Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ελληνοχριστιανικός πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Θωμάς Ακινάτης, εισηγητής της επιστημονικής σκέψης


Ο Μεσαίωνας είναι η εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται η Ευρώπη ως πραγματικότητα και ως ιδέα, γι’ αυτό και η προσέγγιση της πολιτισμικής ρίζας της Ευρώπης και της ευρωπαϊκής σκέψης συνδέεται στενά με τη μελέτη της μεσαιωνικής φιλοσοφίας.

Στη μεσαιωνική φιλοσοφία συντελέστηκε το φαινόμενο της σύζευξης της κλασικής παράδοσης της ελληνικής αρχαιότητας και του χριστιανισμού, μέσω του οποίου πήρε σάρκα και οστά η διαμόρφωση της πνευματικής ταυτότητας της Ευρώπης.
Αυτή την ανάμεικτη και αρχαία χριστιανική κληρονομιά μεταβίβασαν στο Μεσαίωνα οι Πατέρες της εκκλησίας, κατ’ εξοχήν δε οι Ελληνες Πατέρες του 4ου αιώνα, οι οποίοι πρώτοι έκαναν τη σύνθεση της ελληνικής παιδείας και του χριστιανικού πνεύματος και διερεύνησαν τη σχέση φιλοσοφίας και θεολογίας επιτυγχάνοντας τη σύζευξη Ελληνισμού και χριστιανισμού γι’ αυτό και θεωρούνται «ιδρυτές του αληθινού χριστιανικού ουμανισμού» και -σύμφωνα με τον Jacques Le Goff- μπορούμε να τους αποκαλέσουμε Πολιτιστικούς Πατέρες της Ευρώπης.
Η σχολαστική φιλοσοφία είναι καρπός μιας αναγέννησης που έλαβε χώρα το 12ο και κυρίως το 13ο αιώνα και συνιστά μία αποφασιστική μεταμόρφωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η χριστιανική ανθρωπολογία του Θωμά Ακινάτη, προϊόν της συμφιλίωσης θεολογίας και φιλοσοφίας, Ελληνισμού και χριστιανισμού, πίστης και λόγου, συνίσταται σε μία νέα γνώση και θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου.
Στη θωμιστική σκέψη θεολογία και φιλοσοφία ενώνονται διατηρώντας τη δική τους οντότητα σε αυτό που ο Etienne Gilson ονόμασε «χριστιανική φιλοσοφία» ή όπως το ονόμασε ο Eco «θεολογία της επίγειας πραγματικότητας».
Η επιτακτική ανάγκη στην οποία βρέθηκε ο Θωμάς Ακινάτης στην εποχή του αφορούσε τη συμφιλίωση τριών παραδόσεων: της χριστιανικής παράδοσης, της ελληνικής φιλοσοφίας, κατ’ εξοχήν δε της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, και της παράδοσης του ρωμαϊκού δικαίου.
Για το σκοπό αυτό προσέφυγε στην πνευματική στάση του χριστιανικού ανθρωπισμού που όφειλε την ύπαρξή της στην αδιάκοπη από την εποχή της ύστερης αρχαιότητας πολιτισμική παράδοση της «πρώτης ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας», της Αυτοκρατορίας δηλαδή του Βυζαντίου στην οποία πρώτη φορά συνυπήρξαν η ελληνική ορθολογική σκέψη, οι ρωμαϊκοί διοικητικοί θεσμοί και η χριστιανική πνευματικότητα.
Το έργο του Θωμά Ακινάτη είναι αναμφισβήτητα το κορυφαίο προϊόν της επαφής της ελληνικής φιλοσοφίας και του χριστιανισμού, καθώς και του ρωμαϊκού δικαίου και εντάσσεται οργανικά στην πνευματική παράδοση του Βυζαντίου, η οποία είναι η πρώτη μεγάλη πολιτισμική κληρονομιά της Ευρώπης και θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η Summa Theologiae, ως μεγαλειώδης σύνθεση των τριών παραδόσεων, είναι το κορυφαίο επίτευγμα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας, καθιστώντας το Μεσαίωνα όπως λέει ο Le Goff «την αληθινή απαρχή της σύγχρονης Δύσης».

