Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διάλογος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα διάλογος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Είναι όντως αιρετικοί και παπικοί οι Καθολικοί?

Άποψη της πλατείας του Αγίου Πέτρου και της Ρώμης από τον τρούλο της Βασιλικής

Μάθετε, παρακαλῶ, τήν ἀλήθεια, πού σάν ποίημα θέλω νά τήν λέτε: «Ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση καί ὁ οἰκουμενισμός παναίρεση»! Μακρυά ἀπό αὐτά τά δυό, γιατί κινδυνεύει ἀπό αὐτά ἡ πίστη μας. Αυτή είναι η κατήχηση που ζητάει ο Ιερεμίας Γόρτυνος από τους πιστούς του να παπαγαλίσουν. 

Είναι όμως ο παπισμός όντως αίρεση? Πότε πρωτοεμφανίστηκε ο όρος "παπισμός" και πότε η Καθολική Εκκλησία θεωρήθηκε από τους ορθοδόξους οτι έχει αιρετικές θέσεις? Στο άρθρο αυτό θα αποδείξουμε ότι πρόκειται για καινοτομίες της Ορθόδοξης Εκκλησίας και οι λόγοι που οδήγησαν σε τέτοιους χαρακτηρισμούς ήταν -και είναι- καθαρά γεωπολιτικοί και όχι δογματικοί.

Μετά την Σύνοδο της Φλωρεντίας το 1439 οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών συνεχίστηκαν με διακυμάνσεις είτε αδελφικές όπως κατά το δεύτερο ήμισυ του ΙΣΤ' αιώνα με την αδελφική αλληλογραφία μεταξύ Πάπα Γρηγορίου ΙΓ' και Οικουμενικού Πατριάρχη Ιερεμία Β' του τρανού είτε λιγότερο αδελφικές λίγες δεκαετίες αργότερα με την προσχώρηση των Ουκρανών στην Καθολική Εκκλησία που οπωσδήποτε κλόνησε τις σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών. Σε γενικές γραμμές όμως δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις -σε τοπικό επίπεδο- κοινωνίας μεταξύ των εκκλησιών όπως θα αποδείξουμε σε προσεχές άρθρο και σε κάθε περίπτωση ήταν πιο θερμές από τους απλούς εναγκαλισμούς που ακολούθησαν την άρση των αναθεμάτων το 1965.

Ας δούμε τί γνώμη είχε για τους δυτικούς ο ανθενωτικός Οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454-1465), μαθητής του ανθενωτικού Μάρκου του Ευγενικού:

Έτι ηρώτησαν οι μοναχοί ει ένι συγκεχωρημένον, ίνα διδώτε τοις Αρμενίοις ή Λατίνοις την παναγίαν τοις προσκυνηταίς. Ημείς δε λέγομεν ίνα διδώτε αυτοίς και το αντίδωρον· χριστιανοί γαρ εισί και διά τούτο έρχονται εκ τοσούτων διαστημάτων εις προσκύνησιν του δεσποτικού τάφου. Ει γούν και εσχισμένοι εισίν αφ’ ημών διά τινα ζητήματα της πίστεως και εισίν ετερόδοξοι, αλλ’ ως χριστιανοί μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούσι τον αγιασμόν ημών, και ημείς οφείλομεν διδόναι· το γαρ Μη δώτε τα άγια τοις κυσί (Ματθ. 7, 6) και τα εξής περί των απίστων νοείται, ήγουν Ιουδαίων και Σαρακηνών και Ελλήνων και Μανιχαίων και άλλων, οίτινες προσποιούνται τον χριστιανισμόν μη όντες χριστιανοί· διό και επάγει· μήποτε στραφέντες καταπατήσωσιν αυτά και ρήξωσιν υμάς (Ματθ. 7,6). Κύνες ούν εισί και χοίροι οι πατούντες· οι δε μετά πίστεως και ευλαβείας ζητούντες τα άγια και προσλαμβάνοντες ούκ εισί τοιούτοι. Ακούετε δε και του Κυρίου ειπόντος ότι· Ο μη ων καθ’ ημών υπέρ ημών εστί (Μαρκ. 9, 40), και τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω (Ιω. 6, 37). Το μέγα μυστήριον της κοινωνίας μόνον μη δίδοτε αυτοίς, ου μόνον διά την του Μυστηρίου υπεροχήν, αλλά διά το μυστήριον τούτο παριστάν μεν όλην την θείαν οικονομίαν, προηγουμένης δε της ομολογίας του συμβόλου της αληθούς πίστεως τελειούσθαι, και διά τούτο τοις εις την θείαν οικονομίαν ή εις την θεολογίαν ψευδοδοξούσι και τη καθολική αντιλέγουσιν Εκκλησία ου δεί αυτό δίδοσθαι...

Διό και οι αγιώτατοι Πατριάρχαι, ότε ελειτούργουν εορτασίμως, ερχομένους και Αρμενίους και Λατίνους και ισταμένους μετά πάσης ευλαβείας εις την λειτουργίαν, ουκ εδίωκον, αλλά και απερχομένους μετά των Ορθοδόξων και προσκυνούντας και ασπαζομένους την πατριαρχικήν χείρα και ευλόγουν και εδίδουν αυτοίς το αντίδωρον· ως γαρ μαθηταίς του Χριστού ουκ εξέβαλον έξω τους εις αυτούς ερχομένους.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Γεννάδιος δεν αποκλείει τους Λατίνους από το να προσέρχονται στη Θεία Λειτουργία και να συμπροσεύχονται με τους Ορθοδόξους. Μάλιστα δε, αν παρακολουθούν τη Λειτουργία μετά πίστεως και ευλαβείας, ημείς οφείλομεν διδόναι το αντίδωρον και τον αγιασμό, χριστιανοί γαρ εισί . Δεν μπορούν φυσικά να λάβουν την Θεία Κοινωνία επειδή  εσχισμένοι εισίν αφ’ ημών διά τινα ζητήματα της πίστεως και εισίν ετερόδοξοι.

Συμπερασματικά, ο Γεννάδιος Σχολάριος τον οποίον οι σύγχρονοι ορθόδοξοι θεωρούν ως εμπνευστή του "αντιπαπικού" αγώνα τους, θεωρώντας τους αιρετικούς και αβάπτιστους και μη χριστιανούς, αναφερόμενος στους καθολικούς μιλάει για σχίσμα διά τινα ζητήματα της πίστεως γεγονός που τους καθιστά ετερόδοξους και όχι αιρετικούς. Και αυτό επειδή γνώριζε πολύ καλά ότι ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή υπάρχει Σχίσμα, δηλαδή διαίρεση της Ιεραρχίας και αποκαλεί τους Λατίνους ετεροδόξους, δηλαδή που έχουν διαφορετική άποψη (οχι πίστη) σε επιμέρους θέματα τα οποία ειναι συζητήσιμα πχ ένζυμος ή άζυμος άρτος, η θέση του Πάπα μέσα στην Εκκλησία κλπ και όχι στις αρχές της αποστολικής πίστης όπως αυτή εκφράστηκε απο τις Επτά Οικουμενικές Συνόδους. Δεν τους θεωρεί αιρετικούς επειδή αιρετικοί είναι όσοι δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα και στην Θεότητα του Ιησού Χριστού ή έχουν διαφορετική χριστολογία όποτε και σωτηριολογία.

Έναν αιώνα αργότερα δημιουργείται σοβαρή ένταση στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών με την προσχώρηση των Ουκρανών και Ρουμάνων στην Καθολική Εκκλησία, γεγονός που κλονίζει την όποια εμπιστοσύνη είχε η Ορθοδοξία έναντι της Ρώμης με αποτέλεσμα να ανέβουν οι τόνοι.

Και φτάνουμε στις αρχές του 18ου αιώνα επί της μακράς αρχιερατείας του Πάπα Κλήμη ΙΑ' (1700-1721) όπου οι σχέσεις καθολικών και ορθοδόξων περνούσαν πάλι μια φιλική περίοδο, αρχικά τουλάχιστον. O Πάπας καταγόταν από την αρβανίτικη οικογένεια των Λάτση. Ο μακρινός προπάππους του Μιχαήλ Λάτσης ήρθε το 1464 στην Ιταλία μαζί με τον Γεώργιο Καστριώτη, Για αυτό το λόγο από μικρός έδειξε ιδιαίτερη κλίση προς τα ελληνικά αλλά και την ορθόδοξη λειτουργία. Μετέφρασε στα ιταλικά ομιλίες του Σοφρωνίου Ιεροσολύμων καθώς και ένα βυζαντινό έργο με τίτλο "Ο μονόλογος των Ελλήνων". Κατά την αρχιερατεία του μετέβαινε κάθε χρόνο στις 2 Μαίου στον Ελληνικό Ναό του Αγίου Αθανασίου στο κέντρο της Ρώμης για την εορτή του Αγίου όπου τελούσε αρχιερατική Θεία Λειτουργία ανάμεσα στους μαθητές του ομώνυμου Ελληνικού Κολεγίου εκ των οποίων πολλοί μετά το πέρας των σπουδών τους επιστρέφουν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, χειροτονούνται ιερείς, κάποιοι μάλιστα και μητροπολίτες και ποιμαίνουν το ορθόδοξο ποίμνιο με μεγάλο αποστολικό ζήλο χωρίς φιλολατινική προπαγάνδα.  Το γεγονός της Λειτουργίας εκείνη την περίοδο προκαλεί περισσότερο θετικές εντυπώσεις στην Ανατολή, ακριβώς επειδή οι σχέσεις ήταν φιλικές, σε σημείο μάλιστα που και τα τέσσερα πρεσβυγενή Πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων στέλνουν τους αποκρισάριούς τους στη Ρώμη για να τον ευχαριστήσουν.

Δύο από τους τέσσερις Πατριάρχες όμως προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και προσχωρούν στην Καθολική Εκκλησία. Πρόκειται για τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σαμουήλ Καπασούλη και τον Πατριάρχη Αντιοχείας Κύριλλο ΣΤ'. Στην παρέα τους θα προστεθεί και ο Τύρου και Σιδώνος Ευθύμιος, Το γεγονός αυτό ταρακουνάει συνθέμελα την Ορθοδοξία και πλήττει το γόητρο των Πατριαρχείων και προκαλεί την έντονη δυσαρέσκεια του Σουλτάνου που δεν έβλεπε με καλό μάτι την προσέγγιση Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.

Αφού οι δύο Πατριάρχες αντικαθίστανται με Σουλτανικό Φιρμάνι, συγκαλείται στην Κωνσταντινούπολη το 1716 Πανορθόδοξη Σύνοδος γεμάτη οργή για τα παραπάνω γεγονότα και υπό την πίεση του Σουλτάνου και την ανησυχία για περαιτέρω διαρροές,  για πρώτη φορά πρωτοεμφανίζεται ο υποτιμητικός όρος "παπισμός" και η έμμεση αναφορά οτι αποτελεί αίρεση.

Μεταξύ άλλων το συνοδικό κείμενο αναφέρει:


«….. Αι γαρ θείαι Γραφαί αυταί εαυτάς ουδαμώς ανατρέπουσιν. Έστωσαν παράδειγμα οι νυν Παπισταί, ….. Ή πως εκ των Γραφών αποδείξωσι την θρυλλουμένην του Πάπα μοναρχίαν, ….. ή πως αν αποδείξειαν και εκ του Υιού το Πνεύμα εκπορεύεσθαι, ….. Άπερ εκείνοι, ίνα αποδείξωσιν τας θείας νοθεύουσι βίβλους, τας μεν προστιθέντες, τας δε αφαιρούμενοι…..  Αυτά ταύτα ποιούσι και πάντες οι λοιποί των αιρετικών….. «.. Ύστερον μέντοι προ χρόνων τινών επηρεία του πονηρού ο Ρώμης πάπας αποσφαλείς και εις αλλόκοτα δόγματα και καινοτομίας πεσών, απέστη της ολομελείας του σώματος της ευσεβούς Εκκλησίας και απεσχίσθη. και νυν εστιν οίον διερρωγός τι τεμάχιον του όλου ιστίου της πνευματικής ολκάδος της Εκκλησίας, όπερ εκ πέντε πρότερον συνίστατο και συνέρραπτο μερών…... «.. και συγκατατιθέμεθα τοις κατά διαφόρους καιρούς συντεθειμένοις συμβόλοις πίστεως παρά ταις των Λατίνων εκκλησίαις….. ουδέ γαρ ουδέ ημείς ετέραν δεχόμεθα πίστιν, ουδ’ άλλο τι σύμβολον….. Τα δε παρά Λατίνων συντεθέντα ημείς αποπτύομεν και αποβαλλόμεθα…..»  «.. Διό και τους προστιθέντας και μικρόν τι μόριον λέξεως, πολλού και δει λέξιν ολόκληρον, ή τρόπω προσθήκης ή εξηγήσεως λόγω και ερμηνείας εν τούτω τω ιερώ Συμβόλω, ή αφαιρούντες εκ τούτου, ουκ αποδεχόμεθα. οι γαρ τότε άγιοι Πατέρες τους αφαιρούντας ή προστιθέντας εις αυτό λέξιν τινα ή μόριον λέξεως αναθεματίζουσιν…..» . «.. Ωσαύτως και τα θεία μυστήρια της ευχαριστίας παρ’ ημών δια των δυο ειδών μεταδίδοται τω λαώ, και ουχ ως οι Λατίνοι Παπισταί κακώς ποιούντες του ενός μόνου είδους, παρά την του Κυρίου παράδοσιν, μεταδιδόασι τω λαώ, ό και ανωτέρω δια πολλών διηλέγξαμεν…... «.. Το δε καθαρτήριον πυρ, το υπό των Παπιστών αναπλασθέν επί τω χρηματίζεσθαι παρά των απλουστέρων, τούτο ουδ’ ακούσαι ανεχόμεθα όλως…..». «.. Ει δε τις ποτε συγκατάβασις και οικονομία εγένετο, ίσως εν όσοις τρόπω συμβουλής περί έθη και τάξεις και συνηθείας μακράς ωκονομήθη, αλλ’ ουκ εν όσοις περί πίστεως και δογμάτων ο λόγος….. Εν γαρ τοις θείοις δόγμασιν ουδαμού χώραν έχει ποτέ η οικονομία ή συγκατάβασις. ταύτα γαρ ασάλευτα εισι, και υπό πάντων των Ορθοδόξων ως απαράβατα εν πάση ευλαβεία διαφυλάττονται. και ο μικρόν τι τούτων παραβαίνων, ως σχισματικός και αιρετικός κατακρίνεται και αναθεματίζεται, και ακοινώνητος παρά πάσι λογίζεται. Τας μέντοι ληστρικάς Συνόδους των αιρετικών, ως την εν Εφέσω ποτέ των Αρειανών – ου την των Παπιστών ουδόλως δεχόμεθα, και μάλιστα το εν Φλωρεντία Καϊαφικόν συνέδριον, ως ληστρικόν τε και βίαιον….. αλλά τον Πάπαν εσχηκός και αντιφθεγγόμενον, δηλαδή κρινόμενον και εναγόμενον, και κριτήν τον αυτόν επί θρόνου δικάζοντα και αποφαινόμενον κατά το αυτώ αρέσκον, πάντως τυραννικώς και αθέσμως….. ουδόλως παραδεχόμεθα, αλλά και αποστρεφόμεθα και καταδικάζομεν…..»

Τί άλλαξε στην πίστη των Δυτικών από την εποχή του Γεννάδιου μέχρι το 1716 και έγιναν ξαφνικά αιρετικοί? Απολύτως τίποτα. Επρόκειτο για μια προσπάθεια σπίλωσης της Ρώμης στην προσπάθειά να μην προσχωρήσουν και άλλοι ορθόδοξοι στον καθολικισμό. Η Σύνοδος αυτή δεν ήταν αρκετή για να συγκρατήσει την ένωση τοπικών ορθοδόξων εκκλησιών με τη Ρώμη. Οπότε το 1722, μόλις πέντε χρόνια αργότερα, συνεκλήθη πάντα στην Κωνσταντινούπολη νέα Πανορθόδοξη στην προσπάθειά της να εμποδίσει την ένωση του Πατριαρχείου Αντιοχείας ως Εκκλησία με τη Ρώμη, ανεπιτυχώς, επειδή αυτή συντελέστηκε τελικά δύο χρόνια αργότερα. 

Η νέα αυτή Σύνοδος στην εγκύκλιό της προς τους Ορθοδόξους της Αντιόχειας αναφέρει μεταξύ άλλων τους Παπικούς, ως κενοφωνούντες, νεωτεριστές, κακοδόξους και κακόφρονες, ψεύτες, καινοτόμους και νεωτεριστές, διαφθορείς και νοθευτές:

«.. να εμφολεύωσι και να είναι εγκατεσπαρμένα λεληθότως εις τας ψυχάς των χριστιανών της Λατινικήςκακοδοξίας και κακοφροσύνης τα δόγματα ή μάλλον ειπείν νεωτερίσματα και της αληθούς πίστεως ημαρτημένα και απεσχοινισμένα φρονήματα, ….. μη εξαπατάσθαι ραδίως μηδέ ανοίγειν τα ώτα ταις τωνΛατίνων κενοφωνίαις, αλλ’ ουδέ παραδέχεσθαι τους νεωτερισμούς αυτών και όσα κατά απάτην ψευδή και ολέθρια δόγματα με σοφιστικά επιχειρήματα σπεύδουσι να εγκατασπείρουν εις τας ψυχάς υμών….. Όθεν και ημείς πρώτον περί τούτου του μέρους θέλομεν συντύχει και θέλομεν αποδείξει, ότι είναι ανυπόστατος και ψευδής η τοιαύτη τυραννική εξουσία και μοναρχία του Πάπα. και ταύτης ως επισφαλούς αρχής αναιρεθείσης, θέλουν συναναιρεθή επομένως και μετ’ ευκολίας και όσα εκ ταύτης της αρχής αναφύονται και παραβλαστάνουσι της κακοδοξίας τα ζιζάνια…..»  «.. Όταν δε πάλιν λέγουσιν οι Παπισταί, ότι μόνου του Πέτρου εδόθη η προστασία και η κυβέρνησις της οικουμένης, τους αποκρινόμεθα, ότι ψεύδονται…..» . «.. Αλλά, καθώς είπομεν, όχι μόνον τα δόγματα της ευσεβούς πίστεως, αλλά και τας παραδόσεις και τάξεις της Εκκλησίας ανέτρεψαν και διέφθειραν οι κατά πάντα καινοτομούντες Λατίνοι, εναντιούμενοι και τη ευαγγελική διδασκαλία και τοις αποστολικοίς κανόσι και εις τας ιεράς Συνόδους και απλώς ειπείν εις τους Πατέρας της Εκκλησίας και τας εξ αρχής φυλαττομένας παρ’ ημών πάντων των ευσεβών παραδόσεις της Εκκλησίας….. Όθεν και συμβουλεύομεν πατρικώς και πνευματικώς όλους….. να απέχετε μακράν από τας καινοτομίας και τους νεωτερισμούς των Λατίνων, οι οποίοι δεν άφησαν κανένα δόγμα και μυστήριον και παράδοσιν της Εκκλησίας οπού να μην το φθείρουν και να το νοθεύσουν…..» .

Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν οι αφελείς και ανιστόρητες κατηγορίες περί καινοτομιών των Λατίνων, οτι δηλαδή στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε μόνο ένα τυπικό, το ορθόδοξο και οτι οι καθολικοί έκαναν νέα λειτουργία, νέα άμφια, ψαλμωδίες μετά το σχίσμα του 1054 αποτελούν προιόν άγνοιας των ορθοδόξων πατριαρχών ή εσκεμμένη συκοφαντία. Ο σκοπός ήταν να εμποδίσουν την διαρροή των πιστών προς τη Ρώμη και να κρατήσουν τα σουλτανικά προνόμιά τους. Ούτε μπορούμε να γνωρίζουμε το λόγο της αθρόας ένωσης με τη Ρώμη εκείνη την περίοδο. Αν δηλαδή οι ορθόδοξοι έβλεπαν στους καθολικούς την πίστη, την ευσέβεια, την ενάρετη χριστιανική μαρτυρία που έλειπε από μεγάλο μέρος του ορθοδόξου κλήρου εκείνη την εποχή όπου σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες επικρατούσε η διαφθορά, η σιμωνία και η άφεση αμαρτιών επί πληρωμή. Άλλωστε πολλοί Μητροπολίτες εκείνη την περίοδο καλούσαν τους Ιησούιτες να κηρύττουν στις ορθόδοξες ακολουθίες και τους καπουκίνους να εξομολογούν το ορθόδοξο ποίμνιο λόγω της αδιαφορίας και της στοιχειώδους έλλειψης μόρφωσης του Ορθόδοξου κλήρου. 

