβολή  ορισμένων βαρών που  έχει φορτώσει τόσο την Ανατολή όσο και τη Δύση, πράγμα που βοηθά τη θετική εξέλιξη του διαλόγου.
Σύμφωνα πάντα με τούτη την καταφυγή στην ιστορία, αποκαλύπτονται δυο ερμηνείες  για τη θέση του πρωτείου στην ιστορία της Εκκλησίας. Η θέση του Βυζαντίου και η θέση της Δύσης.

Σύμφωνα με την πρώτη, το πρωτείο δεν ήταν απλά πρωτείο τιμής.  Το βυζάντιο ανεγνώριζε ξεκάθαρα στον επίσκοπο Ρώμης μια εξουσία  και ένα πρωτείο που δεν μπορεί να ελαχιστοποιηθεί σ’ ένα απλό πρωτείο τιμής. Έτσι η κοινωνία με τον Ρώμης είχε μεγάλη σημασία, χωρίς αυτό να σημαίνει απόλυτη μοναρχική εξουσία. Δικλείδα ασφαλείας απέναντι σε έναν τέτοιο κίνδυνο αποτελούσε δίχως άλλο  ο θεσμός της πενταρχίας και συνεπώς το γεγονός της συνοδικότητας, η οποία  εξασφάλιζε την εκκλησιαστική ενότητα και την ορθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα με τη δεύτερη, η εκκλησία είναι το σώμα και ο Χριστός η κεφαλή του.  Η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, έχει μυστηριακή και πνευματική υπόσταση, αλλά και ιστορική διάσταση.  Σε αυτό το οργανικό σώμα πρέπει να υπάρχει μια κεφαλή όχι μόνο στη μυστικιστική της υπόσταση (ο Χριστός), αλλά και στην ορατή της διάσταση, η οποία δεν είναι άλλη από τον επίσκοπο Ρώμης, τον  “Vicarius Christi”. Μια τέτοια θέση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η Ρώμη είναι η έδρα του Πέτρου. Έτσι βλέπει τον εαυτό της ως «μέριμνα» για όλες τις εκκλησίες και ως «μητέρα» τους.

Με βάση λοιπόν τη γνώση και αξιοποίηση τούτης της ιστορίας, σήμερα, οι καθολικοί θεολόγοι διακρίνουν μεταξύ παποσύνης που θεωρείται υπόλειμμα του μεσαίωνα και μεταξύ της διακονίας του επισκόπου Ρώμης, που συνιστά την  απαραίτητη δομή για την πραγματική και ουσιαστική λειτουργία της  καθολικής  εκκλησίας. Ο αδελφικός διάλογος  μεταξύ των δύο Εκκλησιών οφείλει να αναζητήσει σε τι συνίσταται το θέλημα του Χριστού σχετικά με τις δομές της Εκκλησίας του και πως αυτές πρέπει να εξασκούνται για το καλό της Εκκλησίας.

Αρχιδιάκονος Δρ. Μάξιμος Βγενόπουλος (Οικουμενικό Πατριαρχείο)

Ο πατέρας Μάξιμος Βγενόπουλος υποστήριξε ότι η ύπαρξη πρώτου και κεφαλής σε παγκόσμιο επίπεδο είναι συμβατή με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία της αρχαίας εκκλησίας. Σύμφωνα με την κανονική παράδοση πάντοτε υπήρχε στην Εκκλησία μια κεφαλή και ένα κέντρο ενότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, το οποίο εκφράζει την ενότητά της. Στην αρχαία Εκκλησία υπήρξε ο Ρώμης, στην δε Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδιαμφισβήτητα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως-κεφαλή της παγκοσμίου Ορθοδοξίας.

Αποδίδοντας τον παγκόσμιο αυτό χαρακτήρα ως χαρακτηριστικό και του Ρώμης και του Κωνσταντινου-πόλεως αναζητά τη σύνδεση του πρωτείου με το συνοδικό σύστημα της εκκλησίας και τη θεώρησή του στο πλαίσιο του πρωτείου τιμής. Και τούτο διότι ο συνοδικός θεσμός ουδέποτε λειτούργησε χωρίς την παρουσία του πρώτου. Επίσης προκρίνει αυτή τη θεώρηση ως αίτημα για διάλογο με δογματική σημασία και ως πρόκληση για τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται το κείμενο της Ραβέννας, που θέτει τον θεσμό του πρώτου σε Τριαδολογική βάση. Το πρωτείο είναι θέμα πίστεως και όχι μόνο κανονικής τάξεως.

Σεβασμιότατος Καθολικός Επίσκοπος Καρκαβίας, Καθηγητής Δημήτριος Σαλάχας

Σύμφωνα με τον επίσκοπο Καρκαβίας, το πρωτείο και η συνοδικότητα είναι θεσμοί αλληλοεξαρτώμενοι σε κάθε επίπεδο (τοπικό-εθνικό-παγκόσμιο). Ιστορικά στην 1η χιλιετία ο επίσκοπος Ρώμης ήταν πρώτος μεταξύ των Πατριαρχών και η εκκλησία Ρώμης η προκαθήμενη της αγάπης. Επίσης ο Ρώμης ήταν πρώτος μεταξύ των επισκόπων αλλά ωστόσο ο ρόλος του δεν ήταν ακόμη σαφής. Το θέμα λοιπόν των αρμοδιοτήτων του πρώτου Ρώμης αποτελεί και σήμερα σημείο προβληματισμού.

Επιπλέον υπάρχουν διαφορές ως προς τη θεολογική θεμελίωση του πρωτείου. Ως εκ τούτου ακόμα και η συμφωνία στη βάση  της κανονικής  και ιστορικής διάσταση του πρωτείου, δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην άρση του συνόλου των διαφορών οι οποίες θα συνεχίσουν να παραμένουν το αγκάθι της κοινής προσπάθειας για την ένωση.  Η Ανατολή μοιάζει αδύναμη να  παρακολουθήσει τις εξελίξεις του πρωτείου εντός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη διάρκεια της 2ης χιλιετίας. Και το πρόβλημα τούτο σχετίζεται δίχως άλλο με την εμμονή της στη συνοδικότητα, που φαίνεται να δεσμεύει τον πρώτο στις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων.   Τα παραπάνω θέματα, όμως,  θα εξεταστούν ενδελεχέστερα στην επόμενη συνάντηση της Κύπρου, με θέμα: «Ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτη χιλιετία».

Καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος

Ο Καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος εξέθεσε την εκκλησιολογική πρόοδο που συντελέστηκε με  το Κείμενο της Ραβέννας, τονίζοντας τη σημαντικότητα της συμβολής των Ορθοδόξων, που προσδιορίζεται στην απόλυτη σύνδεση πρωτείου και συνοδικότητας. Πραγματικότητα  που αποτελεί εκκλησιολογική και κανονική συνέπεια της ορθόδοξης τριαδολογίας και της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας.

Ήδη με το κείμενο αυτό, που συνεχίζει και προεκτείνει την εκκλησιολογική προβληματική των κειμένων του Μονάχου (1982), του Bari (1987) και του Νέου Βάλαμο (1988), τέθηκαν οι σταθερές βάσεις, για να γίνει κατά την προσεχή Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής, που θα πραγματοποιηθεί φέτος τον Οκτώβριο στην Κύπρο, το επόμενο μεγάλο βήμα: να εξετασθεί δηλ. ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης ως «πρώτου τη τάξει» μεταξύ των πατριαρχών στα πλαίσια της εκκλησιαστικής κοινωνίας κατά την περίοδο της αδιαίρετης Εκκλησίας. Και το βήμα αυτό, όπως αντιλαμβανόμαστε, είναι πολύ σημαντικό για την υπέρβαση ενός από τα μεγαλύτερα αίτια που προκάλεσαν το σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αλλά και από τα μεγαλύτερα εμπόδια που δυσχεραίνουν την πορεία προς αποκατάσταση της μυστηριακής ενότητας μεταξύ τους.

Επιπρόσθετα, το  Κείμενο της Ραβέννας αποτελεί από ορθόδοξη άποψη ένα πολύ σημαντικό βήμα στο διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών, γιατί, εκτός των άλλων, θέτει τις εκκλησιολογικές βάσεις για τη συζήτηση στα πλαίσια του διαλόγου της θεολογικής και κανονικής νομιμότητας των μονομερών ενεργειών του επισκόπου Ρώμης, όπως η προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, η τροποποίηση του «πρωτείου τιμής» σε «πρωτείο εξουσίας» εφ’ ολοκλήρου της Εκκλησίας, καθώς επίσης και η κατάργηση του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσεως», που δεν συνάδουν με την Εκκλησιολογία της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας.

Έτσι, καίτοι ο διάλογος ύστερα από πρόταση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής ξεκίνησε το 1980 από τα σημεία που ενώνουν τις δύο Εκκλησίες, ήδη οδηγείται κατ’ ανάγκην με αργά αλλά σταθερά βήματα στην εξέταση των διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Το παρήγορο βέβαια εν προκειμένω είναι ότι οι διαφορές αυτές κατόπιν συμφωνίας και των δύο πλευρών εξετάζονται και θα εξετάζονται κατά την πορεία του διαλόγου υπό το πρίσμα της θεολογίας της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Και αυτό ακριβώς αποτελεί δέσμευση των δύο διαλεγομένων Εκκλησιών.

Ανεξάρτητα όμως από την πορεία και την εξέλιξη του Θεολογικού αυτού Διαλόγου θα πρέπει να τονιστεί ότι οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των δύο Εκκλησιών δεν μπορούν να λυθούν έξω και μακριά από το πλαίσιο και το κλίμα του διαλόγου., πράγμα που τονίζεται και από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, ο οποίος με αφορμή τα γεγονότα της εποχής του σημείωνε: «Ότε διίστανταί τινες αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και η μεταξύ τούτων διαφορά. ότε δ’ εις λόγους συνέλθωσι και εκάτερον μέρος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’ εκατέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις ολίγη η τούτων διαφορά».

Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης

Ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης με έντονη κριτική διάθεση σημείωσε πως στο κοινό Κείμενο η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία επεκτείνεται και εφαρμόζεται ανεπίτρεπτα και στους ετεροδόξους. Αυτό γίνεται απροϋπόθετα, χωρίς δηλαδή να λαμβάνονται υπόψη οι υφιστάμενες δογματικές διαφορές, πράγμα που νομιμοποιεί εκκλησιολογικά την ετεροδοξία και την εξισώνει με την Ορθοδοξία.

Ο εκκλησιολογικός αυτός νεωτερισμός διαποτίζει όλο το κοινό Κείμενο και εκβάλλει σε επιμέρους εκκλησιολογικές παραδοξότητες, οι οποίες αλλοιώνουν την έως τώρα αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας. Το κοινό Κείμενο δηλαδή φαίνεται να προϋποθέτει σαφώς, ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί ανήκουν στη «Μία Εκκλησία» και ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν κοινή με τους Ορθοδόξους  αποστολική πίστη, παρά την ταύτιση ουσίας και ενέργειας στο Θεό, παρά το Filioque, παρά την εσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους για τον κτιστό χαρακτήρα της άκτιστης και θεοποιού Χάριτος. Όλα τα παραπάνω, στα οποία παραμένουν σταθερά μέχρι σήμερα οι Ρωμαιοκαθολικοί, ακυρώνουν στην πράξη το χαρακτήρα της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως», με την οντολογική σημασία του όρου, πραγματική δηλαδή και όχι συμβολική μετοχή του ανθρώπου στη θεία ζωή. Ακυρώνουν όμως ταυτόχρονα και τον ουσιαστικό χαρακτήρα των μυστηρίων της.

Ως εκ τούτου και με βάση πάντα τη διατύπωση του κειμένου της Ραβέννας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η βάση του διαλόγου, θεολογικώς κρινόμενη, είναι δυστυχώς, τελείως εσφαλμένη. Και τούτο, γιατί παραμερίστηκαν θεμελιώδεις βιβλικές και πατερικές προδιαγραφές-προϋποθέσεις. Γι’ αυτό και η ουσιαστική αποτυχία του πραγματικού Θεολογικού Διαλόγου είναι προδικασμένη. Ο Θεολογικός Διάλογος οδήγησε ήδη τη Μικτή Διεθνή Επιτροπή σε κατάθεση 10 κοινών Κειμένων χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, αφού σε κανένα κοινό Κείμενο δεν γίνεται λόγος για σαφή καταδίκη των καινοφανών δογμάτων του Ρωμαιοκαθολικισμού, όπως λ.χ. του Filioque. Την πρακτική αυτή βλέποντας με έκδηλη πνευματική ανησυχία ο μακαριστός Γέροντας π. Παΐσιος ο Αγιορείτης, παρατήρησε εύστοχα και προφητικά: «Για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού πηγαίνουμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, όταν δεν ακολουθούμε τα χνάρια των Αγίων Πατέρων».

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, με τη γνωστή Πατριαρχική Εγκύκλιο του 1920, άρχισε να παραμερίζεται ουσιαστικά η σύσταση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά προς τους Ρωμαιοκαθολικούς και να υιοθετούνται άλλες προϋποθέσεις για το Θεολογικό Διάλογο με τους ετεροδόξους. Έτσι, εγκαινιάστηκε μια άλλη μη Πατερική πορεία, με αναπόφευκτη συνέπεια τώρα «να πηγαίνουμε αλλού, χωρίς (ίσως) να το καταλαβαίνουμε». Το Κείμενο της Ραβέννας, με τη θεολογική κριτική του οποίου ασχολήθηκε ο κ. Τσελεγγίδης, παρουσιάζει εύγλωττα τις αρνητικές συνέπειες των εσφαλμένων προϋποθέσεων του Θεολογικού Διαλόγου και προδιαγράφει το ποιόν και του επόμενου κοινού Κειμένου τον Οκτώβριο στην Κύπρο, εκτός και αν στο μεταξύ αλλάξουν οι προϋποθέσεις του Διαλόγου.

Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος) 

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, η έκδοση του πρώτου κοινού θεολογικού κειμένου, στο Μόναχο το 1982,  δημιούργησε μια θετική αίσθηση ότι είναι δυνατή η λειτουργία του τρίπτυχου: Αγία Τριάς-Εκκλησία-Ευχαριστία, προκειμένου να αποτελέσει τη βάση των δύο εκκλησιών για την πορεία του θεολογικού διαλόγου. Η αισιοδοξία όμως αυτή υποχώρησε γρήγορα καθώς αποδείχθηκε ότι τα συγκεκριμένα κείμενα, τα τρία πρώτα κείμενα του διαλόγου, δεν είχαν απήχηση στη ζωή της εκκλησίας.

Η διαπίστωση αυτή οδήγησε για μία ακόμη φορά στην αναζήτηση των λόγων που οδηγούν στην αδυναμία αποδοχής (reception) των συγκεκριμένων κειμένων και στην παράλληλη προσπάθεια προτάσεων υπέρβασής τους. Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, οι αιτίες τούτης της προβληματικής πρακτικής είναι οι εξής:

1. Αδυναμία  συμφωνίας εάν τα κοινά κείμενα είναι κείμενα εργασίας ή δοκίμια θεολογικά που εξαντλούν την ορθόδοξη ή την ρωμαιοκαθολική διδασκαλία για το συγκεκριμένο θέμα..

2. Αδυναμία συμφωνίας  για το χαρακτήρα του διαλόγου. Είναι διάλογος μεταξύ θεολόγων ή διάλογος της εκκλησίας. Αν υποτεθεί ότι τα κείμενα αφορούν τις εκκλησίες, τότε αυτά πρέπει να φτάσουν στο λαό και να γίνουν κτήμα του.

3. Αδυναμία υπέρβασης των δομικών διακρίσεων των δύο Εκκλησιών, που αποτελούν και το βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξής τους.

Εν τέλει η όποια πορεία του διαλόγου, προκειμένου να έχει κάποιον λόγο υπάρξεως και να αποφύγει τις δυσκολίες του παρελθόντος, θα πρέπει να είναι πορεία με χαρακτηριστικά αξιοπρέπειας, ειλικρίνειας και τιμιότητας.

Καθηγητής Π. Βασιλειάδης, Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας

Η Β΄Βατικανή Σύνοδος αποτέλεσε σταθμό της κορύφωσης των εκκλησιολογικών συζητήσεων σε διαχριστιανικό επίπεδο. Στη σύνοδο αυτή υπήρξε η αγωνία του επαναπροσδιορισμού της εκκλησιαστικής ταυτότητας της δυτικής χριστιανοσύνης, με ενδεικτικό στοιχείο αυτής της ατμόσφαιρας το κυρίαρχο σύνθημα: «Η ευχαριστία κάνει την εκκλησία».

Ως εκ τούτου βάση προσέγγισης του διαλόγου αποτελεί κατεξοχήν η ευχαριστιακή κατανόηση της εκκλησίας. Άλλωστε η ευχαριστία ως κατεξοχήν κοινωνία αποτελεί τη μοναδική έκφραση ενότητας της εκκλησίας.