Η πρόσληψη της ελληνικής και κυρίως της αριστοτελικής φιλοσοφίας από τη μεσαιωνική θεολογία είναι γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας για τη Δύση αφού καθόρισε όλο το περιεχόμενο της μεσαιωνικής φιλοσοφίας και συνδέεται με την ίδια την ιστορία του Μεσαίωνα.

Ο Αριστοτέλης σε πίνακα του Ιταλού ρομαντικού ζωγράφου Φραντσέσκο ΧάγιεζΗ διείσδυση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στη Δύση ολοκληρώθηκε με την είσοδό της στην ίδια την εκπαίδευση. Μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα όλα τα σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη είναι πλέον προσιτά στα λατινικά, όχι μόνο από αραβικές μεταφράσεις αλλά από λατινικές μεταφράσεις απ’ ευθείας από τα ελληνικά και το αριστοτελικό corpus εντάσσεται στο πρόγραμμα διδασκαλίας του Πανεπιστημίου του Παρισιού με αποτέλεσμα να συγκροτηθεί ένας πλήρης κύκλος διδασκαλίας της φιλοσοφίας, μιας φιλοσοφίας που χειραφετείται πλέον από την κηδεμονία των θεολόγων.
Ετσι στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, με τον Θωμά Ακινάτη καθηγητή της Θεολογίας και παράλληλα δημόσιο σχολιαστή των έργων του Αριστοτέλη, συντελείται στη Δύση το «transitus του Ελληνισμού στο χριστιανισμό», που οδήγησε αφ’ ενός στην ενσωμάτωση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στο χριστιανισμό και εκφράστηκε με την εκτεταμένη χρήση της για τη θεωρητική επεξεργασία του χριστιανικού δόγματος και αφ’ ετέρου στην ανακάλυψη του πραγματικού κόσμου και της αξίας του.
Η ανακάλυψη της φύσης και μαζί της η ανακάλυψη του πραγματικού κόσμου είναι, λοιπόν, η μεγάλη συνεισφορά του Αριστοτέλη, δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης φυσικής τάξης πέρα από το συμβολικό κόσμο του Μεσαίωνα, η οποία προκάλεσε αληθινό ενθουσιασμό για κάθε τι φυσικό και ανθρώπινο. Η φυσική και οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου και η προσαρμογή της περιπατητικής φιλοσοφίας στο χριστιανικό δόγμα ήταν μια αληθινή επανάσταση στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης.
Αυτή η μεγάλη πνευματική επανάσταση της Δύσης συνίσταται στην πλήρη συγχώνευση αριστοτελισμού και χριστιανισμού και συντελέστηκε στη θωμιστική θεολογία και φιλοσοφία και κατ’ εξοχήν στα έργα του Θωμά Ακινάτη Summa contra gentiles και Summa Theologiae.
Ο Ακινάτης με την προσφυγή στην ιδέα της φύσης του Αριστοτέλη και την ανύψωση του λόγου και της βούλησης του ανθρώπου κατέστησε τον άνθρωπο και τον ανθρώπινο λόγο αρμόδιο για την εξερεύνηση της φύσης και των σκοπών της. Η αποϊεροποίηση της φύσης και η ανάδειξη του αισθητού κόσμου ως κόσμου με αυτόνομη ύπαρξη μακριά από τον πλατωνικό ιδεαλισμό -εντός του οποίου η ύψιστη ύπαρξη ανήκει μόνο στις ιδέες- οδήγησε στην αναζήτηση και διερεύνηση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης αλλά και της φύσης των πόλεων και των κοινωνιών.
Πέρα όμως από αυτά, χάρη στη θεωρία περί αρετών του Αριστοτέλη, κατ’ εξοχήν δε της αρετής της δικαιοσύνης, ο Ακινάτης μελετά την ίδια τη φύση των κοινωνικών σχέσεων και επιστρέφοντας στη θεωρία του κλασικού φυσικού δικαίου του Αριστοτέλη επιτυγχάνει τη συγκρότηση του ίδιου του δικαίου απέναντι στην ηθική και την απελευθέρωση της νομικής σκέψης από τη θεολογία προς την κατεύθυνση της αναγέννησης του ρωμαϊκού δικαίου και της θεμελίωσης της αυτονομίας του κράτους.