Σήμερα πλέον οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών επισήμως κινούνται σε νέο αδελφικό πλαίσιο αν και η πλειοψηφία συνεχίζει να έχει τις απόψεις των δυο παραπάνω Συνόδων που όπως είπαμε, οι όροι που χρησιμοποιούν οφείλονται καθαρά σε γεωπολιτικούς λόγους και όχι δογματικούς. Μάλιστα περισσότερο κακό έκαναν στην Ορθοδοξία αφού οδήγησαν στο φαινόμενο των "ορθόδοξων τζιχαντιστών" κατά την έκφραση του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα. Από την άλλη πλευρά βέβαια η νοοτροπία της Ρώμης να στέλνει μισσιονάριους στην χριστιανική Ανατολή  που την θεωρούσε πεδίο ιεραποστολής,  φέρει μεγάλο μέρος ευθύνης για αυτή την κατάσταση. 

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

TΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ?

TΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;

Του Σεβασμιωτάτου Ραφαήλ Martinelli,
Eπισκόπου Φρασκάτι

Ο Σεβασμιώτατος Ραφαήλ Martinelli γεννήθηκε στο Bergamo της Ιταλίας, όπου και υπηρέτησε ως ιερέας. Αφού έκανε το διδακτορικό του στην Ιερή Θεολογία με εξειδίκευση στην ποιμαντική της κατήχησης στο Ποντιφικό Λατερανό Πανεπιστήμιο και έλαβε το πτυχίο Παιδαγωγικής στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, από το 1980 είναι μέλος της Ιεράς Συνόδου για τη Διδασκαλία της Πίστης.
Ως Πριμικήριος της Βασιλικής των Αγίων Αμβροσίου και Καρόλου στη Ρώμη, έχει συγγράψει μερικά κατηχητικά δελτία επάνω σε διάφορα θέματα επικαιρότητας, τα οποία διατίθενται σε όσους εισέρχονται στην προαναφερθείσα Βασιλική. Εξαντλήθηκαν περισσότερο από 2.000.000 αντίτυπα σε περίπου δύο χρόνια.
Αυτά τα κατηχητικά δελτία έχουν συνταχθεί, σε διαλογική μορφή, στη βάση των εγγράφων της Αγίας Έδρας και, ιδιαιτέρως, θεμελιώνονται στην Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας και στη Σύνοψή της.
Όλα τα κατηχητικά δελτία, 50 στο σύνολό τους, έχουν συγκεντρωθεί και εκδοθεί από την Libreria Editrice Vaticana υπό τον τίτλο “50 Θέματα επικαιρότητας – διαλογική κατήχηση”. Μπορεί επίσης να τα βρει κανείς και στην ιστοσελίδα: www.sancarlo.pcn.net
Στις 2 Ιουνίου 2009 ονομάστηκε Επίσκοπος Φρασκάτι, στο Λάτιο, από την Α.Α. τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’.



Τι είναι ο Οικουμενισμός;

■ Είναι η Κίνηση η οποία στοχεύει στην ενότητα των χριστιανών και συμπεριλαμβάνει «τις δραστηριότητες και τις πρωτοβουλίες εκείνες, οι οποίες, αναλόγως προς τις διάφορες ανάγκες της Εκκλησίας και τις απαιτήσεις των καιρών, αποσκοπούν και είναι τεταγμένες στην προώθηση της ενότητας των χριστιανών» (UR 4).

■ H αναζήτηση της ενότητας των χριστιανών αποτελεί δέσμευση και επιτακτικό καθήκον της καθολικής Εκκλησίας. Ο οικουμενισμός – τον οποίο οφείλουμε να διακρίνουμε από τον διαθρησκειακό διάλογο – θεμελιώνεται στη διαθήκη την οποία μας άφησε ο ίδιος ο Ιησούς την παραμονή του θανάτου του: «ώστε να είναι όλοι ένα» (Ιω 17, 21). Η Β’ Βατικανή Σύνοδος περιέγραψε τις ενέργειες για την προαγωγή της ενότητας των χριστιανών ως έναν από τους πρωταρχικούς σκοπούς της (UR 1) και ως ωθούμενες από την πνοή και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος (UR 1, 4). O μακαριστός Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’ πολλές φορές υπογράμμισε το «αμετάκλητο της οικουμενικής επιλογής» (Ut unum sint, 3). Και ο Άγιος Πατέρας Βενέδικτος ΙΣΤ’, ήδη από τις πρώτες ημέρες της Αρχιερατείας του, διαβεβαίωσε πως θα εργαστεί εις βάθος για την αποκατάσταση της πλήρους και ορατής ενότητας των μαθητών του Χριστού.
Σε αυτό το ιερό έργο, το πρωτεύον κριτήριο είναι η ενότητα της Πίστης.
Το σημείο αφετηρίας του οικουμενισμού είναι το Βάπτισμα, και εκείνο της άφιξης είναι η από κοινού τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.

■ Ο οικουμενικός διάλογος βασίζεται στο δικαίωμα-καθήκον που έχει ο καθένας να εκφράσει, με ηρεμία και αντικειμενικότητα, την ταυτότητά του, καθιστώντας σαφές αυτό που ο ίδιος είναι, αυτό που ενώνει και αυτό που διαιρεί. Το να εκθέτει κανείς με σαφήνεια τις θέσεις του δεν περιορίζει τον οικουμενικό διάλογο, αλλά τον ευνοεί.


Γιατί υπάρχει ο Οικουμενισμός;

■ Διότι υπάρχουν, μεταξύ των χριστιανών, διαιρέσεις, οι οποίες αντιτίθενται στο θέλημα του Χριστού, ο οποίος προσευχήθηκε «ώστε να είναι όλοι ένα» (Ιω 17, 21), κι έτσι να αποκατασταθεί η ενότητα όλων των χριστιάνων σε «ένα ποίμνιο με έναν ποιμένα» (Ιω 10, 16), ώστε «ο λαός του Θεού να φτάσει χαρούμενος σε όλο το πλήρωμα της αιώνιας δόξας, στην ουράνια Ιερουσαλήμ» (UR 3).

■ O Βενέδικτος ΙΣΤ’ υπογραμμίζει πως μερικοί χριστιανοί επιτείνουν σήμερα τις διαιρέσεις ιδιαιτέρως για δύο λόγους:
1) εξαιτίας «μιας φονταμενταλιστικής ερμηνείας του δεδομένου της Αγίας Γραφής και της Ιερής Παράδοσης. Συνεπώς, οι κοινότητες αρνούνται να ενεργήσουν ως ένα ενωμένο σώμα, και προτιμούν αντιθέτως την αρχή της τοπικής απομόνωσης. Χάνεται έτσι η ανάγκη μιας διαχρονικής κοινωνίας – η κοινωνία με την Εκκλησία όλων των εποχών – ακριβώς τη στιγμή που ο κόσμος έχει χάσει τον προσανατολισμό του κι έχει ανάγκη μιας πειστικής και από κοινού μαρτυρίας της σωστικής δύναμης του Ευαγγελίου»·
2) πολλοί χριστιανοί, «στην παρουσίαση της χριστιανικής πίστης, θεωρούν πως δεν είναι αναγκαίο να υπογραμμίζεται η αντικειμενική αλήθεια, αλλά πρέπει ο καθένας να ακολουθεί τη συνείδησή του και να επιλέγει εκείνη την κοινότητα η οποία ικανοποιεί καλύτερα τα προσωπικά του γούστα. Το αποτέλεσμα είναι επαληθεύσιμο στη συνεχή αύξηση κοινοτήτων οι οποίες συχνά αποφεύγουν τις θεσμικές δομές και ελαχιστοποιούν τη σπουδαιότητα που έχει για τη χριστιανική ζωή το περιεχόμενο της επίσημης διδασκαλίας. Ακόμη και στο εσωτερικό της οικουμενικής κίνησης οι χριστιανοί είναι δυνατόν να φανούν απρόθυμοι να υποστηρίξουν τη θέση της επίσημης διδασκαλίας από φόβο πως αυτή μπορεί να οξύνει παρά να θεραπεύσει τα τραύματα της διαίρεσης» (Ομιλία, Οικουμενική συνάντηση στη Νέα Υόρκη στον ιερό ναό Αγίου Ιωσήφ, 18 Απριλίου 2008).


Τι είδος κακού προκαλούν οι διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανών;

■ Προκαλούν διάφορα είδη κακού, τόσο στο εσωτερικό της Εκκλησίας όσι και εκτός αυτής. Πράγματι:
• Είναι ένα σκάνδαλο, το οποίο αποδυναμώνει τη φωνή της Εκκλησίας.
• «Οι διαιρέσεις μεταξύ των χριστιανών εμποδίζουν την ίδια την Εκκλησία να πραγματοποιεί το πλήρωμα της καθολικότητάς της σ’ εκείνα από τα παιδιά της που ανήκουν βέβαια σε αυτήν, χάρη στο βάπτισμά τους, αλλά είναι χωρισμένα από την πλήρη κοινωνία της. Και μάλιστα γίνεται δυσκολότερο για την ίδια την Εκκλησία να εκφράζει από κάθε άποψη το πλήρωμα της καθολικότητάς της μέσα στην ίδια την πραγματικότητα της ζωής» (UR 4).
• «Η καθολικότητα, που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Εκκλησίας, η οποία ποιμαίνεται από τον Διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους σε κοινωνία μαζί του, εξαιτίας της διαίρεσης των χριστιανών, βρίσκεται μπροστά σε ένα πρόσκομμα το οποίο εμποδίζει την πλήρη πραγμάτωσή της μέσα στην ιστορία» (IΣΔΠ, Επιστ. Communionis notio, 17).

■ Αυτή η έλλειψη ενότητας μεταξύ των χριστιανών ζημιώνει σοβαρά και τη μαρτυρία, την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να δίνουν στους μη χριστιανούς: αποτελεί μια αντιμαρτυρία. «Είναι οδυνηρή η διαπίστωση πως λόγω αυτής της κατάστασης οι χριστιανοί χάνουν ένα μέρος της ιεραποστολικής κι ευαγγελιστικής ορμής τους εξαιτίας των διαιρέσεων οι οποίες ναρκοθετούν την εσωτερική ζωή τους και μειώνουν την αποστολική αξιοπιστία τους» (ΠΟΝΤΙΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Οδηγός για την εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του Οικουμενισμού, Παρουσίαση).


Γιατί πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ ενότητας της Εκκλησίας και ενότητας των χριστιανών;

■ Διότι η ενότητα της Εκκλησίας υπάρχει ήδη. Η ενότητα, «την οποία ο Χριστός ευθύς εξ αρχής δώρησε στην Εκκλησία του, εμείς πιστεύουμε πως ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, χωρίς πιθανότητα να απολεσθεί, και ελπίζουμε ότι θα αυξάνει κάθε ημέρα και περισσότερο, ως τη συντέλεια των αιώνων» (UR 4). Γι’ αυτό στο Πιστεύω εμείς ομολογούμε: «[Πιστεύω] και εις μίαν [...] Εκκλησίαν», και αυτή η Εκκλησία ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία (βλ. LG 8).

■ Αυτό που λείπει είναι η ενότητα των χριστιανών. Πράγματι, «μέσα σε αυτή τη μία και μοναδική Εκκλησία του Θεού εμφανίστηκαν ήδη από πολύ νωρίς μερικά σχίσματα, τα οποία καταδικάζει αυστηρά ο Απόστολος· κατά τους επόμενους αιώνες προκλήθηκαν ευρύτερα σχίσματα, και ολόκληρες κοινότητες αποχωρίστηκαν από την πλήρη κοινωνία της καθολικής Εκκλησίας, μερικές φορές όχι χωρίς ανθρώπινη ενοχή και από τις δύο πλευρές» (UR 3).

■ «Η ενότητα της μοναδικής Εκκλησίας, που ήδη υπάρχει στην καθολική Εκκλησία χωρίς πιθανότητα να απολεσθεί, μας εγγυάται πως μια ημέρα και η ενότητα όλων των χριστιανών θα γίνει πραγματικότητα» (IΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Β’, Ομιλία, 13 Νοεμβρίου 2004).

■ Ωστόσο, οι χριστιανοί που είναι χωρισμένοι από την πλήρη κοινωνία με την καθολική Εκκλησία έχουν με αυτήν, ήδη από τώρα, πολλά κοινά στοιχεία.


Ποια είναι τα στοιχεία τα οποία οι Εκκλησίες και οι μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες έχουν από κοινού με την καθολική Εκκλησία;

■ Τα μέλη αυτών των Εκκλησιών και μη καθολικών χριστιανικών Κοινοτήτων:
• «έχοντας λάβει στο βάπτισμα τη δικαίωση από την πίστη, είναι ενσωματωμένα στον Χριστό, και απομένως δίκαια φέρουν το χριστιανικό όνομα και πολύ σωστά αναγνωρίζονται από τα παιδιά της καθολικής Εκκλησίας ως αδελφοί εν Κυρίω» (UR 3).
• απολαμβάνουν αγαθών που μπορούν να υπάρχουν και έξω από τα ορατά όρια της καθολικής Εκκλησίας, όπως: «ο γραπτός λόγος του Θεού, η ζωή της χάρης, η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη, όπως και άλλα εσωτερικά δώρα του Αγίου Πνεύματος ή ορατά στοιχεία» (UR 3).

■ Aυτές τις Εκκλησίες και εκκλησιακές Κοινότητες «το Πνεύμα του Θεού δεν αρνείται να τις χρησιμοποήσει ως μέσα σωτηρίας, η ισχύς των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, το οποίο ο Χριστός εμπιστεύθηκε στην καθολική Εκκλησία. Όλα αυτά τα αγαθά προέρχονται από τον Χριστό και στον Χριστό οδηγούν» (UR 3), και «ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8).

■ M’ εκείνους που, χάρη στο βάπτισμά τους, τιμώνται με το χριστιανικό όνομα, αλλά δεν ομολογούν ακέραιη την πίστη ή δεν διατηρούν την ενότητα της κοινωνίας υπό τον Διάδοχο του Πέτρου, η Εκκλησία γνωρίζει πως είναι ενωμένη με πολλούς και διάφορους δεσμούς» (LG 15).

■ Tαυτόχρονα, η καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες είναι πλησιέστερες προς αυτήν σε σχέση με τις μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες, καθότι υπάρχει μια όχι ευκαταφρόνητη διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις τελευταίες και τις ορθόδοξες Εκκλησίες.


Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις ορθόδοξες Εκκλησίες και τις μη καθολικές εκκλησιακές Κοινότητες;

■ Οι ορθόδοξες Εκκλησίες ονομάζονται έτσι από το έτος 1054 και μετά:

• «έχουν αληθινά μυστήρια και προπάντων, χάρη στην αποστολική διαδοχή, την Ιερωσύνη και τη Θεία Ευχαριστία, διαμέσου των οποίων παραμένουν ακόμη ενωμένες μαζί μας με πάρα πολύ στενούς δεσμούς» (UR 3)·
• συνεπώς, «μία κάπoια μυστηριακή ενδοκοινωνία (communicatio in sacris), κάτω από ορισμένες συνθήκες και με την έγκριση της εκκλησιαστικής αρχής, είναι όχι μόνο δυνατή αλλά και αξιοσύσταση» (UR 15)·
• αξίζουν να ονομάζονται “επιμέρους ή κατά τόπους Εκκλησίες” και αποκαλούνται “αδελφές Εκκλησίες των κατά τόπους καθολικών Εκκλησιών” (UR 14)·
• «διαμέσω της τέλεσης της Ευχαριστίας του Κυρίου σε αυτές τις τοπικές Εκκλησίες, η Εκκλησία του Θεού οικοδομείται και αυξάνει» (UR 15)·
• έχουν μια κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, τόσο βαθιά «που τους λείπει πολύ λίγο για να επιτύχουν την πληρότητα η οποία επιτρέπει την από κοινού τέλεση της Θείας Ευχαριστίας» (ΠΑΥΛΟΣ Στ’, Ομιλία στο Σίξτειο Παρεκκλήσιο κατά τη δέκατη επέτειο της αμοιβαίας άρσης των αφορισμών μεταξύ των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, 14 Δεκεμβρίου 1975)·
• δεν είναι ωστόσο σε πλήρη κοινωνία με τη καθολική Εκκλησία, καθόσον αυτές δεν είναι σε κοινωνία με την ορατή Κεφαλή της μοναδικής καθολικής Εκκλησίας, τον Πάπα, Διάδοχο του Αποστόλου Πέτρου, Κορυφαίου των Αποστόλων, στον οποίο ο Κύριος εμπιστεύθηκε τη διαποίμανση όλων των προβάτων του (βλ. Ιω 21, 16). Και αυτό δεν είναι ένα δευτερεύον γεγονός, αλλά μία από τις συστατικές αρχές οι οποίες ενυπάρχουν στο εσωτερικό της κάθε επιμέρους Εκκλησίας. Γι’ αυτό, εφόσον «η κοινωνία με την καθολική Εκκλησία, της οποίας η ορατή Κεφαλή είναι ο Επίσκοπος Ρώμης και Διάδοχος του Πέτρου, δεν είναι ένα κάποιο εξωτερικό συμπλήρωμα στην επιμέρους Εκκλησία, αλλά μία από τις εσωτερικές συστατικές αρχές της, η κατάσταση της επιμέρους Εκκλησίας, την οποία απολαμβάνουν εκείνες οι σεβάσμιες χριστιανικές Κοινότητες, υφίσταται έλλειμμα» (IΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 4).

■ Oι μη καθολικές εκκλησιακές Κοινότητες:

• είναι προπάντων εκείνες οι οποίες γεννήθηκαν από τη μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα: οι προτεσταντικές (εμπνευσμένες από τη σκέψη και το έργο του Μαρτίνου Λούθηρου: 1483-1546), η αγγλικανική (η οποία γεννήθηκε με την Πράξη Επικυριαρχίας του άγγλου βασιλιά Ερρίκου Η’ το 1534). Πέρα από αυτές, υπάρχει μια πληθώρα νέων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες συνεχώς γεννιούνται και πολλαπλασιάζονται·
• δεν έχουν την αποστολική διαδοχή στο Μυστήριο της Ιεροσύνης, και γι’ αυτό στερούνται ενός ουσιαστικού δομικού στοιχείου, απαραίτητου στο «είναι» της Εκκλησίας·
• κυρίως εξαιτίας της απουσίας της διακονηματικής Ιεροσύνης, δεν έχουν διατηρήσει τη γνήσια και ακέραιη ουσία του ευχαριστιακού Μυστηρίου (πρβλ. UR 22)·
• «γι’ αυτόν τον λόγο, δεν είναι δυνατόν, για την καθολική Εκκλησία, η ευχαριστιακή διακοινωνία (communicatio in sacris) με αυτές τις Κοινότητες (ΚατΚΕ 1400)·
• εν τούτοις, «όταν με το ιερό Δείπνο τελούν την ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του Κυρίου, ομολογούν ότι η ζωή βρίσκεται στην κοινωνία με τον Χριστό και προσδοκούν την ένδοξή του έλευση (UR 22)·
• δεν μπορούν, σύμφωνα με την καθολική διδασκαλία, να ονομάζονται «Εκκλησίες» (πρβλ. ΙΣΔΠ, Dominus Iesus, 17) καθότι στερούνται των Μυστηρίων της Ιεροσύνης και της Ευχαριστίας·
• σε αυτές βρίσκονται ωστόσο «πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας, τα οποία, καθότι δώρα ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού, ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8), όπως, πχ. η Αγία Γραφή, το Βάπτισμα, η αγάπη.


