Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καθολική λειτουργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα καθολική λειτουργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

Η επίκληση του Αγίου Πνεύματος στη Ρωμαϊκή Θεία Λειτουργία


Η Θεία Λειτουργία. Βασιλική Αγίου Κλήμεντος, Ρώμη

Η ύστερη μεσαιωνική θεωρία στην Δυτική Εκκλησία ήταν, όπως είναι καλά γνωστό, ότι ο καθαγιασμός των τιμίων δώρων πραγματοποιείται με την απαγγελία των λόγων της καθιέρωσης «Τούτο εστί το σώμα μου», «Τούτο εστί το αίμα μου».  Στην Ανατολή θεωρούταν πάντα δεδομένο ότι ο καθαγιασμός γίνεται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Είναι μάλιστα τόσο έντονη αυτή η πεποίθηση που στην ευχαριστιακή Αναφορά των Αγίων Αντάι και Μάρι που χρησιμοποιείται στην εκκλησία των Νεστοριανών, δεν γίνεται αναφορά στα λόγια του Κυρίου.

Όμως, σε αρχαιότερες περιόδους η ανατολική άποψη επικρατούσε εξίσου και στη Ρώμη. Ο ίδιος ο πάπας Γελάσιος (492-496) μιλάει για την καθαγίαση ως Sancto Spiritu perficiente – πραγματοποιείται από το Άγιο Πνεύμα. (Gelasius, De duabus naturis in Christo, given in M. J. Routh's Scriptorum
Ecclesiasticorum opuscula, Oxonii, 1840; t. ii, p. 139)

Επίσης και στην Αφρικανική Εκκλησία, τον 4ο αιώνα γινόταν χρήση μια σαφούς επίκλησης (Optatus, Contra Parmen., Lib. VI; and Fulgentius Aa
Monlmum in W. Palmer's Origines Liturgicae, Oxford, 1836; vol. i, p. 138, note v.)

Αλλά την αρχαία πεποίθηση της πρεσβυτέρας Ρώμης την βλέπουμε ακόμα και σήμερα στην Α’ Ευχαριστιακή Αναφορά της, γνωστή ως Ρωμαϊκός Κανόνας και της οποίας η σημερινή μορφή ανάγεται στα χρόνια του πάπα Γρηγορίου του Διαλόγου (590-604) και ήταν η μοναδική αναφορά που χρησιμοποιούσε η Ρωμαϊκή Εκκλησία μέχρι το 1970. Εκείνη την χρονιά εισήχθησαν τρεις καινούργιες αναφορές που μιμούνται αρχαίες. Η Β’ και πιο σύντομη,  εμπνέεται από την αναφορά του Ιουστίνου όπως τελούταν στη Ρώμη τον Β΄αιώνα, η Γ’ αποτελεί ένα μίγμα ευχαριστιακών ευχών τοπικών δυτικών εκκλησιών που έπεσαν σε αχρηστία κατά τον μεσαίωνα, ενώ η Δ’ αποτελεί σχεδόν αντιγραφή της Αναφοράς του Βασιλείου του Μεγάλου. Βέβαια και στις τρεις τελευταίες, η επίκληση προηγείται των λόγων του Κυρίου και συντάχθηκαν σε μια εποχή που η Δυτική Εκκλησία πλέον πέταξε στο χρονοντούλαπο την μεσαιωνική της άποψη ότι ο καθαγιασμός των άρτου και του οίνου γίνεται αποκλειστικά με τα λόγια του Κυρίου αποκαθιστώντας τον πάπα Γελάσιο, αλλά και δικαιώνοντας τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, όπως θα δούμε παρακάτω.

Στην Α’ Ευχαριστιακή Αναφορά λοιπόν, μετά τα λόγια του Κυρίου «Τούτο εστί το σώμα μου», «Τούτο εστί το αίμα μου», η προσφορά συνεχίζεται να αποκαλείται ως panem sanctam (άγιος άρτος) αλλά ακόμα άρτος.