Χάρη στην υιοθέτηση της αριστοτελικής θεωρίας για τη δικαιοσύνη και το δίκαιο ο Ακινάτης έστρεψε την προσοχή του στην πολιτεία των ανθρώπων και στο φυσικό βίο και τις ανάγκες του και κατάφερε να προσεγγίσει την ανθρώπινη ιστορία, την ιστορία του ανθρωπίνου προσώπου ως υποκειμένου σχέσεων όχι μόνον αγάπης αλλά και σχέσεων δικαίου, καλύπτοντας έτσι όλο το φάσμα του ανθρωπίνου βίου.
Η μεγάλη προσφορά του Θωμά Ακινάτη είναι το δίκαιο, το οποίο μέσα από τις σελίδες της Summa Theologiae αναδύεται ως το κατ’ εξοχήν όργανο αρμονίας των κοινωνικών σχέσεων.
Η ένταξη του ανθρωπίνου προσώπου στο πλαίσιο των εννόμων σχέσεων σε συνδυασμό με την απελευθέρωση του προσώπου στο υπερφυσικό πεδίο άνοιξαν το δρόμο για τη νεοτερική εποχή.
 Στη θωμιστική φιλοσοφία, ο άνθρωπος δεν είναι πια ένας αμαρτωλός που συνθλίβεται από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά αποκτά οριστικά τη θέση του ως δημιούργημα κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Στη μεγάλη σύνθεση του Θωμά Ακινάτη, κατά το 13ο αιώνα, εκφράζονται τα αιτήματα του ύστερου Μεσαίωνα: η ανάγκη για απελευθέρωση από την προσωπική εξάρτηση των φεουδαρχικών σχέσεων, η ανάγκη για ανάδειξη της ατομικότητας, μακριά από τις φεουδαρχικές κοινότητες του Μεσαίωνα, όπου η εξατομίκευση εθεωρείτο αμαρτία, και η ανάγκη για ένταξη των ατόμων μέσα σε μία νέα κοινοτιστική δομή, τη δομή της «πόλεως».
Αυτό το νέο είδος γνώσης του 13ου αιώνα συνδέθηκε με τη γέννηση και εξάπλωση ενός νέου είδους μοναχών, οι οποίοι κατοικούν στην πόλη και δραστηριοποιούνται στο αστικό περιβάλλον. Οι μοναχοί αυτοί, που ανήκουν στα Τάγματα Επαιτείας, φέρνουν μια βαθιά αναμόρφωση του χριστιανισμού, μέσα από την οποία το θρησκευτικό περιεχόμενο του μεσαιωνικού πολιτισμού λειτούργησε σύντομα ως μοχλός προόδου.
Η ανάδειξη της ενεργού ζωής των πόλεων, σε αντιπαράθεση με τον ασκητισμό, έφερε κοντά στους ανθρώπους τις χαρές της επίγειας ζωής, απομακρύνοντάς τους από το δόγμα της περιφρόνησης των εγκοσμίων.
Στη θωμιστική φιλοσοφία, ο άνθρωπος δεν είναι πια ένας αμαρτωλός που συνθλίβεται από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά αποκτά οριστικά τη θέση του ως δημιούργημα κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού. Συμμέτοχος με τον Θεό στην ανακατασκευή του κόσμου, ο άνθρωπος, ως έλλογο και πολιτικό ον, αλλά και ως πρόσωπο, στέκεται στο κατώφλι της σύγχρονης εποχής, έτοιμος να κατακτήσει τον κόσμο, διατηρώντας ωστόσο την πνευματικότητά του.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία ότι όλη η νεότερη εποχή, η εποχή της νεοτερικότητας, προετοιμάστηκε με έξοχο τρόπο από αυτή τη χριστιανική φιλοσοφία, εντός της οποίας συγκροτήθηκε η ανθρωποκεντρική σύλληψη του κόσμου. Η χριστιανική έννοια της ελευθερίας, η ελευθερία δηλαδή στο πνευματικό πεδίο, η οποία αφορά τον μοναχό, αποσπασμένο από τον κόσμο και τις σχέσεις του με τον Θεό, θεμελιώνει το χριστιανικό περσοναλισμό, που αναδεικνύει το αίτημα της ατομικότητας μακριά από τις φεουδαρχικές δομές που συνθλίβουν το άτομο, αλλά και της κοινότητας, μέσα στην εξισωτική δομή των νέων πόλεων.