Ποια αρχή είναι βασικής σημασίας στον οικουμενικό διάλογο;

Στον οικουμενικό διάλογο «ισχύει πάντοτε η αρχή της αδελφικής αγάπης, της κατανόησης και της αμοιβαίας προσέγγισης· αλλά και η υπεράσπιση της πίστης του λαού μας, διασφαλίζοντάς τον στη χαρούμενη πεποίθηση πως η «unica Christi Ecclesia [...] subsistit in Ecclesia catholica, a successore Petri et Episcopis in eius communione gubernata» («η μοναδική Εκκλησία του Χριστού [...] ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, η οποία ποιμαίνεται από τον διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του» (LG 8· BENEΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’, Ομιλία, 12-5-07).


Πώς πρέπει να εννοηθεί η διατύπωση σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία του Χριστού ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία;

Ο Χριστός ίδρυσε επάνω στη γη μία και μοναδική Εκκλησία και την συγκρότησε ως κοινότητα ορατή και πνευματική, η οποία υπάρχει από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής της και θα συνεχίσει να υπάρχει μέσα στον ρου της ιστορίας, και στην οποία μόνο παραμένουν και θα παραμένουν όλα τα στοιχεία τα οποία από τον ίδιο τον Χριστό συστάθηκαν. Αυτή είναι η μοναδική Εκκλησία του Χριστού, την οποία στο Σύμβολο της Πίστης ομολογούμε μία, αγία, καθολική και αποστολική. Αυτή η Εκκλησία, σε αυτόν τον κόσμο συγκροτημένη και διαρθρωμένη ως κοινωνία, ενυπάρχει στην καθολική Εκκλησία, η οποία ποιμαίνεται από τον διάδοχο του Πέτρου και από τους Επισκόπους που βρίσκονται σε κοινωνία μαζί του (πρβλ. LG 8).

Στη Δογματική Διάταξη «ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ» (LG 8) η ενύπαρξη είναι αυτή η διαρκής ιστορική συνέχεια και η παραμονή όλων των στοιχείων που συστάθηκαν από τον Χριστό μέσα στην καθολική Εκκλησία, μέσα στην οποία συγκεκριμενοποιείται η Εκκλησία του Χριστού επάνω σε αυτή εδώ τη γη» (ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 2).


Γιατί χρησιμοποιείται από τη Β’ Βατικανή Σύνοδο (LG) η έκφραση subsistit in και όχι το ρήμα est;

■ Με τη λέξη subsistit (ενυπάρχει), η Σύνοδος:
• δείχνει την πλήρη ταύτιση της Εκκλησίας του Χριστού με την καθολική Εκκλησία. Επειδή η Εκκλησία έτσι όπως τη θέλησε ο Χριστός πραγματώνεται και συνεχίζει να υπάρχει (subsistit in) μέσα στην καθολική Εκκλησία, το συνεχές της ενύπαρξης συνεπιφέρει μια πραγματική ταύτιση ουσίας μεταξύ της Εκκλησία του Χριστού και της καθολικής Εκκλησίας. Η Σύνοδος θέλησε συνεπώς να διδάξει πως η Εκκλησία του Ιησού Χριστού, ως συγκεκριμένο υποκείμενο σε αυτόν τον κόσμο, απαντάται μέσα στην καθολική Εκκλησία·
• δηλώνει πως το ρήμα “ενυπάρχει” «μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά μόνο στην καθολική Εκκλησία, διότι αναφέρεται ακριβώς στο χαρακτηριστικό της ενότητας που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστης (Πιστεύω εις μίαν Εκκλησίαν)» (ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 2)·
• εκφράζει την αλήθεια πως η Εκκλησία του Χριστού είναι μοναδική και όχι πολλαπλασιάσιμη: η Εκκλησία του Χριστού είναι μόνο μία και ενυπάρχει, στην ιστορική πραγματικότητα, σε ένα μοναδικό υποκείμενο, το οποίο είναι η καθολική Εκκλησία·
• διαφυλάγει έτσι την ενότητα και τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, που θα κλονίζονταν αν γινόταν παραδεκτό πως μπορούν να υπάρχουν περισσότερες ενυπάρξεις της Εκκλησίας που ιδρύθηκε από τον Χριστό·
• εμποδίζει να φανταστούμε την Εκκλησία του Χριστού σαν «το άθροισμα – διαφοροποιό και κατά κάποιο τρόπο ενοποιό – των Εκκλησιών και εκκλησιακών Κοινοτήτων» ή «να σκεφτούμε πως η Εκκλησία του Χριστού σήμερα δεν υπάρχει πια πουθενά και πως, γι’ αυτό, πρέπει μόνο να είναι αντικείμενο αναζήτησης εκ μέρους όλων των Εκκλησιών και Κοινοτήτων» (ΙΣΔΠ, Mysterium Ecclesiae, 1). Αν ήταν έτσι, η Εκκλησία του Χριστού δεν θα υπήρχε πια ως «μία» μέσα στην ιστορία ή θα υπήρχε μόνο κατά τρόπο ιδεατό, δηλαδή in fieri, σε μία μελλοντική σύγκλιση ή επανενοποίηση των διαφόρων αδελφών Εκκλησιών·
• εκφράζει σαφέστερα πώς εκτός της ορατής διάρθρωσης της καθολικής Εκκλησίας βρίσκονται «πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας», «τα οποία, καθότι δώρα ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού, ωθούν προς την καθολική ενότητα» (LG 8). Αναγνωρίζει συνεπώς την παρουσία, στις μη καθολικές χριστιανικές Κοινότητες, εκκλησιακών στοιχείων τα οποία είναι ιδιαίτερα της Εκκλησίας του Χριστού. «Επομένως, οι χωρισμένες αυτές Εκκλησίες και Κοινότητες, αν και, όπως πιστεύουμε, έχουν ελλείψεις, δεν στερούνται καθόλου από τη σημασία τους και τη σπουδαιότητά τους μέσα στο μυστήριο της σωτηρίας. Πραγματικά, το Πνεύμα του Χριστού δεν αρνείται να τις χρησιμοποιήσει ως μέσα σωτηρίας, η ισχύς των οποίων προέρχεται από το ίδιο το πλήρωμα της χάρης και της αλήθειας, το οποίο εμπιστεύθηκε ο Χριστός στην καθολική Εκκλησία». (UR 3)·
• επιτρέπει ένα μεγαλύτερο άνοιγμα της καθολικής Εκκλησίας στο ιδιαίτερο αίτημα του οικουμενισμού να αναγνωρίσει η καθολική Εκκλησία έναν χαρακτήρα και μια διάσταση πραγματικά εκκλησιακή στις χριστιανικές Κοινότητες που δεν είναι σε πλήρη κοινωνία μαζί της, αναλογιζόμενη τα «plura elementa sanctificationis et gratiae» (πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας), τα οποία είναι παρόντα σε αυτές.

■ Η έκφραση subsistit εναρμονίζει συνεπώς δύο καταφάσεις της καθολικής διδασκαλίας: από τη μία πλευρά, πως η Εκκλησία του Χριστού, παρά τις διαιρέσεις των χριστιανών, συνεχίζει να υπάρχει πλήρως μόνο στην καθολική Εκκλησία, και, από την άλλη, πως υπάρχουν πολυάριθμα στοιχεία εξαγιασμού και αλήθειας εκτός της διάρθρωσής της, δηλαδή στις Εκκλησίες και εκκλησιακές Κοινότητες που δεν είναι ακόμη σε πλήρη κοινωνία με την καθολική Εκκλησία (πρβλ. ΙΣΔΠ, Responsa ad quaestiones, 3, και συνοδευτικό άρθρο σχολιασμού).


Τι είναι εκείνα που χρειάζονται για την ενότητα των χριστιανών;

■ Είναι απαραίτητα:
• η διαρκής ανανέωση της Εκκλησίας, η οποία έτσι μένει πιστή στην κλήση της. Αυτή η ανανέωση είναι η κινητήριος δύναμη της ενότητας·
• η μεταστροφή της καρδιάς «για να ζήσουμε μια ζωή πιο σύμμορφη προς το Ευαγγέλιο», διότι είναι η απιστία των μελών στη δωρεά του Χριστού που προκαλεί τις διαιρέσεις·
• η από κοινού προσευχή· πράγματι «η μεταστροφή της καρδιάς» και «η αγιότητα της ζωής, μαζί με τις ιδιωτικές και δημόσιες προσευχές για την ενότητα των χριστιανών, πρέπει να θεωρηθούν ως η ψυχή όλης της οικουμενικής κίνησης και μπορούν δίκαια να ονομαστούν πνευματικός οικουμενισμός»·
• η αμοιβαία αδελφική γνωριμία·
• η διαπαιδαγώγιση των πιστών και ειδικά των ιερέων επάνω στον οικουμενισμό·
• ο διάλογος μεταξύ των θεολόγων και οι συναντήσεις μεταξύ των χριστιανών των διαφόρων Εκκλησιών και Κοινοτήτων·
• η συνεργασία μεταξύ των χριστιανών στους διαφόρους χώρους κοινωνικής υπηρεσίας» (KατKE 821).

■ «Αληθινός οικουμενισμός δεν υπάρχει χωρίς εσωτερική μεταστροφή και κάθαρση της μνήμης, χωρίς αγιότητα ζωής σύμμορφης με το Ευαγγέλιο, και προπαντός δεν υπάρχει χωρίς έντονη και αδιάλειπτη προσευχή η οποία να αντηχεί την προσευχή του Ιησού» (ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΥΛΟΣ Β’, Ομιλία, 13 Νοεμβρίου 2004).

■ «Η ένωση με τον Χριστό είναι ταυτόχρονα ένωση με όλους τους άλλους στους οποίους Αυτός δίνεται. Εγώ δεν μπορώ να έχω τον Χριστό μόνο για μένα· μπορώ να του ανήκω μόνο ενωμένος με όλους εκείνους που έχουν γίνει ή θα γίνουν δικοί του. Η κοινωνία με βγάζει έξω από τον εαυτό μου και με ωθεί προς αυτόν, κι έτσι με ωθεί προς την ένωση με όλους τους χριστιανούς (ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’, Deus caritas est, αρ. 14).


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για την εμβάθυνση στο θέμα, συνιστάται η ανάγνωση των εξής εγγράφων:
* B’ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ, Lumen gentium – “To φως των εθνών” – (LG)· Unitatis redintegratio – “Η αποκατάσταση της ενότητας” – (UR).
* ΠΟΝΤΙΦΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, Οδηγός για την εφαρμογή των αρχών και των κανόνων του Οικουμενισμού, 1993·
* ΚΑΤΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ (ΚατΚΕ)·
* ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ (ΙΣΔΠ), Responsa ad quaestiones de aliquibus sententiis ad doctrinam de Ecclesia pertinentibus, 29 Ιουνίου 2007).

Πέμπτη 17 Μαΐου 2012

Λίγες σκέψεις για τον Οικουμενικό Διάλογο


Συνεχίζοντας τις σκέψεις του πατρός Γ. Τσέτση θα θέλαμε και εμείς με τη σειρά μας να εκφράσουμε με τη μορφή σχολιασμού κάποιες αντίστοιχες απόψεις με σκοπό όχι να ευλογήσουμε τα γένια μας, να στηρίξουμε τη θέση ή να αποδείξουμε τη λανθασμένη ίσως στάση των άλλων, αλλά ο απώτερος σκοπός είναι η ορθή θεώρηση των πραγμάτων, τουλάχιστον έτσι όπως εμείς τα αντιλαμβανόμαστε και τα προσεγγίζουμε και η κατάθεση αυτής της προοπτικής. Η παράθεση αυτών και άλλων παρόμοιων απόψεων δεν έχει σκοπό την εσκεμμένη πειθώ ή αλλαγή του άλλου, ή πολύ περισσότερο την παραπλάνηση του άλλου, παρά αποτελεί μία βιωματική, ειλικρινή, έκφραση συνδυασμένη με κάποιες ειδικές επί του αντικειμένου γνώσεις, που μας χάρισε η ζωή και ο Θεός.

Η αρχή που διέπει την Οικουμενική Κίνηση, ότι μπορεί να βρεθεί το στοιχείο της ενότητας εν τη ποικιλία δεν αποτελεί ένα απλό πυροτέχνημα, ή μία άλλη θεωρία μεταξύ άλλων, παρά πίστη ότι πράγματι αυτός ήταν ο χρυσός κανόνας κατά τη διάρκεια της πρώτης κοινής χιλιετίας μεταξύ της χριστιανικής ανατολής και δύσης. Αυτή εννοείται η πορεία ούτε εύκολη ήταν, ούτε χωρίς διενέξεις και αντιθέσεις, αλλά στο τέλος και στις δύο πλευρές επικρατούσαν εκκλησιαστικοί άνδρες που έθεταν την ενότητα του σώματος πάνω από τα ποικίλα συμφέροντα. Σ’ αυτή την αρμονική λειτουργική διαφορετικότητα βασίζεται ο κανόνας της οικονομίας, ο οποίος φυσικά δεν σημαίνει αλλοίωση της ακρίβειας. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση η ακρίβεια δεν είναι κάτι άλλο παρά η σωτηρία του ανθρώπου. Οι Πατέρες με όποιο θέμα και εάν ασχολήθηκαν αυτό που πάντα τους ενδιέφερε ήταν η ανόθευτη διατήρηση της σωτηριολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, η διατήρηση της εκκλησιαστικής ειρήνης και αυτό το επιτύγχαναν μέσα από την εσχατολογική ερμηνεία των πραγμάτων. Αυτό τους έδινε μία άνεση στο να προσεγγίζουν τις αιρετικές ή τις σχισματικές ομάδες και να συνομιλούν μαζί τους επιδιώκοντας να βρούνε την χρυσή τομή. Αυτή είναι μία στάση μαρτυρική, γιατί ο διάλογος και δύσκολος είναι, αλλά και συνάμα αποτελεί μία μορφή μαρτυρίας. Μέσα από αυτό το συνειδητό μαρτύριο πάντοτε η Εκκλησία βγαίνει πιο δυνατή.


Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν σ’ όλες τις δομές και τις εκφράσεις της οικουμενικής κίνησης ήταν παρούσα, καθώς η συμμετοχή της δεν αποτελεί μία εξωτερική μορφή και μία ιδιότητα προσωρινή, αλλά προέρχεται από την ίδια την ουσία της. Με άλλα λόγια δεν είναι μία αποστολή για τους λίγους και τους ειδικούς, αλλά μία ουσιαστική έκφραση των πολλών που συγκροτούν το σώμα της. Στο σημείο αυτό στηρίζεται η αναγνώριση εκ μέρους των Ορθοδόξων των άλλων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών, χωρίς αυτό να σημαίνει και ταυτόχρονη αποδοχή ή αναγνώριση της διδασκαλίας που πρεσβεύουν. Παράλληλα η αναγνώριση της ύπαρξης του άλλου δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνειδητοποίηση της σημερινής τραγικής κατάστασης. Δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε συνειδητά και να απέχουμε από τον διάλογο προφασισμένοι την «ανωτερότητά» μας ή την ιστορικότητά μας. Στον αναγκαίο πλέον σημερινό διάλογο απαιτούνται δύο ή περισσότερα μέλη, διαφορετικά καταντά μονόλογος.


Ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο του σημερινού οικουμενικού διαλόγου και των διμερών θεολογικών διαλόγων που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η συμμετρία και η αναλογία μεταξύ της αυτονομίας και της ελευθερίας, πάντοτε μιλώντας με όρους εκκλησιολογικούς και εκκλησιαστικούς. Η αυτονομία δεν έχει να κάνει με την αναρχία και την αταξία και η ελευθερία ομοίως δεν έχει να κάνει με την ανεξαρτησία. Αντιθέτως, αποτελούν συστατικά και δομικά στοιχεία της αυτοκεφαλίας, όπου πάντα υφίσταται ο ρόλος του πρώτου που προΐσταται τόσο στη σύνοδο, όσο και στην ευχαριστιακή σύναξη, πράγμα όμως που προϋποθέτει την ύπαρξη και τη λειτουργία της συνόδου. Εντός της συνόδου κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων είναι η ομοφωνία και όχι η επιβολή. Αυτά αποτελούν στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εν μέρει χρησιμοποιούνται στον τρόπο λειτουργίας και δράσης των θεολογικών διαλόγων.


Ωστόσο, στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων συναντά κανείς την ανάπτυξη δύο διαφορετικών μοντέλων εκκλησιαστικής διοίκησης μεταξύ ανατολής και δύσης, που το καθένα έχει την ιστορική του πηγή και αιτία (αλλά δεν είναι επί του παρόντος να ασχοληθούμε με αυτό στην παρούσα φάση), την ανάπτυξη δύο διαφορετικών ιδεολογιών και ιδιοσυγκρασιών. Αυτή την κατάσταση ήρθε να την οξύνει το πολιτιστικό και κυρίως το πολιτικό χάσμα που καλλιεργήθηκε. Εκεί λοιπόν που οι εκκλησιαστικές σχέσεις χαρακτηρίζονταν από μία αμοιβαία ανοχή, φιλία και συμπάθεια, κατά τον 11ο αιώνα βλέπουμε αυτή η λειτουργική ποικιλία να είναι η αιτία της σταδιακής απομάκρυνσης και της διαίρεσης, ενώ παράλληλα η κάθε πλευρά ήθελε και επιδίωκε από τη μία τη διατήρηση των κεκτημένων και από την άλλη την επιβολή του δικού της τυπικού και των δικών της εθίμων ως δείγμα της κυριαρχίας της.


Επίσης να αναφερθεί ότι η ύπαρξη του διαλόγου δεν σημαίνει την ανυπαρξία των διαφορών. Εξάλλου γι’ αυτό και πραγματοποιείται ο διάλογος, προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες που κρατούν τους χριστιανούς σε διαίρεση. Το πέρας του διαλόγου θα σημάνει και τη δυνατότητα οι εκκλησίες να περάσουν στην επόμενη φάση της ευχαριστιακής σύναξης πληρώνοντας το έργο του διαλόγου. Είναι σημαντικό οι διαφορές που υφίστανται ούτε να αγνοηθούν, ούτε να μείνουν στο περιθώριο, διότι θα λειτουργήσουν εκ νέου αρνητικά δημιουργώντας νέο απόστημα στις εκκλησιαστικές σχέσεις. Αντίθετα στις διαφορές και στα προβλήματα πρέπει να τους δίνεται η αρμόζουσα βαρύτητα, όσο δύσκολο και επώδυνο είναι αυτό. Η κατάκτηση της μέσης αλήθειας, ή η προσωρινή και μερική ανοχή κάποιων πραγμάτων στις εκκλησιαστικές σχέσεις δεν αποτελεί βήμα προς τα εμπρός. Από την άλλη μεριά ούτε ο συνεχής διατυμπανισμός των διαφορών ευνοεί την εν γένει κατάσταση, καθώς έτσι δίνεται άλλοθι στον θρησκευτικό φανατισμό και καλύπτονται φαινόμενα βίας, κατάκρισης ή απόρριψης.


Ένα άλλο στοιχείο που δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας είναι ο ρόλος και η δράση του Αγίου Πνεύματος στην ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων, καθώς ο άνθρωπος πολλές φορές βασισμένος αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις αγνοεί το θέλημα του Θεού ή το μεταφράζει όπως ο ίδιος επιθυμεί. Γι’ αυτό και πρέπει να μας προβληματίζει, εάν και εφόσον και όπου παρατηρείται στους κόλπους της Ορθοδοξίας, η μη ύπαρξη ενός πνεύματος καταλλαγής, συνδιαλλαγής και ειρήνευσης με τον έτερο Χριστιανό, γιατί έτσι θα υπάρχει ο φόβος να ομοιάσουμε με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής του ασώτου, που αντί να χαρεί λυπήθηκε με την επιστροφή του αδελφού του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν καλείται όχι μόνο να χαρεί, αλλά και να επιδιώκει την «επιστροφή» του αδελφού της μέσα από τον διάλογο. Για να συμβεί όμως αυτό προϋποθέτει την προσωπική και συλλογική άσκηση ως προετοιμασία για τη συμμετοχή της στον διάλογο. Διαφορετικά, εάν η κάθε πλευρά διατηρεί τον εαυτό της μακριά από την αυτοκριτική και την αυτοεξέταση τότε η όλη κατάσταση θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο.