Πριν τα λόγια του Κυρίου:

“Te igitur, clementissime Pater, per Iesum Christum, Filium tuum, Dominum nostrum, supplices rogamus ac petimus,
 uti accepta habeas et benedicas + haec dona haec munera, haec sancta sacrificia illibata

“Hanc igitur oblationem servitutis nostrae, sed et cunctae familiae tuae, quaesumus, Domine, ut placatus accipias”
Μετά τα λόγια του Κυρίου:

offerimus praeclarae maiestati tuae de tuis donis ac datis hostiam puram, hostiam sanctam, hostiam immaculatam, Panem sanctam vitae aeternae et Calicem salutis perpetuae.

Supra quae propitio ac sereno vultu respicere digneris: et accepta habere, siculti accepta habere dignatus es munera pueri tui iusti Abel, et sacrificium Patriarchae nostri Abrahae, et quod tibi obtulit summus sacerdos tuus Melchisedech, sanctum sacrificium, immaculatam hostiam.

Πριν και μετά τα λόγια της καθιέρωσης ο άρτος και ο οίνος αποκαλούνται ξεκάθαρα illabata, immaculatam, κάνοντας αναφορά στη θυσία του Μελχισεδέκ.

Όλα αυτά προηγούνται της περίφημης και αδικημένης από τους λατίνους του μεσαίωνα Ρωμαϊκής Επίκλησης Supplices te rogamus την οποία όπως οι ίδιοι οι λατίνοι ιερείς τότε αλλά και σήμερα απαγγέλουν υποκλινόμενοι βαθιά και σταυρώνοντας τα τίμια δώρα και μετά τον εαυτό τους.

Súpplices te rogámus, omnípotens Deus: jube hæc perférri per manus sancti Ángeli tui in sublíme altáre tuum, in conspéctu divínæ majestátis tuæ: ut quotquot (osculatur altare), ex hac altáris participatióne, sacrosánctum Fílii tui, Cor+pus et Sán+guinem sumpsérimus (seipsum signat), omni benedictióne cœlésti, et grátia repleámur (jungit manus). Per eúndem Christum Dóminum nostrum. Amen.

Μετά την ρωμαϊκή επίκληση παύει κάθε αναφορά στον άρτο και στον οίνο και τα τίμια δώρα αποκαλούνται πλέον ρητά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.

Hæc commíxtio et consecrátio Córporis et Sánguinis Dómini nostri Jesu Christi, fiat accipiéntibus nobis in vitam ætérnam. Amen.

Αυτό το είχε καταλάβει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας (1391) όταν έγραφε:

«Ενταύθα δε τινες Λατίνοι των ημετέρων επιλαμβανονται. Φασί γαρ, μετά τον του Κυρίου λόγον, το “λάβετε, φάγετε” και τα εξής, προς το αγιασθήναι τα δώρα μηδεμιάς ευχής έτι δείσθαι, ως αν υπό του Κυριακού λόγου τελειούμενα»

Μερικοί Λατίνοι ασχολούνται εδώ με τα δικά μας. Λέγουν πραγματικά, ότι μετά το λόγο του Κυρίου, «λάβετε, φάγετε» και τα επόμενα, τα Τίμια Δώρα δεν χρειάζονται καμμιά ευχή για αγιασθούν, διότι τελειούνται από το λόγο του Κυρίου.

Αφού λοιπόν προσδιορίστηκαν οι θέσεις της διένεξης, ο Καβάσιλας περνάει στην επίθεση και επιχειρηματολογεί με βάση την ευχή της Ευχαριστιακής Αναφοράς της Εκκλησίας της Ρώμης. Καταδεικνύει, λοιπόν, ότι και οι Λατίνοι αναπέμπουν στο Θεό μία αντίστοιχη επίκληση μετά τους λόγους του Κυρίου:

«Ο δε παντελώς αυτούς επιστομίζει, ότι και η των Λατίνων Εκκλησία, εις ην αναφέρειν δοκούσι, μετά τον του Κυρίου λόγον, εύχεσθαι υπέρ των δώρων ου παραιτούνται… Τις δε η ευχή; “Κέλευσον ανενεχθήναι τα δώρα ταύτα εν χειρί αγγέλου εις το υπερουράνιόν Σου θυσιαστήριον”»

Εκείνο δε που τους αποστομώνει εντελώς είναι ότι και των Λατίνων η Εκκλησία, στην οποία αναφέρονται, δεν παραλείπει να εύχεται υπέρ των Δώρων μετά τον λόγο του Κυρίου… Ποια είναι αυτή η ευχή; «Διάταξε, Κύριε, να ανεβασθούν τα Δώρα αυτά με χέρι Αγγέλου στο υπερουράνιό Σου θυσιαστήριο.»

«Φανερόν τοίνυν ως το ατιμάζειν την υπέρ των Δώρων ευχήν μετά τον του Κυρίου λόγον ουδέ της Εκκλησίας των Λατίνων εστίν απλώς, αλλ’ ενίων ολίγων και νεωτέρων, οίοι και τάλλα αυτήν ελυμήναντο, εις ουδέν έτερον ευκαιρούντες ‘η λέγειν τι και ακούειν καινότερον’ (Πράξεις 17,21)» (4).

Είναι λοιπόν φανερό ότι το να περιφρονούν την ευχή υπέρ των Δώρων μετά τον λόγο του Κυρίου δεν είναι συνήθεια της Εκκλησίας των Λατίνων γενικώς, αλλά μόνον ολίγων καινοτόμων, οι οποίοι και σε άλλα θέματα την έφθειραν, άνθρωποι που δεν ευκαιρούν σε τίποτε άλλο «παρά να λέγουν και ν΄ ακούν κάτι νεώτερο»

Βιβλιογραφία
E. G. CUTHBERT F. ATCHLEY, L.R.C.P., M.R.C.S. Ordo Romanus Primus, LONDON
ALEXANDER MORING, LIMITED, THE DE LA MORE PRESS 1905

CESARE GIRAUDO sj  Η Ευχαριστιακή Επίκληση: Οικουμενική γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως

Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, Εις την Θείαν Λειτουργίαν 29,1 (Sources Chrétiennes 4bis, 178-181).

Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Η Θεία Λειτουργία και το κίνημα των Νεοκατηχουμένων σύμφωνα με τη διδασκαλία του πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’

Η Θεία Λειτουργία, Ψηφιδωτό, Βασιλική Αγίου Μάρκου, Βενετία


Το παρόν άρθρο του π. Manuel Nin, ιερομόναχου Βενεδικτίνου, αρχιμανδρίτη και διευθυντή του Ποντιφηκού Ελληνικού Κολλεγίου Ρώμης και έξοχου καθηγητή Λειτουργικής Θεολογίας, δημοσιεύτηκε στην καθημερινή εφημερίδα του Βατικανού LOsservatore Romano στις 15 Μαρτίου 2012 και αναφέρεται στην ομιλία που έδωσε ο πάπας στα μέλη του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, αλλά αφορά όλη την καθολική Εκκλησία, σχετικά με τον τρόπο τέλεσης της Θείας Λειτουργίας. Οι υπογραμμίσεις είναι του ιστολογίου.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας (ειδικότερα ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, Ιωάννης Χρυσόστομος, Θεόδωρος Μοψουεστίας) στις κατηχήσεις τους, που κήρυτταν κυρίως κατά την διάρκεια της Τεσσαρακοστής, εισήγαγαν, έπαιρναν από το χέρι θα μπορούσαμε να πούμε, οδηγούσαν τους κατηχούμενους, δηλαδή όσους ετοιμάζονταν να λάβουν το βάπτισμα κατά την νύχτα του Πάσχα, να ανακαλύψουν και να απομνημονεύσουν την χριστιανική πίστη διαμέσου της ομολογίας πίστης, του Πιστεύω, και δίνοντάς τους ένα πρότυπο προσευχής, το Πάτερ Ημών.