Ο Θωμάς Ακινάτης, μελετητής αυτής της ατομικότητας, είναι ταυτοχρόνως και υμνητής του ανθρώπινου προσώπου: η ένταξη του προσώπου στο πλαίσιο των εννόμων σχέσεων και η οντολογική απελευθέρωση του προσώπου στο υπερφυσικό πεδίο άνοιξαν το δρόμο για την κοινωνική αναγνώριση του προσώπου και προετοίμασαν το έδαφος για τον ερχομό του σύγχρονου κράτους, του συνταγματικού δημοκρατικού κράτους.
Ολη η νεοτερική εποχή, λοιπόν, στηρίχθηκε στους ιερείς και μοναχούς, όπως λέει ο Μισέλ Ουελμπέκ, «σ’ αυτούς τους ευσεβείς και αφοσιωμένους άνδρες του Μεσαίωνα που διέτρεχαν τις μητροπόλεις για να προσφέρουν την παρηγοριά της πίστης τους, κληρονόμοι μιας χιλιετούς πνευματικής παράδοσης… άλλοτε στην πρώτη γραμμή της κοινωνίας, σήμερα είναι υποβαθμισμένοι, περιφρονημένοι από όλους, υποταγμένοι στα βάσανα της αστικής ζωής, χωρίς πρόσβαση στις απολαύσεις της».
Ομως, ο πλήρης εξορθολογισμός της νεοτερικότητας και η καταθλιπτική κυριαρχία του υλισμού, και η μετακένωσή τους στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία και κοινωνία της σημερινής εποχής, αναδεικνύουν εκ νέου το αίτημα της επανόδου της συλλογικής ζωής των θρησκευτικών κοινοτήτων, εντός των οποίων διατηρούνται κάποιες θρησκευτικές παραδόσεις -σύμφωνα με τον Habermas- ως απάντηση στην πλήρη διάρρηξη του κοινωνικού ιστού του σύγχρονου συνταγματικού κράτους, καθώς και το αίτημα για την αναζήτηση ενός «νέου υπερβατικού σημείου αναφοράς», που θα μπορούσε να βγάλει από το αδιέξοδο τη συντετριμμένη νεοτερικότητα.
Στην αναζήτηση αυτή κάθε επιστροφή στον Θωμά Ακινάτη και στο μεσαιωνικό στοχασμό, ως επιστροφή σε ένα αίτημα καθολικότητας, θα ήταν πολύτιμη για την αντιμετώπιση των τεράστιων δυσκολιών που προκάλεσε η πλήρης γενίκευση της εκκοσμικευμένης θέασης του κόσμου, ενώ παράλληλα σ’ αυτή την εποχή της «αβάσταχτης ανισότητας» θα προκαλούσε ένα νέο προβληματισμό σχετικά με τη δικαιοσύνη και το δίκαιο σε μία κατεύθυνση «αποδυτικοποίησης» του τρόπου σκέψης και της κοινωνίας.

Η Προκοπίου υπενθυμίζει πως ο Ελληνισμός ήταν ανέκαθεν στραμμένος προς τη Δύση και η ίδια η Δύση έχει θεμελιωθεί πάνω στην ελληνική αρχαιότητα και το βυζαντινό πολιτισμό.
Η σημαντική αυτή εργασία της Ελένης Προκοπίου έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία: μια συστηματική μελέτη για το σύνολο του έργου του Θωμά Ακινάτη, του κορυφαίου αυτού διανοητή του δυτικού πολιτισμού. Το κενό αυτό μάλιστα καλύπτεται όχι με μια εγκυκλοπαιδικού τύπου προσπάθεια, αλλά με μια πρωτότυπη έρευνα πάνω σε ένα από τα πλέον κρίσιμα ζητήματα της παγκόσμιας ιστορίας, το ζήτημα των σχέσεων Ελληνισμού και χριστιανισμού, ή καλύτερα το ζήτημα του εξελληνισμού του χριστιανισμού, μια εξέλιξη που αρχίζει από τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες και ολοκληρώνεται με τους Ελληνες Πατέρες, κυρίως τους Καππαδόκες.