Συνεπώς τα κριτήρια του θεολογικού διαλόγου της αληθείας δεν μπορούν να βασίζονται ούτε στην κανονική παράδοση, που φυσιολογικά διαμορφώθηκε στις δύο εκκλησίες, ούτε στην αντιρρητική τους παράδοση, ούτε τέλος στη βιβλική εξηγητική παράδοση της κάθε διαλεγόμενης εκκλησίας.  Και τούτο διότι μόνον η πιστότητα στην αυθεντική Αποστολική

Παράδοση, με άλλα λόγια η αυθεντική εκκλησιολογία, μπορεί να τεθεί ως βάση και κριτήριο του διαλόγου της αληθείας».
Βέβαια, η εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία των εκκλησιών αναζητείται στις μεταγενέστερες εκφράσεις της και ελάχιστα έως και μηδενικά στα κείμενα της ΚΔ, τα οποία και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της κάθε εκκλησιολογίας. Πράγμα
που συνιστά δίχως άλλο ένα από τα βασικά ελλείμματα  του διαλόγου, που στις περισσότερες των περιπτώσεων μένει εγκλωβισμένος στο παρελθόν και την παραδοσιαρχία. Ως αποτέλεσμα άμεσο προβάλλει κυρίως για την Ορθόδοξη Εκκλησία η απουσία διαλόγου της με τη νεωτερικότητα και η συνακόλουθη ανάπτυξη του φαινομένου της αντιδυτικότητας.

Εν τέλει, προκειμένου να οδηγηθούν οι Εκκλησίες σε ένα γόνιμο και ουσιαστικό διάλογο θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη της τα εξής: Ο διάλογος της αληθείας είναι κατ’ αρχήν έκφραση πνευματικότητας. Στο διάλογο της αληθείας προσέρχεται κανείς όχι με πνεύμα αλαζονείας αλλά με πνεύμα ταπείνωσης και φόβου Θεού. Στο διάλογο πηγαίνουμε όχι για να ομολογήσουμε την Ορθοδοξία μας, αλλά για να συνδράμουμε συνεργικά στο έργο του Αγίου Πνεύματος. Στο διάλογο απαιτείται αποφασιστικότητα, από μέρους των κατά τόπους Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά παράλληλα και ενημέρωση του Ορθοδόξου πληρώματος της εκκλησίας.

Σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, στον Ορθόδοξο κόσμο το ουσιαστικό αυτό στοιχείο της χριστιανικής μαρτυρίας έχει αφεθεί στα ακραία στοιχεία (και ασθενέστερα μέλη, κατά μία επιτυχή έκφραση του Οικουμενικού Πατριάρχη), με αποτέλεσμα όχι την ενημέρωση αλλά την παρα-πληροφόρηση των πιστών. Τέλος, ο διάλογος είναι διάλογος αληθείας, δεν αποβλέπει στο συμβιβασμό ετερόκλητων θέσεων. Η αποτυχία της περιβόητης συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας αποτελεί σήμερα παράδειγμα προς αποφυγή.

Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου, ο διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών αποτελεί κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας. Συνεπώς οι οποιεσδήποτε αντιδράσεις πρέπει να κατανοούνται στο πλαίσιο της προσδοκίας της ενότητας που αποτελεί μέριμνα της Εκκλησίας.

Το σχίσμα δεν είναι μια ουδέτερη πραγματικότητα αλλά ένα δραματικό γεγονός, το οποίο η Εκκλησία βίωσε ήδη από την εποχή του Ευαγγελίου. Τα παλαιά σχίσματα, όμως, θεραπεύτηκαν, πράγμα που δεν συμβαίνει και με το σχίσμα του 1054. Έτσι μοιάζει σήμερα, ο αγώνας για ενότητα, να είναι αγώνας για το αδύνατο.  Η μεγαλύτερη ευθύνη αυτού του σχίσματος βαραίνει τη Ρώμη, η οποία με τη θεολογία του πρωτείου, αλλά και την είσοδο στην ιστορία του φαινομένου της ουνίας απέκλειε στο παρελθόν κάθε δυνατότητα κοινωνίας.

Παρ’ όλα αυτά μεταπολεμικά η συνάντηση των Ορθοδόξων με τη Δύση στα πλαίσια της Οικουμενικής Κίνησης έδωσε νέα ώθηση και νέες προοπτικές σ’ αυτό που στο παρελθόν φάνταζε αδύνατο. Έτσι, διαπιστώνεται ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί έχουν περισσότερα κοινά απ’ ότι έχουν με τους Προτεστάντες. Παρ’ όλα αυτά οι φοβίες και οι καχυποψίες για υποταγή των Ορθοδόξων στον πάπα διέβαλαν το διάλογο και μεγέθυναν τη ρήξη.

Η Ορθοδοξία διαθέτει ισχυρές θεολογικές δυνάμεις για να ανταπεξέλθει στο διάλογο. Πράγμα που επιβεβαιώνεται με την παρατήρηση της επιρροής της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας στη σύγχρονη θεολογία της Δύσης.
Όποιος πιστεύει στην αλήθεια δεν φοβάται να διαλεχτεί γι’ αυτήν. Η αλήθεια δεν φοβάται το διάλογο.

Ανεξάρτητα από τα ουσιαστικά βήματα που έχουν ήδη γίνει, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί δεν συμπίπτουν, υπάρχουν πολλά ακόμη να γίνουν (παπικό πρωτείο, προσηλυτισμός). Εντούτοις η στροφή έχει ήδη γίνει. Οι Εκκλησίες έχουν την ευθύνη να δημιουργήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης και σεβασμού, προκειμένου να προωθηθεί ο διάλογος, ο οποίος εν τέλει ανήκει στα χέρια του Θεού.

Η άρνηση του διαλόγου αποτελεί έγκλημα και η αποδοχή του δυνατότητα κοινωνίας και αγάπης.

Την ένωση κάνει η Εκκλησία και όχι οι θεολογικοί διάλογοι.

Τρίτη 8 Μαΐου 2012

Βίος και Θαύματα της Ορθοδόξου Ουνίας

 Όχι, δεν πρόκειται για τον βασιλιά καρνάβαλο αλλά για τον ορθόδοξο μητροπολίτη Ιερώνυμο του Πατριαρχείου Μόσχας, ενδεδυμένο με τα "παπικά" άμφια, μετά την τέλεση της "Θείας Λειτουργίας του Αγίου Γρηγορίου" που δεν είναι άλλη από το Λειτουργικό τυπικό που εξέδωσε ο πάπας Πίος Ε το 1570 με την Αποστολική Διάταξη "Quo Primum"


η έναρξη της παπικής Λειτουργίας από Ορθόδοξους Ιερείς.

Ορθόδοξος ναός με παπική αγία τράπεζα και το άγαλμα του αγίου Ιωσήφ. Αυτό δεν είναι Ουνία?

Δύο μέτρα και δύο σταθμά λοιπόν. Περισσότερες πληροφορίες για το Βικαριάτο για το Δυτικό Τυπικό του Πατριαρχείου Μόσχας, εδώ

Οι Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες (Ουνίτες)


εσωτερικό ελληνοκαθολικής εκκλησίας
 
Οι Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες (Ουνίτες)
Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση

π. Robert TAFT SJ1

Ο συγγραφέας είναι αμερικανός καθολικός ιερέας του τάγματος των Ιησουιτών και διδάσκει ιστορία
στο Ανατολικό Ινστιτούτο της Ρώμης.


Όποιος παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη θρησκευτική ενημέρωση δεν μπορεί
να μην παραδεχθεί ότι οι οικουμενικές σχέσεις μεταξύ της καθολικής Εκκλησίας και
των ανατολικών ορθοδόξων Εκκλησιών διέρχονται μια περίοδο κρίσης. Η κρίση αυτή
είναι ίσως η χειρότερη από τότε που Β΄ Βατικανή Σύνοδος (1962 – 1965) εγκαινίασε
επίσημα τον θεολογικό διάλογο μεταξύ των δυο χριστιανικών κοινοτήτων σε διεθνές
επίπεδο. Είναι γνωστό ότι η Η΄ Γενική Συνέλευση της μεικτής Επιτροπής για τον
οικουμενικό διάλογο μεταξύ της καθολικής Εκκλησίας και των ανατολικών
ορθοδόξων Εκκλησιών (9-19 Ιουνίου 2000) στο Mount St Mary’s, στο Emmittburg,
(Mary land – Η.Π.Α.) χρεοκόπησε ή ακόμη χειρότερα, - όπως μερικοί κατ’ ιδίαν τη
χαρακτήρισαν – θεωρήθηκε πλήρης αποτυχία2 .

«L’ Uniatismo»: Το Ενωτικό πρόβλημα

Το φαινόμενο του Ενωτικού προβλήματος «Uniatismo»3 που αποδίδεται με
αυτόν τον χλευαστικό νεολογισμό εκφράζει μια μέθοδο ένωσης των Εκκλησιών.
Αυτή η ένωση, ομολογούν οι Ορθόδοξοι, υποστηρίζεται μάλλον από πολιτικά και όχι
από θρησκευτικά κίνητρα. Η ένωση αυτή επομένως είναι αντίθετη με την
«εκκλησιολογία της κοινωνίας» των Εκκλησιών της πρώτης χιλιετίας4 . Υπό το
πρίσμα αυτό θεωρείται ότι μια Εκκλησία εισβάλλει σε μια «αδελφή Εκκλησία», με
την οποία βρίσκεται σε σχισματική κατάσταση, απορροφώντας δολίως ομάδες των
πιστών της, υποσχόμενη μάλιστα σ’ αυτούς την ελεύθερη διατήρηση των δικών τους
λειτουργικών και κανονικών παραδόσεων μαζί με την αυτονομία τους5. Τέτοιος
τύπος ένωσης, επειδή θεωρείται αποτέλεσμα μάλλον πολιτικής πίεσης και στηρίζεται
στη βία, δεν δημιούργησε, όπως αποδεικνύεται, μεγαλύτερη ένωση, αλλά υποκινεί
μέχρι σήμερα νέες διαιρέσεις στον Χριστιανισμό, που είναι ήδη αρκετά διαιρεμένος.
Για να καταλάβει κανείς το «Ενωτικό» φαινόμενο και τη σκωπτική αντίληψη
που του προσάπτεται, πρέπει να κατανοήσει πρώτα τη φύση των ενώσεων (που
έγιναν από τον δέκατο έκτο αιώνα, όπως και κατά τους αιώνες που ακολούθησαν),
καθώς και τη φύση των ανατολικών καθολικών Εκκλησιών που προέκυψαν απ’ τις
ενώσεις αυτές. Ανεξάρτητα από τους λόγους που προσκομίζει ο καθένας, αυτές οι
ενώσεις δεν ήταν αποκατάσταση της κοινωνίας που υπήρχε πριν από το σχίσμα (του
1054) μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στην ιστορία της Εκκλησίας τέτοιες ενώσεις
αποτελούν κάτι το καινοφανές, μια απόσπαση σχετικά με το παρελθόν, που απαντά
στο γιατί της εμφάνισης του νεολογισμού στη σλαβική γλώσσα “unija” που
εφευρέθηκε για την περιγραφή του φαινομένου6 .

Αν η Ένωση των Εκκλησιών, στη Φλωρεντία το 1439, είχε τελικώς επιτύχει,
το «Ενωτικό» φαινόμενο δεν θα είχε λόγο υπάρξεως. Στη Φλωρεντία, πράγματι, η
λατινική Δύση και η βυζαντινή Ανατολή προσπάθησαν να συναντηθούν και να
εξετάσουν τα θέματά τους επί ίσοις όροις. Αλλά η άρνηση, (το 1484) από ρωσικής
ορθοδόξου πλευράς επίσης της αποφασισμένης ήδη Ένωσης της Φλωρεντίας έγινε
αιτία, στη λατινική Εκκλησία, για μια καθαρή αλλαγή τακτικής που δεν ήταν ίσως
εντελώς συνειδητή. Απογοητευμένη, λόγω της αποτυχίας μιας γενικής ένωσης, η
Εκκλησία της Ρώμης άρχισε να υπογράφει ενώσεις με επί μέρους ομάδες Ορθοδόξων,
ανοίγοντας το δρόμο της ένωσης σε τμήματα της Ορθοδοξίας των χωρών που
ευρίσκοντο κάτω από τον πολιτικό έλεγχο καθολικών δυνάμεων. Οι Ορθόδοξοι
υποστήριζαν ότι αυτή η πρακτική ήταν ένας δόλος, σαν μια υπογραφή ειρήνης,
ξεχωριστά από την πλευρά των υπόλοιπων εταίρων αντί να επιδιώκεται μια από
κοινού συμφωνία. Σ’ αυτή την κατηγορία η Ρώμη μπορούσε πάντα να απαντήσει ότι
απλώς έκανε την ένωση με κάποια τοπική Εκκλησία (κάτι δηλαδή που η ρωμαϊκή
Εκκλησία, όπως οποιαδήποτε άλλη Εκκλησία, έχει κάθε δικαίωμα να κάνει) 7.
Φαίνεται όμως, ότι οι Εκκλησίες στην πραγματικότητα είχαν εκτιμήσει
διαφορετικά το προ-νικαιικό σύστημα, (το 325, έγινε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος στη
Νίκαια). Σύμφωνα με την προ-νικαιική παράδοση ήταν ακόμη δυνατή και νόμιμη η
αντίληψη μιας παγκόσμιας Εκκλησίας σαν ομοσπονδία τοπικών Εκκλησιών. Κάτι
τέτοιο θα μπορούσε ίσως να συμβεί π.χ. σε περίπτωση που οι Ηνωμένες Πολιτείες,
σήμερα, θα γίνονταν αντί μια απλή συνάθροιση πόλεων και εκτάσεων ή χωρών μη
οργανωμένων, δηλαδή ένας οργανισμός 50 κρατών διαχωρισμένων μεταξύ τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι ορθόδοξες ομάδες πιστών που ενώνονταν με τη Ρώμη δεν
αποκαθιστούσαν απλώς τη διασπασμένη ένωση του παρελθόντος μεταξύ Ρώμης και
τοπικών Εκκλησιών, ακόμη και αν ο στόχος τους ήταν αυτός. Αντίθετα, στην
πραγματικότητα χωρίζονταν από μια οντότητα, από τη δική τους ορθόδοξη Εκκλησία
– μητέρα, αφομοιούμενες σε μια άλλη οντότητα, στη λατινική καθολική Εκκλησία
της Δύσης. Εν ολίγοις, εγκατέλειπαν την ανατολική και αφομοιώνονταν στη δυτική
Εκκλησία. Αυτές οι επί μέρους ενώσεις όχι μόνο δεν αποκαθιστούσαν την
διασπασμένη κοινωνία μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αλλά δημιουργούσαν νέες
διαιρέσεις στην ίδια την Ορθοδοξία.

Για τους Ορθοδόξους οι επί μέρους επανενώσεις ανακινούν το οικουμενικό
πρόβλημα μέσα στο κανονικό πλαίσιο, και επιδεινώνουν το χωρισμό. Υπ’ αυτή την
προοπτική ο χωρισμός των Εκκλησιών είναι υπόθεση που αφορά τις ιεραρχίες της
Ανατολής και της Δύσης σε προβλήματα εκκλησιολογικά, όπως η διάσταση και οι
εξουσίες της έδρας της Ρώμης. Οι δυο ιεραρχίες οφείλουν να αποφασίσουν από
κοινού για τα προαναφερθέντα θέματα και όχι να αποφασίζουν τα άτομα ή
ξεχωριστές τοπικές ομάδες διαφωνούντων επισκόπων. Οι επί μέρους – μεροληπτικές
ενώσεις διαιρούν μόνο τις ορθόδοξες Εκκλησίες και θεωρούνται σαν παγίδα για
απλοϊκούς πιστούς, οι οποίοι, καλή τη πίστει, ακολουθούν τους επισκόπους τους
χωρίς να καταλαβαίνουν τι είδους προβλήματα τους επιβάλλονται. Για τους
Ορθοδόξους, τέτοιες επανενώσεις που γίνονται επί μέρους δεν είναι η Ένωση, αλλά η
“Unija” (όθεν και η σλαβο-ελληνική λέξη Ουνία), που διαιρεί τους πιστούς και
εισάγει πρώιμη και προδοτική υποταγή σε ένα τμήμα των διαφωνούντων χωρίς τη
συναίνεση όλων των εταίρων.

Αιώνες αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής κι Δύσης

Το «Ενωτικό» πρόβλημα βέβαια είναι μονάχα η κορυφή του παγόβουνου,
κληρονομιά ανταγωνισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης που διαρκεί από τον
Μεσαίωνα μέχρι σήμερα. Δεδομένου ότι αρχή του προβλήματος θεωρείται μέχρι
σήμερα η τότε καθολική εισβολή στην Ανατολή, αναζητούμε την επανεξέταση,
τουλάχιστο εν μέρει, της ανατολικής πολιτικής της καθολικής Εκκλησίας, κατάσταση
που στον αντικειμενικό παρατηρητή της σύγχρονης εποχής και προοπτικής
διαφαίνεται μάλλον ως μια αστεία υπόθεση διφορούμενων (ασαφών) παρεξηγήσεων8.
Η καθολική Εκκλησία εισέρχεται δραματικά στη ζωή της χριστιανικής
Ανατολής κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών και της Αναγέννησης, ή την «Εποχή
των ανακαλύψεων», που ξεκινούν προς το τέλος του δέκατου έκτου αιώνα. Έτσι
εγκαθιδρύει έργα με εκκλησιαστικές υποδομές που είναι παράλληλες με εκείνες των
χωρών του αποστολικού χριστιανισμού, και που δημιουργούν προβλήματα τα οποία
παραμένουν μέχρι σήμερα άλυτα. Δρώντας με αυτόν τον τρόπο, η καθολική
Εκκλησία ήταν πιστή στην αποκλειστική εκκλησιολογία της: δηλαδή για τον έγκυρο
χριστιανισμό, που είναι ένας και μοναδικός, ο δικός της. Υπάρχει μόνο ένας χώρος,
αυτός υπό την εξουσία του επισκόπου Ρώμης, που μπορεί να χρησιμοποιεί τα δικά
του μέσα για να πράττει παντού εκείνο που ήθελε.