Κατά την διάρκεια όλης της περιόδου της προετοιμασίας, εν αναμονή του βαπτίσματος, το οποίο, όπως όλα τα Μυστήρια, είναι ένα δώρο που λαμβάνεται μέσα στη μεγάλη Εκκλησία, στους κόλπους της που αναγεννούν, οι κατηχούμενοι μυούνταν στην πίστη, στην ακοή και κατανόηση του Λόγου του Θεού, και συμμετείχαν μόνο στο πρώτο μέρος της τέλεσης των ιερών Μυστηρίων.

Πράγματι, μετά το Ευαγγέλιο – και για αυτό έχουμε μαρτυρία ακόμα σήμερα στις ανατολικές λειτουργίες- ο διάκονος απέλυε τους κατηχούμενους, τους παρότρυνε να βγουν από το Ναό, βάζοντας τους κατά κάποιο τρόπο σε αναμονή, μια χαρούμενη αναμονή, της συμμετοχής στη μοναδική Θυσία του Χριστού, αυτήν που τελείται τη νύχτα του Πάσχα από τον επίσκοπο στη μεγάλη και μοναδική μητέρα Εκκλησία που μέσα από το βάπτισμα τους αναγεννούσε εν Χριστώ.

Εκείνη τη νύχτα οι κατηχούμενοι, γενόμενοι αποδεκτοί μέσα στην εκκλησία με το άσμα του αποστόλου Παύλου «όσοι εν Χριστώ εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούια», δεν αποκαλούνταν πλέον «κατηχούμενοι» αλλά νεόφυτοι, δηλαδή εισηγμένοι. Πού? Στο Χριστό, στη μοναδική και μεγάλη Εκκλησία. Και από εκείνη τη στιγμή συμμετείχαν πλήρως στα άγια μυστήρια του Σώματος και του Αίματος του Χριστού που ήταν-και είναι ακόμα- όχι ένα βήμα μέσα στην κατηχητική πορεία αλλά η πλήρωση της συμμετοχής όλων των χριστιανών πιστών στη ζωή του Χριστού στην Εκκλησία.

Στα βήματα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, των κατηχήσεων και των μυσταγωγιών τους, μπορούμε να τοποθετήσουμε την ομιλία του πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ’ στα μέλη του κινήματος των Νεοκατηχούμενων στις 20 Ιανουαρίου του τρέχοντος έτους. Μια ακρόαση την οποία ο ίδιος ο Πάπας τοποθετεί μέσα στο σύνολο των ακροάσεων που δόθηκαν απ’αυτόν στους ιδρυτές και τα μέλη αυτής της εκκλησιαστικής πραγματικότητας.

Πρόκειται για ένα μάθημα λειτουργικής Θεολογίας έγκυρο και χρήσιμο για το κίνημα των Νεοκατηχουμένων και για όλη την Εκκλησία.

Ο πάπας από την αρχή υπογραμμίζει την αξία της ιεραποστολικής δράσης και ευαγγελισμού του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, δράση που πρέπει να γίνεται πάντα – και ο Άγιος Πατέρας το επαναλαμβάνει μάλιστα δύο φορές- «σε κοινωνία με όλη την Εκκλησία και τον διάδοχο του Πέτρου», αναζητώντας «πάντα μια βαθιά κοινωνία με την αποστολική έδρα και τους ποιμένες των τοπικών Εκκλησιών στις οποίες έχετε ενταχθεί».

Θα λέγαμε ότι ο επίσκοπος Ρώμης δεν ξεχνάει ποτέ τον ρόλο του ως αρχή κοινωνίας με όλους τους ποιμένες της καθολικής Εκκλησίας: «η ενότητα και η αρμονία του εκκλησιαστικού σώματος είναι μια σημαντική μαρτυρία προς τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του μέσα στον κόσμο στον οποίο ζούμε».