Με άλλα λόγια η θεολογική και κυρίως η εκκλησιολογική αυτάρκεια ήταν και είναι πάντα επικίνδυνη. Γι’ αυτό και η Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία τόνισε την έννοια της ευχαριστιακής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών, και όχι την ύπαρξη ενός μοναδικού κέντρου το οποίο να κανονίζει τον τρόπο διοίκησης των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Εξάλλου η ύπαρξη και η λειτουργία του ενός κέντρου (επισκοπικού, μητροπολιτικού ή πατριαρχικού) στην Ορθοδοξία έχει καθαρά χαρακτήρα και ρόλο διακονικό, ως πρώτος μεταξύ ίσων, χωρίς τη δυνατότητα να επεμβαίνει στα εσωτερικά και διοικητικά θέματα άλλης περιφέρειας, πέραν της δικής του.

Συμφωνώ σχεδόν μ’ όσα ανέφερες, ωστόσο σ’ ένα σημείο διατηρώ μία διαφορετική προσέγγιση των πραγμάτων την οποία εξίσου θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σου. Εξάλλου, η σημασία του θεολογικού-οικουμενικού διαλόγου στο σημείο αυτό έγκειται, όταν προσεγγίζεται από τα διεξαγόμενα μέλη ως μία διαδικασία «εξομολόγησης» είτε των λαθών του παρελθόντος, είτε ως «εξομολόγηση» - «μοίρασμα» των οραματισμών για το παρόν και το μέλλον. Πρέπει να έχουμε συνείδηση ότι το μέλλον δεν αποτελεί μία μελλοντική κατάσταση που έρχεται μοιρολατρικά ή περιπτωσιολογικά, αλλά αποτελεί υπόθεση του παρόντος. Στο σήμερα χτίζει κανείς το αύριο…δεν είναι κάτι με άλλα λόγια που αναμένεται παθητικά, αλλά κάτι που δημιουργείται δυναμικά.


Από αυτήν την αίσθηση άλλωστε χαρακτηρίστηκε και η πρώτη γενιά των οικουμενικών θεολόγων του 20ου αιώνα, οι οποίοι ήθελαν να ευαγγελίσουν τον κόσμο στα χρόνια τους, στη γενιά τους. Μόνο δηλαδή, εάν αντιληφθούμε ως χριστιανοί το μέλλον μας ως μία κοινή υπόθεση και ως μία κοινή υποχρέωση μπορούμε να επιτύχουμε κάτι ουσιαστικό.


Αρχικά να διευκρινίσω, ότι στο σημείο που κάνω λόγο για «επιστροφή» δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση επιστροφή των άλλων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κάτι τέτοιο και ρεαλιστικό δεν είναι, αλλά ούτε και εκφράζει το πνεύμα του θεολογικού διαλόγου. Κύρια επιδίωξη του διαλόγου δεν είναι η μεταστροφή του άλλου στην δική μου παράδοση, αλλά η κατάθεση της δικής μου ιδιαίτερης εμπειρίας και μαρτυρίας και από εκεί και πέρα αναλαμβάνει ρόλο η αγιοπνευματική χάρις και ενέργεια του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό το λόγο και το έβαλα εντός εισαγωγικών. Απλά αποτελεί μεταφορά της βιβλικής εικόνας της παραβολής.


Οφείλω να επαναλάβω ότι σκοπός του διεξαγόμενου οικουμενικού διαλόγου δεν είναι η μεταστροφή, η αλλαγή, η περίτεχνη εξαπάτηση, ο έμμεσος εκβιασμός διά του προσηλυτισμού ή η πειθώ διά λογικών επιχειρημάτων του άλλου. Αυτά είναι μοντέλα παρωχημένα και ξεπερασμένα και έχουν απορριφθεί από τους υγιώς σκεπτόμενους θεολόγους. Ζητούμενο είναι η διατήρηση της αυθεντικότητας των διαλογικών μερών. Κινητήρια δύναμη του οικουμενικού διαλόγου άλλωστε είναι ο πόνος της διαίρεσης, αλλά κυρίως και πρωτίστως η αναζήτηση και η βίωση του προσώπου του Χριστού στην εκκλησιαστική και λειτουργική μας ζωή και παράδοση. Η παράδοση δεν είναι ιερή αυτή καθ’ αυτή, δεν είναι κάτι το μαγικό, ούτε κάτι που έπεσε εξ ουρανού, αλλά αποκτά και λαμβάνει την ιερότητά της μέσα από την αναφορά της στο πρόσωπο του Χριστού. Είναι ιερή, γιατί περιγράφει την ιερή σχέση που έχει αναπτύξει ο άνθρωπος με τον Θεό στην ιστορική πορεία του «Ισραήλ» διαχρονικά. Με άλλα λόγια είναι ιερή, γιατί είναι ενυπόστατη στο πρόσωπο του Χριστού.


Στο σημείο που αναφέρεις τι με χαρακτηρίζει ορθόδοξο, καθολικό, προτεστάντη κλπ. και τι με χαρακτηρίζει Χριστιανό αποτελεί βασική αρχή της οικουμενικής θεολογίας, ότι οφείλουμε συνειδησιακά πρώτα να αισθανόμαστε μέλη της Una Sancta, της Μίας Εκκλησίας και μετά ν’ ακολουθεί η ομολογιακή μας ταυτότητα. Το πρόβλημα έγκειται στο σημείο αυτό όταν διατυμπανίζεται από τις Εκκλησίες που μετέχουν στον διάλογο ότι η καθεμία ξεχωριστά αποτελεί αυτή η ίδια τη Μία Εκκλησία. Όταν ταυτίζει τον εαυτό της με την έννοια της Εκκλησίας αποκλειστικά, αποκλείοντας όλους τους άλλους εκτός του Σώματος του Χριστού. Εκεί η όποια διαλογική διαδικασία μπλοκάρει, και εκεί χρειάζεται πιο πολλή η δυναμική και η ειρηνική αρετή της προσευχής. Πρέπει να κάνουμε συνείδηση ότι η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο συγκεφαλαιωτικό, συγκεντρωτικό, συμπεριληπτικό και όχι διαχωριστικό, καθώς δεν αποκλείει και δεν αποκλείεται κανένας από το Σώμα του Χριστού.


Ωστόσο, εάν μπούμε στη διαδικασία της απόρριψης ενός δόγματος σήμερα, στην απόρριψη κάποιου άλλου δόγματος αύριο, τότε ίσως να εγκαινιάσουμε μία πρακτική που δεν θα έχει σταμάτημα. Θεωρώ, ότι είναι πιο συνετό, εάν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ένα δόγμα της Εκκλησίας να μην το θέτουμε εκτός εκκλησιαστικής πραγματικότητας άμεσα, αλλά πρώτα να ερευνούμε, να μελετούμε τόσο την Βίβλο, όσο και την σχετική χριστιανική γραμματεία για να δούμε γιατί, πότε, κάτω από ποιες προϋποθέσεις διατυπώθηκε, τι εκφράζει, γιατί μέχρι σήμερα κάποιοι το πιστεύουν κ.α. Και από την άλλη τίθεται το ερώτημα ποιός έχει το προνόμιο να θεσπίζει κάτι καινούργιο ή ν’ αφαιρεί κάτι από τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας; Δεν νομίζω ότι αυτό το δικαίωμα το έχει οποιοσδήποτε απροϋπόθετα. Είναι άλλο να λέμε ότι η πίστη έχει (και αυτό σχετικό είναι) προσωπικό χαρακτήρα, και άλλο να λέμε εγώ δεν συμφωνώ με το α ή το β, άρα τα θέτω εκτός πραγματικότητας. Το δόγμα δεν αποτελεί μία φιλοσοφική αρχή, ή μία λογική θεμελίωση κάποιας θεωρίας, αλλά αντίθετα αποτελεί την καταγεγραμμένη μαρτυρία της εμπειρίας αυτών, που σήκωσαν τον σταυρό τους και ακολούθησαν απροϋπόθετα τον Χριστό εν αγίω Πνεύματι.


Επίσης αυτό που αναφέρεις για την αλλαγή στη στάση και στη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας μετά τη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο έχεις απόλυτο δίκιο. Μάλιστα οι Ουνιτικές κοινότητες χαρακτηρίζονται από τα κείμενα ως «unionem habentes», διατηρώντας «unio in fide» και «communio in sacris» με την Ρώμη. Δηλαδή έχουν διατηρήσει το στοιχείο της ένωσης στην πίστη, στο δόγμα, και επίσης τη διοικητική εξάρτηση από το εκκλησιαστικό κέντρο της Ρώμης. Είναι ένα μοντέλο ένωσης που έχει ιστορικά προτείνει και προωθήσει η Εκκλησία της Ρώμης, αλλά όχι με τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ωστόσο, αργότερα με την εγκύκλιο Dominus Jesus, εκεί παρουσιάστηκε μία διαφορετική στάση αναφορικά με το θέμα των σχέσεων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τις άλλες χριστιανικές εκκλησίες και κοινότητες, όπως τις χαρακτηρίζει.

 Όμως μ’ αυτά θα ασχοληθούμε σε κάποια άλλη συνάφεια στην οποία θ’ αναφερθούμε διεξοδικά για την έννοια και τη σημασία της ένωσης και της ενότητας, που επιδιώκει ο οικουμενικός διάλογος, βέβαια πάντα μέσα από την Ορθόδοξη προσέγγιση. Γι’ αυτό επιδιώκω και θα ήθελα ο καθένας αναγνώστης του ιστολογίου αυτού να καταθέσει τις δικές του απόψεις.

Οικουμενικός Διάλογος: Πολυτέλεια ή Ανάγκη;


Η Εκκλησία είναι τόσο οικουμενική, όσο είναι πραγματική και είναι τόσο πραγματική, όσο είναι και οικουμενική.

Η οικουμενικότητά της δεν προέρχεται από κάποια συγκεκριμένη λειτουργία της, αλλά από το ίδιο της το είναι. Η ενότητα μεταξύ των χριστιανών δεν είναι κάτι το δεδομένο και το αυτονόητο. Και έχω την αίσθηση ότι σε μερικά χρόνια δεν θα είναι αυτονόητο ούτε για τις μεταξύ των Ορθοδόξων εκκλησιών σχέσεις. Όσο δεν συνειδητοποιούμε ότι ο διάλογος δεν αποτελεί πολυτέλεια, αλλά ανάγκη υπαρξιακή, τόσο περισσότερο "κινδυνεύουμε" μία ημέρα να βρεθούμε εγκλωβισμένοι σε μία κατάσταση χωρίς διέξοδο. Σε μία κατάσταση στην οποία αντί η Εκκλησία να ρυθμίζει τη ζωή, θα ρυθμίζεται η ίδια από τη ζωή, θ' άγεται και θα φέρεται ανάλογα με τα ποικίλα συμφέροντα που επικρατούν .κάθε φορά. Ο διάλογος αποτελεί τη πιο ύψιστη δυνατότητα επικοινωνίας τόσο μεταξύ των κτιστών όντων, όσο και μεταξύ της κτιστής πραγματικότητας με τον Δημιουργό. Βλέπουμε τόσο στην Παλαιά, όσο και στην Καινή Διαθήκη τον ίδιο τον Θεό να διαλέγεται με τον άνθρωπο. Εξάλλου και η λατρεία μας δεν αποτελεί κάτι το μαγικό, αλλά είναι μία έκφραση λειτουργική, που εξαρτάται από την αμφίδρομη σχέση μεταξύ του Θεού πρωτίστως και του ανθρώπου δευτερευόντως. Είναι μια λογική λατρεία, όπως ακριβώς και ο διά-λογος, που βασίζεται στον λόγο.


Ωστόσο, η ύπαρξη του διαλόγου από μόνη της δεν λέει κάτι, εάν δεν συνοδεύεται από το όραμα, την ελπίδα, την αγωνία, τον καημό για την επίτευξη της ευχαριστιακής ενότητας και τη συνεχή προσπάθεια. Παρά τις όποιες απογοητεύσεις και τις όποιες εντάσεις βιώνονται ιστορικά, η προσπάθεια καταλαγής και ειρήνευσης δεν πρέπει να σταματήσει.

Το σημείο της ευλογίας αποτελεί ευχή για ειρήνευση και αρμονία από κοινού· ενώνει τα άνω με τα κάτω. Αυτή βέβαια η πορεία δεν μπορεί να περιγραφεί ως μία πορεία ευθύγραμμη, καθώς έχει πολλές ρίζες, πολλά σημεία αφετηρίας και εκκίνησης. Όλα όμως οφείλουν να ξεκινούν και να καταλήγουν στο πρόσωπο του Χριστού εν Αγίω Πνεύματι.

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Καρπός της αρχικής «καταλλαγής» Ανατολής και Δύσεως η επανακομιδή ιερών λειψάνων

η τιμία κάρα του αποστόλου Ανδρέα του πρωτόκλητου

Αντώνιος Παπαδόπουλος

Καρπός της αρχικής «καταλλαγής» Ανατολής και Δύσεως η επανακομιδή ιερών λειψάνων
myriobiblos.gr

Εισαγωγικά

Αίτημα της οικουμενικής εποχής, στην οποία ζούμε, είναι όπως οι «εκκλησίες» και οι διάφορες χριστιανικές ομολογίες πραγματοποιήσουν το ταχύτερο δυνατό τη μεταξύ τους ενότητα, οι δε χριστιανοί παρουσιάσουν στο σύγχρονο κόσμο τον «ένα Χριστό». Πολλοί σκαπανείς της οικουμενικής κινήσεως ευελπιστούν ότι η τρίτη χιλιετία, στις παρυφές της οποίας ήδη βρισκόμαστε, θα φέρει μαζί με την ενότητα του χριστιανικού κόσμου
και την ενότητα της ανθρωπότητας.

Ειδικότερα για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου και για τη δημιουργία καλού κλίματος μεταξύ Ορθόδοξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εργάσθηκαν με ζήλο και επιτυχία οι δύο «ειρηνοποιοί», ο Πάπας Παύλος ΣΤ' και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας. Οι δύο αυτές ευλογημένες προσωπικότητες συνετέλεσαν στο να επέλθει προσέγγιση των δύο εκκλησιών, να δημιουργηθεί κλίμα φιλίας και συναδελφώσεως, ύστερα μάλιστα από την ιστορική τους συνάντηση στα Ιεροσόλυμα (1964), την άρση των αναθεμάτων (1965), και τις συναντήσεις Πάπα και Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη και Ρώμη (1967). Έτσι εγκαινιάστηκε η εποχή της «καταλλαγής» και του «διαλόγου της αγάπης». Καρπός της «πρώτης βαθμίδος» καταλλαγής των δύο εκκλησιών είναι η επιστροφή ιερών λειψάνων που επί αιώνες φυλάσσονταν στη Δύση με ευλάβεια. Τέτοια λείψανα που επιστράφηκαν στον τόπο της προελεύσεώς τους είναι η Κάρα του Αποστόλου Ανδρέα (1964)(1), το ιερό σκήνος Σάββα του Ηγιασμένου (1965)(2), η Κάρα του Αγίου Τiτου (1966)(3), μέρος του ιερού λειψάνου του Αγίου Ισίδωρου στη Χίο (1967)(4), μέρος των ιερών λειψάνων του Αγίου Κυρίλλου, φωτιστού των Σλάβων και ολόκληρης της Ευρώπης (1974)(5), και ιδιαίτερα η επανακομιδή των χαριτοβρύτων λειψάνων του μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου, προστάτη και πολιούχου της Θεσσαλονίκης και οικουμενικού Αγίου (1980)(6). Η επανακομιδή των ιερών λειψάνων χαροποίησε ολόκληρο το ορθόδοξο πλήρωμα που είχε την ευκαιρία να πληροφορηθεί ότι «κάτι» ίδιαίτερα καλό συντελείται στις μέρες μας μεταξύ των χριστιανών και ειδικότερα μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Και έτσι είναι, αφού η επανακομιδή ιερών λειψάνων αποτελεί το «προοίμιο» του θεολογικού διαλόγου Ανατολής και Δύσεως, ο οποίος διάλογος είναι πιά γεγονός και διεξάγεται μέσα σε ατμόσφαιρα εγκαρδιότητας.

Με την επανακομιδή των αγίων λειψάνων ασχολούμενοι δεν πρόκειται να επιμείνουμε σε ιστορικές λεπτομέρειες που αναφέρονται στα ιερά λείψανα. Στην παράθεση της βιβλιογραφίας ανατρέχοντας ο αναγνώστης μπορεί να βρει πληροφορίες. Σε μας ενδιαφέρει να εξετάσουμε το πνεύμα της νέας εποχής που χαρακτηρίζεται ως οικουμενικό, και τις δυνατότητες για παραπέρα καταλλαγή μεταξύ Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Μας ενδιαφέρει επίσης να αναφερθούμε στη συμβολή των αγίων γιά την ανάπτυξη αδελφοσύνης Ανατολής και Δύσεως και να μνημονεύσουμε τους συνεργούς της δημιουργίας κλίματος αγάπης. Κατά την ανάπτυξη του θέματός μας δε θα προβαίνουμε σε κρίσεις επί εκκλησιολογικών ή άλλων θεολογικών διαφορών που διαφαίνονται από τα παρατιθέμενα κείμενα, αφού όλες οι διαφορές θα τεθούν και θα συζητηθούν από τους υπεύθυνους εκπρόσωπους του διμερούς διαλόγου.


1. Οικουμενικό πνεύμα

Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία με την εκλογή και ενθρόνιση του Πάπα Ιωάννη ΚΓ' εγκαινίασε μια νέα εποχή στις σχέσεις με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Χάραξε στο βραχύ διάστημα της παραμονής του Πάπα Ιωάννη ΚΓ' στο θρόνο μια νέα γραμμή που οδηγεί την εκκλησία του στον οικουμενικό διάλογο σύμφωνα με το πνεύμα της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου. Το νέο πνεύμα καλλιεργεί την αλλαγή στις σχέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ιδιαίτερα προς την Ορθοδοξία. Εκτιμώντας τη συμβολή του Πάπα Ιωάννη ΚΓ' στη δημιουργία καλού κλίματος ο Πατριάρχης Αθηναγόρας σε Δήλωσή του, κατά τη συνεδρία της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, με αφορμή την πληροφορία του θανάτου του Πάπα Ιωάννη ΚΓ', είπε τα εξής «Από της εκλογής και ενθρονίσεως εις τον θρόνον της πρεσβυτέρας Ρώμης, της Α. Αγιότητος, του Πάπα Ιωάννου ΚΓ' εδοκιμάσαμεν, εκ προοιμίων, το ευχάριστον συναίσθημα, ότι μελλοντικώς αι σχέσεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Βατικανού θα υφίσταντο εξελίξεις σημαντικάς, προοιωνιζούσας την εν πνεύματι Χριστού προσέγγισιν και συνεργασίαν μεταξύ Ανατολής και Δύσεως»(1). Συνεχιστής του πνεύματος αυτού υπήρξε ο διάδοχός του Πάπας Παύλος ΣΤ', ο οποίος σε Γράμμα του προς τον Πατριάρχη Αθηναγόρα διαπίστωνε αρμονία μεταξύ των αποφάσεων της Γ' Πανορθοδόξου Διασκέψεως και του Συνοδικού Διατάγματος της Β' Συνόδου του Βατικανού που αρχίζει με τις λέξεις «Unitatis Redintegratio», δηλ. «επανολοκλήρωσις της ενότητος». Στο Γράμμα εκείνο της 31ης Μαρτίου 1965 ο Πάπας Παύλος ΣΤ' υπενθύμιζε στον Πατριάρχη Αθηναγόρα, ότι ένα από τα ελατήρια που ώθησεν τον προκάτοχό του προς σύγκληση της Β' Συνόδου του Βατικανού, ήταν η μέριμνά του, όπως συμβάλει στην αποκατάσταση της ενότητας μεταξύ όλων των χριστιανών. Επίσης ο Πάπας Παύλος βεβαίωσε ότι η φροντίδα αυτή διέκρινε όλους τους πατέρες της Συνόδου που συμμερίζονταν το ενδιαφέρον του Πάπα Ιωάννη και γι' αυτό όλοι επιδοκίμασαν το Διάταγμα για τον Οικουμενισμό. Το Διάταγμα για τον Οικουμενισμό εμπνέεται καθολοκληρία από τη θέληση του διαλόγου και την πεποίθηση για τηv ανάγκη δημιουργίας των καταλλήλων συνθηκών ευνοϊκής ατμόσφαιρας για παραπέρα ανάπτυξη καλού κλίματος(2).