Πριν από την εποχή του «Ενωτικού» φαινομένου, στο τέλος του δέκατου
έκτου αιώνα, η Ρώμη είχε εργαστεί για μια γενική επανένωση με τους Ορθοδόξους
και για να τους μεταστρέψει συγχρόνως στο λατινικό τυπικό9. Πριν από την Ένωση
της Φλωρεντίας (Σύνοδος του 1439) οι ελληνικές εκκλησιαστικές επαρχίες ή
επισκοπές στα μέρη που ήταν υπό τον έλεγχο των ιταλικών παραθαλασσίων
Δημοκρατιών, όπως και στα νησιά του Αιγαίου, περνούσαν αυτομάτως στον λατινικό
εκκλησιαστικό έλεγχο. Το ίδιο συνέβαινε στα λατινικά (δυτικά) βασίλεια που οι
Σταυροφόροι διαχώρισαν στη Μέση Ανατολή: στις χώρες που κατακτούσαν οι
Σταυροφόροι τοποθετούνταν λατινικές ιεραρχίες. Στο επίπεδο των ενοριών όμως
κλήρος και λαός ως επί το πλείστον ζούσαν ελεύθεροι 10. Αυτά συνέβαιναν πολύ πριν
τον όξυνση του σχίσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης από τον δέκατο έβδομο
αιώνα11. Μια τυπική πράξη ένωσης δεν μπορούσε να χωρίσει τους πιστούς από τις
ορθόδοξες Εκκλησίες τους αφομοιώνοντάς τους στη λατινική Εκκλησία.

Δυτική εισβολή στην Ανατολή
Οι Πορτογάλοι στην Ινδία

Η δυτική εισβολή στην Ανατολή ξεκινά με την ιεραποστολική περίοδο την
εποχή των ανακαλύψεων όταν οι καθολικοί ιεραπόστολοι διασκορπίζονταν στις
πορτογαλικές αποικίες.

Πώς λοιπόν να μη μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι οι τοπικές ιεραρχίες της
Ινδίας, ιεραρχίες που ζούσαν εκεί επί αιώνες, έπεσαν σε σύγχυση μπροστά σε τέτοια
έφοδο που (χωρίς κακούς σκοπούς) έμοιαζε καθαρά με ιμπεριαλισμό εκκλησιαστικού
τύπου; Κατ’ αυτή την επιδρομή λοιπόν ο ρόλος των Ιεραποστόλων του μοναχικού
Τάγματος του Ιησού, ρόλος και έργο (που ταυτιζόταν πλήρως με τους τότε σκοπούς
και την παγκοσμιότητα της υπό τον επίσκοπο Ρώμης εκκλησιολογίας, όπως την ζούσε
ο ιδρυτής του Τάγματος άγιος Ιγνάτιος Λογιόλα), προκάλεσαν μεγάλη κρίση. Τέτοια
επιδρομή δεν την ανέμενε η Εκκλησία της Ινδίας ούτε και την ήθελε. Μια ομάδα
ιερέων ξένων, που ήταν πολύ μορφωμένοι, ένθερμοι ζηλωτές και δυναμικοί, ιερείς
που δεν όφειλαν υπακοή στην τοπική ιεραρχία, αλλά στον «επίσκοπο της παγκόσμιας
Εκκλησίας», ο οποίος ήταν ξένος και ζούσε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά τους, δεν
ήταν δυνατό να μη δημιουργήσουν ανησυχίες12 .

Στην περιοχή Malabar, στα παράλια των ψαράδων της νοτιοδυτικής Ινδίας,
υπό την Πορτογαλική κηδεμονία (Padroado), οι Λατίνοι επιδρομείς διάλεξαν τη
μορφή της ιεραρχικής δομής της αποστολικής τοπικής Εκκλησίας των Χριστιανών
του αγίου Θωμά. Τον ίδιο χρόνο ο μοναχός Ιησουίτης Francis Roz, ένας Λατίνος,
τοποθετήθηκε ως επίσκοπος των Σύρων. Από τότε οι πορτογάλοι αρχιεπίσκοποι των
περιοχών Angamali – Cranganore, όλοι Ιησουίτες, διευθύνουν ανεξάρτητοι την
Εκκλησία του Malabar, σε μια περιοχή δηλαδή όπου από χίλια χρόνια πριν ανθούσε η
τοπική Εκκλησία η οποία ούτε καν είχε ακούσει τίποτα για το μοναχικό Τάγμα του
Ιησού. Σοβινιστικά οι Ιησουίτες επέτρεπαν μονάχα στους δικούς τους να εργάζονται
στην επαρχία Malabar με πενιχρή έστω αμοιβή. Στις 3 Ιανουαρίου 1653 ο λαός,
αγανακτισμένος, επαναστάτησε. Συγκεντρωμένοι κοντά σ’ έναν σταυρό μπροστά
στην εκκλησία του Mattancherry, ορκίστηκαν επίσημα να μην αναγνωρίσουν πλέον
τον ξένο αρχιεπίσκοπο της επαρχίας Cranganore και να διώξουν τους Ιησουίτες. Αυτό
το γεγονός πέρασε στην ιστορία με την επωνυμία «Ο όρκος στον Σταυρό του
Coonan»13. Οι Συρο – Μαλαβάροι καθολικοί σήμερα οδηγούν με υπερηφάνεια τους
επισκέπτες τους για να δουν αυτό το σύμβολο της ηρωικής επανάστασης των
προγόνων τους κατά των Ιησουιτών που θεωρήθηκαν οι εκκλησιαστικοί καταπιεστές
τους. Εκεί με οδήγησαν και εμένα, το καλοκαίρι 1986. Επί τόπου προσευχήθηκα για
τις ηρωικές ψυχές των προγόνων τους, που τελικά έμειναν παρά τη θέλησή τους
εκτός της καθολικής Εκκλησίας λόγω κακεντρεχούς στάσης των πορτογάλων
Ιησουιτών. Και ζήτησα από τον Θεό να συγχωρήσει αυτή την ανόητη μανία
καταστροφής των χρόνων εκείνων.

Οι Ιησουίτες στην Αιθιοπία

Η ιεραποστολή των Ιησουιτών στην Αιθιοπία υπήρξε η πρώτη συνάντηση των
Ιησουιτών με τη χριστιανική Ανατολή τα χρόνια που ζούσε ακόμη ο άγιος Ιγνάτιος,
και κατέληξε σε μεγάλη αποτυχία. Στο γλαφυρό κλασικό βιβλίο του James Brodrick
“Il progresso dei Gesuiti” (1556-1579), η ιστορία αυτή έχει τον τίτλο «Η υπόθεση του
ιερέα Τζιοβάννι»14. Εκείνο που ούτε ο άγιος Ιγνάτιος ούτε ο Brodrik δεν γνώριζαν,
επειδή συμμερίζονταν την κοινή καθολική εκκλησιολογία που ίσχυε πριν τη
Β΄Βατικανή Σύνοδο (1962-1965) ήταν το πόσο διασκεδαστική θα μπορούσε να είναι
όλη αυτή η ιστορία για αναγνώστες με διαφορετικές απόψεις, απόψεις που δεν
βασίζονται στην παλαιά λατινική αποκλειστική εκκλησιολογία και στις προτάσεις της
Ρώμης εκείνης της εποχής.
Όπως διηγείται η ιστορία, την εποχή που οι ευγενείς της ιβηρικής χερσονήσου
αφοσιώνονταν στην ανακάλυψη της Αμερικής και για να μετατρέψουν σε αποικία τον
υπόλοιπο κόσμο, κάποιος τυχοδιώχτης πορτογάλος που λεγόταν Peres de Covilham
ήρθε σε επαφή με το πρόσωπο εκείνο που νόμιζε πως ήταν ο μυθικός βασιλιάς -
ιερέας, ο Ιερέας Giovanni, ο ίδιος ο Negus της Αβησσυνίας. Αυτός ο παροιμιώδης
αφρικανός ισχυρός άνδρας, φυλάκισε σε ισόβια τον de Covilham, αλλά, για να κάνει
τη ζωή του φυλακισμένου πιο ευχάριστη, είχε τη λεπτότητα να τον προμηθεύσει μια
γυναίκα. Ο Βάσκο da Gama ζητούσε να βρει αυτόν τον Ιερέα Giovanni όταν το 1497
πήρε κατά λάθος τη ρότα που τον οδήγησε στην ανακάλυψη της Ινδίας, που όπως
είδαμε, οι Πορτογάλοι έκαναν αμέσως αποικία τους.

Οπωσδήποτε, νέες επαφές με τον Negus ακολούθησαν και μετά από λίγες
συμπλοκές αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις και οι Αιθίοπες (που ανήκαν σε μια από τις
προκαλχηδόνιες Εκκλησίες) άφησαν αμέσως να φανεί μια πιθανή εκκλησιαστική
ένωση για την οποία η καθολική Εκκλησία δεν είχε ποτέ αδιαφορήσει, παρά τις
πλάνες τους. Η Ανατολή αντιθέτως, πιο εσωστρεφής και ικανοποιημένη από τον
εαυτό της, είχε διαφορετική στάση. Υπ’ αυτές τις συνθήκες φτάνουν οι Ιησουίτες.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1553 ο ιησουίτης Juan Alfonso de Polanco, πρώτος γραμματέας
του Τάγματος του Ιησού την εποχή του αγίου Ιγνατίου, έγραφε ότι ο Βασιλιάς της
Πορτογαλίας Ιωάννης «ζήτησε επειγόντως στον πατέρα Ιγνάτιο αυτόν τον μήνα να
ονομάσει δώδεκα μέλη του Τάγματος, συμπεριλαμβανομένου και ενός Πατριάρχη,
για τις χώρες του ιερέα Giovanni. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις και αναζητήσεις
όχι τόσο για την ανεύρεση των καλύτερων όσο για την αποδέσμευσή τους από τα
έργα τους, εκείνα τα χρόνια που όλοι ήταν υπεραπασχολημένοι, ένας Πατριάρχης
πορτογάλος έπρεπε να εκλεγεί από τον Ιγνάτιο Λογιόλα για την άτυχη γη της
Αιθιοπίας: ένας απλός ιερέας της ρωμαϊκής Εκκλησίας. Στις 24 Ιανουαρίου 1554 ο
πάπας Ιούλιος Γ΄ επικύρωσε την ονομασία του ιησουίτη πατέρα Ιωάννη Nunez
Barreto, μεγάλης πορτογαλικής οικογένειας, ως πρώτου καθολικού πατριάρχη της
Αιθιοπίας.

Βλέποντας τα γεγονότα του 1554 με τα σημερινά δεδομένα, η ανοησία του
εγχειρήματος είναι οφθαλμοφανής: σήμερα είναι εντελώς αδύνατη η επέμβαση π.χ.
του κ. George Bush στους υπεύθυνους αμερικανούς Ιησουίτες, ζητώντας τους να
ονομάσουν κάποιον αμερικανό ιησουίτη που θα γινόταν ο επικεφαλής της συρο-
ανατολικής Εκκλησίας της Ανατολής στο Ιράκ, όταν θα ησύχαζαν τα νερά… μετά
τον πόλεμο του Κόλπου. Φυσικά εκείνα τα χρόνια μια ελλιπής εκκλησιολογία
επικοινωνίας δεν ήταν η ειδικότητα των καθολικών, των ιησουιτών ή όποιων άλλων.
Ήταν κάτι κοινό.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εκεί. Ενισχυμένοι από τις οδηγίες του Γενικού
Ηγουμένου τους, του αγίου Ιγνατίου, ο νεοχρισθείς Πατριάρχης και ο βοηθός
επίσκοπος του, ο ισπανός ιησουίτης Ανδρέας d’ Oviedo, σάλπαραν για την Αιθιοπία.
Ο πατριάρχης Baretto πέθανε στην πόλη Γκόα (Ινδία) το 1561, αλλά ο Oviedo που
τον διαδέχεται στον πατριαρχικό θρόνο, έφθασε βέβαια στην Αιθιοπία, όπου οι
Ιησουίτες συνέχιζαν να εργάζονται ηρωικώς για μια περίοδο τριών τετάρτων του
αιώνα, μέχρις ότου, όπως μπορούσε να το προβλέψει κανείς, διώχθηκαν από τη
χώρα.

Τα προβλήματα άρχισαν τον καιρό του αρχηγού (negus) Susneyios που είχε
ήδη ασπασθεί κατ’ ιδίαν τον καθολικισμό. Εν αγνοία του, η Αγία Εδρα ονόμασε
Πατριάρχη τον Αλφόνσο Mendez, ιησουίτη. Το έτος 1625, ένα χρόνο μετά τη
διακήρυξη της ένωσης της αιθιοπικής Εκκλησίας με τη Ρώμη, ο Mendez έφτασε στην
Αιθιοπία όπου οι Ιησουίτες συνέχιζαν να υποπίπτουν στα ίδια σφάλματα που οι
συνάδελφοί τους έκαναν την ίδια περίοδο στις περιοχές Malabar (Ινδία): επιβολή του
γρηγοριανού ημερολογίου, των νηστειών και της εγκράτειας με την επέμβαση των
όπλων… Ο Mendez ήθελε να επιβάλει αμέσως τη ρωμαϊκή λειτουργία,
μεταφρασμένη στη γλώσσα Ge΄ez. Αναπόφευκτα ο λαός εξεγέρθηκε. Οι Ιησουίτες
εκδιώχθηκαν το 1636 και η Αιθιοπία έμεινε κλειστή για την καθολική Εκκλησία για
διακόσια ολόκληρα χρόνια.

Η εποχή των «Ενώσεων»

Σε παρόμοιο πλαίσιο αρχίζει το «Ενωτικό» φαινόμενο αν και αυτή τη φορά
δεν πρόκειται για εξωτερικές αλλά για εσωτερικές ιεραποστολές, κατά την περίοδο
της καθολικής μεταρρύθμισης και τον αγώνα κατά των Προτεσταντών για την πίστη
της Ευρώπης. Κατά τον αγώνα αυτόν, η ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε κατά κάποιο
τρόπο στα διασταυρούμενα πυρά των δυο εμπολέμων. Το πλαίσιο ήταν η πολωνο-
λιθουανική κοινοπολιτεία του δεκάτου έκτου αιώνα. Τότε____ED{, στις 19 Οκτωβρίου 1596,
μέσα στην εκκλησία του αγίου Νικολάου της πόλης Brest, στη χώρα του Μεγάλου
Δουκάτου της Λιθουανίας, πέντε απ’ τους επτά ορθόδοξους επισκόπους της πολωνο-
λιθουανικής κοινοπολιτείας συνήψαν ένωση με την Αγία Έδρα15. Αυτή η ένωση δεν
ήταν καθόλου «εξαναγκαστική» ή «επιβεβλημένη» στους Ορθοδόξους όπως συνεχώς
ακούγεται. Ήταν απεναντίας το αποτέλεσμα όχι μονάχα μακροχρόνιων
διαπραγματεύσεων, αλλά και παράλληλων θρησκευτικών κινημάτων που είχαν
διαδοθεί σταθερά από τον πολωνό ιησουίτη πατέρα Πέτρο Skarga τα προηγούμενα
είκοσι χρόνια. Ο π. Skarga, ένα από τα μεγάλα πρόσωπα των γραμμάτων και των
θρησκευτικών υποθέσεων της πολωνικής Αντι-Μεταρρύθμισης, υπήρξε για την
Πολωνία ο,τι ήταν για τη Γερμανία ο άγιος Πέτρος Canisius. Το βιβλίο του Skarga
“Sull’unita della Chiesa di Dio sotto un Pastore”, που δημοσιεύτηκε στην πόλη
Vilnius το 1577, ήταν απαράμιλλο για την προώθηση της υπόθεσης της μεταστροφής
στον Καθολικισμό16. Δεύτερος, σαφώς, μετά τον Skarga, έρχεται ο πανταχού παρών
ιταλός Αντώνιος Possevino, ως δυναμικός προασπιστής του καθολικισμού. Στην
ιστορία ο Αντ. Possevino, είναι πιο πολύ γνωστός για τις θεαματικές ιεραποστολές
του υπό το ένδυμα του παπικού Νούντσιου, κυρίως στην αυλή του Ιβαν του
Τρομερού, όπου το θέμα της ένωσης παρουσιάστηκε μεν, αλλά αποκρούστηκε
έντονα. Ένα ιστορικό περιστατικό έμεινε στην ιστορία ως ομιλούσα προφητεία για τις
σχέσεων καθολικών και ορθοδόξων: ο Τσάρος έβρισε τον πάπα και ύψωσε
απειλητικά το σκήπτρο κατά του παπικού προσκεκλημένου.