Αλλά η εργασία της κυρίας Προκοπίου έχει μια ιδιαιτερότητα, η οποία επίσης συνιστά μια πρωτότυπη συμβολή στη διεθνή βιβλιογραφία για τον Ακινάτη: πρόκειται για μια προσέγγιση του έργου του διά μέσου της έννοιας του προσώπου, το οποίο εν προκειμένω αντιμετωπίζεται ως υποκείμενο δικαίου. Η συγγραφέας, με τον τρόπο αυτό, μας εισάγει στο κεφαλαιώδες ζήτημα, τη νεοτερική πλευρά της σκέψης του Ακινάτη.
Η έννοια του υποκειμένου δικαίου, μια έννοια ασφαλώς που χαρακτηρίζει τη νεοτερική εποχή και την έξοδο από το μεσαιωνικό κόσμο, εμφανίζεται εδώ στις πρώτες της εκφάνσεις, μέσα από τους πραγματικά έξοχους και δαιδαλώδεις συλλογισμούς του Ακινάτη για τη δικαιοσύνη και το δίκαιο. Η σημαντική συμβολή της Προκοπίου έγκειται ακριβώς στην ανάδειξη μιας κρίσιμης μετατόπισης που συνέβη στη δυτική θεολογία κατά το 13ο αιώνα, μιας μετατόπισης από τον αυγουστινισμό στο θωμισμό, δηλαδή στο σχολαστικισμό.
Πρότυπό του το Βασίλειο του Θεού
Ο κόσμος μετά τον Ακινάτη παύει να είναι ένας κόσμος που απλώς πορεύεται προς τη σωτηρία· ένας κόσμος δηλαδή που έχει ως πρότυπό του το Βασίλειο του Θεού και μόνον, αλλά είναι ταυτόχρονα και ένας κόσμος που πρέπει να σωθεί εν χρόνω. Η εκκοσμίκευση της θεολογίας που συμβαίνει με το έργο του Ακινάτη είναι μια συγκλονιστική αλλαγή στην ιστορία της Δύσης, μια αφετηρία για τους νεότερους χρόνους και μια θεμελίωση της πίστης πάνω στους κανόνες της ίδιας της ζωής.
Το δίκαιο του Αριστοτέλη και το ρωμαϊκό δίκαιο, καθώς και η κλασική ελληνική μεταφυσική, γίνονται στον Ακινάτη τα μεγάλα όπλα που του επιτρέπουν να ξεφύγει από την ηθικολογία του Αυγουστίνου και ουσιαστικά να συμφιλιώσει τη θεολογία με την επιστήμη. Ο Ακινάτης εισάγει στη Δύση την επιστημονική σκέψη. Αυτή είναι η μεγάλη του συμβολή στην παγκόσμια ιστορία. Την εισάγει με τη βοήθεια του Αριστοτέλη και με τη βοήθεια των Ελλήνων Πατέρων.
Η Προκοπίου έκανε ένα μεγάλο άθλο. Το τεράστιο σε όγκο έργο του Ακινάτη μάς το παρουσιάζει εν συνόλω με μια λεπτομερή ανάλυση των πηγών, ενώ ταυτόχρονα διεισδύει και στην πατερική γραμματεία. Η εργασία της κινείται ταυτόχρονα στη γραμμή των σπουδαίων Ελλήνων βυζαντινολόγων, που αποκάλυψαν την ιστορική πορεία του μεσαιωνικού Ελληνισμού και την επίδρασή του στο δυτικό πολιτισμό.