Η πρώτη βαθμίδα «καταλλαγής» συντελέστηκε στο όρος των ελαιών. Από τότε, χωρίς να αγνοούνται τα προβλήματα που έχουν εγερθεί, οι δύο «ειρηνοποιοί» «εν ειρήνη κατελθόντες και την προς Εμμαούς, τω Αναστάντι Κυρίω συμπορευόμενοι, αναλαβόντες και αφορώντες εις την κλάσιν του άρτου, επορεύθησαν την άχρι του νυν οδόν, εν αγάπη διαλεγόμενοι»(3). Η επανακομιδή ιερών λειψάνων τοποθετημένη στο όλο πνεύμα καταλλαγής δημιουργεί νέες δυνατότητες για παραπέρα συνεργασία, αφού η χειρονομία της αποδόσεως ιερών λειψάνων από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χαρακτηρίζεται ως έκφραση της «επαναποκαλυφθείσης αδελφοσύνης» και συμβάλλει στην αύξηση της αγίας ενότητας εν Κυρίω. Όταν ο Πάπας Παύλος ΣΤ' ανακοίνωσε την 23η Ιουνίου 1964 επίσημα ενώπιον του ιερού κολλεγίου των καρδιναλίων την απόφασή του για επιστροφή της τιμίας Κάρας του πρωτόκλητου Ανδρέα, είπε ότι «κύριον μέλημά του» υπήρξε η συνέχιση των εργασιών του ζωτικού έργου της Β' Βατικανής Οικουμενικής Συνόδου. Συνέδεσε με άλλα λόγια τη χειρονομία του ετούτη με τις αποφάσεις της Συνόδου. Επίσης μίλησε για ευκαιρία που δίνεται στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να προσθέσει στην υπόθεση της ενώσεως ένα νέο γεγονός, το οποίο αν και παραμένει μέσα στα όρια περιορισμένων και απλών γεγονότων, εντούτοις περιλαμβάνει σπουδαιότητα υψίστης σημασίας· «Επιθυμούμεν» είπε ακόμα, «να αποδείξωμεν τον σεβασμόν μας προς την Ελληνικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ως και την πρόθεσίν μας να ανοίξωμεν προς αυτήν την αδελφικήν μας καρδίαν εν τη πίστει, και τη αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»(4).

Οι Ρωμαιοκαθολικοί είχαν εντάξει το όλο θέμα της αποδόσεως ιερών λειψάνων εντός του πνεύματος της Β' Βατικανής. Η χειρονομία της αποδόσεως του ιερού σκήνους Σάββα του Ηγιασμένου, έγραφε ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι από τη Βενετία στις 12.2.1965 προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο, θα επισημάνει τις αγαθές διαθέσεις και την αδελφική φιλία, με την οποία αισθανόμαστε ενωμένοι στην αγάπη του Χριστού(5). Αλληλογραφώντας ο Καρδινάλιος Cicognani προς τον Καρδινάλιο Ιωάννη Ουρμπάνι για το θέμα της επανακομιδής και επιστροφής ιερών λειψάνων παρατηρούσε τα εξής «Αι προσεχείς συναντήσεις, κατά την διάρκειαν της Β' Οικουμενικής Συνόδου του Βατικανού, θα προσφέρουν κατάλληλον ευκαιρίαν, διά να κριθή, κατά τον καλύτερον τρόπον, η λύσις της εν λόγω περιπτώσεως», δηλ. η ικανοποίηση του αιτήματος της εκκλησίας της Κρήτης, ως προς την επιστροφή της Αγίας Κάρας του Αποστόλου Τίτου(6). Εξάλλου ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος αναγγέλλοντας με βαθιά συγκίνηση προς το πλήρωμα της Εκκλησίας Κρήτης την απόδοση της Κάρας του Αποστόλου Τίτου επεσήμανε ότι η επιστροφή της Κάρας του Αγίου Τίτου, «αποτελεί εκδήλωσιν της κοινής νοσταλγίας του ηνωμένου παρελθόντος των δύο αδελφών εκκλησιών, την οποίαν ήναψαν εις τας καρδίας των πιστών οι σεπτοί Προκαθήμενοι, η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και η Αυτού Αγιότης ο Πάπας Παύλος ΣΤ' κατά την εν Ιεροσολύμοις ιστορικήν συνάντησιν αυτών και των καταβαλλομένων εκατέρωθεν αγαθών προσπαθειών διά την καλλιέργειαν της ενότητας και του διαλόγου επί ίσοις όροις μεταξύ των δύο εκκλησιών»(7).

Ομολογείται από τους πρωτεργάτες της επανακομιδής ιερών λειψάνων ότι η χειρονομία αυτή μαρτυρεί μια νέα εποχή στις σχέσεις Ανατολής και Δύσεως, Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού. Στη νέα αυτή εποχή κυριαρχούν η αγάπη, η αφιλοκέρδεια, η ειλικρίνεια, το καλό κλίμα που προάγει τις αδελφικές σχέσεις των δύο εκκλησιών. Η επιστροφή ιερών λειψάνων, τόνιζαν ιδιαίτερα οι εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ανταποκρίνεται στο όλο κλίμα που δημιουργήθηκε ανάμεσα στις δύο εκκλησίες μετά τη συνάντηση των αρχηγών τους στα Ιεροσόλυμα(8).

Παρά τά λεγόμενα και διαλαλούμενα για τη νέα εποχή στις σχέσεις Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εκφράζονταν και επιφυλάξεις όχι μόνο από τον απλό λαό αλλά και από υπεύθυνους εκκλησιαστικούς ηγέτες. Φοβούνταν πολλοί μήπως υπάρχουν «απόκρυφες σκέψεις και επιδιώξεις του Πάπα Παύλου ΣΤ'». Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος φοβούμενος μήπως γίνει εκμετάλλευση του γεγονότος από την πλευρά των καθολικών, παρότρυνε με σχετική Εγκύκλιό του, να μην παραστούν αρχιερείς στις τελετές της πελοποννησιακής πρωτεύουσας. Συγκεκριμένα φοβόταν ο γηραιός προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας Χρυσόστομος μήπως γίνει εκμετάλλευση από Καθολικούς παρουσιάζοντας την επανακομιδή των ιερών λειψάνων ως γεγονός πραγματοποιήσεως της ενώσεως των εκκλησιών(9). Η Εγκύκλιος εκείνη συνάντησε τις αντιδράσεις του τύπου. Το «Έθνος», θεωρώντας ότι ανέτειλε μια νέα εποχή ανάμεσα στις σχέσεις Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών έγραφε «Διά πρώτην φοράν από του Σχίσματος εισήλθον εις τον ναόν του Αγίου Πέτρου της Ρώμης Έλληνες Ορθόδοξοι κληρικοί, εκπληρούντες επίσημον αποστολήν, η οποία αποτελεί συμβολήν εις την προσπάθειαν προς αποκατάστασιν της χριστιανικής ενότητος». Κρίνοντας στη συνέχεια τη στάση της Εκκλησίας της Ελλάδος η ίδια εφημερίδα έγραφε και τα εξής «Μόνον η ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδος φωράται στερουμένη της χριστιανικής αυτής αρετής, αφού αντιμετωπίζει με προκατάληψιν, ακόμη δε και με εχθρότητα, μίαν κίνησιν, προωρισμένη να χαράξη, είτε το θέλομεν, είτε όχι, την νέαν οδόν, που θα ακολου0ήση ο Χριστιανισμός»(10). Ο συντάκτης της «Εκκλησίας» εκτιμώντας αυστηρά τις προθέσεις της Ρώμης, χαρακτήρισε τις ενέργειες του Πάπα Παύλου ΣΤ' «απαιτήσεις» «ουχί ευθείας, αλλά σκολιάς» «μη προαγαγούσας την αγάπην και την ενότητα»(11).Εμείς που βρισκόμαστε μακριά από τα γεγονότα και κρίνοντας με νηφαλιότητα γεγονότα και σχόλια έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Τα γεγονότα εκείνα ήταν πράγματι μεγάλα και οι εξελίξεις ραγδαίες, ώστε ήταν επόμενο και σχόλια ευνοϊκά να διατυπωθούν και επιφυλάξεις να εκφρασθούν, δημιουργήθηκε δηλ. μιά ατμόσφαιρα πού δικαιολογούσε ποικίλες εκδηλώσεις. Οι εκδηλώσεις του λαού και η επιφυλακτική στάση του Αρχιεπισκόπου είχαν μια μεγάλη βάση. Το μεγάλο δίδαγμα της ιστορίας μας, ότι δηλ. οι εξεγερθέντες Έλληνες στην κρίσιμη περίοδο του ιερού τους αγώνα του 1821 έμειναν αβοήθητοι από την ομόθρησκη Ρώμη και η αρχικά αρνητική στάση των Ελλήνων Καθολικών στον αγώνα σε συνδυασμό με τον προσηλυτισμό που ασκούσε η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. σε βάρος της Ορθοδοξίας και η δράση της ουνίας ήταν παράγοντες αρνητικοί(12).

Ακόμα και οι ίδιοι οι Καθολικοί δεν μπορούσαν να αγνοούν το παρελθόν γι' αυτό και κατά τις διαπραγματεύσεις συνιστούσαν σύνεση και προχωρούσαν με μεγάλη προσοχή μήπως οι κινήσεις τους δεν εκτιμηθούν θετικά. Σε Γράμμα προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Βενέδικτο ο επίσκοπος Περνιτσιάρο (στις 23/12/1964) μιλούσε για άρση κάθε αμφιβολίας και δυσκολίας «αι οποίαι (αμφιβολίαι και δυσκολίαι) ανθίστανται εις την πραγματοποίησιν της κοινής επιθυμίας να επιστρέψουν εις Ιεροσόλυμα τα ιερά Λείψανα του εν Αγίοις Πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου»(13). Οι εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας αντιμετωπίζοντας τη δυσπιστία των ορθοδόξων προσπαθούσαν να άρουν αυτή με κάθε τρόπο τονίζοντας ότι η στάση τους απέναντι στους Ορθοδόξους είναι ειλικρινής. Η χειρονομία με την οποία ο Άγιος πατήρ, έλεγαν, ανταποκρίθηκε στο αίτημα της εκκλησίας των Πατρών επιστρέφοντας την Κάρα του Αγίου Ανδρέα, ανταποκρίνεται στην αγάπη και είναι απόλυτα ειλικρινής και αφιλοκερδής. Ο τονισμός εκ μέρους των εκπροσώπων της Καθολικής Εκκλησίας των αγαθών πάντοτε διαθέσεων του Πάπα, απέβλεπε στο να πεισθούν οι ορθόδοξοι Έλληνες να μην επηρεάζονται από το θλιβερό παρελθόν(14). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας εκτιμώντας τη χειρονομία της καθολικής Εκκλησίας για επιστροφή ιερών λειψάνων και ενισχύοντας τον λαό χαρακτήρισε «αδελφικήν και σημαντικήν» την επιστροφή και τόνισε ότι «σύμπασα η Ορθοδοξία αγάλλεται»(15).

Επειδή είχαν προηγηθεί οι θέσεις του επισκοπάτου της Εκκλησίας της Ελλάδος που συνοδεύτηκαν με δηλώσεις πολεμικής, oι εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας συνιστούσαν υπομονή μέχρι να δημιουργηθεί κλίμα ευνοϊκότερο, ατμόσφαιρα κατάλληλη. Ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι γράφοντας στον Μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιάκωβο αναφορικά με την επιστροφή λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου στη Χίο, μιλούσε για αναμονή «ιδιαιτέρας περιπτώσεως εν τη ευνοϊκή προσδοκία» οπότε θα μπορούσε να ευοδοθεί η επιθυμία τους. Ο ίδιος Καρδινάλιος επιθυμώντας να ικανοποιήσει το αίτημα της εκκλησίας της Χίου, που είχε υποβληθεί μέσω του τότε τοποτηρητού του θρόνου, Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου, μιλούσε για τον στενό σύνδεσμο της Βενετίας με την Ανατολή μέσω των ιερών λειψάνων. Η επιστροφή των ιερών λειψάνων θα αποτελούσε «σημείον της αδελφικής φιλίας και δείγμα της ενώσεως εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν»(16). Προς χάρη της ενότητας έπρεπε να μη γίνουν χειρισμοί επιπόλαιοι πριν δημιουργηθεί κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης, την οποία τόσο πολύ επιζητούσαν οι Καθολικοί. Οι Ρωμαιοκαθολικοί εκπρόσωποι έκριναν ότι θα ήταν πολύ θλιβερό αν οι Ορθόδοξοι παρερμήνευαν τις προθέσεις τους και ιδιαίτερα τη χειρονομία του Πάπα. Πάντοτε υπολόγιζαν κατά τρόπο ιδιαίτερο τη θέση της Ελλαδικής Εκκλησίας(17).

Σχεδόν σε κάθε έγγραφο παραγόντων και αξιωματούχων της Καθολικής Εκκλησίας γίνεται λόγος για αγάπη, εγκαρδιότητα, ειλικρίνεια και για αισθήματα αγνά που συνόδευαν κάθε ενέργεια και πράξη τους στο θέμα της αποδόσεως των ιερών λειψάνων. Και είναι πράγματι γεγονός ότι κάθε φορά που επρόκειτο Ρωμαιοκαθολικοί να υποδεχθούν Έλληνες Ορθόδοξους, η προς αυτούς υποδοχή ήταν πάντοτε θερμή. «Οι υμέτεροι αντιπρόσωποι», έγραφε ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι προς τον Μητροπολίτη Κρήτης Ευγένιο στις 5 Απριλίου 1965, «εγένοντο δεκτοί παρ' ημίν μετά μεγάλης εγκαρδιότητος και, εκμυστερευόμεθα, ότι ηδυνήθησαν, ίνα διαπιστώσωσι ούτοι μεθ' οποίας καλής θελήσεως προσεπαθήσαμεν, ίνα προσφέρωμεν αυτοίς ευχάριστον και αδελφικήν διαμονήν»(18). Η στάση αυτή θα εκτιμηθεί δεόντως από την ορθόδοξη πλευρά και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών θα μιλήσει αργότερα για «ευγενή χειρονομία» κατά την παραλαβή του ιερού σκήνους Σάββα του Ηγιασμένου στην Αθήνα, προκειμένου να μεταφερθεί τούτο στη συνέχεια στα Ιεροσόλυμα(19).

Το νέο κλίμα που δημιουργούνταν ανάμεσα στις δύο εκκλησίες το παρακολουθούσαν με ιδιαίτερη προσοχή και οι πολιτικοί άνδρες, οι οποίοι έβλεπαν ότι η παραπέρα ευόδωση των σκοπών θα οδηγούσε στο καλό της ανθρωπότητας. «Συγκινούμεθα από την ευρύτητα των ιδανικών τα οποία ηθελήσατε να προσδιορίσετε», δήλωσε ο τότε πρόεδρος της κυβερνήσεως Γ.Παπανδρέου, προς Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς και πρόσθεσε «Ολόκληρος ο ελληνικός λαός έχει δονηθή από συγκίνησιν διά την προσφοράν σας. Εύχομαι η ευρύτης των σκοπών της να δικαιωθή προς το καλόν της χριστιανοσύνης της ανθρωπότητος και του ελληνισμού»(20). Ότι με την επίτευξη της ενότητας του χριστιανικού κόσμου αποσκοπείται και η ενότητα
εν πολλοίς της ανθρωπότητας, διαφαίνεται στους στόχους του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών και της όλης Οικουμενικής Κινήσεως. Σε πολλά συνέδρια της «Πίστεως και Τάξεως» του ΠΣΕ εκφράζεται η πεποίθηση αυτή. Πολλά από τα επιμέρους θέματα του ΠΣΕ αναφέρονται στην ενότητα του χριστιανισμού και στην ενότητα της ανθρωπότητας.Εντός του πνεύματος αυτού της προσεγγίσεως των δύο εκκλησιών ο Πατριάρχης Αντιοχείας αποκάλεσε την Καθολική Εκκλησία «αδελφήν εκκλησίαν», όπως επίσης και πολλοί ορθόδοξοι μητροπολίτες(21).

Η επανακομιδή του ιερού σκήνους του Αγίου Σάββα στη Λαύρα του στα Ιεροσόλυμα θεωρήθηκε γεγονός ιστορικό για την εκκλησία του Χριστού, που το εξήραν και οι δύο εκκλησίες, Ανατολής και Δύσεως. Υπογραμμιζόταν ότι η χειρονομία αυτή της Καθολικής Εκκλησίας θα αποτελέσει το σημείο επαφής στον πρόλογο του μελλοντικού διαλόγου Ανατολής και Δύσεως και θα απέβαινε προς όφελος ολόκληρης της Εκκλησίας και της «των πάντων ενώσεως»(22). Βαθιά συγκίνηση προκάλεσε και η επιστροφή της Κάρας του Αγίου Ανδρέα τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση γιατί πραγματοποιούνταν ένας νέος σταθμός στις σχέσεις Ανατολής και Δύσεως. Η θεοφιλέστατη παπική χειρονομία συντελούσε στον άρρηκτο δεσμό της πόλεως του πρωτοκλήτου με το Βατικανό(23).

Κολακευτικά λόγια λέγονταν και γράφονταν τότε για την Ελλάδα. και τον ελληνικό λαό από εκπροσώπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ο Καρδινάλιος Μπέα παραδίδοντας το ιερό λείψανο της Κάρας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα, χαρακτήρισε την Ελλάδα χώρα «αγίαν και γόνιμον», τον «λαόν δραστήριον και εργατικόν» ενώ εγκωμίασε το Έθνος, τις θρησκευτικές και πολιτιστικές του αρχές. Με την επίσκεψίν του στην Ελλάδα ήθελε να συμβάλει στην εδραίωση της αγάπης και της ειρήνης(24).

Αισθήματα αδελφότητας των δύο εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης εκφράστηκαν την 30-11-1974, όταν ο π. Πέτρος Duprey επισκέφθηκε την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταφέροντας το λείψανο του Αγίου Κυρίλλου για να μετακομισθεί στη συνέχεια στην πόλη του Αγίου Δημητρίου. Προσφωνώντας τον Πατριάρχη Δημήτριο ο εκπρόσωπος της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας παρατήρησε ότι η παρουσία του λειψάνου του αγίου Κυρίλλου μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, μεταξύ της αγίας Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και της εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, γενικότερα της αγίας Ορθοδοξίας, έρχεται να υπομνήσει σ' όλους, Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, τη μεγάλη και ιερή ευθύνη και το καθήκον της καθολικής χριστιανικής μαρτυρίας και του κοινού ευαγγελισμού του κόσμου. Τις αδελφικές σχέσεις μεταξύ των προκαθημένων των δύο αδελφών εκκλησιών χαρακτήρισε με τα εξής λόγια «Ο μακαριστός προκάτοχος Υμών Παναγιώτατε, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α' εν πλήρει αδελφική αγάπη ομού μετά των Αγιωτάτων Παπών Ιωάννου του ΚΓ' και Παύλου του ΣΤ', ενεκαινίασαν μίαν νέαν εποχήν εις την ιστορίαν της χριστιανοσύνης, την εποχήν της καταλλαγής»(25).