Οι ιησουίτες όχι μόνο δεν ήταν οι εφευρέτες του «Ενωτικού» για τον οποίο
συχνά κατηγορήθηκαν, αλλά είχαν μια αρνητική γνώμη και αντίληψη της Ορθοδοξίας
των Ρουθηνών. Ευνοούσαν δε σαφώς και απλώς τη μεταστροφή τους στη ρωμαϊκή
Εκκλησία. Ήταν πλέον καταφανές ότι το σχέδιο της επιστροφής στην ολοκληρωμένη
Ένωση της Συνόδου της Φλωρεντίας (1439) είχε αποβεί αδύνατο. Επικύρωση αυτής
της διαπίστωσης ήταν η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του π. Possevino με τον Ιβαν
τον Τρομερό. Όμως η ιδέα μιας επανένωσης – ενσωμάτωσης, βασισμένης στις
προηγηθείσες αποφάσεις της Συνόδου της Φλωρεντίας (ότι δηλαδή οι Ρουθηνοί θα
επανέλθουν στην καθολική Εκκλησία ως μια ομάδα – σώμα, διατηρώντας 0την δική
τους ιεραρχία και το λειτουργικό τυπικό τους) δεν ήταν εφεύρεση των Ιησουιτών.
Τουλάχιστο στην αρχή, την Ένωση αυτή δεν την έβλεπαν με καλό μάτι ούτε η Ρώμη,
ούτε οι Πολωνοί ούτε και οι Ιησουίτες. Αυτοί οι τελευταίοι κατηγορήθηκαν για την
ιδεαλιστική – μυθική αντίληψή τους σχετικά με τα γεγονότα.
Δεν ήταν λοιπόν κάποια προμελετημένη στρατηγική της καθολικής
Εκκλησίας. Το «Ενωτικό» φαινόμενο ήταν απολύτως εφεύρεση των ίδιων των
ορθοδόξων Ρουθηνών επισκόπων για να βγουν απ’ τη δύσκολη κατάσταση της
ορθόδοξης ιεραρχίας της Ρουθηνίας την εποχή εκείνη μεταξύ Μόσχας και Πολωνίας,
Μεταρρύθμισης και Αντι – Μεταρρύθμισης. Φυσικά, οι επίσκοποι αυτοί δεν έβλεπαν
την απόφασή τους σαν μια ρήξη με την Ορθοδοξία, ούτε και ήθελαν κάτι παρόμοιο.
Απεναντίας απέβλεπαν στην προστασία της ενότητας της ρουθηνικής ορθόδοξης
Εκκλησίας σε μια εποχή που η ίδια η ενότητα ζούσε υπό την απειλή διαφόρων
παραγόντων. Η επιθυμία των Ρουθηνών επισκόπων ήταν η διατήρηση της
ανεξαρτησίας της Εκκλησίας τους πρώτα από τις ισχυρές και ανεξέλεγκτες
αδελφότητες που υποστήριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην περιοχή της
Ρουθηνίας, καθώς και από τις προθέσεις της Μόσχας, όπως και από την πίεση του
προσηλυτισμού της Μεταρρύθμισης ή Αντιμεταρρύθμισης εκ δύσεως. Το σύνολο
όλων αυτών των γεγονότων ερμηνεύεται εκτενώς από σύγχρονες ιστορικές μελέτες
σχετικά με το θέμα και τα ντοκουμέντα 17. Σύμφωνα με την καλοζυγισμένη και
πλήρως ενημερωμένη αντικειμενική έρευνα του ιστορικού Αμβρόσιου Jobert η
Ένωση της Συνόδου της Brest ήταν έργο της πολωνικής ή ρωμαϊκής πολιτικής. Οι
Ρουθηνοί επίσκοποι, εκνευρισμένοι από τις μεταρρυθμίσεις του (πατριάρχη της
Κωνσταντινούπολης) Ιερεμία Β΄ ζήτησαν την Ένωση. Η πολωνική Αυλή την
αποφάσισε, (όχι χωρίς ανησυχία) αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο. Η Ρώμη δέχτηκε
τους Ρουθηνούς στην ένωση χωρίς να αναλάβει καμιά συγκεκριμένη υποχρέωση ως
προς τις αντιπαραθέσεις τους18 .

Παρά τη σκληρή αντίδραση των Ορθοδόξων και συγχρόνως τον βίαιο διωγμό
εκ μέρους των Κοζάκων στην εποχή της ρωσικής αυτοκρατορίας της Αικατερίνης της
Μεγάλης (1762-1796), Νικολάου Α΄ (1796-1855)19 και Αλεξάνδρου Β΄ (1855-
1881)20, η ανατολική καθολική Εκκλησία που προήλθε με την Ένωση της Brest το
1596, αλλά και με τις άλλες ενώσεις που ακολούθησαν, συνέχιζε να σταθεροποιείται
και να αναπτύσσεται, κυρίως εκεί που είχε την καλή τύχη της προστασίας καθολικών
κυβερνήσεων, όπως στις περιοχές της Αυστρο – Ουγγαρικής Αυτοκρατορίας, όπου
είχε επινοηθεί το όνομα «Ελληνοκαθολικοί» Ρουθήνοι, για να τους ξεχωρίζει κανείς
από τους λατίνους καθολικούς Ρουθηνούς.

Η κομμουνιστική κατάργηση των καθολικών ανατολικών Εκκλησιών

Η κατάσταση άλλαξε με την προέκταση προς δυσμάς της σοβιετικής
αυτοκρατορίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι δυνατό να κρίνει κανείς
σωστά την παρούσα οικουμενική ένταση μεταξύ Ορθοδόξων και ανατολικών
Καθολικών στο πρώην κομμουνιστικό μπλόκ της Ανατολής, χωρίς να δει
αντικειμενικά τα μαρτύρια που υπέστησαν οι ελληνοκαθολικές Εκκλησίες από το
τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το 1989. Κάθε απόπειρα μείωσης ή
άρνησης αυτής της μαρτυρικής ιστορίας αξίζει την ίδια περιφρόνηση που θα άξιζε η
άρνηση του Ολοκαυτώματος. Όπως είπε η Αυτού Αγιότης ο Οικουμενικός
Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α΄ μετά τη θεία Λειτουργία στον καθεδρικό Ναό του
αγίου Γεωργίου στο Φανάρι κατά την εορτή του αγίου Ανδρέα (στις 30 Νοεμβρίου
2000): «Η ανάμνηση – επανεξέταση του παρελθόντος και η εξέταση των ανθρωπίνων
σφαλμάτων πρέπει να συνεχισθεί προς όλες τις κατευθύνσεις… επειδή όποιος
συγκατατίθεται στα εγκλήματα των άλλων ή τα ανέχεται με τη σιωπή του,
συμμερίζεται την ευθύνη τους»21. Σύμφωνα με το πνεύμα αυτό θα συνεχίσουμε την
καταγραφή των γεγονότων στο κείμενό μας.

Η Ουκρανική Γαλικία

Οι βεβιασμένες επανενώσεις με την ορθόδοξη Εκκλησία άρχισαν με την
ψευδο-σύνοδο της Λεοπόλης, πρωτεύουσας της Γαλικίας στη δυτική Ουκρανία, ζώνη
κατεχόμενη από τους σοβιετικούς συμμάχους του Χίτλερ το 1939 και η οποία τελικά
ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ένωση στο τέλος του Β΄ Παγκ. Πολέμου. Η Λεόπολη
ήταν η μητροπολιτική έδρα της ουκρανικής ελληνοκαθολικής Εκκλησίας, στην οποία
ανήκε το μεγαλύτερο μέρος του λαού της δυτικής Ουκρανίας. Η μοναδική ορθόδοξη
Εκκλησία όλης της περιοχής ήταν η ορθόδοξη πολωνική Εκκλησία. Η ρωσική
ορθόδοξη Εκκλησία δεν αντιπροσωπευόταν καθόλου στη δυτική Ουκρανία. Υπό το
φως αυτών των γεγονότων μονάχα τα τωρινά παράπονα των ρώσων Ορθοδόξων, που
τόσο συχνά επαναλαμβάνονται και ευρέως διατυμπανίζονται, σχετικά με την
απώλεια… περίπου όλων των εκκλησιών τους στη Γαλικία, λόγω της ουκρανικής
ελληνοκαθολικής Εκκλησίας, δεν είναι άλλο από αναληθή συνθήματα22. Τον χειμώνα
1944-45 η σοβιετική κυβέρνηση απαγόρευσε οποιαδήποτε επαφή της ουκρανο-
καθολικής ιεραρχίας με τον ίδιο τον λαό και τον κλήρο της. Τότε επίσης άρχισε μια
προσπάθεια αναγκαστικών συναντήσεων, με την ανάλογη προπαγάνδα για την ένωση
των Ουκρανών καθολικών με τη ρώσικη ορθόδοξη Εκκλησία23. Οι αντιτιθέμενοι
συλλαμβάνονταν και βασανίζονταν. Τον Απρίλη του 1945 ήδη όλη η
ελληνοκαθολική ιεραρχία φυλακίστηκε. Η σοβιετική κυβέρνηση αναγνώρισε ως μόνη
εξουσία της καθολικής Εκκλησίας της Ουκρανίας μια «Ομάδα πρωτοβουλίας»,
αποτελούμενη από τρεις καθολικούς ιερείς, (διορισμένους να προαγάγουν τα σχέδια
της κυβέρνησης), δασκαλεύοντάς τους να συμπληρώσουν τη λίστα των ονομάτων του
κλήρου που αρνείται να αναγνωρίσει την εξουσία τους… Υπό την προστασία της
αστυνομίας, η «Ομάδα πρωτοβουλίας» οργάνωσε μια εκστρατεία με απειλές και
πιέσεις. Η σοβιετική πολιτική αστυνομία (NKVD) ασκούσε πίεση στον κλήρο που
δίσταζε να υπογράψει μια αναφορά – αίτηση ένωσης με τη ρωσική Ορθοδοξία.
Όποιον δεν υπέγραφε τον περίμενε φυλάκιση. Προς το τέλος του Φλεβάρη δεκατρείς
ιερείς προσχώρησαν στη ρωσική Ορθοδοξία, στο Κίεβο και δυο ανύπαντρα μέλη της
«Ομάδας πρωτοβουλίας» ονομάστηκαν, μυστικώς χρισθέντες, ορθόδοξοι επίσκοποι.
Ο επικεφαλής τους, έγγαμος ιερέας, ανυψώθηκε στον βαθμό του πρωθιερέα, στον
υψηλότερο βαθμό που υπάρχει για τους έγγαμους ιερείς24 .

Στις 8-10 του Μάρτη 1946 μια «σύνοδος», σκηνοθετημένη, στη Λεόπολη υπό
τη διεύθυνση της «Ομάδας πρωτοβουλίας», με 216 τρομοκρατημένους ιερείς και 19
λαϊκούς πιστούς, κατάργησε την Ένωση της Brest (1596) με την αξίωση ότι το εκεί
συμβάν δεν αφορούσε παρά μόνο μια Σύνοδο της ουκρανο-καθολικής Εκκλησίας.
Μέχρι σήμερα η ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία αγνοεί την εγκυρότητά της και αρνείται
πάντα να πάρει θέση είτε για τη «σύνοδο» είτε για τις συνέπειες της φάρσας. Όμως,
επειδή οι υπεύθυνοι της ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας γνωρίζουν καλά ότι όλη η
ιεραρχία της ουκρανο-καθολικής Εκκλησίας το 1946 βρισκόταν στη φυλακή και ότι
το Προεδρείο της σκηνοθετημένης συνόδου, εκ των πραγμάτων είχε γίνει ορθόδοξο,
τα πάντα έμειναν κρυφά. Στην όλη διαδικασία ακολούθησαν ομαδικές κρατήσεις,
ανακρίσεις, καταγγελίες, δίκες, περιορισμοί και εξορίες που κατέληγαν σε μαρτύριο
και σε σκοτωμούς αναρίθμητους.

Από τότε, η ιεραρχία της ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας διέδινε πάντα ότι το
συμβάν της «συνόδου» του 1946… ήταν μια κανονικώς νόμιμη σύνοδος της
ουκρανικής ελληνο-καθολικής Εκκλησίας, η οποία ελεύθερα και νομίμως κατάργησε
την «εξαναγκαστική» ένωση του 1596 της Brest…

Μέχρι σήμερα αρνούνται να την αποκηρύξουν και να την καταδικάσουν25. Τα
πρακτικά της «συνόδου» δημοσιεύτηκαν στα ουκρανικά, στη Λεόπολη, τον ίδιο
χρόνο 1946. Το 1982 το Πατριαρχείο της Μόσχας δημοσίευσε ένα κείμενο – εκδοχή
αυθαίρετα νοθευμένη στα ρωσικά και στα αγγλικά για την 45η επέτειο της
ντροπιαστικής φάρσας…

Η ελληνοκαθολική Εκκλησία της Ουκρανίας δεν είχε εξαφανιστεί, αλλά
αναγκάστηκε να υπάρχει ως εκτός νόμου κρυφή Εκκλησία της σιωπής, για να
αναδυθεί πληγωμένη, ακόμη όμως πιο ισχυρή, το 1989, όταν επιτέλους της δόθηκε η
ελευθερία. Τότε πάλι όλη η ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία της δυτικής Ουκρανίας:
κλήρος, ενορίες και πιστοί επανήλθε μαζικά στην καθολική Εκκλησία.

Στην Πέραν των Καρπαθίων περιοχή

Η μοίρα των Ρουσσίνων ή των Ρουθηνών ελληνοκαθολικών της Πέραν των
Καρπαθίων περιοχής της Τσεχίας – Σλοβακίας δεν άργησε να ακολουθήσει 26. Τον
Ιούνιο 1945 η περιοχή αυτή ενσωματώθηκε στη σοβιετική Δημοκρατία της
Ουκρανίας. Με την ονομασία ενός ρώσου ορθόδοξου Επισκόπου όλες οι εκκλησίες
ανακηρύχθηκαν ως κρατική ιδιοκτησία και οι βυζαντινο-καθολικές εκκλησίες ως
υποτελείς και δοσμένες στους Ορθόδοξους. Την πρώτη Νοεμβρίου 1947 ο βυζαντινο-
καθολικός επίσκοπος Θεόδωρος Romz’a της πόλης Mocachero δολοφονήθηκε από
τους Σοβιετικούς27. Τον Ιούνιο 1948 ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Makarij Oksijiuk
της Λεόπολης28, πράκτωρ της κυβέρνησης στην «επανένωση» της Λεόπολης (1946),
στάλθηκε στην περιοχή. Τον Φλεβάρη 1949 οι Σοβιετικοί του παραχώρησαν τον
καθολικό καθεδρικό ναό της πόλης Uz’horod, αν και δεν χρειάστηκε εδώ καμιά
ψευδο-σύνοδος, όπως είχε γίνει στη Λεόπολη το 1946. Το αποτέλεσμα δεν ήταν
διαφορετικό απ’ τη μοίρα που είχε η Γαλικία: κρατήσεις, διωγμοί, εξορίες. Η
καθολική Εκκλησία δεν αφανίστηκε, αλλά έγινε Εκκλησία των κατακομβών μέχρι
την ημέρα που αναδύθηκε με την ανατολή της ελευθερίας της το 1989.

Ρουμανία

Η εξαναγκαστική «αποκατάσταση» (reintegirea), ή ενσωμάτωση σύμφωνα με
τον ρουμανικό ευφημισμό, της ελληνοκαθολικής Εκκλησίας της Ρουμανίας στην
ορθόδοξη Εκκλησία της χώρας έγινε… κατά την ψευδο – ένωση της Alba Julia το
194829 . Το 1947 η κυβέρνηση αναδιοργάνωσε την ορθόδοξη ιεραρχία. Ο
Μητροπολίτης της Μολδαβίας αντικαταστάθηκε από τον Ιουστινιανό Marina (1901-
1977), που εκλέχτηκε Πατριάρχης στις 24 Μαϊου 1948. Στις 4 Αυγούστου ο νέος
νόμος περί λατρείας απαγόρευε τις σχέσεις με όλες τις ξένες θρησκευτικές
οργανώσεις, κόβοντας έτσι ή απομονώνοντας τους Καθολικούς από τη Ρώμη, και
εξασφάλισε, για λόγους ευνόητους, την κατάργηση της νομικής αναγνώρισης κάθε
θρησκευτικού οργανισμού. Όλες οι ιδιοκτησίες των εκτός νόμου Εκκλησιών
περνούσαν στο Κράτος. Η κυβέρνηση ενορχήστρωσε μια έντονη καμπάνια για μια
επανένωση με την Ορθοδοξία και ο πατριάρχης Marina εξαπέλυσε απειλές στους
Ελληνοκαθολικούς για μια επιστροφή στην Ορθοδοξία, για λόγους εθνικής…
ενότητας.

Οι ελληνοκαθολικοί ιερείς βασανίστηκαν, τρομοκρατήθηκαν, συνελήφθησαν.
Τον Σεπτέμβρη 1948, περίπου 430 εξ αυτών υποχρεώθηκαν να υπογράψουν μια
διακήρυξη που εξουσιοδοτούσε αντιπροσώπους για να σκηνοθετήσουν την
επιστροφή στην Ορθοδοξία. Την πρώτη Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου 38 ιερείς
μεταφέρθηκαν στην πόλη Cluj για ένα «συνέδριο», υπό αστυνομική παρακολούθηση!
36 ιερείς (επειδή δυο κατόρθωσαν να ξεφύγουν) υπέγραψαν «κατ’ απόλυτη
ομοφωνία» μια απόφαση, που ήταν προπαρασκευασμένη από την κυβέρνηση, για
επανένωσή τους με την ορθόδοξη Εκκλησία. Στις 13 Οκτωβρίου οι ιερείς
μεταφέρθηκαν στο Βουκουρέστι να παρουσιάσουν τη δήλωση στον πατριάρχη
Marina και στη σύνοδό του, ενώ στις 21 Οκτωβρίου στην Alba Julia, μπροστά σε μια
μεγάλη συγκέντρωση, όπου ήταν παρόντες 300 ιερείς, διαβάστηκε η απόφαση που
διέκοπτε την ένωση με τη Ρώμη και επανασυνέδεε τους ελληνοκαθολικούς στην
ορθόδοξη Εκκλησία. Την ίδια μέρα ο Marina τέλεσε μια ευχαριστήρια τελετή στον
ελληνο-καθολικό μητροπολιτικό ναό. Η στατιστική υπηρεσία και τα γεγονότα
παρουσιάζουν αυτή την ατιμία σαν δικαιολογημένη απάντηση στην απόφαση για
ένωση με τη Ρώμη, που είχαν υπογράψει, διακόσα πενήντα χρόνια πριν, 38 ορθόδοξοι
ιερείς στην Alba Julia, ακριβώς την ίδια μέρα, το έτος 1698.