Ο βυζαντινός ουμανισμός, δηλαδή η διάσωση των χειρογράφων της ελληνικής αρχαιότητας και ο σχολιασμός τους, ήταν έργο των Βυζαντινών, του Μεγάλου Φωτίου και του Αρέθα. Η Προκοπίου έρχεται τώρα να προσθέσει στο έργο του Τατάκη, του Γιαννακόπουλου, του Σβορώνου και της Αρβελέρ, αλλά και στο έργο του Λεμέρλ, του Γκιγιού ή του Μπεκ, μια νέα κρίσιμη παράμετρο: τη διεξοδική χρήση των πηγών που καταδεικνύουν την άμεση επίδραση της ελληνικής πατερικής σκέψης στο δυτικό σχολαστικισμό.
Παρ’ ότι φιλόσοφος του Δικαίου η ίδια -μαθήτρια του σπουδαίου Γάλλου ιστορικού της φιλοσοφίας του Δικαίου Michel Villey, ειδικού στο θωμισμό, καθηγητή της Σορβόνης- εν τούτοις κατόρθωσε να μας μεταφέρει και πλευρές της πατερικής Φιλοσοφίας, με τρόπο που πραγματικά ξαφνιάζει. Η Προκοπίου υπενθυμίζει τον έντονο αριστοτελισμό των Ελλήνων Πατέρων -από τον Μέγα Βασίλειο ώς τον Ιωάννη Δαμασκηνό- και μας δίνει έτσι μια νέα ματιά πάνω στο ζήτημα της συνέχειας του Ελληνισμού και τη δημιουργική του διαδρομή από την αρχαιότητα στην εποχή του χριστιανισμού.
Αλλά υπάρχει και ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα που συνάγεται εδώ, διά μέσου της εργασίας της Προκοπίου: η στενή σχέση Δύσης και Ανατολής ή καλύτερα του Ελληνισμού με τη λατινική Δύση. Η σχέση αυτή προκύπτει από το θεμελιώδες έργο του Ακινάτη, ο οποίος μετεγγράφοντας τόσο τον Αριστοτέλη όσο και τους Ελληνες Πατέρες θεμελίωσε το σύγχρονο δυτικό πολιτισμό πάνω στην ελληνική αρχαιότητα και στο Βυζάντιο.
Η Προκοπίου μας θυμίζει δηλαδή τη δυτική πλευρά του Ελληνισμού και εμμέσως πλην σαφώς αμφισβητεί έντονα την «ανατολική», μυστική ανάγνωσή του από την πλευρά της ρωσικής θεολογίας, που κυριάρχησε κατά τον 20ό αιώνα και στην Ελλάδα και πέρασε σε μια αντιδυτική ερμηνεία της ιστορικής πορείας του Ελληνισμού.
Η Προκοπίου υπενθυμίζει πως ο Ελληνισμός ήταν ανέκαθεν στραμμένος προς τη Δύση και η ίδια η Δύση έχει θεμελιωθεί πάνω στην ελληνική αρχαιότητα και το βυζαντινό πολιτισμό. Κλειδί σ’ αυτή την πολλαπλή σύνδεση ήταν το έργο του Ακινάτη, το οποίο βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διεθνώς -από τον Τζόις ώς τον Ουμπέρτο Εκο η σκέψη του Ακινάτη πραγματικά κυριαρχεί- αλλά δυστυχώς στην Ελλάδα ήταν μέχρι σήμερα στη σκιά.
 Από το στιβαρό αυτό έργο προκύπτει λοιπόν ως ζητούμενο η επαναθεώρηση των πολιτιστικών, φιλοσοφικών, πνευματικών σχέσεων της Δύσης με την «καθ’ ημάς» Ανατολή.
Η ισόρροπη εξέλιξη της Ευρώπης διερράγη μετά το Σχίσμα και μόνο η σύζευξη Λόγου και πίστης μπορεί να επαναφέρει την ισορροπία σε κάθε δυτικό ή ανατολικό Ευρωπαίο. Η βίωση του μυστηρίου της πίστης και η κατανόηση του Λόγου είναι μια πορεία συνεχής.
Η εργώδης εργασία της Προκοπίου, λοιπόν, μπορεί να συνδράμει στην αποκατάσταση της ισορροπίας Λόγου και μυστηρίου στην καθ’ ημάς Ανατολή, όπως επίσης η ανάγνωση του Γρηγορίου Παλαμά θα μπορούσε να συνδράμει το δυτικό άνθρωπο στη δική του πνευματική-πολιτιστική μονομέρεια.