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί εκπρόσωποι εκμεταλλευόμενοι κάθε ευκαιρία προσπαθούσαν να δημιουργήσουν καλύτερο κλίμα. Αναφερόμενοι στο παρελθόν μιλούσαν για αντιθέσεις παρά το γεγονός ότι χάρη στην ιερωσύνη Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί τελούν τα ίδια μυσrήρια. Ο καρδινάλιος Μπέα επισημαίνοντας το πνεύμα της νέας εποχής έγραφε τα εξής «Επί αιώνας εζήσαμεν ως ξένοι προς αλλήλους, ενώ κοινόν βάπτισμα μας κατέστησεν υιούς του Θεού εν Ιησού Χριστώ, αδελφούς αλλήλων. Επι αιώνας ευρέθημεν ατυχώς, πολύ συχνά εις αντίθεσιν οι μεν προς τους δε, ενώ με την χάριν της ιδίας ιερωσύνης επιτελούμεν την ιδίαν θειοτάτην ευχαριστίαν, λαμβάνοντες τον ίδιον άρτον της ζωής, κοινωνούντες του ιδίου αγιωτάτου Σώματος του ιδίου και του μόνου Κυρίου, όστις ήλθε να προσφέρη την ζωήν αυτού ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν! Προ του μυστηρίου αυτού παρεκάλεσε τον Πατέρα ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν, ίνα ο κόσμος πιστεύση ότι συ με απέστειλας », (Ιω. 17, 21). Η ενότης των μαθητών του Χριστού, η αγάπη των Χριστιανών προς αλλήλους ήταν το σημείον δι' ου ο κόσμος θα ανεγνώριζε τον Χριστόν και την θείαν αυτού αποστολήν»(26). Ο ίδιος Καρδινάλιος επισήμανε ακόμα ότι στην εποχή μας το Άγιο Πνεύμα μας βοηθεί να, αντιλαμβανόμαστε ολοένα και περισσότερο τις βουλές του Κυρίου και την ευθύνη μας σαν χριστιανοί στον κόσμο. Το πνεύμα που μας υποκινεί σε αγάπη μας κάνει να ξαναβρούμε και εκτιμήσουμε από την αρχή ό,τι έχουμε κοινό και ό,τι μας ενώνει και να αισθανόμαστε ευεργετική οδύνη για ό,τι μας χωρίζει, για ό,τι ακόμα δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε. Πρέπει ωστόσο από τώρα να επικρατήσει η αγάπη με αμοιβαίο σεβασμό, με ευθύτητα, με ειλικρίνεια, με θέληση για να αποκαταστήσουμε βαθμιαία την αδελφοσύνη που λησμονήθηκε επί αιώνες, και όμως διασώθηκε(27).

Την 15η Μαΐου του 1966 επέστρεψε η Αγία Κάρα του Αποστόλου Τίτου στην Κρήτη. Η μέρα εκείνη αποτέλεσε ένα τρανό κήρυγμα πίστεως, αγάπης, ειρήνης και ενότητας. Κατά την επιστροφή της τιμίας Κάρας από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου οι καμπάνες ηχούσαν πένθιμα, ενώ αντίθετα χαρμόσυνα στην Κρήτη.Η χαρά τόσων χριστιανών ήταν ικανή να φέρει πλησιέστερα την Κρήτη με τους Ενετούς. Μαζί με τον "Άγιο Τίτο που επέστρεφε στην Κρήτη, επανέρχονταν η ειρήνη και η αγάπη(28).

Η ικανοποίηση του θρησκευτικού αιτήματος, της επιστροφής δηλ. των ιερών λειψάνων, συνεργούσε στη σύσφιγξη των δεσμών Ανατολής και Δύσεως, αφού μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού αισθανόταν ιδιαίτερη ικανοποίηση. Αγωνιζόμενος ο τοποτηρητής του μητροπολιτικού θρόνου στή Χίο να πείσει τον Καρδινάλιο Ουρμπάνι όπως εγκρίνει την απόδοση λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου, αναφερόταν στις εβδομήντα χιλιάδες πιστούς στη Χίο, οι οποίοι θα δεθούν ακόμα περισσότερο αδελφικά με τους πιστούς της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη Βενετία επ' αγαθώ της ανθρωπότητας(29). Εξάλλου ο Ιεράρχης Κισάμου και Σελίνου προσφωνώντας τον Πατριάρχη Βενετίας Ουρμπάνι έλεγε «Ερμηνεύομεν την απόδοσιν των λειψάνων ως μίαν νέαν μαρτυρίαν των καλών και αδελφικών σχέσεων, αι οποίαι καλλιεργούνται τελευταίως μεταξύ των μεγάλων και αρχαιοτέρων εκκλησιών της Ανατολικής Ορθοδόξου και της Καθολικής, οδηγούμεναι εν πνεύματι Αγίω υπό των δύο σεβασμίων πνευματικών αρχηγών, του τε Πάπα Παύλου ΣΤ' και του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα. Είθε να δυνηθούν αμφότεραι αι εκκλησίαι να αισθανθούν εις τας ανανεωθείσας ταύτας τας ημέρας σχέσεις, την παρουσίαν του Παρακλήτου και να εργασθούν μετά ζήλου και εμπιστοσύνης διά την προετοιμασίαν του διαλόγου της αγάπης»(30) Αλληλογραφώντας δύο Καρδινάλιοι ο Αυγ. Μπέα και ο Πατριάρχης Βενετίας Ουρμπάνι, υπογράμμιζαν την ανάγκη επιστρέψεως ιερών λειψάνων στους Έλληνες, γιατί παρόμοιες πρωτοβουλίες αποτελούν σοβαρή συμβολή στην κίνηση για την επαναπροσέγγιση με τις ορθόδοξες εκκλησίες. Οι προλήψεις καταπίπτουν και γεννιώνται αισθήματα εμπιστοσύνης και συμπαθείας, που τόσο πολύ τα είχαν ανάγκη οι Καθολικοί(31). Σε τρίγλωσσο έντυπο, ελληνικό, αγγλικό και γαλλικό, που απηχούσε τη γνώμη των ιεραρχών της Κρήτης παρατηρούνταν τα εξής «Αποτελεί και εκδήλωσιν της κοινής νοσταλγίας του ηνωμένου παρελθόντος των δύο εκκλησιών, την οποίαν ήναψαν εις τας καρδίας των πιστών οι σεπτοί προκαθήμενοι αυτών, η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας και η Α. Αγιότης ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ', κατά την εν Ιεροσολύμοις ιεράν συνάντησιν αυτών, την οποίαν προάγουσιν αι εκατέρωθεν αγαθαί προσπάθειαι διά την ενότητα των δύο σεβασμίων αδελφών εκκλησιών»(32). Επίσης ο Μητροπολίτης Ευγένιος τόνιζε ότι η επιστροφή της Αγίας Κάρας του Απ.Τίτου θα συνέβαλε «εις αύξησιν της ενότητος των εκκλησιών ημών, διά την οποίαν τόσας θεοφιλείς προσπαθείας» είχαν καταβάλει οι δύο αρχηγοί(33).

Όταν το ιερό σκήνος του Αγίου Σάββα διακομίσθηκε από τον ιερό ναό του Αγίου Αντωνίου στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου για να παραδοθεί στους ορθοδόξους, ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι δήλωσε ότι η παρουσία ορθοδόξων αντιπροσώπων της Σεβασμίας Σιωνίτιδος Εκκλησίας, εκφράζει ένα γεγονός που ανταποκρίνεται στο αίτημα των καιρών και αγκαλιάζει μια νέα εποχή, της οποίας τα αποτελέσματα θα παραμένουν ακόμα στο μυστήριο του Θεού. Στις καρδιές μας, πρόσθεσε ακόμα ο Καρδινάλιος, κτυπούν τα λόγια του Κυρίου «Όπου εισι δύο ή τρεις συνηγμένοι εν τω ονόματί μου, καγώ ειμι εν μέσω αυτών». Οι πέτρες, οι αψίδες, τα ψηφιδωτά του Πανιέρου Ναού τούτου, που εκφράζουν τη στενή φιλία της ενετικής Δημοκρατίας με την Ανατολή, συμμετέχουν στις προσευχές μας για ενότητα(34). Ο αρχιεπίσκοπος Ιορδάνου Βασίλειος ευχαριστώντας τον Πάπα και τον Πατριάρχη Βενετίας για την επιστροφή του σκήνους του Αγίου Σάββα, χαρακτήρισε το γεγονός μεγάλο, που σημειώνει αναμφίβολα, νέο σταθμό στην εξέλιξη φιλαδέλφων σχέσεων μεταξύ των εκκλησιών. Η επανακομιδή του ιερού σκήνους Σάββα του Ηγιασμένου ήταν «όνειρο και προσδοκία αιώνων» και ιστορική η ημέρα της επιστροφής. Τέτοια γεγονότα σφυρηλατούν τους δεσμούς της αγάπης εν τω συνδέσμω της ειρήνης(35).

Η προσέγγιση των δύο εκκλησιών, η καλλιέργεια κλίματος συμφιλιώσεως και η καλλιέργεια της αγάπης, εκφράζουν το πνεύμα της νέας εποχής που χαρακτηρίζεται ως «οικουμενικό». Για οικουμενικό πνεύμα μιλούσαν περισσότερο οι Καθολικοί. «Η αιτία η οποία σας φέρει εδώ από το χαρούμενον νησί σας» είπε ο Καρδινάλιος Ουρμπάνι στους Κρήτες εκπροσώπους για να παραλάβουν την Κάρα του Αγίου Τίτου, «είναι δι' υμάς και δι' ημάς το οικουμενικόν πνεύμα, το οποίον αποτελεί αιωνίως ευαγγελικήν εντολήν της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού και το χαρακτηριστικόν της εποχής μας»(36). Οικουμενικό χαρακτήρα προσέλαβε η επανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Τίτου. Η ιστορία αναφέρει ότι στα χρόνια της Ενετικής κατακτήσεως, στο ναό του Αγίου Τίτου, σε περίοδο θρησκευτικών τελετών συμμετείχαν Ρωμαιοκαθολικοί με τους Ορθοδόξους. Το ίδιο επαναλαμβάνεται και τώρα. Η νέα όμως συνάθροιση είναι αβίαστη και πηγαία και γίνεται εντός του πνεύματος της αγάπης(37). Το αίτημα του αρχιεπισκόπου Κρήτης για επιστροφή της Αγίας Κάρας του Αποστόλου Τίτου είχε στην καρδιά του καρδιναλίου βαθιά απήχηση «ακριβώς ένεκα των οικουμενικών λόγων, οι οποίοι αποτελούν διά τους Βενετούς ειδικώτερον την προσφιλή κληρονομίαν του Πάπα Ιωάννου ΚΓ' και ευρίσκονται θερμαί εις το πνεύμα του Πάπα Παύλου ΣΤ' και του Πατριάρχου Αθηναγόρα Α'»(38). Και προς την αντιπροσωπεία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ο καρδινάλιος Βενετίας Ουρμπάνι είπε ότι ήταν αδύνατο να μην ανταποκριθεί η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στο αίτημά τους «Ότε τη προτροπή ενός μεγάλου ποντίφηκος, συνδεδεμένου δι' εξαιρετικών δεσμών αγάπης προς την πόλιν ημών, Πατριαρχικήν αυτού έδραν, προ της ανόδου Αυτού εις τον θρόνον του Αγίου Πέτρου, εκλήθημεν άπαντες εμείς, όπως ζήσωμεν εις εν ένθερμον οικουμενικόν κλίμα, όπερ καταρρίπτει αιωνίους φραγμούς ;και ανοίγει τας καρδίας εις την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Ως ην καθήκον, λόγω μεγάλου σεβασμοϋ και υπακοής, ήτις συνοδεύει ημάς προς τον Ρωμαίον ποντίφικα, Κλειδούχον του Βασιλείου των Ουρανών, ητησάμεθα του πάπα Παύλου VI άδειαν προς αποδοχήν του αδελφικού υμών αιτήματος. Η συγκατάθεσις ήλθε πλήρης, εγκαρδία, ενθαρρυντική παρά του Αγίου Πατρός»(39). Για πνεύμα οικουμενισμού μιλούσαν και οι ορθόδοξοι πρωταγωνιστές. Η παραλαβή του σκήνους του Αγίου Σάββα, είπε ο Πατριάρχης Βενέδικτος, πραγματοποιείται σε μια εποχή στην οποία κυριαρχεί το πνεύμα του οικουμενισμού, δηλ.της αγάπης, της αλληλοκατανοήσεως, της προσεγγίσεως και της ειλικρινείας στις σχέσεις των δύο εκκλησιών(40)
.
Οι Ρωμαιοκαθολικοi δεν παρέλειπαν ευκαιρία να τονίσουν ότι η επανακομιδή λειψάνων συσφίγγει τις σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών και αποτελεί πορεία προς την ενότητα. Αυτή την ευκαιρία βρήκε και ο εφημέριος του Σαν Λορέντζο Ιn Kampo Don Araldo κατά την επάνοδο στον ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης των χαριτοβρύτων λειψάνων του μάρτυρος. «Όταν τον Οκτώβριο του 1978 επανήλθε εδώ η Τίμια Κάρα του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, μεγάλη ήταν η αγαλλίαση όλων και αντιληφθήκαμε τότε πόσο το σπουδαίο εκείνο γεγονός ήταν απαρχή πορείας πίστεως με πλούσιες εξελίξεις. Σήμερα με την επανακομιδή των λοιπών οστών του Μεγαλομάρτυρος, η πορεία αυτή της πίστεως στο μοναδικό Θεό και στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό συνεχίζεται και ζωντανεύει βαθύτερη ενότητα, όχι μόνο μεταξύ της μεγαλοπόλεως της Θεσσαλονίκης και της μικρής πόλεως του Σαν Λορέντζο Ιν Κάμπο, αλλά μεταξύ Ορθοδόξου και Καθολικής Εκκλησίας». Και πρόσθεσε· «Στο όνομα του Αγίου Λαυρεντίου σας επαναφέρομεν τα λοιπά οστά του Μεγαλομάρτυρος Αγίου Δημητρίου, που επί επτά αιώνες φύλαξαν ζηλότυπα οι πατέρες μας. Ο επίσκοπός μας Σεβ. Κωνστάντιος Μίτσι, στη συνάντηση προσευχής που είχαμε στην αρχαία μονή του Αγίου Λαυρεντίου, εξέφρασε ήδη τα αισθήματά μας λέγοντας. «Για σας, αδελφοί εν Χριστώ της Θεσσαλονίκης, η επιστροφή του Αγίου Δημητρίου είναι χαρά μεγάλη. Όμως για μας είναι αιτία οδύνης, γιατί αποχωριζόμαστε ένα μεγάλο φίλο και προστάτη. Αλλά η θυσία μας γλυκαίνεται από τη βεβαιότητα ότι σας προσφέρουμε τη μεγάλη χαρά και συμβάλλουμε στη μεγαλύτερη προσέγγιση των αδελφών εκκλησιών, Καθολικής Δύσεως και Ορθοδόξου Ανατολής και συνεχίζεται η οικουμενική πορεία που άνοιξαν ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ', ο μεγάλος Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας Α' και ο Πάπας Παύλος ΣΤ'. Προς την ίδια κατεύθυνση βάδισαν και ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β' και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος Α' στην πρόσφατη συνάντησή τους, στην Κωνσταντινούπολη»(41).

Όσοι μιλούσαν για το οικουμενικό πνεύμα και ιδιαίτερα οι πρωταγωνιστές της επανακομιδής ιερών λειψάνων, έβλεπαν και βλέπουν τη Θ.Πρόνοια να κατευθύνει την ιστορία προς την ενότητα του χριστιανικού κόσμου.Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας και ο Πάπας Παύλος ΣΤ' χαρακτηρίζονται συνεργοί του Θεού στην ποθητή ενότητα των δύο εκκλησιών. Οι δύο αρχηγοί με πράξεις «κενώσεως» και αγάπης εγκαινίασαν ύστερα από αιώνες χωρισμού και αδελφικής απομονώσεως την καινή εν Χριστώ ζωή και ενότητα με την αγάπη. Και προώθησαν αυτή παρά τα επιπροσθούντα εμπόδια.Η άρση των αναθεμάτων, η επιστροφή ιερών λειψάνων, μαρτυρούν ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί ίστανται εγγύς, καλλιεργούν και επεξεργάζονται την ιερά καταλλαγή «όπως ταχύ αχθώσι εις το κοινόν παλαιόν κάλλος της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας» πίνοντας από το ίδιο ποτήριο, και τρώγοντας, όπως οι ομολογητές, και οι κοινοί πατέρες, τον ίδιο άρτo(42).




2. Επίκληση των αγίων για την ενότητα

Δεδομένου ότι η επανακομιδή των ιερών λειψάνων αποτελεί καρπό της αρχικής καταλλαγής Ανατολής και Δύσεως, ήταν επόμενο οι πρωταγωνιστές της να επικαλούνται την πρεσβεία των αγίων, και μάλιστα των συγκεκριμένων αγίων για τους οποίους έγινε λόγος, προς ευόδωση του σκοπού, της παραπέρα δηλ. προσεγγίσεως Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού.

Κυρίως οι δύο αυτάδελφοι Άγιοι, Ανδρέας και Πέτρος, τοποθετούνται στο επίκεντρο του στόχου της ενότητας. Οι πρωταγωνιστές της επανακομιδής λειψάνων επικαλούνται τις πρεσβείες τους για τη δημιουργία, κλίματος αγάπης και συμφιλιώσεως. Ο Πατριάρχης κατά τη θρονική εορτή του πρωτόκλητου λέγει «Τον άγιον ένδοξον Απόστολον Ανδρέαν, τον συσταυρωθέντα τω Χριστώ, τον αυτάδελφον του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, τον ευαγγελιστήν και ιδρυτήν της αγίας ταύτης καθ' ημάς Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, τιμώμεν σήμερον (30-11-1974). Και κορυφούται ο εορτασμός επί τω από της Ρώμης ιερώ ασπασμώ του αυταδέλφου Πέτρου. Τις δύναται χωρίσαι την αδελφότητα; Ουδείς και ουδέν. Αύτη επιζή των αιώνων και των αδελφικών προσωρινών χωρισμών. Εν τη αδελφότητι ταύτη ο Ανδρέας δέχεται τον αυτάδελφον Πέτρον(1). Τα λόγια
αυτά έχουν σαφώς συμβολικό χαρακτήρα. Όπως οι δύο αυτάδελφοι είναι πάντοτε αχώριστοι και ενωμένοι έτσι πρέπει να ενωθούν και οι χριστιανοί, ειδικότερα της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως. Επίσης όταν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας πληροφορήθηκε την απόφαση επιστροφής της τιμίας Κάρας του Αγίου Ανδρέα έγραφε «Σύμπασα ή Ορθοδοξία αγάλλεται.Ημείς προσωπικώς εκφράζομεν αδελφικάς ευχαριστίας και
δεόμεθα του Κυρίου όπως, διά των πρεσβειών των Αποστόλων Αυτού Πέτρου και Ανδρέου, ευλογή τας αδελφάς ημών εκκλησίας επιθυμούσας τήν ένότητα»(2).