Όσοι αντιστάθηκαν στην καταναγκαστική «αποκατάσταση» πέρασαν στην
παρανομία ή συνελήφθηκαν, ενώ όλοι οι ελληνο-καθολικοί επίσκοποι φυλακίστηκαν.
Τον Δεκέμβρη 1948, επέτειος της Ένωσης όλων των Ρουμάνων (1918), η κυβέρνηση
διακήρυξε ότι η «Ενωτική Εκκλησία» είναι πλέον ανύπαρκτη και έκανε κατάσχεση
όλης της ιδιοκτησίας της, εκτός από τις ενορίες που δόθηκαν, όπως ήταν και με ό,τι
είχαν, στους Ορθοδόξους. Από όλους τους ελληνο-καθολικούς ιερείς απαιτήθηκε
«πιστοποιητικό Ορθοδοξίας», ακόμη και για λόγους κοινωνικούς: Οι έγγαμοι εξ
αυτών, με την οικογένειά τους, ήταν αναγκασμένοι ή να συγκατατεθούν ή να
εγκαταλείψουν τις οικογένειές τους. Υπολογίζεται ότι 45% του ενοριακού κλήρου,
περίπου 300 ιερείς, ως επί το πλείστον ενοριών των χωριών, υποχώρησε στην όλη
κατάσταση και παρέμειναν στις θέσεις τους. Είναι γνωστό ότι πολλοί απ’ αυτούς
έμειναν, στο βάθος της καρδιάς τους, καθολικοί. Ενημερωμένοι καθολικοί εκτιμούν
ότι στην αρχή, μονάχα μια χούφτα καθολικών ιερέων αποδέχτηκε ελεύθερα την
Ορθοδοξία.

Η «αποκατάσταση», στη Ρουμανία επιτεύχθηκε με μια σπάνια αγριότητα,
ξεκινώντας με το κλείσιμο στις φυλακές 600 ιερέων. Αναφέρεται ότι 200 απ’ αυτούς
ξέμειναν στη φυλακή, ενώ 400 καταδικάστηκαν30. Όλοι οι επίσκοποι πέθαναν
εξορισμένοι. Αλλά η Εκκλησία τους συνέχιζε να ζει όπως – όπως και να κρύβεται. Οι
πιστοί αντιδρούσαν απεγνωσμένα για να μη κατασχεθούν οι εκκλησίες τους. Στις 31
Οκτωβρίου (1948) ο ορθόδοξος μητροπολίτης της πόλης Sibiu χρειάστηκε τη βοήθεια
της κομμουνιστικής αστυνομίας για να μπει (ως κάτοχος πλέον) στην ελληνο-
καθολική μητρόπολη της πόλης Blaj. Διαβάζοντας τα άρθρα στον ορθόδοξο τύπο
(των ετών 1956 – 1957), άρθρα που ανακαλούν στη μνήμη οι πρέπει να ενισχυθεί η
«αποκατάσταση, φαίνεται ότι η αντίσταση δεν αποδυναμωνόταν. Το 1955 οι
τελευταίοι τρεις ελληνοκαθολικοί επίσκοποι που ζούσαν ακόμη μεταφέρθηκαν από
τη φυλακή τους και απομονώθηκαν σε ορθόδοξα μοναστήρια ξαναρχίζοντας μυστικές
επαφές με τον κλήρο και με πιστούς. Η εκτός νόμου Εκκλησία τους έπαιρνε
περισσότερο θάρρος στη δράση της. Αυτό όμως έγινε αφορμή για να επαναληφθούν
το 1957 καινούργιες υποδειγματικές δίκες με αποφάσεις που ήταν ιδιαίτερα
αυστηρές: καταδίκη, πρόσθετη στις άλλες, σε οκτώ, δεκαπέντε μέχρι και εικοσιπέντε
χρόνια.

Μπροστά σ’ όλα αυτά, μέγα μέρος της ρουμανικής ορθόδοξης Εκκλησίας
(αλλά όχι όλοι οι Ρουμάνοι ορθόδοξοι) παρέμενε παθητικός θεατής της
εξαναγκαστικής επανένωσης. Σημαντικό _______είναι ότι 68 ορθόδοξοι ιερείς φυλακίστηκαν
επειδή αρνήθηκαν να πάρουν τις καθολικές εκκλησίες που τους όριζαν. Το
Συμβούλιο των εν εξορία ρουμανικών πολιτικών κομμάτων καταδίκασε δημοσίως
την κατάργηση της ελληνοκαθολικής Εκκλησίας της Ρουμανίας. Αλλά αν ο
πατριάρχης Marina ήταν οπαδός της «αποκατάστασης», ένα μέρος του παλαιού
κλήρου τον υποστήριζαν, ενώ ένας εξ αυτών τόλμησε να εκφράσει την αντίθεσή του.
Το 1973 οι ορθόδοξοι επίσκοποι ρουμάνοι ζήτησαν αυτόχρημα στην Κυβέρνηση να
είναι πιο αυστηρή με τους αντιδρούντες Ενωτικούς. Οι καιροί όμως είχαν αλλάξει. Η
Κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη ότι δεν ήταν πλέον δυνατό να λυθεί το πρόβλημα
αυτό, προσδοκούσε να μεταστρέψει τους ανυποχώρητους ελληνοκαθολικούς
Ρουμάνους στο λατινικό λειτουργικό τυπικό.

Η ανάσταση αυτής της τόσο εξασθενισμένης και αποδεκατισμένης31
Εκκλησίας, που όμως ζούσε ακόμα (υπό το βάρος σθεναρών διαμαρτυριών των
Ορθοδόξων, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε με προσοχή), μετά την πτώση του
συστήματος του Τσαουσέσκου, γίνεται η απόδειξη της ψευδολογίας των ορθοδόξων
αξιώσεων ότι η «επανένωση» του 1948 ήταν ελεύθερη.

Τσεχοσλοβακία

Τελικά, η ψευδο-Σύνοδος του Preeov, μια συνάντηση σκηνοθετημένη από
τους κομμουνιστές το 1950, ενσωμάτωσε δια της βίας την ελληνοκαθολική Εκκλησία
των 305.000 πιστών στην ορθόδοξη32 . Στο τέλος του Β΄ Παγκ. Πολέμου η ορθόδοξη
Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας (35.000 πιστών) τέθηκε υπό την εξουσία-δικαιοδοσία
της Μόσχας και ένας Ρώσος ονομάστηκε επίσκοπος ορθόδοξος της πόλης Preeov.
Μετά μια καμπάνια ενορχηστρωμένη από την Κυβέρνηση που προσκάλεσε μόνο
εννέα ελληνοκαθολικούς ιερείς, οργανώθηκε μια «Διάλεξη ελληνοκαθολική» (sjasd)
στις 28 Απριλίου 1950 στο ξενοδοχείο C’ ierny Orol (Ο Μαύρος Αετός) στην πόλη
Preeov της ανατολικής Σλοβακίας, έδρα ακριβώς του ελληνο-καθολικού επισκόπου.
Αν και μετονομάστηκε αργότερα «Η ιστορική Σύνοδος (Sobor) των ελληνο-
καθολικών ιερέων και των πιστών» οι 820 παρόντες, συμπεριλαμβανομένων των
εκατό ελληνοκαθολικών ιερέων, απ’ τους οποίους μονάχα δώδεκα υποστήριζαν τη
σύνοδο, δεν είχαν καν ενημερωθεί για τον σκοπό της συνάντησης33 .
Μετά τις επεμβάσεις – ομιλίες που εξυμνούσαν τη Σοβιετική Ενωση και τη
ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία, (χτυπώντας βέβαια την καθολική Εκκλησία και το
Βατικανό), έγιναν δεκτές «με επιδοκιμασίες» επειδή φυσικά εξανέμιζαν την ένωση με
τη Ρώμη. Οι ελληνοκαθολικοί επίσκοποι Pavol P. Gojdic και ο βοηθός του Vasil
Hopko φυλακίστηκαν, ο ελληνοκαθολικός μητροπολιτικός ναός κατασχέθηκε με βία
και μέσα εκεί τελέστηκε ορθόδοξη ευχαριστηριακή ακολουθία.

Ένα διάταγμα της Κυβέρνησης, 27 Μαΐου 1950 που επικύρωνε τις αποφάσεις
της «ιστορικής συνόδου» διεκπεραίωνε όλη την ιδιοκτησία της καθολικής Εκκλησίας
στην ορθόδοξη και ανακοίνωνε ότι «Από τώρα και στο εξής, κάθε πρόβλημα που θα
έχει σχέση με τους πρώην ελληνοκαθολικούς ιερείς (είτε σχετικά με το πρόσωπό
τους, την αμοιβή τους ή την κατοικία τους, όλα τα αρμόδια κρατικά και πολιτειακά
κέντρα να αποτείνονται στους επισκόπους της ορθόδοξης Εκκλησίας». Με το
διάταγμα αυτό, όλοι οι ελληνοκαθολικοί ιερείς, που οι περισσότεροι ήταν έγγαμοι και
είχαν την οικογένειά τους, βρέθηκαν στην αυθαίρετη διάθεση της ορθόδοξης
εξουσίας για θέματα κατοικίας και μέσων επιβίωσης. Όσοι δέχτηκαν το πέρασμα
στην ορθόδοξη Εκκλησία αφέθηκαν ελεύθεροι στις ενορίες τους. Όλοι οι άλλοι
καταδιώχτηκαν, απομονώθηκαν για ένα χρόνο περίπου και τελικά εξορίστηκαν.
Λιγότεροι από εκατό ιερείς, σε σύνολο 340, πέρασαν στην Ορθοδοξία34.
Υπολογίζεται ότι οι μισοί απ’ τους ιερείς που πέρασαν στην Ορθοδοξία έμειναν σε
έντιμη σχέση σε περιπτώσεις συνάντησης με την καθολική Εκκλησία, όπως έκαναν
και οι 230 ιερείς που αναγκάστηκαν να πάνε εξορία στις τσέχικες περιοχές μακριά
από τη γενέτειρά τους, τη Σλοβακία.

Τις μέρες «της Άνοιξης της Πράγας» (1968), με τον Dubcek (Ντούμτσεκ), η
ελληνοκαθολική Εκκλησία δεν είναι πλέον εκτός νόμου. Ένα διάταγμα της
Κυβέρνησης, (13 Ιουνίου 1968) την νομιμοποίησε35. Στις ενορίες οργανώθηκαν τότε
δημοψηφίσματα και ο λαός επέστρεψε ομαδικώς στην ελληνοκαθολική Εκκλησία.
Μερικές φορές δημιουργήθηκαν επεισόδια μη-ανοχής και βίας και από τα δύο μέρη,
κυρίως όταν οι Ορθόδοξοι, εκεί που μειοψηφούσαν στα ενοριακά δημοψηφίσματα,
αρνούνταν να επιστρέψουν τις εκκλησίες. Η ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή είχε χάσει
την υπόληψή της γιατί είχε συνεργαστεί με την προηγηθείσα κομμουνιστική εξουσία
βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Οι ελπίδες της για μια καινούργια σοβιετική εισβολή το
1968, εισβολή που θα μπορούσε να καταπνίξει την καθολική ανάσταση, δεν
πραγματοποιήθηκαν. Η κυβέρνηση, που ήταν ακόμα κομμουνιστική, έκλεισε τα
ενοριακά δημοψηφίσματα την άνοιξη του 1969. Οι Ορθόδοξοι είχαν πλειοψηφήσει
μονάχα σε 5 από τις 210 ενορίες. Για να γλιτώσει από την αμηχανία ή δύσκολη
το εξής: Η αίθουσα του ξενοδοχείου όπου έγινε η συνάντηση για τη σύνοδο έχει χώρο για 820 άτομα.

Στο τέλος της συνάντησης η αίθουσα δεν ήταν μόνο γεμάτη, αλλά πολλά άτομα έστεκαν έξω, επειδή
παρά την όλη φάρσα, η αστυνομία συνέχιζε να μεταφέρει «αντιπροσώπους» κουβαλώντας μάλιστα
και φοιτητές των ανωτάτων σχολών. Μεταξύ αυτών όλων, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές της
κυβέρνησης, ήταν παρόντες 100 από τους 340 ελληνο-καθολικούς ιερείς ακόμη εν υπηρεσία. Ενας
δημοσιογράφος μιλά για 80 ιερείς, και ότι ο τότε Υπουργός Θρησκευμάτων αναγνώρισε τελικά
αργότερα πως όλοι κι όλοι οι ιερείς ήταν μονάχα 40.
Με την κατάσταση που δημιουργούσαν τα ενοριακά δημοψηφίσματα, η Κυβέρνηση έβγαλε
μια διαταγή να μη συνεχιστούν. Οι 205 ενορίες που διακηρύχτηκαν καθολικές
παραχωρήθηκαν στους καθολικούς. 87 ενορίες παρέμειναν στους Ορθοδόξους, έστω
και αν μονάχα σε 5 εξ αυτών είχαν την πλειοψηφία.
Τότε, 79 ορθόδοξοι ιερείς έγιναν καθολικοί και προστέθηκαν στους 166 που
είχαν παραμείνει καθολικοί τα χρόνια της κατάργησης της ελληνοκαθολικής
Εκκλησίας τους. Τελικά, η καθολική Εκκλησία επανέκτησε τότε το 19% των πιστών
της, ενώ δέκα με δεκαπέντε χιλιάδες εξ αυτών επέλεξαν να παραμείνουν Ορθόδοξοι.
Η απογραφή του 1991 που είχε γίνει στην Τσεχοσλοβακία το 1991 κατέγραψε
188.397 Ελληνοκαθολικούς και 53.613 Ορθοδόξους σε μια χώρα που σήμερα είναι
χωρισμένη σε δύο ελεύθερα και ανεξάρτητα Κράτη.

Πενήντα χρόνια συκοφαντιών

Αυτά είναι τα γεγονότα. Η ιστορία είναι σημαντική για πολλούς λόγους. Πριν
απ’ όλα αποδεικνύει με αποδείξεις πόσο ψεύτικη είναι η κατηγορία ενάντια στην
Καθολική Εκκλησία ότι «ξαναεπινόησε» ή «νεκρανάστησε» την πεθαμένη και
θαμμένη «ουνία», διακόπτοντας έτσι τον οικουμενικό διάλογο μεταξύ Καθολικών και
Ορθοδόξων. Μια πιο προσεκτική ανάγνωση που να ανταποκρίνεται στα ιστορικά
γεγονότα μάς οδηγεί στην παραδοχή των γεγονότων που ακολουθούν. Οι Ανατολικοί
Καθολικοί υποχρεώθηκαν στην παρανομία για 40 χρόνια από τον πιο βίαιο και
σκληρό διωγμό στην ιστορία του χριστιανισμού. Παρόλο που πραγματοποιήθηκε από
το σταλινικό καθεστώς, υπάρχουν πολλές αδιάσειστες μαρτυρίες που βεβαιώνουν ότι
ο διωγμός στηριζόταν άμεσα από τη συνεργασία ορισμένων τουλάχιστο επισκόπων
και εξουσιοδοτημένων ορθοδόξων εκπροσώπων. Κάθε περίπτωση πρέπει να
αντιμετωπίζεται χωριστά και η δικαιοσύνη απαιτεί να αποφεύγονται οι γενικεύσεις.
Δεν χωρεί, όμως, αμφιβολία ότι αμφιλεγόμενες προσωπικότητες όπως ο πατριάρχης
Justinian Marina στη Ρουμανία36 και ο αρχιεπίσκοπος Makarij Oksijuk στη Λεόπολη
και στην Τρανσκαρπαθία συμμαετείχαν ενεργά στα ιστορικά εγκλήματα ενάντια στην
ανθρωπότητα. Ένας από τους μεγαλύτερους ρουμάνους ορθοδόξους ιδεολόγους της
εποχής μας, ο ορθόδοξος ιερέας Dumitru Staniloae (+ 5 Οκτωβρίου 1993) προφορικά
στήριξε ολόψυχα τη μαζική αυτή παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων,
ισχυριζόμενος ότι «η επανένωση [των Ελληνοκαθολικών με την Ορθόδοξη Εκκλησία
του 1948] υπήρξε απόλυτα ελεύθερη και αυθόρμητη»37. Ο ισχυρισμός αυτός δεν
αποτελεί μόνο καταφανέστατο ψέμα αποτελεί στυγνή άρνηση των σκληρών
βασανιστηρίων που επιβλήθηκαν στους μάρτυρες38.

Ως συνέπεια του γεγονότος, έγκυροι εκπρόσωποι των ορθοδόξων για
περισσότερα από 50 χρόνια έθρεψαν την απεχθή και ψευδή καμπάνια γύρω από τη
ζωή και την ιστορία των ελληνοκαθολικών Εκκλησιών και την «επανένωσή τους με
τη Μητέρα Εκκλησία» των ετών ΄40, προπάντων τις ψευδείς διαβεβαιώσεις του
πατριάρχη Justinian Marina, που δημοσιεύτηκαν στον τύπο κατά την επίσκεψή του
στο Βέλγιο το 197239. (Διαβεβαιώσεις που ο δυτικός τύπος διακωμώδησε όπως
άρμοζε).

Επίσης, το 1987, την εποχή του Γκορμπατσώφ, κατά την οποία η κολακεία για
τη γραμμή του Κόμματος δεν αποτελούσε πλέον όρο ζωής ή θανάτου, ο τότε
πατριάρχης της Μόσχας Ποιμήν, ψευδόταν ασύστολα αναφερόμενος σ’ αυτά τα
γεγονότα στον ιταλό δημοσιογράφο _______Alceste Santini.