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ΄, ως καλός ποιμένας, επίσης, και δικαιολογημένα, δεν παραλείπει να καταδείξει την γενναιοδωρία και τον ιεραποστολικό ζήλο του κινήματος των Νεοκατηχούμενων – όπως επίσης και τις δυσκολίες που συναντά στο ευαγγελικό του έργο – και να ενθαρρύνει τα μέλη του, ιερείς, λαϊκούς, ολόκληρες οικογένειες  να συνεχίσουν με ζήλο να αναγγέλλουν παντού, ακόμα και σε μακρινά μέρη από τον χριστιανισμό, το Ευαγγέλιο, πάντα μέσα στην αγάπη προς το Χριστό και την Εκκλησία.

Μετά τα εισαγωγικά λόγια, ο Πάπας εξηγεί το νόημα της έγκρισης για το κίνημα των Νεοκατηχουμένων, εκείνων των ακολουθιών «που δεν είναι στενά λειτουργικές, αλλά αποτελούν μέρος της πορείας της αύξησης της πίστης».  Ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ υπενθυμίζει στο κίνημα των Νεοκατηχουμένων και σε ολόκληρη την Εκκλησία ότι οι Λειτουργικές ακολουθίες, είναι εκείνες που εγκρίθηκαν από την Εκκλησία, μέσα από τα διάφορα κείμενα της Διδασκαλίας του επισκόπου Ρώμης ή των διάφορων Οικουμενικών Συνόδων που έθεσαν κανόνες και ενέκριναν την Θεία Λειτουργία της Εκκλησίας. Ο πάπας τονίζει πως η έγκριση των ακολουθιών που περιέχονται στον «Κατηχητικό οδηγό του κινήματος των Νεοκατηχουμένων» θα πρέπει να εννοηθεί ως στενότατα συνδεδεμένη με το « sensus Ecclesiae» και σε συντονία με τις ανάγκες της ανέγερσης του «Corpus Ecclesiae». Για ακόμα μια φορά, κατά την διάρκεια της αρχιερατείας του Βενέδικτου ΙΣΤ΄, βλέπουμε τον Πέτρο ως θεμέλιο κοινωνίας και ενότητας στην Εκκλησία.

Ό,τι ειπώθηκε σχετικά με τον ρόλο και την δέσμευση της αναγγελίας του Ευαγγελίου εκ μέρους του κινήματος των Νεοκατηχουμένων και σχετικά με την έγκριση των ακολουθιών που δεν είναι στενά λειτουργικές και προβλέπονται από τον «Κατηχητικό Οδηγό», προσφέρει επίσης την ευκαιρία στον Βενέδικτο ΙΣΤ’ να μιλήσει για την αξία της Θείας Λειτουργίας, δηλαδή εκείνης της πραγματικότητας της εκκλησιαστικής ζωής που επακριβώς δεν έχει καμία ανάγκη ειδικής έγκρισης επειδή έχει ήδη εξεταστεί, εγκριθεί και κανονιστεί από την αποστολική έδρα και από την ίδια την Β΄Οικουμενική Σύνοδο του Βατικανού. Ο πάπας δεν φιλοδοξεί να «εξηγήσει» τί είναι η Θεία Λειτουργία, αλλά επιθυμεί να τονίσει την «αξία», δηλαδή, οτι έχει ένα κεντρικό ρόλο και στη ζωή της Εκκλησίας και κάθε χριστιανού.