Από την πλευρά των Ρωμαιοκαθολικών γίνεται επίκληση του ονόματος του Αποστόλου Ανδρέα και της πρεσβείας του για την επιδιωκομένη ενότητα. Κατά την παράδοση των λειψάνων του Αγίου Ανδρέα ο Καρδινάλιος Μπέα μεταδίδοντας το μήνυμα του Πάπα Παύλου ΣΤ' και απευθυνόμενος προς τον άγιο εκζητούσε την πρεσβεία του προς τον Κύριο για αύξηση αμοιβαίας αγάπης των χριστιανών Ανατολής και Δύσεως «Άγιε Ανδρέα Πρωτόκλητε, ο εις το υψηλότατον αποστολικόν αξίωμα αναδειχθείς και Σίμωνα τον συναίμονα καλέσας, του Κυρίου μαθητά και Πέτρου σύγγονε, συναπόστολε και συμμάρτυς, ικέτευε Χριστώ τω Θεώ ημών, όπως το πολύτιμον τούτο λείψανον το παρά τον τάφον του αδελφού καταφυγήν ευρόν, αποβή σύμβολον και προτροπή
αδελφοσύνης εν μια εν Χριστώ πίστει και ευλαβεία, και αμοιβαία αγάπη. Νυν δε, επαναπατριζόμενος τη πατρίδι σου, τη υπό του μαρτυρίου σου λαμπρυνθείση, και της αυτής απολαύων τιμής, ης εν τη πόλει του Πέτρου εύρες, είθε τον της αγάπης δεσμόν να σφυρηλατή»(3). Ανάλογη δέηση απηύθυνε και ο Ολιβόττι, καθολικός εκπρόσωπος στην Κρήτη «Είθε η εκδήλωσις να εύρη τας εκκλησίας της Ανατολής και της Δύσεως ηνωμένας εις την πίστιν και την αγάπην, εις την προσπάθειαν πραγματοποιήσεως της βαθείας επιθυμίας του Χριστού, «ίνα ώσι εν!» Ω Άγιε Τίτε, μεσίτευσον, όπως αποκτήσωμεν αυτήν την χάριν, προετοίμασον τας ψυχάς μας. Αύτη θα είναι το ωραιότερον δώρον προς τον Κύριον Ιησουν Χριστόν, όστις δι' αυτό ικέτευσε τον Πατέρα Του κατά τον Μυστικόν Δείπνον, δώρον εις τον Παύλον, όστις τόσον εμόχθησε διά την ένωσιν των καρδιών και την ειρήνην μεταξύ των πρώτον χριστιανών, δώρον εις την Βενετίαν, ήτις θα ευλογή εις τους αιώνας την θυσίαν του αποχωρισμού της τιμίας Σου Κάρας, η οποία θα γίνη ούτως όργανον αγάπης εν τη Εκκλησία του Χριστού, δώρον εις αυτήν την σεβασμίαν Εκκλησίαν της Κρήτης, ήτις σήμερον χαίρει επί τη επιστροφή Σου»(4). Ο ίδιος επίσκοπος κατά την απόδοση του ιερού σκήνους Σάββα του Ηγιασμένου αναφέρθηκε στο αίτημα για ενότητα Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών τονίζοντας και τα εξής. Ζητούμε, είπε, όπως η προσευχή του Χριστού προς τον ουράνιο πατέρα του για την ενότητα όλων γίνει προσευχή κάθε χριστιανού, για να πραγματοποιηθεί εκείνη η τελεία συνάντηση όταν και όπως θέλει ο Κύριος. Κάθε άγιος είναι ένα δώρο του Θεού προς τους ανθρώπους. Ο άγιος έχει αποστολή να είναι μεσίτης, πρεσβευτής θα λέγαμε εμείς, μεταξύ πιστών και του Θεού με το παράδειγμα και τη ζωή του. Ο άγιος Σάββας άφησε τρία σπουδαία διδάγματα στο τυπικό του: τον μοναχικό κανονισμό, τη λειτουργία και την προσευχή. Εμείς συναντηθήκαμε στην προσευχή μπροστά στο ιερό σκήνος του. Ο Κύριος θα ακούσει αναμφίβολα την προσευχή μας για ενότητα όλων. Το περιεχόμενο της προσευχής μας συνίσταται στο να συναντηθούμε στη Θ.Ευχαριστία με την οποία ζει και αναπνέει η Εκκλησία. Ο Άγιος Σάββας που βρίσκεται πλησίον του Χριστού θα προσφέρει την ελπίδα που εκφράζουμε στο Θεό(5).

Η παροχή πληροφοριών σχετικά με τα ιερά λείψανα συνδυαζόταν με τη δράση των αγίων και με το όλο θέμα της επιδιωκόμενης ενότητας των δύο εκκλησιών. Η επιστροφή των λειψάνων του Αγίου Σάββα ύστερα από παρέλευση αιώνων (636-1965) και του Αγίου Τίτου αποτέλεσε γεγονός μεγάλο «τη επεμβάσει της θείας Προνοίας». Ο λαός της Βενετίας τίμησε με βαθιά χριστιανική ευλάβεια και τους δύο αγίους, των οποίων η αποστολή στην Εκκλησία ήταν διαφορετική.Ο ένας επίσκοπος και ο άλλος ιερομάρτυρας. Ο ένας έζησε στην Κρήτη και ο άλλος στα Ιεροσόλυμα κατά την αυγή του μοναχισμού. Και οι δύο αφιερώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου.Η πίστη τους καλεί εμάς τους σημερινούς χριστιανούς, να βαδίσουμε τον δρόμο της αρετής και της χριστιανικής αγάπης, τον δρόμο του οικουμενισμού, και είμαστε βέβαιοι, ότι ο Θεός θα ευλογήσει τις προσπάθειες σ' ένα διάλογο που αποτελεί έκφραση της ειλικρινούς διαθέσεως και αγάπης, πρός πλήρη ενότητα όλου του χριστιανικού κόσμου(6).

Η αναφορά του Καρδιναλίου της Βενετίας Ιω.Ουρμπάνι στις μοναχικές αρετές του αγίου Σάββα, τις οποίες χαρακτήρισε σαν αρετές του οικουμενισμού, φρονούμεν ότι δεν είναι χωρίς σημασία και μάλιστα ειδική. Οι μοναχοί στην αρχαία Εκκλησία διαδραμάτισαν σοβαρό πρόσωπο στα θέματα της πίστεως υπήρξαν
πρόμαχοι της Ορθοδοξίας, και συνέβαλαν με τον διάλογο στην επάνοδο αιρετικών στην Καθολική Εκκλησία, δηλ. την Ορθοδοξία. Μεταξύ των ονομαστών μοναχών που έδρασαν για την επάνοδο πλανηθέντων στην ορθόδοξη πίστη διακρίθηκε και ο άγιος Σάββας(7). Σ' άλλη περίπτωση ο Ιωάννης Ουρμπάνι,
Πατριάρχης Βενετίας, απαντώντας σε επιστολή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, μιλάει για το πρόγραμμα της επιστροφής του ιερού σκήνους Σάββα του Ηγιασμένου κατά τρόπο θριαμβευτικό στη Λαύρα του μεταξύ των μοναχών που ζουν με το πνεύμα και την ανάμνηση αυτού. Λειτουργώντας ο ίδιος Καρδινάλιος Ουρμπάνι στο ναό του Αγίου Μάρκου, όπου το ιερό λείψανο διακομίστηκε από τον ναό του Αγίου Αντωνίου, αναφέρθηκε πάλι στους μοναχούς προς τους οποίους είπε ότι η σκέψη του στρέφεται προς τη μοναχική μορφή του Αγίου Σάββα, τον οποίο οι μοναχοί της Παλαιστίνης θα τον έχουν μόνιμα πια πλησίον τους(8). Ο ίδιος Καρδινάλιος Ουρμπάνι μιλώντας στους εκπροσώπους των εκκλησιών Ιεροσολύμων και Κρήτης, όταν πήγαν να διαπραγματευθούν την απόδοση των λειψάνων, τους είπε «Μας εφέρατε το άρωμα της Αγίας Γης και την ευλογίαν του Αγίου Πατρός. Μας υπενθυμίζετε την αποστολικήν αγωνίαν του Παύλου και την μοναστικήν αρετήν των παλαιών πατέρων»(9), Μνεία του μοναχισμού και των αγίων πατέρων έκαμε και ο εφημέριος του Σαν Λορέντζο Ιν Κάμπο Don Αraldo, κατά την επάνοδο των αγίων λειψάνων του Αγίου Δημητρίου: «Γιορτάζοντας στην Ιταλία την 15η εκατονταετηρίδα του Αγίου Βενεδίκτου, μεγάλου πατρός του μοναχισμού της Δύσεως, αισθανόμαστε», είπε, «πλησιέστερα σε σας που έχετε μια τόσο πλούσια ιστορία μοναστικής πνευματικότητας, της οποίας τα μοναστήρια του Αγίου Όρους αποτελούν μνημεία ζωντανά και θαυμαστά. Σεις είστε επίσης τόσο κοντά μας με το παράδειγμα της ευσεβείας σας προς την Παναγία Θεοτόκο Μαρία, μητέρα του Ιησού Χριστού και όλων ημών των αδελφών του Χριστού. Ας ευχηθούμε ότι η επαναφορά αυτή των ιερών λειψάνων του Αγίου Δημητρίου θα επισπεύσει την ημέρα που θα βρεθούμε σε τέλεια ενότητα μέσα στην Εκκλησία του Θεού. Θυμούμαι τη στιγμή ετούτη τις προσπάθειες του προκατόχου μου Αιδεσ. Μέντισι για να γίνει γνωστή σ' όλους η παρουσία των οστών στη μνημειώδη βασιλική του Αγίου Λαυρεντίου, με τη χιλιετή ιστορία της. Σήμερα η επιθυμία του ολοκληρώθηκε(10). Και μοναχοί συμμετείχαν στην εκδήλωση των υποδοχών ιερών
λειψάνων τόσο του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου, όσο και κατά την υποδοχή του Αγίου Δημητρίου(11). Είναι φανερό ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί αναφερόμενοι στον μοναχισμό και ειδικότερα στους μοναχούς του Αγίου Όρους επεδίωκαν την εύνοια αυτών προς ευόδωση του μεγάλου σκοπού της ενότητας και του διαλόγου. Και προς την κατεύθυνση αυτή φρονούμε ότι πρέπει να εργασθούν οι ορθόδοξοι μοναχοί και μάλιστα του Αγίου Όρους όπως και άλλοτε με κάθε σεβασμό υποδείξαμε(12)

Ο Πάπας Παύλος ΣΤ' σε επιστολή του προς τον Πατριάρχη Βενέδικτο είχε εκφράσει αισθήματα βαθιάς αγάπης και πνευματικής αγαλλιάσεως για τους δεσμούς αδελφικής επικοινωνίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με το Ελληνοορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Για περαιτέρω ανάπτυξη αγαθών σχέσεων επικαλούνταν τις πρεσβείες του Αγίου Σάββα προς τον Κύριο, αφού ο Άγιος τιμάται και στη Δύση σαν μεγάλος δάσκαλος της μοναστικής πολιτείας(13). Παραδίδοντας το ιερό σκήνος του αγίου Σάββα ο επίσκοπος Ιωσήφ Ολιβόττι, παρατήρησε ότι ο Άγιος άντλησε το φως, τη χάρη και την πνευματική δύναμή του, από τον καθηγητή όλων, τον Κύριο. Ο τάφος του δε θα είναι πια κενός. Τα αγαπητά του παιδιά, οι μοναχοί θα τον έχουν μαζί τους, όπως και όλο το χριστιανικό πλήρωμα. Η Εκκλησία της Βενετίας επιστρέφοντας το ιερό σκήνος εμπνέεται από ειλικρινή αδελφική αγάπη και χριστιανική ελπίδα για την ένωση των εκκλησιών.Απευθυνόμενος προς τον άγιο Σάββα ευχήθηκε το ιερό του σκήνος να αποτελέσει τρανή μαρτυρία ειρήνης. Ο χωρισμός του από τη Βενετία να συντελέσει «προς προετοιμασίαν και επίσπευσιν της ευχαριστιακής εκείνης ημέρας της ενότητος των χριστιανών»(14). Συνδέοντας επίσης τον Άγιο με τις προσδοκίες της ενώσεως είπε ότι ο Άγιος Σάββας επαναλαμβάνει θερμή προς τον Ύψιστο δέηση για να βασιλεύσει παντού και πάντοτε η ειρήνη και να έλθει η ευλογημένη και περιπόθητη εκείνη μέρα, που όλοι οι χριστιανοί θα ξεπεράσουν κάθε δυσκολία με την αγάπη, η οποία πάντοτε νικάει και συνεργεί στην εκπλήρωση του πόθου του Κυρίου «Ίνα πάντες εν ώσι». Η επιθυμία άλλωστε ετούτη του Κυρίου εκφράστηκε στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ. Προς τον Άγιο Σάββα απευθυνόμενος ο επίσκοπος Ολιβόττι είπε «Άγιε Σάββα, η Εκκλησία της Βενετίας, ήτις ευρίσκεται μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, είναι ευτυχής σήμερον διότι επαναδίδει προς την αδελφήν Σιωνίτιδα Εκκλησία το ιερόν σου σκήνος, με την συγκατάβασιν της Α. Αγιότητος Πάπα Παύλου ΣΤ', του εκλαμπροτάτου καρδιναλίου Πατριάρχου του ιερού κλήρου και του λαού της. Άγιε Σάββα, είθε το ιερόν σου σκήνος να αποτελέση τρανήν μαρτυρίαν ειρήνης, η δε Βενετία θα ευλογή εις τους αιώνας την θυσίαν την οποίαν έκαμε ν' αποχωρισθή του ιερού σου σκήνους, βεβαία ότι ο χωρισμός αυτός θα συντελέση αναμφιβόλως προς προετοιμασίαν και επίτευξιν της ευτυχεστάτης εκείνης ημέρας της ενότητος των χριστιανών»(15).

Οι άγιοι τους οποίους επικαλούνται Καθολικοί και ορθόδοξοι προβάλλονται με τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά. Ο άγιος Τίτος είναι φορέας συμφιλιώσεως και ειρήνης. Στα Ιεροσόλυμα παίρνει μέρος μαζί με τον Παύλον και τον Βαρνάβα στην πρώτη Αποστολική Σύνοδο. Αργότερα, γύρω στο 58 μ.Χ. στέλνεται από τον ίδιο Απόστολο στην Κόρινθο για να φέρει μήνυμα συμφιλιώσεως, και να επιδιώξει την αναγνώριση του Παύλου. Και στην Κρήτη έρχεται ο ίδιος Απόστολος Τίτος με την ίδια αποστολή. Δεν του λείπουν οι δυσκολίες. Όμως ο Άγιος βγήκε νικητής γιατί τον διέκρινε η πατρική σταθερότητα, η άμεμπτη συμπεριφορά και η προνοητική σοφία(16).

Στο όνομα του Αγίου Τίτου και του Αποστόλου Παύλου, του «θεολόγου της λυτρώσεως» διατύπωναν την ευχή όπως «η μακαρία ελπίς γίνη πραγματικότης αιωνία, όταν στο τέλος της γηίνου περιοδείας μας φθάσωμεν εις την αιωνίαν πατρίδα μας αλλά δυνάμεθα να ευχηθώμεν εν αναμονή της ώρας του Κυρίου όπως όλοι όσοι καυχώνται διά το χριστιανικόν αυτών όνομα ζήσωσιν εν ενότητι, ούτως ώστε να καταντήσωμεν υπόδειγμα εις τον κόσμον, βεβαρυμένον έτι υπό τόσων διαιρέσεων, αντιθέσεων, διαμαχών και πολέμων, και συν τω χρόνω να γίνωμεν εις τον κόσμον και διά τον κόσμον μικρά ζύμη της ελευθερίας, της αληθείας, της δικαιοσύνης, της αγάπης και της ειρήνης»(17).

Οι άγιοι είναι κοινοί θησαυροί. Στις μέρες μας, τονίζεται, επανέρχεται η εποχή, κατά την οποία οι κοινοί θησαυροί της χριστιανικής μας πίστεως (άγιοι, άγιες Γραφές, Μάρτυρες κλπ.) γίνονται κοινό κτήμα γι' όλους κατά τη φράση των Πράξεων «και είχαν άπαντα κοινά» (12,Ι5)(18). Οι πρωταγωνιστές της επανακομιδής των ιερών λειψάνων τόνιζαν πάντοτε ότι το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στις μέρες μας έτσι ώστε να αντιλαμβανόμαστε περισσότερο τις βουλές του Κυρίου για μια άρρηκτη αδελφότητα. Επίσης η αδελφότητα, ο αδελφικός δεσμός του Πέτρου και του Ανδρέα, τόσο στενά δεμένη στην αγάπη του Χριστού και στη Βασιλεία, αποτελεί υπόδειγμα για να φέρουν οι σκαπανείς της ενώσεως το ευαγγέλιο στο σύγχρονο κόσμο. Η αναφορά προς τον αδελφικό δεσμό Πέτρου και Ανδρέα γίνεται συχνά σε συνδυασμό με την ανάγκη να αυξάνει ολοένα η αγάπη των χριστιανών.

Την ημέρα της επιστροφής του λειψάνου του Αγίου Ισιδώρου στη Χίο μιλώντας ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος και τοποτηρητής του θρόνου ενώπιον εκπροσώπων πολιτικών, εκκλησιαστικών και άλλων αρχόντων της πόλεως και του λαού του Θεού, αναφέρθηκε στον Άγιο Ισίδωρο και το μαρτύριό του, όπως άλλωστε ήταν πολύ φυσικό. Η όλη ακολουθία της επανακομιδής συνέβαλε στο να γνωρίσει ο λαός ότι η επιστροφή ήταν καρπός του νέου κλίματος, στο οποίο συνέβαλαν και οι άγιοι της Εκκλησίας. Έτσι σε μιά αποστροφή του προς
τον Άγιο είπε «Άγιε Ισίδωρε, σκέπε, φρούρει, φύλαττε την πόλιν και την νήσον ταύτην. Χάριζε εις τους κατοίκους της πίστιν προς τον θεόν, αγάπην προς την πατρίδα και ενότητα προς άλλήλους». Στρέφοντας τον λόγο προς τον παριστάμενο Καρδινάλιο είπε ότι η Χίος και η Βενετία του λοιπού θα συνδέονται ως δύο αδελφές πόλεις,
«διότι τα λείψανα του αγίου ευρισκόμενα ήδη εις αμφοτέρας τας πόλεις θα αποτελούν τον χρυσούν κρίκον, του μεταξύ αυτών ιερού δεσμού. Χαίρομεν ιδιαιτέρως, διότι η χειρονομία αύτη εγένετο μέσα εις τα πλαίσια των καλών σχέσεων που άρχισαν να δημιουργούνται μεταξύ των χριστιανών όλου του κόσμου και εις επίρρωσιν του νέου πνεύματος φιλίας, αγάπης και συνεργασίας μεταξύ των δύο εκκλησιών, πρός εκπλήρωσιν του θελήματος του Κυρίου, και επ' άγαθώ ολοκλήρου του χριστιανικού κόσμου και όλης της ανθρωπότητος». Εξάλλου ο αντιπρόσωπος του καρδιναλίου Ουρμπάνι, Αρχιεπίσκοπος Φροζινόνε, αφού αναφέρθηκε στον Άγιο Ισίδωρο είπε «Τιμώμεν τα άγια λείψανα των μαρτύρων, διά να τιμήσωμεν εκείνον δια τον οποίον εγένοντο μάρτυρες.
Τιμώμεν τους Αγίους, ίνα η τιμή των δούλων επιστρέψη προς δόξαν του Κυρίου. Το παράδειγμα των μαρτύρων είναι ισχυρά αφύπνησις διά την πίστιν διά την οποίαν ο μάρτυς έδωσε την ζωήν του. Είναι αφύπνισις διά την ελπίδα προς ,την μέλλουσαν ζωήν, εις την εν Χριστώ δύναμιν περι την οποίαν έδωσεν ηρωϊκόν παράδειγμα». Επίσης συνδέοντας το παράδειγμα της πίστεως των μαρτύρων με το γεγονός της επιστροφής μέρος των λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη σημασία του που είναι οικουμενική. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια ανταλλαγή αγάπης και συνεργασίας εκατέρωθεν. Μεταξύ της εκκλησίας της Βενετίας
και της εκκλησίας της Χίου, της Ανατολής και της Δύσεως. Πρόκειται για ένα εναγκαλισμό αδελφότητας και για μια απαρχή ειρήνης και ενότητας(19).

Στην εποχή της καταλλαγής και του οικουμενισμού, όπου κυριαρχεί το πνεύμα της Β' Βατικανής Συνόδου και των Πανορθοδόξων Διασκέψεων, βοηθούνται η χριστιανική Ανατολή και η Δύση να αλληλογνωριστούν και να αλληλοαγαπηθούν και να αποκαλύψουν τους κοινούς θησαυρούς της πίστεως, της ευλαβείας και της παραδόσεως. Η προσέγγιση με σκοπό την ενότητα αποτελεί πρόσκληση στον Χριστό. Η προσέγγιση εμφανίζεται πια ως καθήκον επιβεβλημένο, αφού για την ενότητα των μαθητών του προσευχήθηκε ο ίδιος ο Κύριος. Τις κοινές προσδοκίες μας για ενότητα πρέπει να τις εμπιστευθούμε στους αγίους και στον Άγιο Ισίδωρο. Τις πρεσβείες του Αγίου Ισιδώρου επικαλέστηκε και ο μητροπολίτης Μυτιλήνης για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου(20).

Δεήσεις προς τον Θεό αναπέμπονταν σε κάθε περίπτωση επανακομιδής ιερών λειψάνων για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, και για την ευστάθεια, των εκκλησιών. Ο Μητροπολίτης Πατρών παραλαμβάνοντας το ιερό λείψανο του Αποστ. Ανδρέα έκαμε την εξής δέηση «Εφ' ω και αύθις και πολλάκις δοξάζοντες Σε τον αρχηγόν της πίστεως ημών και τελειωτήν Ιησούν, υπέρ ευσταθείας των αγίων σου εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως δεόμεθά σου εκτενώς και εκ βαθέων, ίνα μιά πίστει πάντες και εν ενί στόματι και μιά καρδία Σοι δόξαν
αναπέμπομεν συν τω ανάρχω Σου Πατρι και τω παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Σου Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων»(21). Ο καρδινάλιος Μπέα αναχωρώντας από την Ελλάδα σε μήνυμά του προς τον μητροπολίτη Πατρών δήλωσε · «Διατηρώ αλησμόνητον ανάμνησιν της ευλαβείας του λαού των Πατρών προς τον μέγαν απόστολον τον πρωτόκλητον, του οποίου επικαλούμαι ολοψύχως την μεσιτείαν επι το σεπτόν υμών πρόσωπον, επι την αρχιερατικήν υμών διακονίαν, ως και επι την σπουδαίαν υπόθεσιν της ενώσεως των χριστιανών»(22).