Οι ανθενωτικοί προσανατολισμοί των πιστών της Γαλικίας και της
Τρανσκαρπαθίας ενισχύθηκαν ιδιαίτερα στη διάρκεια του τελευταίου πολέμου, όταν
η ιεραρχία των Ενωτικών παρατάχτηκε με τους εχθρούς της πατρίδας τους εισβολείς
γερμανούς ναζιστές. Και γι αυτό η κατάργηση της ένωσης που εκφράστηκε στις
Συνόδους του 1946 στη Lvov (Λεόπολη) και του 1949 στη Mukachevo, προκάλεσε
μεγάλη ικανοποίηση στους πιστούς της Γαλικίας και της Τρανσκαρπαθίας40 .
Η υπόθεση ανάμεσα στην ουκρανο-καθολική ιεραρχία και τους ναζιστές είναι
μια συκοφαντία που επαναλήφτηκε συχνά από τους Σοβιετικούς, οι οποίοι, μην το
λησμονούμε ποτέ, ήταν σύμμαχοι του Χίτλερ κατά την εισβολή στην Πολωνία και
στη δυτική Ουκρανία το 193941. Φυσικό είναι, ύστερα από 21 χρόνια σοβιετικής
διακυβέρνησης, καθένας στη Σοβιετική Ένωση να θεώρησε τους Γερμανούς ως
απελευθερωτές 42. Μπορούμε βέβαια να υποθέσουμε για ποια «πατρίδα» μιλούσε ο
πατριάρχης Ποιμήν όταν έλεγε ότι οι καθολικοί επίσκοποι δεν ήταν ειλικρινείς,
εφόσον πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ελληνοκαθολική Εκκλησία για
την οποία γίνεται λόγος ήταν υποταγμένη στην Αυστρία, ύστερα η Πολωνία και η
Τσεχοσλοβακία αλλά όχι στη Ρωσία ή στη Σοβιετική Ένωση. Επίσης, καμιά σύνοδος
δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ στη Mukachevo, όπως πολύ καλά γνώριζε ο Ποιμήν
εξηγήσαμε πολύ καλά ποια είναι η αλήθεια για τη «σύνοδο» της Λεόπολης.

Αυτό είναι μόνο ένα από τις δεκάδες παραδείγματα που έχω στο αρχείο και
αφορά τις ψεύτικες αποστασίες του παρελθόντος από μέρους των πιο υψηλά
ιστάμενων ορθόδοξων αρχών στη σοβιετική επικράτεια, μια αποστασία που
γελοιοποιήθηκε ακόμα πιο πολύ, όταν οι μυστικοί πράκτορες της σοβιετικής ένωσης,
υπεύθυνοι για την ενορχήστρωση της καταιγιστικής «συνόδου της Λεόπολης» του
1949, στο μεταξύ αποκάλυψαν τα πάντα πάνω στην υπόθεση 43.
Εκτός από ορισμένους διαφωνούντες μοναχούς που καταδικάστηκαν από την
εξουσία της Εκκλησίας τους και από μερικούς επόπτες λαϊκούς καλής θέλησης, όπως
ο Andrej Sacharov, υπήρξαν ορισμένοι βραδυκίνητοι και απρόθυμοι να παραδεχτούν
την αλήθεια από μέρους των επίσημων εκπροσώπων των ορθοδόξων Εκκλησιών. Το
να διαιωνίζουν το ψέμα απέβαινε ενοχλητικό και αντιπαραγωγικό όταν ο παγκόσμιος
τύπος, επιτέλους ενδιαφερόταν για το θέμα και άρχισε να δημοσιεύει την αληθινή
ιστορία. Στο μεταξύ, μετά από την πτώση του κομμουνισμού, οι εκτός νόμου ελληνο-
καθολικές Εκκλησίες, πολλά από τα μέλη των οποίων (σχεδόν όλοι της Γαλικίας και
της Τρανσκαρπαθίας πολύ λιγότερο στη Ρουμανία για ιστορίες και περιστάσεις
διαφορετικές) είχαν μείνει πιστά στις πεποιθήσεις τους, βγήκαν από τις κατακόμβες,
στις οποίες είχαν κλειστεί. Άρχισαν να απαιτούν την κληρονομιά τους και διέψευδαν
τις συστηματικές συκοφαντίες που διέδιναν γι αυτούς και για την ιστορία τους τα
τελευταία πενήντα χρόνια. Όπως είναι φανερό δεν επρόκειτο για «αναγέννηση της
Ουνίας», αλλά για το τέλος των διωγμών και της γεμάτης ντροπή συνωμοσίας της
σιωπής.

Με τα ιστορικά δεδομένα, κανένας σωστός και καλής θέλησης άνθρωπος δεν
απορεί για τις τωρινές εντάσεις ανάμεσα στους ανατολικούς καθολικούς και τους
Ορθοδόξους της πρώην Σοβιετικής Ένωσης οι οποίοι αρνούμενοι να απορρίψουν
τελεσίδικα και επίσημα της εξαναγκαστικές «επανενώσεις» του 1946-1950,
συνεχίζουν να σιωπούν.

«Η κάθαρση και ο εξαγνισμός της μνήμης»

Αναπόφευκτα, η επανεμφάνιση, μετά την εκτός νόμου ύπαρξη των
ανατολικών – καθολικών Εκκλησιών που ήταν διωκόμενες οδήγησε σε θρησκευτικές
συγκρούσεις και στην επανεμφάνιση της παραδοσιακής αντιρωμαϊκής υστερίας των
Ορθοδόξων44. Ενώ οι Καθολικοί αντιμετωπίζουν το πρόβλημα μέσα από μια οδυνηρή
συχνά εξέταση της συνείδησης, πολλά γραπτά των Ορθοδόξων πάνω στο θέμα,
εντονότατα μονόπλευρα, δεν είναι άλλο από ένα μείγμα υστερίας και ψεμάτων. Όσο
κι αν είναι οδυνηρό για όποιον διαθέτει ελάχιστη νοημοσύνη και χριστιανικό πνεύμα,
σχεδόν όλοι (εκτός από δύο τοπικές ορθόδοξες εκκλησίες που σαμποτάρουν
συστηματικά το διάλογο) συμφωνούν ότι ο οικουμενικός διάλογος ανάμεσα σε
Καθολικούς και Ορθοδόξους οφείλει να συνεχίσει. Πώς όμως; Οποίος είναι καλής
θέλησης από τα δυο μέρη, συμφωνεί ότι η «Ουνία» (ο συνιτισμός), όπως την
περιέγραψα, πρέπει να απορριφθεί ως μέθοδος απαράδεκτη για το μέλλον. Με το
παρελθόν όμως πρέπει να ασχοληθούμε, γιατί αυτό το παρελθόν είναι το πραγματικό
πρόβλημα που μπλοκάρει την μελλοντική πρόοδο.

Γι αυτό, πρόσφατα, ο πάπας Ιωάννης-Παύλος 2ος καλεί επανειλημμένα «στην
κάθαρση και στον εξαγνισμό της μνήμης» ως μέθοδο να αντιμετωπίσουμε το
παρελθόν.

Από δική μου τοποθέτηση ως ιστορικού, αυτό απαιτεί από τα δύο μέρη, μια
αντιπαράθεση γύρω από το κοινό παρελθόν με ιστορική αντικειμενικότητα και με
αλήθεια ανάλογη της ευθύνης μας. Ζητώντας συγνώμη και αμέσως γυρνώντας σελίδα
για να στραφούμε προς το μέλλον που ελπίζουμε καλύτερο. Μπορούμε να
αναστρέψουμε το μέλλον, όχι όμως το παρελθόν (αυτό μόνο οι κομμουνιστές
ιστορικοί το κατορθώνουν). Η πικρή κληρονομιά αυτού του παρελθόντος είναι αυτό
που μπλοκάρει κάθε οικουμενική πρόοδο. Αντιπαλότητα που δημιουργήθηκε από
αυτό το οδυνηρό παρελθόν, και η οποία είναι βαθιά ριζωμένη στους χριστιανούς της
Ανατολής, καθολικούς και ορθοδόξους ενώ σ’ ένα κοινό δυτικό φαίνεται υπερβολική
και μάλιστα τόσα χρόνια μετά… παιδική και αστεία. Όλα αυτά επιβεβαιώνουν την
ανάγκη για «κάθαρση και εξαγνισμό της μνήμης».

Στη διπλή διαδικασία, του κοιτάζω το παρελθόν και στροφή προς ένα
καλύτερο μέλλον, το δεύτερο βήμα είναι έργο του επίσημου διαλόγου ανάμεσα στις
δύο Εκκλησίες μας. Το πρώτο βήμα όμως, η «κάθαρση και ο εξαγνισμός της μνήμης»
αφορά όλους.

Ούτως ή άλλως η φροντίδα – θεραπεία της ιστορικής μνήμης είναι το πιο
δύσκολο βήμα. Έθνη και λαοί δεν ζουν με την ιστορία τους, αλλά με τους μύθους
τους. Όπως γράφει ένας ιστορικός – εννοώ, τον Timothy Garton Ash – «το έθνος
είναι μια ομάδα ανθρώπων που έχει την ίδια εσφαλμένη αντίληψη της κοινής τους
ιστορίας». Σ’ αυτά τα πλαίσια, θα ήθελα να προτείνω κάποια ερμηνευτική αρχή που
θεωρώ ουσιαστική για να φθάσουμε σε μια ισορροπημένη αντίληψη του κοινού μας
παρελθόντος.

Ενάντια σε ό,τι φαντάζεται όποιος δεν είναι εξ επαγγέλματος ιστορικός, η
ιστορία δεν είναι το παρελθόν, αλλά η αντίληψη του παρελθόντος, που αυτή
καθεαυτή είναι πολύπλοκη πραγματικότητα. Αν επιθυμούμε ο οικουμενισμός να
προοδεύσει, πρέπει να παραμερίσουμε την περιορισμένη δική μας αντίληψη, συχνά
αγεωγράφητη, του παρελθόντος και να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε πως μας
βλέπουν οι άλλοι.

Όπως στον χριστιανισμό, όπως στην αγάπη, ο καθένας μας οφείλει ν’ αρχίσει
από τον εαυτό του. Ανήκω στο Τάγμα του Ιησού. Παρουσίασα ο,τι διαβάσατε, μετά
από μια εξέταση της συνείδησης, χωρίς συμβιβασμούς, σχετικά με τον ρόλο που
ανατέθηκε στο Τάγμα την περίοδο που ξεκινούσε το «Ενωτικό» πρόβλημα για τους
μεν, η «Ουνία» όπως την αποκάλεσαν οι άλλοι.

Ούτε μια φορά «συγνώμη» απ’ την άλλη μεριά;

Αν θέλουμε να υπάρξει οικουμενική πρόοδος, η ιστορική έρευνα δεν πρέπει
να σταματήσει στο παρελθόν και να εστιασθεί μόνο στους Ιησουίτες και στους
Καθολικούς45. Οι Ορθόδοξοι επίσης οφείλουν να φθάσουν στο σημείο να κάνουν τη
δική τους ειλικρινή εξέταση συνειδήσεως. Τα ιστορικά σφάλματα του δυτικού
χριστιανισμού: ιμπεριαλισμός, εξουσία και κατάκτηση, οδήγησαν στα εγκλήματα για
τα οποία ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ ζήτησε συγνώμη στη Ρώμη την πρώτη
Κυριακή της Σαρακοστής του 200046. Αμέσως δε αντέδρασε η ορθόδοξη πλευρά: ο
Μητροπολίτης Καλλίνικος του Πειραιά, επίσημος εκπρόσωπος της ελληνικής
ορθόδοξης Εκκλησίας47 και ο ορθόδοξος ρώσος επίσκοπος Πάβελ της Βιέννης48
απάντησαν με τη σειρά τους στο αίτημα συγνώμης του Πάπα όχι με συγνώμη ή
αίτημα συγνώμης, αλλά διακηρύττοντας ότι δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο η
Ορθοδοξία θα έπρεπε να ζητήσει συγνώμη.

Τέτοιες απαντήσεις δεν βοηθάνε σε τίποτα διότι όχι μόνο προκαλούν τον
Τύπο να εκθέσει αυτούς που μιλάνε έτσι με σαρκασμό και ειρωνεία, αλλά είναι και
ψευδείς. Ένας σύντομος κατάλογος γεγονότων, τα οποία η Ορθοδοξία θα έπρεπε να
προσέξει, αν ήθελε να εξετάσει την ιστορική συνείδηση της, μπορεί ν’ αρχίσει από τη
βυζαντινή εποχή με την αναγκαστική μεταστροφή των Εβραίων ήδη στον 4ο και 5ο
αιώνα, αλλά πολύ περισσότερο στον 6ο και 7ο, με το διωγμό των Αρμενίων και
Κοπτών μετά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), και τις αναγκαστικές ενώσεις των
Αρμενίων με την Ορθόδοξη Εκκλησία, π.χ. το 590 επί αυτοκράτορος Μαυρικίου
(582-602)49, σαφές παράδειγμα ορθοδόξου «Ουνιτισμού», που ξανάρχισε να
εφαρμόζεται στους σύγχρονους καιρούς από τη ρωσική ορθόδοξη αποστολή μεταξύ
των Ασσυρίων50 και η «Ορθοδοξία δυτικού τυπικού», που εγκαινιάστηκε στη Βόρεια
Αμερική και πιο πριν στη Γαλλία51, παρά τις επανειλημμένες _______ορθόδοξες διακηρύξεις
ότι ο «Ουνιτισμός» είναι ένα φαινόμενο αποκλειστικά δυτικό52. Σ’ αυτό μπορούμε
να προσθέσουμε την ενσωμάτωση στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, με την
πολιτική στήριξη, περιοχών, που από αιώνες, ανήκαν στο δυτικό Πατριαρχείο της
Ρώμης, και η αναγκαστική επιβολή της εκκλησιαστικής βυζαντινής εξουσίας στις
κατακτημένες περιοχές της μη ορθόδοξης Ανατολής53 ή της καθολικής νότιας
Ιταλίας54.

Πράγματι η νότια Ιταλία μάς παρέχει ένα ενδιαφέροντα παραλληλισμό με τις
Σταυροφορίες, για τις οποίες οι Ορθόδοξοι έχουν τόσο ενοχληθεί, συγχέοντας τη
χρονολογία και αντιδρώντας σαν να είχαν συμβεί χθες. Κατά το τέλος του 6ου αιώνα
η νότια Ιταλία ήταν σχεδόν αποκλειστικά λατινική, με εξαίρεση τις ελληνικές
αποικίες του Ρέτζιο, της Καλαβρίας και μερικών παραλιακών πόλεων. Αυτή η
κατάσταση δεν άργησε ν’ αλλάξει ραγδαία από τον 7ο αιώνα και μετά, όταν η
εκστρατεία του Κωστάντιου Β΄ (647-668) έδιωξε τους Σαρακηνούς από τη Σικελία,
ξαναεγκαθιστώντας εκεί και στην Καλαβρία την αυτοκρατορική και εκκλησιαστική
ελληνική ηγεμονία. Η βυζαντινή επανάκτηση της νότιας Ιταλίας θέλησε με
αποφασιστικότητα να διεισδύσει σ’ όλους τους κοινωνικο-πολιτικούς τομείς,
συμπεριλαμβανομένου του εκκλησιαστικού. Όποιος παραπονιέται για τις επιδρομές
των λατίνων Σταυροφόρων στην Ανατολή και για την εκεί εγκατάσταση λατινικών
ιεραρχιών σε ανταγωνισμό με τις αιωνόβιες δομές των ανατολικών Εκκλησιών, που
προϋπήρχαν, ξεχνά – καιροσκοπικά – πως οι Βυζαντινοί στην Ιταλία
συμπεριφέρθηκαν ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο. Η στρατιωτική τους βοήθεια κατά
των αραβικών επιδρομών στην Ιταλία δεν ήταν λιγότερο ιδιοτελής από τη λατινική
βοήθεια κατά των Τούρκων στην περίπτωση των Σταυροφοριών, και η βυζαντινή
εκκλησιαστική πολιτική στην Ιταλία οδήγησε στον εκκλησιαστικό βυζαντινισμό, που
επεβάλλετο στις περιοχές που υπέκυπταν στον πολιτικό της έλεγχο. Κατά τα μέσα
του 8ου αιώνα π.χ. οι Βυζαντινοί απάλλαξαν από τη ρωμαϊκή υπακοή και έθεσαν
κάτω από τη δικαιοδοσία του Πατριάρχη της Νέας Ρώμης τις διοικήσεις της
Καλαβρίας, της Σικελίας, του ανατολικού Ιλλυρικού και ίσως της πόλης Οτραντο –
περιοχές όλες που από αμνημόνευτα χρόνια ανήκαν στο Πατριαρχείο της Δύσης55.
Τα μεσαιωνικά και σύγχρονα παραδείγματα θα έπρεπε να συμπεριλάβουν το
αντιλατινικό πόγκρομ της Κωνσταντινούπολης στα χρόνια πριν από την 4η
Σταυροφορία (1204). Όπως καλά γνωρίζουν όσοι μελετούν την ιστορία, αντί να την
παραποιούν, η λατινική εχθρότητα προς τους Έλληνες στη επονείδιστη Τετάρτη
Σταυροφορία είχε καλά προετοιμαστεί από την ελληνική σφαγή όλων των Λατίνων
της Κωνσταντινούπολης το 118256. Δεν είναι μυστικό για τους σοβαρούς ιστορικούς
ότι οι Σταυροφόροι εγκατέλειψαν τον αρχικό τους στόχο, που ήταν οι μουσουλμάνοι
κατακτητές και επιτέθηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης την 1η Αυγούστου του
1203, διότι ο Αλέξιος ο Δ΄ ο Άγγελος (1203-1204), γιος του Ισαάκ Β΄ του Αγγέλου
(1105-1195), συν – αυτοκράτορα με τον Αλέξιο τον Δ΄, 1203-1204), τον οποίο ο
μεγαλύτερος αδελφός του Αλέξιος ο Γ΄ Άγγελος είχε απομακρύνει από το θρόνο,
αναζητούσε _______τη βοήθεια των Σταυροφόρων για ν’ ανακτήσει τον αυτοκρατορικό
θρόνο57. Επομένως η οριστική αιτία της καταστροφής δεν ήταν μια λατινική
συνωμοσία, αλλά οι μηχανορραφίες της βυζαντινής αριστοκρατίας. Αυτό φυσικά δεν
δικαιολογεί τίποτα, αλλά μια δόση αλήθειας θα μπορούσε να θέσει κάτω από ένα πιο
σωστό πρίσμα την παραδοσιακή αντιλατινική υστερία των Ορθοδόξων πάνω σ’ αυτό
το θέμα και ν’ αποδώσει τις ευθύνες στους υπαίτιους – σίγουρα όμως όχι στην
Καθολική Εκκλησία, της οποίας ο τότε Πάπας, Ιννοκέντιος ο Γ΄ (1198-1216),
καταδίκασε αυστηρά και με μη διφορούμενους όρους τις τρομερές βιαιοπραγίες των
Σταυροφόρων58.