Θέλοντας να καθορίσει σαφείς αρχές στον συλλογισμό του, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ ξεκινά τον προβληματισμό του με το άρθρο 7 της Συνοδικής Διάταξης «Sacrosanctum Concilium»: η Θεία Λειτουργία αποτελεί «έργο του Χριστού Ιερέα και του σώματός του που είναι η Εκκλησία». Τοποθετεί στο κέντρο της κατήχησής του το Λειτουργικό έτος το οποίο όχι μόνο κάνει ανάμνηση αλλά εορτάζει, καθιστά παρών και επίκαιρο με μια αληθινά επικλητική δύναμη ολόκληρο το μυστήριο του Χριστού για την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία. «Το πάθος, ο θάνατος και η ανάσταση του Ιησού δεν αποτελούν μόνο ιστορικά γεγονότα, φτάνουν και διεισδύουν μεν την ιστορία, αλλά την ξεπερνούν και παραμένουν πάντα παρόντες στην καρδιά του Χριστού. Στην λειτουργική πράξη της Εκκλησίας υπάρχει η ενεργή παρουσία του Αναστημένου Χριστού που καθιστά παρόν και αποτελεσματικό για εμάς σήμερα το ίδιο πασχαλινό μυστήριο». Η Εκκλησία, λοιπόν, τελώντας το μυστήριο του Χριστού, γίνεται το σώμα του. Και ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ στηρίζει τον συλλογισμό του αναφέροντας τον ιερό Αυγουστίνο: «αυτό το έργο του Κυρίου Ιησού, που είναι το αληθινό περιεχόμενο της Θείας Λειτουργίας, είναι επίσης έργο της Εκκλησίας, η οποία, όντας σώμα του, είναι μια ενιαία οντότητα με το Χριστό: Christus totus caput et corpus».

Πιστός στην κατηχητική και μυσταγωγική παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, ο πάπας Βενέδικτος τοποθετεί την Ευχαριστία ως «κορυφή της χριστιανικής ζωής». Η Ευχαριστία είναι η πλήρη κοινωνία με το Χριστό διαμέσου του μυστηρίου του Σώματός του και του Αίματός του, και με την Εκκλησία, η οποία με την σειρά της είναι επίσης σώμα και φύλακας της.

Οι ανατολικές Εκκλησίες, πιστές στην αρχαία χριστιανική παράδοση, τελούν πάντα τα μυστήρια της μύησης και τα τρία μαζί: Βάπτισμα, Χρίσμα. Ευχαριστία. Άρα η κορύφωση της κατηχητικής πορείας που τελειώνει με το βάπτισμα την νύχτα του Πάσχα, είναι η συμμετοχή –στην πλήρη κοινωνία της Εκκλησίας- στα άγια και άχραντα Μυστήρια. Ο πάπας, αναφέροντας το καταστατικό  του κινήματος των Νεοκατηχουμένων, το οποίο βλέπει και την Ευχαριστία ως ένα είδος μετα-βαπτισματικής κατήχησης, τοποθετεί αυτή την ιδιαίτερη θεωρία της Ευχαριστίας κυρίως μέσα στα πλαίσια του «να διευκολύνει την επαναπροσέγγιση στον πλούτο της μυστηριακής ζωής από την πλευρά των ανθρώπων που απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία, ή δεν έλαβαν μια κατάλληλη κατάρτιση».

Είναι σαν ο πάπας να θέλει κατά βάθος να επαναφέρει την Ευχαριστία από μια οπτική και από ένα πλαίσιο κατηχητικό προς εκείνο το συγκεκριμένο πλαίσιο της αληθινής και ιδιαίτερης μυσταγωγίας. Με αυτόν τον τρόπο προτίθεται να επαναφέρει και την Ευχαριστία όπως τελείται από το κίνημα των Νεοκατηχουμένων, ή από οποιαδήποτε άλλη ομάδα ή εκκλησιαστικό κίνημα, μέσα στο εκκλησιαστικό πλαίσιο, έξω από το οποίο η ίδια η τελετή των αχράντων μυστηρίων θα στερούταν του χριστολογικού και εκκλησιαστικού θεμελίου της: «κάθε τέλεση της Ευχαριστίας αποτελεί μια πράξη  του μοναδικού Χριστού μαζί με την μοναδική του Εκκλησία και για αυτό είναι ουσιαστικά ανοιχτή για όλους εκείνους που ανήκουν σε αυτή την Εκκλησία του. Αυτός ο δημόσιος χαρακτήρας της αγίας Ευχαριστίας εκφράζεται στο γεγονός ότι κάθε τέλεση της Θείας Λειτουργίας διευθύνεται τελικώς από τον επίσκοπο που είναι μέλος του συλλόγου των επισκόπων, υπεύθυνος για μια συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία».

Ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ για άλλη μια φορά δίνει έμφαση στον μοναδικό και αναντικατάστατο ρόλο του επισκόπου, ως φύλακα και λειτουργού της Εκκλησίας. Η Θεία Λειτουργία δεν ανήκει –ίσως διαμορφωμένη, τροποποιημένη, κατά τα γούστα του καθενός- σε κανέναν, είτε πρόκειται για πρόσωπα ή ομάδες ή κινήματα, αλλά ανήκει στην ίδια την Εκκλησία έχοντας ως εγγυητή εκείνον που μέσω της επίθεσης των χειρών δέχθηκε την πληρότητα της θείας χάρης και το δώρο του Αγίου Πνεύματος, για να βόσκει το ποίμνιο, για να είναι αυτός «που φυλάει από ψηλά» (αυτή είναι η αληθινή σημασία του όρου «επίσκοπος»).

Θα τολμούσα να πω ότι η Θεία Λειτουργία, σε οποιαδήποτε χριστιανική Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση, πρέπει να γίνεται σεβαστή και αποδεκτή σχεδόν σαν τα τίμια Δώρα, τα οποία γίνονται δεκτά ως έχουν, ως δώρα, όχι σαν κάτι που ο καθένας παίρνει για τον εαυτό του ή εξυπηρετείται  σύμφωνα με τα δικά του γούστα και πρότυπα.

Κλείνοντας την ομιλία του, ο πάπας υπενθυμίζει στο κίνημα των Νεοκατηχουμένων – και σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας- την αναγκαία πιστότητα στα λειτουργικά βιβλία που αποτελούν το όργανο που ρυθμίζει τέλεση της Θείας Λειτουργίας, αποφεύγει κάθε αυθαιρεσία και υποκειμενικότητα και τα οποία κατά βάθος είναι στην υπηρεσία της εκκλησιαστικής κοινωνίας που είναι αποτέλεσμα της Θείας Λειτουργίας.

Η αναγκαία ενσωμάτωση στην πλήρη εκκλησιαστική ζωή υπογραμμίζεται ξανά από τον πάπα: «Παράλληλα, η προοδευτική ωρίμανση της πίστης του μεμονωμένου και της μικρής κοινότητας θα πρέπει να προωθήσει την ένταξή τους στη ζωή της μεγάλης εκκλησιαστικής κοινότητας, που βρίσκει στην τέλεση της Θείας Λειτουργίας της ενορίας, στην οποία και για την οποία εφαρμόζεται το κίνημα των νεοκατηχουμένων, την κανονική της μορφή.

Τέλος, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ επαναλαμβάνει  το καθοδηγητικό νήμα της όλης παρέμβασής του: «αλλά και κατά την διάρκεια της Πορείας των νεοκατηχουμένων είναι σημαντικό να μην χωρίζονται από την ενοριακή κοινότητα, ειδικά στην τέλεση της Ευχαριστίας που αποτελεί το αληθινό μέρος της ενότητας όλων, όπου ο Κύριος μας αγκαλιάζει στις διαφορετικές καταστάσεις της πνευματικής μας ωρίμανσης και μας ενώνει στον μοναδικό άρτο που μας κάνει ένα μοναδικό σώμα».

Η θεολογία, η θεία Λειτουργία, η εκκλησιαστική κοινωνία. Να τρία θέματα που βρίσκονται στην καρδιά του πάπα Βενέδικτου. Στο κείμενο της 20ης Ιανουαρίου τα αντιμετωπίζει ως θεολόγος? Ναι, αλλά πάνω από όλα ως μυσταγωγός που ξέρει να οδηγεί από το χέρι τους πιστούς στην αληθινή κατανόηση των μυστηρίων, μέσα την πλήρη κοινωνία με τον Χριστό, στην Εκκλησία.






Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Η τέλεση της πρώτης Ανάστασης ανήμερα το Πάσχα



Αυτό που οι καθολικοί τελούν το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου αντιστοιχεί με την Πρώτη Ανάσταση που τελούν οι ορθόδοξοι το πρωί της ίδιας μέρας. Πράγματι, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '50 η ακολουθία αυτή (ευλογία του φωτός, αγρυπνία με 12 αναγνώσματα της Παλαιάς Διαθήκης, Μεγάλος Αγιασμός των υδάτων, Βάπτιση των κατηχουμένων –πανάρχαια παράδοση που θέλει τους κατηχουμένους να βαπτίζονται Μεγάλο Σάββατο -και Θεία Λειτουργία στην οποία διαβαζόταν το Μτ 28,1-7 όπου βρέθηκε ο τάφος κενός) τελούνταν το Μεγάλο Σάββατο πρωί, μέχρι το μεσημέρι, και στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ακολουθούσε ο σύντομος εσπερινός του Μεγάλου Σαββάτου, σε αντιστοιχία με τον εσπερινό και τη Θεία Λειτουργία του Βασιλείου του Μεγάλου που τελούν οι ορθόδοξοι. Άλλωστε και στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων η τελετή του Αγίου Φωτός τελείται Μεγάλο Σάββατο πρωί.

Για τους καθολικούς στην Ελλάδα, η τέλεση της συγκεκριμένης ακολουθίας τα μεσάνυχτα του Σαββάτου και η εισαγωγή του "Χριστός Ανέστη" στη συγκεκριμένη Λειτουργία ως εισοδικύ είναι παντελώς ατυχής, και μάλιστα πριν διαβαστεί το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο όπως πολύ σωστά κάνουν οι ορθόδοξοι. Εδώ, ο καθολικός ιερέας, ως άλλο μέντιουμ, ξαφνικά, τα μεσάνυχτα, από το πουθενά, αναφωνεί «Αδέλφια, Χριστός ανέστη!».

Ατυχής είναι πάντα για εμάς τους καθολικούς και η τέλεση της Θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου…τα μεσάνυχτα, όπου πλέον είναι Κυριακή του Πάσχα! Αν θέλαμε να είμαστε liturgically correct μέσα στα πλαίσια μιας υγιούς incultaration, η αναστάσιμη Ακολουθία θα μπορούσε να ξεκινήσει με τον Όρθρο όπου στο μοναστικό τυπικό διαβάζεται η αναστάσιμη ευαγγελική περικοπή (γύρω στις 12) και εκεί επιτέλους να ψαλθεί  το Χριστός Ανέστη και να συνεχιστεί ο όρθρος και στη συνέχεια η Θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα.  ‘Άλλωστε οι καθολικοί παντού, τελούν πλέον τη συγκεκριμένη ακολουθία όχι πια πρωί  ούτε και μεσάνυχτα αλλά Μεγάλο Σάββατο εσπέρας, μετά την δύση του Ηλίου αν και αυτό πάλι σηκώνει συζήτηση. Πιστεύω προσωπικά ότι η λειτουργική μεταρρύθμιση δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα και ήδη αρχίζει και παίρνει πίσω άρον άρον αρκετά μαργαριτάρια.
Αυτές, ναι και είναι από εκείνες τις καινοτομίες που τόσο πολύ λατρεύουν να μας τις χτυπάνε οι ορθόδοξοι.

Από την άλλη,  δεν καταλαβαίνω αυτή την εμμονή να είμαστε με το ρολόι στο χέρι μέχρι να πάει μεσάνυχτα, την ώρα που βγαίνουν οι βρικόλακες. Από όσο ξέρω, στην Ελλάδα σε πολλές περιοχές αν όχι σε όλες, μέχρι πριν 50 χρόνια, η αναστάσιμη ακολουθία ξεκίναγε τα άγρια χαράματα της Κυριακής του Πάσχα (2,30-3,00 το πρωί) και ολοκληρωνόταν πριν την ανατολή του Ηλίου.