Επιστρέφοντας στη σύγχρονη εποχή, θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε το
φρικτό και απάνθρωπο μαρτύριο του πολωνού Ιησουίτου αγίου Ανδρέα Μπομπόλα,
που οι ορθόδοξοι Κοζάκοι βασάνισαν με τον πιο άγριο τρόπο φθάνοντας στο σημείο
να γδάρουν και να κομματιάσουν το σώμα του στην πόλη Janow στις 10 Μαϊου
165759, το ρώσο-ορθόδοξο διωγμό κατά των Παλαιών πιστών στον 17ο αιώνα, την
κατάργηση από την ίδια Εκκλησία της Ρωσίας, το 1811, του Αρμενικού
Πατριαρχείου της Γεωργίας, το διωγμό και το μαρτύριο των Καθολικών της Ρωσικής
Αυτοκρατορίας μετά τη διχοτόμηση της Πολωνίας το 1772, 1773 και 1795, και την
πολωνική εξέγερση, που προκάλεσε η ρωσική καταπίεση στο δεύτερο ήμισυ του
19ου αιώνα60, κυρίως μετά την αποτυχία των πολωνικών επαναστάσεων του 1831-32
και το 1863-64, όταν καταργήθηκαν τα καθολικά μοναστήρια – 200 μόνο το 1832 –
και εξορίστηκε ο καθολικός κλήρος στη Σιβηρία. Στη διάρκεια του ίδιου αιώνα, το
1839, με Τσάρο τον Νικόλαο Α΄ (1796 – 1855), γίνονται αναγκαστικές μεταστροφές
Καθολικών και δη του λατινικού τυπικού61 στην Ορθοδοξία. Κατά τη διάρκεια της
βασιλείας του διαδόχου του, Αλεξάνδρου Β΄, (1855-1881), το 1861, διαπράχτηκε η
απαγωγή του βουλγάρου βυζαντινού καθολικού αρχιεπισκόπου Ιωσήφ Σοκόλσκι και
η εξορία του στη Ρωσία όπου πέθανε το 187962, και η επονείδιστη σφαγή απλών
ελληνοκαθολικών χωρικών στο Ντρελόβ τον Ιανουάριο του 1874 και στο Περουλίν
την 24η Ιανουαρίου του ιδίου χρόνου, όταν αυτοκρατορικά αγήματα ρώσων κοζάκων
άρχισαν να πυροβολούν τους καθολικούς πιστούς συγκεντρωμένους έξω από την
εκκλησία τους.63 Σ’ αυτό πρέπει να προσθέσουμε τον ιστορικό αντισημιτισμό των
Ρώσων. Δεν είναι δε τυχαίο ότι πόκγρομ, μια ρωσική λέξη για «σφαγή», έχει γίνει
όρος παγκοσμίως αναγνωρισμένος για ομαδικές αντισημιτικές βιαιότητες. Θα
αναφέρουμε επίσης την αναγκαστική μεταστροφή των Ελληνοκαθολικών στην
Ορθοδοξία από τους Έλληνες και τους Σέρβους κατά τη διάρκεια των βαλκανικών
πολέμων64, κτλ. Έτσι η έμπρακτη συνεργασία μερικών ηγετών Ορθοδόξων
εκκλησιών στα γεγονότα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που αναφέραμε πιο πάνω,
είναι μόνο το τελευταίο κεφάλαιο μιας μακράς ιστορίας, με απόλυτη συνέπεια, ενός
αντικαθολικού ορθοδόξου διωγμού. Είναι ευνόητο ότι μερικά επεισόδια τέτοιου τύπο
(αν και όχι όλα) ήταν περισσότερο έργο των κυβερνήσεων παρά της Εκκλησίας και
του κλήρου. Αλλά το ίδιο είναι αλήθεια για επεισόδια όπως οι Σταυροφορίες,
συμπεριλαμβανομένης της επονείδιστης 4ης Σταυροφορίας, (1204), για την οποία οι
Ορθόδοξοι συνεχίζουν να κατακρίνουν την καθολική Εκκλησία, παρόλο που ο τότε
Πάπας, Ιννοκέντιος ο Γ΄, είχε δριμύτατα καταδικάσει τους Σταυροφόρους για τις
βιαιοπραγίες τους65. Μη ξεχνάμε ότι τους καιρούς εκείνους όλα ήσαν ένα:
«διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους» είναι μια νέα σύγχρονη έννοια – στην
πραγματικότητα δυτική – δίχως καμιά σημασία τους περασμένους αιώνες.
Αλλά αν αφήσουμε κατά μέρος μυθολογία και πολεμική, ούτε ο
«Ουνιτισμός», ούτε η χρήση της βίας ήταν μια Καθολική εφεύρεση. Μια τέτοια
στάση εξηγείται από το πνεύμα και τη νοοτροπία των καιρών εκείνων. Χρήση βίας
για να υποχρεωθεί ο κόσμος να αλλάξει τη θρησκευτική του πίστη ασκείτο εξ ίσου
από Διαμαρτυρομένους, Καθολικούς και Ορθοδόξους66. Και αυτή η στάση δεν
περιοριζόταν μόνο στις χριστιανικές ομολογίες, αλλά και στο εσωτερικό της ίδιας της
Ορθοδοξίας. Όταν η ρωσική Αυτοκρατορία προσάρτησε περιοχές, που ανήκαν στη
δικαιοδοσία άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών, οι ντόπιοι Ορθόδοξοι και ρώσοι –
σλάβοι, γεωργιανοί και βεσσάραβες – ενσωματώθηκαν, εκούσια – ακούσια, στη
ρωσική Εκκλησία και υποχρεώθηκαν ν’ ακολουθήσουν το θρησκευτικό και
πολιτιστικό καθεστώς των κατακτητών. Σε μερικές δε περιοχές της ανατολικής
Πολωνίας, που κατέκτησε η Ρωσία, ως και Καθολικοί του λατινικού τυπικού
υποχρεώθηκαν να υπαχθούν στη ρωσική Εκκλησία με αποτέλεσμα να υπάρξουν
πολλοί που έχασαν τη ζωή τους67 αρνούμενοι αυτή την υποταγή. Το μίσος που αυτή η
στάση της ρωσικής Εκκλησίας προκάλεσε, συνέβαλε αναπόφευκτα να οξύνει την
αξιοκατάκριτη βία εναντίον των Ορθοδόξων και την καταστροφή των ορθοδόξων
εκκλησιών στην ανατολική Πολωνία, όταν αυτή η χώρα ανέκτησε την ανεξαρτησία
της, στη διευθέτηση των συνόρων μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο68.
Η εξιστόρηση αυτών των παλαιών εγκλημάτων δεν δικαιώνει φυσικά τίποτα –
αλλά εξηγεί. Διότι τίποτα δεν συμβαίνει δίχως αιτία και η εξιστόρηση των τραγικών
γεγονότων δίχως συγχρόνως να προβάλλεται αυτό τα είχε προκαλέσει ή η προβολή
μόνο της μισής αλήθειας που ευνοεί το ένα μέρος, δεν είναι ιστορία, αλλά
θρησκευτική προπαγάνδα. Γι’ αυτό, αντί να επιρρίπτεται όλη η ευθύνη στην
καθολική Εκκλησία για τη σημερινή κατάσταση – φθάνοντας στο σημείο να
αναφέρεται το πρόσωπο του Πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄ όπως έγινε με μια δήλωση
του Πατριάρχη Αλεξίου του Β΄ της Μόσχας69, - θα ήταν καλύτερα να γίνει μια
αμερόληπτη ανάλυση των γεγονότων που θα αποδείξει ότι η σημερινή κατάσταση
είναι το αποτέλεσμα των σοβιετικών διωγμών, και ότι οι καταστραμμένες ρωσικές
ορθόδοξες διοικήσεις, όπως διεκδικεί ο Πατριάρχης Αλέξιος, παλιά δεν ήταν καθόλου
ορθόδοξες διοικήσεις, αλλά ουκρανικές ελληνοκαθολικές, που υποχρεώθηκαν να
γίνουν ορθόδοξες το 1946, όπως ήδη αναφέραμε πιο πάνω. Αυτό επιβεβαιώνεται από
το γεγονός ότι στη Βουλγαρία, στην Ουγγαρία και στις δημοκρατίες της Σερβίας και
της Μακεδονίας της πρώην Γιουγκοσλαβίας, τα μοναδικά κράτη του Ανατολικού
Συνασπισμού, όπου οι ελληνοκαθολικές Εκκλησίες δεν ενσωματώθηκαν δια της βίας
στην Ορθοδοξία, δεν δημιουργήθηκε κανένα από αυτά τα προβλήματα. Εκεί, οι
μικρές σε αριθμό ανατολικές καθολικές Εκκλησίες συνεχίζουν να υπάρχουν σε
σχετική ηρεμία και δεν αποτελούν κίνδυνο για κανένα.

Ανάληψη, εκατέρωθεν, της ευθύνης για το παρελθόν

Η σωστή αντίληψη για την ιστορία υπαγορεύει ότι κάθε αληθινή ιστορία
πρέπει να είναι ακέραιη και όχι επιλεκτική. Οι ώριμες κοινότητες οφείλουν να
αναλάβουν την ευθύνη τους για όλα όσα έκαναν στο δικό τους παρελθόν και όχι
μονάχα εκείνα τα επεισόδια τα επιλεγμένα που θεωρούνται απ’ τις ίδιες αυτές
κοινότητες χρήσιμα για να υποστηρίξουν μια ειδική – μερική άποψη των ιδίων τους
αρετών, σε αντιδιαστολή προς τα ελαττώματα των άλλων. Οπότε, σχετικά με το
«Ενωτικό», οφείλουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με το ίδιο το συμβάν. Πέρα απ’ τις
μυθολογίες μας, είχαμε δράσει κατά μέγα μέρος της ιστορίας ως εισβολείς στη
χριστιανική Ανατολή και η πικρία που προέκυψε χρεώνεται άμεσα στον δικό μας
λογαριασμό.

Αλλά και οι Ορθόδοξοι πρέπει να παραδεχθούν τη δική τους ευθύνη μπροστά
στο φαινόμενο που είναι γνωστό ως «Ενωτικό»70. Πραγματικά δεν προέκυψαν όλα τα
«ενωτικά» κινήματα από καθολικές δολοπλοκίες. Το βουλγαρικό «Ενωτικό»
τουλάχιστο εν μέρει, οφειλόταν στον ελληνορθόδοξο ιμπεριαλισμό της
Κωνσταντινούπολης σε σύγκριση με τη βουλγαρική Εκκλησία71. Την παραμονή της
Επανάστασης, η Εξαρχία της καθολικής Εκκλησίας της Ρωσίας, αριθμητικώς μικρή,
αλλά πνευματικώς και διανοητικώς καθόλου αμελητέα, ήταν ένα αυθόρμητο κίνημα
γεννημένο μέσα στην ορθόδοξη ρωσική Εκκλησία, κυρίως μεταξύ διανοουμένων και
προσώπων κάποιου επιπέδου, συμπεριλαμβανομένων μερικών ορθοδόξων ιερέων,
που ήταν ανικανοποίητοι από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε η Εκκλησία
τους από τα χρόνια του Πέτρου του Μεγάλου. Η Εκκλησία τους ήταν… κάτι
παραπάνω δηλαδή από κρατική υποδιαίρεση. Αυτοί αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν
την αρχική θρησκευτική τους κληρονομιά υπέρ του λατινικού Καθολικισμού 72.
Μονάχα η αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ καθολικής και ορθόδοξης
Εκκλησίας θα λύσει αυτά τα προβλήματα κατά τρόπο ικανοποιητικό. Αλλά, αν
αναμένοντας, στο ενδιάμεσο, οι λύσεις πρέπει να παραμείνουν προσωρινές, οι
απαντήσεις σε εσωτερικά προβλήματα ποιμαντικά και οικουμενικά που τίθενται λόγω
της παρουσίας – ύπαρξης των ανατολικών καθολικών Εκκλησιών πρέπει να
εξεταστούν με διαύγεια, αντικειμενικότητα και ρεαλισμό, χωρίς αναχρονιστικές
απλοποιήσεις της ιστορίας, στις οποίες οι Εκκλησίες αυτές εκτίθενται πολύ συχνά
από όποιον σκέπτεται ότι η νέα εποχή του οικουμενισμού, του επιτρέπει να αφεθεί
πίσω από εκείνους (που αποκαλούν με υποτίμηση «Ενωτικούς» Ουνίτες), και έχουν
εύκολο παιχνίδι στην απαλλαγή από την προσωπική κριτική, μακριά από τις βασικές
απαιτήσεις ευπρέπειας ανθρωπισμού, αλήθειας και δικαιοσύνης, για να μη μιλήσουμε
περί αγάπης χριστιανικής…73.

Μέχρις ότου το φαινόμενο των «Ενωτικών», οι ρίζες του, τα γεγονότα που
προηγήθηκαν, η ιστορία και η σημερινή πραγματική παρουσία δεν θα εξεταστούν με
περισσότερο σεβασμό για την ιστορική αλήθεια, φαίνεται ότι είναι μικρή η ελπίδα για
μια ουσιαστική και διαρκή πρόοδο στον οικουμενικό ορθόδοξο και καθολικό
διάλογο. Καθολικοί και ορθόδοξοι πρέπει να φτάσουν σ’ ένα σημείο από όπου θα
μπορέσουν να δουν και να συζητήσουν όχι μόνο τα σχετικά με τις ρίζες ή την
καταγωγή των «Ενωτικών», αλλ’ επίσης την ιστορία του παρελθόντος και του
παρόντος – μα ολόκληρη την ιστορία ως έχει – , χωρίς να υπερπηδηθεί η φύση του
προβλήματος σε μερικές περιόδους ή φάσεις (σε καμιά περίπτωση μάλιστα), τόσο
σχετικά με τις ρίζες, όσο και σχετικά με την μετέπειτα εξέλιξη, την ιδεολογία του, τι
έτειναν να κάνουν οι Καθολικοί. Χωρίς όμως να χρησιμοποιηθεί η επιλεκτική μνήμη,
δυο μέτρα και δυο σταθμά, υστερία και συκοφαντία, κάτι δηλαδή που πολύ συχνά
συμβαίνει σε κείμενα γραμμένα από ορθοδόξους.

Κάτι τέτοιο υπαγορεύει ο τίτλος της καταστροφικής έκθεσης του σταλινισμού
στο έργο του ρώσου Roy Medveder, “K sudu istorii”, Il giudizio alla storia74, (Δίκη
στην ιστορία). Αρέσει ή όχι, καμιά άλλη αρχή δεν θα είναι ποτέ τελεσίδικα έγκυρη
στις ανθρώπινες συνδιαλλαγές. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συγχωρούμε, ή ότι δεν
μπορούμε ή αμφιβάλλουμε να γυρίσουμε τη σελίδα και να προχωρήσουμε μπρος.
Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι μέχρις ότου Καθολικοί και Ορθόδοξοι δεν αφήνουν
κατά μέρος όλη την ομολογιακή προπαγάνδα, την καμουφλαρισμένη με ιστορία, και
δεν εξετάζουν αυτή την πραγματικότητα χωρίς παρωπίδες ή με χρωματισμένα
ματογυάλια, ώστε να τη δουν όπως είναι, παραδεχόμενοι όπου είναι αναγκαίο,
καθένας _______τη δική του ευθύνη, για στιγμές ή πράξεις της ιστορίας του που απαιτούν
καταδίκη, δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε πουθενά.

Για τους Ορθοδόξους αυτό απαιτεί μια καθαρή αποδοχή της αλήθειας γύρω
από τα γεγονότα τα οδυνηρά που έγιναν από το 1946 μέχρι το 1950, μαζί με τις
συνέπειες που ακολούθησαν τα γεγονότα αυτά. Μέχρις ότου οι Ορθόδοξοι δεν
αναγνωρίσουν αυτή την ιστορία ανοιχτά και χωρίς προσχήματα ή επιφυλάξεις, μέχρις
ότου δεν παραδεχθούν και δεν αποκηρύξουν δημοσίως τον δραστήριο ρόλο που
μερικοί από τους δικούς τους υψηλά ισταμένους έπαιξαν στην οδυνηρή ιστορία της
καταναγκαστικής κατάργησης των ελληνοκαθολικών Εκκλησιών, και μέχρις ότου θα
είναι ανίκανοι να αναγνωρίσουν ότι όλα αυτά είναι ένα έγκλημα κατά της
ανθρωπότητας, ψευδόμενοι πάνω από πενήντα χρόνια και επιδιώκοντας πάση
δυνάμει να εμποδίσουν τους Ελληνοκαθολικούς να επανακτήσουν την ελευθερία τους
στην αρχή της διάλυσης του σοβιετικού μπλοκ, κατά τη γνώμη μου θα συνεχίζουν να
καθιστούν αδύνατη μιαν αληθινή οικουμενική πρόοδο. Πέρασαν πια τα χρόνια κατά
τα οποία τα βάσανα και η ευαισθησία εκατομμυρίων ανατολικών Καθολικών
μπορούσαν να παραμείνουν άγνωστα ή ανάξια λόγου, αμελητέα. Όποιος σκέφτεται
ότι η Διακήρυξη του Balamond, ακόμη και αν, αναμφιβόλως, υπήρξε σπουδαίος
σταθμός προς τα εμπρός σχεδόν σε όλα τα σημεία75, λύνει το πρόβλημα με την
παραδοχή «μέσων απαράδεκτων» των πολιτικών κυβερνήσεων στην πανωλεθρία των
ετών 1940, δεν είναι ρεαλιστής. Μολονότι, φυσικά, η διακήρυξη είναι ως προς το
κείμενο αληθινή, είναι επίσης αληθινό ότι μοιάζει με την περιγραφή του
Ολοκαυτώματος ως «μια πράξη που δεν είναι εντελώς υπέρ των Εβραίων».

Βλέποντας προς το μέλλον

Πώς θα πάμε εμπρός; Ας είμαστε σαφείς : είναι ανάγκη να βρεθεί μια λύση
επαρκής, δίκαιη και εκατέρωθεν αποδεκτή, μια λύση των προβλημάτων που
δημιουργήθηκαν από το «Ενωτικό». Τα σφάλματα ή οι ελλείψεις στο ξεκίνημα ή
στην ιστορία κάθε Εκκλησίας δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται πάντα για να
αμφισβητείται το δικαίωμά τους να υπάρχουν, η δικαιοσύνη και η δική τους ιστορία.
Όσα αναφέρθηκαν παραπάνω κατά του «Ενωτικού» σε καμιά περίπτωση δεν
δικαιώνουν την αμφισβήτηση της ελευθερίας, τού να είναι κανείς αυτό που θέλει να
είναι: Καθολικοί ανατολικοί, τόσο ως άτομα όσο και ως Εκκλησίες. Το δικαίωμα
ύπαρξης κάθε ατόμου ή κάθε ομάδας ανθρώπων δεν μπορεί να εξαρτάται από
οποιονδήποτε άλλο που είναι εκτός. Αυτό συμπεριλαμβάνει όχι μόνο το δικαίωμα
ύπαρξης, αλλά και τον αποκλεισμό κάθε απειλής. Συμπεριλαμβάνει επίσης το
δικαίωμα ταυτότητας και διατήρησης των παραδόσεων, δικαίωμα μιας δικής τους
ιστορίας, δικαίωμα επομένως να μη παρουσιάζεται το παρελθόν ή το παρόν τους
διαστρεβλωμένο, συκοφαντημένο και δυσφημισμένο.

Η άποψη ότι το δικαίωμα ύπαρξης των ανατολικών καθολικών Εκκλησιών θα
μπορούσε να αμφισβητηθεί λόγω των όσων συνέβησαν τρεις ή τέσσερις αιώνες πριν,
είναι ιστορικώς και ηθικώς παράλογο. Πολιτική, και εξαναγκασμός, δεν είχαν μήπως
τη θέση τους στην ανάδυση αυτών των Εκκλησιών; Φυσικά, ναι, ακριβώς όπως έγινε
στο ξεκίνημα του Λουθηρανισμού και της αγγλικανικής Εκκλησίας. Μπορεί να
αναλογιστεί κανείς ότι ο Ερρίκος ο Η΄ της Αγγλίας θα είχε κάνει πρόταση στους
Άγγλους υπηκόους του για ένα δημοψήφισμα, για να μάθει αν οι άνθρωποι αυτοί
ήθελαν ή όχι να χωριστούν από τη Ρώμη; Μήπως υπάρχει σήμερα κανείς που να
σκέπτεται ότι οι Γερμανοί ηγεμόνες του δέκατου έκτου αιώνα, που πέρασαν στη
Μεταρρύθμιση με τους υπηκόους τους και με όλους τους καθολικούς που ανήκαν
στην επικράτεια τους είχαν προϋποθέσει και τη διαδικασία ενός ψηφίσματος πριν
πάρουν την απόφασή τους; Η περίπτωση της λουθηρανής Δανίας, χώρα που είναι
σήμερα εξαιρετικά αξιοσέβαστη, είναι ιδιαίτερα κάτι το τυπικό. Όταν η Δανία, που
από το 1380 κυβέρνησε την Ισλανδία, πέρασε στη Μεταρρύθμιση, ο Λουθηρανισμός
εισήλθε εκεί βίαια μεταξύ των ετών 1537 και 1552, υπό τον βασιλέα Χριστιανό Γ΄,
οπότε οι δυο τελευταίοι καθολικοί επίσκοποι φυλακίστηκαν. Ο ένας, ο πολύ
ηλικιωμένος και τυφλός επίσκοπος της πόλης Ogmundur, πέθανε στη φυλακή. Ο
άλλος, ο επίσκοπος Jon Arasto της πόλης Holar αποκεφαλίστηκε το 1550 και η
Ισλανδία έγινε και αυτή λουθηρανή διατηρώντας μάλιστα πολλές καθολικές
συνήθειες ή έθιμα. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με το παιχνίδι που ο
καθένας ανεξαίρετα έχει παίξει, σύμφωνα με τους κανόνες της εποχής εκείνης. Η
άρνηση λοιπόν (ή η ανικανότητα) των Ορθοδόξων να δουν τα πράγματα στα ιστορικά
τους δεδομένα, αναφερόμενοι στο «Ενωτικό» ως φαινόμενο προσανατολισμένο
μοναδικώς στην καταστροφή τους, αποβαίνει πλέον ανιαρό για όσους έχουν κάποια
μόρφωση.

Ένα μάθημα από τη Δύση

Στο σημείο αυτό – νομίζω – όλοι μπορούμε να μάθουμε κάτι από την τόσο
κακοήθη, μοντέρνα και εκκοσμικευμένη Δύση… Αυτός όμως ο «δυτικός» πολιτισμός
όπως τον εξέθεσαν ο ρώσος ορθόδοξος συγγραφέας Αλέξανδρος Solzhenitrin και
άλλοι, έχει θεμελιώσει τον «μοντερνισμό» και τις παραδοσιακές του αξίες: δημόσια
δημοκρατική ζωή των πολιτών της, σεβασμός των ατόμων και των πολιτικών ή
θρησκευτικών τους δικαιωμάτων. Παράδοση των δημοσίων υπηρεσιών και πρόνοια
για τους ενδεείς και τους ανήμπορους, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων. Βίος
ελεύθερα ακαδημαϊκός, διανοητικός, καλλιτεχνικός και πολιτιστικός, βίος δηλαδή
απελευθερωμένος από πολιτικούς περιορισμούς ή από χειραγωγήσεις της ιδεολογίας
του Κράτους. Βίος ανοιχτός στα πάντα. Αναφέραμε μερικά από τα χαρακτηριστικά
του «δυτικού» πολιτισμού. Όποιος μορφώθηκε σ’ αυτόν το πολιτισμό «τον δυτικό»
που οι φονταμελιστές ορθόδοξοι ερασιτεχνικά κοροϊδεύουν, αναζητά να αποκτήσει
συνήθειες και τρόπους σκέψης ή κρίσης, τρόπους συμπεριφοράς και δράσης ώστε,
φαντάζομαι, να μπορέσει να τις αποδείξει και να τις ενσταλάξει στους άλλους με τους
οποίους έρχεται σε επαφή. Ελεύθερα, οικειοθελώς αφήνει κατά μέρος τη βίαιη
καταδίκη, δόλιες καρικατούρες, επιθετικότητα, χυδαιότητες, σκηνοθετημένες
συγκινήσεις, μεροληπτικότητες, βρισιές, αγριοσύνες και συκοφαντίες. Μια
καλλιεργημένη διανόηση αναζητά, αντιθέτως, να απαντήσει, σε όποια κριτική γίνεται
με την εμβριθή μελέτη των γεγονότων.

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι όσα ο ακαδημαϊκός «δυτικός» πολιτισμός
αγκάλιασε: τις κοσμικές αρετές της αξιοπιστίας, αμοιβαιότητα και την ικανότητα
αντικειμενικής σκέψης, συνέπειας και λογικής. Αυτά τα ιδανικά επίσης είναι
ριζωμένα βαθιά στη δυτική πνευματικότητα. Ένα πρόσφατο άρθρο περί των Πατέρων
της Ερήμου στο οικουμενικό περιοδικό Sobornost είχε ως τίτλο: «Ριζική τιμιότητα
έναντι του εαυτού μας», (onesta radicale su se stessi): πρόκειται για βασική αρετή
κάθε αληθινής πνευματικότητας, την οποία όμως, δυστυχώς δεν θα μπορούσαμε να
πούμε ότι θα τη συναντούσαμε στο μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού κόσμου
σήμερα. Είναι όμως η αρετή και η ποιότητα που αγκαλιάστηκαν από ορθόδοξους
συγγραφείς της διασποράς, επειδή αυτοί αφομοίωσαν το καλύτερο μέρος της
«δυτικής» κουλτούρας και πολιτισμού. Μια αντιπαράθεση π.χ. των προαναφερθεισών
θέσεων ότι εκ μέρος των Ορθοδόξων δεν τίθεται καν ζήτημα συγνώμης, με τις
απόψεις – αισθήματα που εξέφρασε ο καθηγητής Nicoloj Lossky του Ινστιτούτου
ορθόδοξης θεολογίας του Αγίου Σεργίου στο Παρίσι, με την ευκαιρία της 37ης
συνάντησης των επιτροπών του καθολικο-ορθοδόξου Διαλόγου, τον Μάϊο 1997 είναι
διαφωτιστική: Ο καθηγ. Lossky είχε αναφερθεί σε μια «ηθική του διαλόγου», ηθική
που την εννοούσε «πλήρη διανοητική τιμιότητα, κυρίως στην επανανάγνωση της
κοινής μας ιστορίας και στην αναγνώριση των προσωπικών μας σφαλμάτων…76.
Θεωρώ ότι αυτή η ποιότητα τιμιότητας, συνέπειας, σταθερότητας,
αυτοκριτικής, αντικειμενικότητας, αξιοπιστίας, μέτρου και ευγένειας στον τόνο και
στη γλώσσα, ακόμη και σε περίπτωση διαφωνίας, (ποιότητα εντιμότητας που χωρίς
λανθασμένη ταπεινοφροσύνη αποκαλώ «δυτική», επειδή στη Δύση έχει την
καταγωγή της και εκεί γίνεται παραδεκτή, εκεί βιώνεται). Εκεί έχουν πλέον αποβεί
βασικά ιδανικά. Η πραγματικότητα αυτή είναι η ευρέως αποδεκτή στάση στον
οικουμενικό διάλογο Αγγλικανών και Καθολικών, για παράδειγμα. Αγγλικανοί και
Καθολικοί δεν βρίσκονται πάντα σε συμφωνία, αλλά οι διαφορές τους είναι δυνατό
να συζητηθούν με λεπτότητα, εν αληθεία, χωρίς μαλώματα, σκαιότητες και
συκοφαντίες. Αυτό το επίπεδο διαλόγου είναι πηγή μεγάλης ελπίδας, κυρίως αν
φανταστεί κανείς ότι σχετικά πρόσφατα Καθολικοί και Αγγλικανοί
αλληλοεξοντώνονταν. Άλλωστε δεν πέρασαν πολλές δεκαετίες από τότε που οι
Καθολικοί της Αγγλίας απέκτησαν στη χώρα τους τα βασικά δικαιώματα των Άγγλων
πολιτών. Έτσι λοιπόν, υπάρχει στο κάτω – κάτω ελπίδα και για παρόμοιο διάλογο
μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών.

Και η επίσκεψη του Πάπα στην Ουκρανία;

Μπροστά σε όλες αυτές τις δυσκολίες ενός παρόντος περιορισμένου από ένα
παρελθόν ιστορικά φορτωμένο από αμοιβαίες βαριές προσβολές, τι μπορούμε να
ελπίζομε από την επίσκεψη του Πάπα στην Ουκρανία.
Ένα περίφημο μέλος της Συνόδου των Καρδιναλίων, ο Καρδινάλιος Newman,
επινόησε την έκφραση “Second Spring” μια δεύτερη Άνοιξη, για να περιγράψει την
αναγέννηση της Καθολικής Εκκλησίας στην Αγγλία ύστερα από τρεις αιώνες
καταπιέσεων και διωγμών.
Δεν πιστεύω να είναι υπερβολικό να χρησιμοποιηθεί η ίδια έκφραση για την
αναγέννηση της Καθολικής Εκκλησίας της ανατολικής παράδοσης σ’αυτήν την
εποχή, μετά τον κομμουνισμό.
Αυτή η αναγέννηση μετά περίπου μισό αιώνα είναι μία θεϊκή χάρη, έργο του
Θεού και όχι των ανθρώπων.

Εκτός από την πτώση του κομμουνισμού, αυτή η πληγή του εικοστού αιώνα,
πολλά άλλα πράγματα συνέβαλαν σ’ αυτή την αναγέννηση, μεταξύ των οποίων η
εξαφάνιση ενός είδους οικουμενισμού που προσπαθούσε να αρέσει στους
Ορθοδόξους, παραβλέποντας ή μάλλον περιφρονώντας την Καθολική ανατολική
Εκκλησία: συμπεριφορά που αποδείχτηκε μάταιη, με πράξεις συνεχώς σκληρότερες
και ασυμβίβαστες για μετέχοντες στον οικουμενικό διάλογο: αρκεί να αναφερθεί η
συμπεριφορά μερικών αντιπροσώπων ορθοδόξων στη συνάντηση του Emmittsburgh
και στη σκληρή δυσφημιστική εκστρατεία του Πατριαρχείου της Μόσχας, παρά την
κάθε προσπάθεια ευγενικής υποχώρησης, με κίνδυνο να προσβληθούν οι αρχές των
Καθολικών ανατολικών Εκκλησιών, όπως είδαμε στην πρόσφατη Επίσκεψη του
Πάπα στην Ελλάδα. Αλλά αυτές οι συμπεριφορές προξένησαν ένα αποτέλεσμα
boumerang.

Προς απόδειξη ο παγκόσμιος τύπος έφερε και θα συνεχίσει να φέρνει στα
Μ.Μ.Ε. όλου του κόσμου, τη μαρτυρία του πάπα Ιωάννου Παύλου Β΄ την αξιοπρεπή
και σεβαστή μαρτυρία για όλους, μαζί με την απάντησή του σε όσους τον δέχονται ή
δεν τον δέχονται.

Και οι συνεχείς απόπειρες μερικών να αποδοκιμάζουν ακόμη και την
επίσκεψη του Πάπα στην Ουκρανία απέτυχαν, σημείο, ίσως, ότι η φρόνηση αρχίζει
να νικά.

Εξ άλλου η αξιοπρεπής στάση των Ελληνοκαθολικών της Εκκλησίας της
Ουκρανίας και η μαρτυρία της πιστότητας τους, που θα προκηρυχθεί εμπρός σ’ όλο
τον κόσμο κατά τη Μακαριωνυμία των μαρτύρων της Λεόπολης, (Ιούνιος 2001)
αποτελούν μία άλλη απόδειξη αυτής της Νέας Άνοιξης.
Αλλά μέχρις ότου οι καρδιές και τα πνεύματα δεν αλλάξουν, καμία
οικουμενική μας προσπάθεια δεν θα φέρει ουσιαστικό αποτέλεσμα για την ένωση των
Εκκλησιών του Θεού.

Δεν αμφιβάλλομε καθόλου ότι αυτό έχει αντίχτυπο για όλη την ανθρωπότητα,
που πάει πέρα από την υπόθεση της χριστιανικής Ενότητας.

Ο 20ος αιώνας, ιδίως το Ολοκαύτωμα, μας διδάξαν ότι δεν υπάρχει η
ιδεολογική ουδετερότητα. Ο καθένας είναι η με το μέρος της λύσης ή ξεμένει
αναποτελεσματικός μπροστά στο πρόβλημα. Η γίνεται όργανο ειρήνης και αγάπης ή
ιδεολόγος του χωρισμού και του μίσους.
Ο καθένας μας επιλέγει. Όπως οι άλλες επισκέψεις του Πάπα στη Ρουμανία,
στην Ελλάδα, στη Συρία, αυτή η επίσκεψη στην Ουκρανία δεν είναι εναντίον
κανενός. Γίνεται απεναντίας προς όφελος όλων. Ο πάπας πηγαίνει με καρδία ανοιχτή
και χέρια απλωμένα. Όποιος δεν πηγαίνει στη συνάντησή του, ή αρνείται να αγγίξει
το απλωμένο χέρι, εκφράζει τον εαυτό του. Είπα την αλήθεια με ειλικρίνεια. Πιστεύω
ότι δεν έχω παρεξηγηθεί από τον αναγνώστη. Όπως δίδαξε ο Conor Cruise o’ Brien:
«Ο σεβασμός μπροστά στην αλήθεια, καθώς και το κουράγιο να πει κανείς την
αλήθεια, είναι το προτέρημα του αληθινού και ζωντανού Πανεπιστημίου» 77.

 Πηγή καθώς και για τις υποσημειώσεις: http://sv.cen.gr/anatolikoi_catholic.pdf