3. Πληροφόρηση του λαού

Η επανακομιδή των λειψάνων ύστερα από πολλούς αιώνες γινόταν κατά τρόπο πανηγυρικό. Ο λαός είχε την ευκαιρία να πληροφορηθεί ότι η επιστροφή των αγίων τους ήταν καρπός ενεργειών αρμοδίων παραγόντων που ζούσαν το νέο κλίμα της Ανατολής και της Δύσεως.

Οι πρωταγωνιστές της επανακομιδής ιερών λειψάνων πληροφορούσαν δημόσια τον λαό του Θεού για όλες τους τις ενέργειες και οι ορθόδοξοι ιδιαίτερα ευχαριστούσαν όλα εκείνα τα πρόσωπα που συνείργησαν στην ευόδωση του σκοπού. Πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονταν ευχαριστίες ήταν κατά πρώτο λόγο ο Πάπας Παύλος ΣΤ', ο Καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα, ο Πατριάρχης Βενετίας Καρδινάλιος Ουρμπάνι και άλλα. Ευχαριστίες και θερμές εκδηλώσεις βαθιάς ευγνωμοσύνης οφείλονται στον περισπούδαστο και διακεκριμένο
Προκαθήμενο «της υπό των αιμάτων των Πρωτοκορυφαίων Α οστόλων Πέτρου και Παύλου καθηγιασμένης Ρώμης, Πάπαν Παύλον τον ΣΤ'», έλεγε ο μητροπολίτης Πατρών Κωνσταντίνος. Η διαφύλαξη των τιμίων θησαυρών στη Δύση και ιδιαίτερα από τον Πάπα Πίο Β' ήταν έργο της θείας Πρόνοιας. Ο ίδιος μητροπολίτης αναπέμποντας ευχή αναφέρθηκε στη φιλάδελφη διάθεση της πρεσβυτέρας Ρώμης για την επιστροφή των λειψάνων «το σεπτόν καταπίστευμα και ημέτερον περιπόθητον θησαυρόν«(1).

Ο Νικόλαος Νησιώτης (τώρα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών) εξ αφορμής της επιστροφής της Αγίας Κάρας του Αποστόλου Ανδρέα έκαμε τις εξής παρατηρήσεις α) οφείλομεν να αναγνωρίσουμε με υπευθυνότητα τη χειρονομία της αποδόσεως της τιμίας Κάρας, χωρίς καχυποψίες. β) Έχουμε ανάγκη από τέτοιες χειρονομίες που αυτές και μόνο μπορούν να θερμάνουν τις ψυχές. γ) Χωρίς δουλοπρεπείς εκφράσεις πρέπει να είμαστε εν Κυρίω ευγνώμονες και να μη βλέπουμε παντού «δούρειο ίππο». δ) Ο μεγάλος όγκος
του ελληνικού λαού έδειξε προσήλωση στην ουσία των γεγονότων, στην εκκλησία και στην παράδοσή του, απέδωσε την οφειλόμενη τιμή στο λείψανο και βρίσκεται μακριά από πικρά υπερορθόδοξα δήθεν στην ουσία όμως αντιορθόδοξα δημοσιεύματα, τα οποία δεν προσφέρουν τίποτε το θετικό. ε) Πρέπει η Ορθοδοξία να εμφανισθεί απαλλασομένη από καχυποψίες που δεν ανήκουν στο πνεύμα της και πρέπει να αναγνωρίσουμε τις αγαθές προδιαθέσεις. στ) Χάρη της αληθείας πρέπει να λεχθεί ότι η χειρονομία της αποδόσεως των ιερών λειψάνων είναι έργο της Γραμματείας του Βατικανού επί της εκκλησιαστικής ενότητας και ιδιαίτερα του πατρός Πέτρου Ντυπρέ. ζ) Η Ορθοδοξία πρέπει να συμβάλει στην ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Να θέσει τον εαυτό της στήν υπηρεσία της ενότητας χωρίς δισταγμούς. Να θέσει ακόμα τον εαυτό της στο κέντρο της οικουμενικής κινήσεως ανοικτή σε διάλογο και με αγάπη προς όλους «καταδεικνύουσα συνεχώς την αληθή αποστολικήν παράδοσιν της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας»(2).

Οι ευχαριστίες προς τον ουράνιο δομήτορα αναπέμπονταν δημόσια για την επανακομιδή των ιερών λειψάνων όπως επίσης και ικεσίες υπέρ των πρωταγωνιστών τους «Ας αναφέρωμεν ολόθερμους ευχαριστίας και αίνον δοξολογίας από βάθους ψυχής εις τον επουράνιον της Εκκλησίας δομήτορα», είπε δημοσία ο Πατρών
Κωνσταντίνος, «και ας προσπαθήσωμεν να διαφυλάξωμεν την ιεράν ταύτην παρακαταθήκην και πολύτιμον κληρονομίαν αλύμαντον και ασινή εις το διηνεκές και μέχρι της συντελείας των αιώνων. Ας ευχαριστήσωμεν έτι εν ευγνωμοσύνη πολλή και την αδελφήν ημών Δυτικήν Εκκλησίαν, η οποία επί πέντε ολοκλήρους αιώνας υπήρξε πιστή θεματοφύλαξ και φρουρός ακοίμητος της αποδήμου κάρας του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα»(3).

Κατ' ανάλογο τρόπο και ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευγένιος διερμήνευσε τα αισθήματα βαθιάς ευγνωμοσύνης κλήρου και εκκλησίας Κρήτης για το ευφρόσυνο γεγονός, της επανακομιδής της Κάρας του Αποστόλου Τίτου(4). Ο επίσκοπος Ειρηναίος, εκπρόσωπος της εκκλησίας Κρήτης, παραλαμβάνοντας το λείψανο
του Αγίου Τίτου εντός πνεύματος φιλίας παρατήρησε ότι κομίζει αδελφικούς ασπασμούς προς τους Ρωμαιοκαθολικούς αδελφούς. Ο Απόστολος Τίτος πρόσθεσε «εμόχθησε διά την θεμελίωσιν της χριστιανικής πίστεως και την οργάνωσιν της εν Κρήτη Εκκλησίας, και το έργον τούτον υπήρξε τεράστιον». Η Κρήτη παρά τις
περιπέτειές της διατηρήθηκε ορθόδοξη είναι «μία εκ των αρχαίων, αλλά και σημαντικωτέρων εκκλησιών εν τη καθ' ημάς Ορθοδοξία». Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις θυσίες της Βενετίας για την επιστροφή των ι.λειψάνων, αλλά η χαρά που παρέχεται στους Κρήτες αξίζει για τη θυσία αυτή. Αυτή τη θυσία θα έπρεπε να εκτιμήσουν οι
ορθόδοξοι χριστιανοί της νήσου. Επίσης ο Μητροπολίτης Ειρηναίος με την ευκαιρία αυτή παρατήρησε και τα εξής. Οι πρώτοι μεγάλοι αιώνες της χριστιανικής πίστεως δημιουργήθηκαν με τις πορείες των Αποστόλων, με τις κοινές συνάξεις και τις Οικουμενικές Συνόδους και τα εξαίσια έργα των αγίων Μαρτύρων. Και μπορεί να παρατηρήσει κανείς αντίθετα πως οι χρόνοι της σιωπής και της αδρανείας των εκκλησιών μας συμπίπτουν με την εποχή που οι άγιοι και μάρτυρες της Εκκλησίας παρέμειναν κλεισμένοι στα Μουσεία των Ναών. Σήμερα όμως τα λείψανα των Αποστόλων και των Αγίων επαναλαμβάνουν τις πορείες τους, επανέρχονται στη ζωή και την κοινή ευλάβεια των εκκλησιών και γεμίζουν τις καρδιές από ιερές συγκινήσεις και ευσεβή αισθήματα. Το γεγονός αυτό το θεωρούμε ως δείγμα αφυπνίσεως και αναγνωρίσεως της Εκκλησίας του Χριστού στο σύγχρονο κόσμο, του οποίου ένας ισορροπημένος πολιτισμός δε χρειάζεται μόνο διπλωμάτες και τεχνικούς αλλά και αγίους(5). Με όσα παρατηρεί εδώ ο επίσκοπος Ειρηναίος, φρονούμε ότι ήθελε να υπογραμμίσει ακόμα μια φορά ότι η εποχή μας βιάζεται, θέλει την ενότητα του χριστιανικού κόσμου, και ότι οι άγιοι, και μάλιστα οι τόσο λαοφιλείς, συμβάλλουν στην ικανοποίηση αυτού του αιτήματος. Γι' αυτό αισθανόταν την ανάγκη να εκφράσει ευγνωμοσύνη προς τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ', τον διάδοχό του Παύλο ΣΤ' και τον Πατριάρχη Αθηναγόρα. Οι άνδρες αυτοί «διά των λόγων και πράξεών των ήνοιξαν τας επί αιώνας κεκλεισμένας πύλας της εκκλησιαστικής μας επικοινωνίας και εχάρισαν εις πάντας ημάς την χαράν της αδελφικής αγάπης»(6).

Θερμός σε εκδηλώσεις ήταν και ο Μητροπολίτης Χίου Παύλος, του οποίου η διακονία στη Χίο ήταν βραχεία. «Η ευλογημένη σας απόφαση», είπε προς τον Καρδινάλιο Ουρμπάνι, «να επιστρέψετε στην αιματόβρεκτη Χιακή γη τμήμα του σεπτού λειψάνου του Αγίου Ισιδώρου, αποτελεί απτό δείγμα της ειλικρινούς αδελφικής φιλίας και περίτρανη απόδειξη της ευλογημένης προσπάθειας που άρχισε για την ενότητα όλων εν Χριστώ»(7). Ο τοποτηρητής του μητροπολιτικού θρόνου γράφοντας προς τον Ουρμπάνι ανέφερε τα εξής Είναι αδύνατο να φανταστήτε πόση χαρά προκαλέσατε και πόση παρηγοριά έφερε στον ευσεβή λαό της Νήσου Χίου το περιεχόμενο του Γράμματος (αρ. 513/66 από 29.11.66) για την οριστική απόφαση της Εκκλησίας της Βενετίας να αποστείλει τμήμα των ιερών λειψάνων του Αγίου Ισιδώρου απ' εκείνα που φυλάσσονται από δώδεκα αιώνες στην ιστορική σαρκοφάγο του παρεκκλησίου του αγίου, που στολίζει τη Χρυσή Βασιλική του αγίου Μάρκου. Η χειρονομία αυτή αποτελεί ένδειξη αδελφικής και ειλικρινούς αγάπης και δείγμα οικουμενικής ενότητας των αγίων του Θεού εκκλησιών. Ο Μητροπολίτης Ιάκωβος δηλώνει ακόμη ότι το περιεχόμενο της επιστολής για την επιστροφή μέρους των λειψάνων του Αγ. Ισιδώρου το ανακοίνωσαν επίσημα στον ευσεβή λαό της Xίου κατά τη μεγάλη γιορτή των Θεοφανείων. Οι χριστιανοί δακρυσμένοι από συγκίνηση, άκουσαν τη χαρμόσυνη είδηση ότι ο προσφιλής τους άγιος Ισίδωρος, που καθαγίασε το νησί τους με το μαρτυρικό του αίμα, θα επιστρέψει στον τόπο του μαρτυρίου(8).

Ενημερώνοντας πλατύτερα το λαό ο Μητροπολίτης Ιάκωβος είπε σε σύσκεψη αρχών και παραγόντων της πόλεως τα εξής :
1) Η Καθολική Εκκλησία έκανε τρεις χειρονομίες για να εκδηλώσει αισθήματα αγάπης, εκτιμήσεως και φιλίας προς την Ορθόδοξη Εκκλησία.
2) Δημιούργησε ένα νέο κλίμα φιλίας και ευαρεσκείας μεταξύ των εκκλησιών Ορθοδόξου και Καθολικής. Τούτο οφείλεται αφενός στον Πάπα Ιωάννη τον ΚΓ', φιλοορθόδοξο και φιλέλληνα, τον Πάπα Παύλο ΣΤ', και αφετέρου στον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα.
3) Οι δύο κορυφαίοι εκκλησιαστικοί ηγέτες σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε οι εκκλησίες να λησμονήσουν το παρελθόν, να άρουν τα αναθέματα, να αρχίσουν ένα διάλογο αγάπης για να πετύχουν τώρα μεν μια προσέγγιση για να κατορθωθεί σε κατάλληλο καιρό μια κοινή συνεργασία επί καθαρώς πρακτικού πεδίου,
στο οποίο να μετάσχει ο Προτεσταντισμός με σκοπό την ενοποίηση όλων των δυνάμεων του χριστιανικού κόσμου σε ένα ενιαίο μέτωπο εναντίον της αθεΐας, του υλισμού, του σκεπτικισμού και όλων των αντιχριστιανικών αιρέσεων. Με τη συνεργασία όλων των χριστιανών αποβλέπουμε να συμπήξουμε, υπογράμμισε ακόμα ο Μητροπολίτης Ιάκωβος, μια δύναμη προς δημιουργία συνειδήσεως χριστιανικής στον κόσμο μεταξύ των ηγετών των χριστιανικών κρατών. Το μέτωπο αυτό θα εξυπηρετήσει ακόμα και την ιδέα της παγκόσμιας ειρήνης.
4) Η προσπάθεια αυτή προσκρούει στην αντίδραση που δημιουργούν τα λεγόμενα συντηρητικά στοιχεία των δύο εκκλησιών. Οι ορθόδοξοι επηρεασμένοι από το παρελθόν φοβούνται μήπως η προσέγγιση αυτή οδηγήσει σε ένωση, η οποία κατά τη γνώμη τους, θα σημαίνει την υποταγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Παπική και εξαφανισμό της Ορθοδόξου Ελλάδος.
5) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο έδωσε ήδη τις δέουσες εξηγήσεις. Είπε ότι η ένωση δεν είναι έργο ανθρώπινο αλλά του Θεού. Μεταξύ των εκκλησιών υπάρχουν διαφορές χιλίων ετών, και θα απαιτηθεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να αρθούν. Θα χρειασθεί κόπος και μόχθος. Συνέδρια, διάλογοι θεολόγων, έρευνες ιστορικές, δογματικές συζητήσεις και μεγάλη υπομονή.
6) Οι σημερινές προσπάθειες καταβάλλονται για να φύγει η μισαλοδοξία και να λέμε επί τέλους ο ένας στον άλλο μια καλημέρα(9). Ο Μητροπολίτης δεν παρέλειψε να αναφέρει όλες τίς θετικές ενέργειες και πράξεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς δημιουργία κλίματος «καταλλαγής» με την ικανοποίηση των αιτήσεων περί ιερών λειψάνων(10). Φρονούμε ότι μια τέτοια ενημέρωση χρειάζεται να γίνεται πάντοτε ώστε ο λαός του Θεού να γνωρίζει τι ακριβώς γίνεται στην οικουμενική κίνηση και μάλιστα από υπεύθυνα πρόσωπα, ώστε να μη δημιουργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις και προπάντων να μη γίνεται εκμετάλλευση από ανεύθυνα πρόσωπα.

Στην ενημέρωση του πληρώματος συνέβαλε θετικά και ημερήσιος και περιοδικός τύπος. Η απόφαση του Πάπα Παύλου ΣΤ' χαρακτηρίστηκε ως «χειρονομία αγάπης»(11). Η χειρονομία αυτή «απέφερε μεγάλα οφέλη στην υπόθεση της καλλιεργουμένης ενότητας»(12). Ο πάνδημος συναγερμός σημείωσε φωτεινό ορόσημο «εις τα χρονικά όχι μόνον των Πατρών», έγραφαν εφημερίδες της Πελοποννήσου, «αλλά κυρίως εις το χρονικόν της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας»(13). Με το ίδιο πνεύμα έγραφε και η «Καθημερινή». Η ανάπτυξη καλών σχέσεων μεταξύ Ορθοδόξου και Καθολικής Εκκλησίας, «τας οποίας ο Οικουμενικός Πατριάρχης θεωρεί απαραιτήτους διά την στερέωσιν της χριστιανικής θρησκείας, δεν σημαίνει και ένωσιν, πολύ δε ολιγώτερον υπαγωγήν της Ορθοδοξίας εις το Βατικανόν. Μόνον πλήρης άγνοια των νέων συνθηκών ζωής αι οποίαι προήλθαν εκ των σημειωθεισών από του δευτέρου πολέμου εξελίξεων δικαιολογεί αρνητικήν στάσιν εις την προσπάθειαν προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Καθολικών»(14). Οι παρατηρήσεις της Καθημερινής κατά πάντα σωστές και εποικοδομητικές έρχονταν να βοηθήσουν τον λαό του Θεού να κατανοήσει ότι η προσέγγιση των δύο εκκλησιών δεν εσήμαινε και ένωση. Αυτόν τον φόβο ακριβώς ήθελε και η Εκκλησία της Ελλάδος να διασκεδάσει, γι' αυτό και τα πυρά εναντίον της δεν οικοδομούσαν. Αλήθεια όμως είναι και κατά πάντα σωστό το αίτημα του Τύπου ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έπρεπε και πρέπει να συμπαρασταθεί θετικά
το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην προσπάθειά του να διαλεχθεί με τους Ρωμαιοκαθολικούς(15). Γεγονός είναι ότι η Εκκλησία της Ελλάδος πάντοτε ήταν παρά το πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ουδέποτε απουσίασε από τον ουσιαστικό διάλογο με τους ετεροδόξους δίδοντας την πρέπουσα μαρτυρία(16).

 4. Πρωταγωνιστές της επανακομιδής ιερών λειψάνων

Είδαμε ότι στη δημιουργία κλίματος «καταλλαγής» των δύο εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως συνέβαλαν κατά πρώτο λόγο ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ' και στη συνέχεια οι δύο «ειρηνοποιοί», ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ' και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας. Συνείργησαν όμως στην παραπέρα προσπάθεια για τη σταθερότητα του καλού κλίματος πολλά πρόσωπα, εκπρόσωποι και των δύο εκκλησιών, και μάλιστα οι πρωταγωνιστές της επανακομιδής των λειψάνων, για τους οποίους και κάναμε λόγο. Θα επιμείνουμε λίγο για να αναφερθούμε και σ' άλλα πρόσωπα, ή σ' Επιτροπές και Συμβούλια.

Πριν από την επανακομιδή του ιερού σκήνους του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα προηγήθηκαν επανειλημμένες διαπραγματεύσεις, ανταλλαγή επιστολών και άλλα. Πρόσωπα που διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο ήταν ο Γραμματέας των εξωτερικών υποθέσεων της Αγίας Έδρας καρδινάλιος Αμλέτος
Ιωάννης Τσικονιάνι, ο Πατριάρχης Βενετίας Καρδινάλιος Ιωάννης Ουρμπάνι, ο επίσκοπος των καθολικών Σικελίας Ιωσήφ Περνιτσάρο με την οργάνωση «Associazione Catholica Italiana per l'Oriente Christiano»(1).

Για την απόδοση της τιμίας Κάρας του Αγίου Τίτου συνέβαλε θετικά ο Ακίνδυνος Πρελορέντζος με δημοσιεύματά του στην «Καθολική». Ο Ακίνδυνος υποστήριζε να επιστραφεί οπωσδήποτε η Αγία Κάρα του Αποστόλου Τίτου και επιπλέον να καθιερωθεί γιορτή κατά την οποία Ανατολή και Δύση αδελφωμένες να πανηγύριζαν το γεγονός. Ο Ακίνδυνος υποστήριζε πως τα λείψανα των αγίων αποτελούν κτίσματα καθολικά και αναφαίρετα της ανθρωπότητας. Τα λείψανα ως ανήκοντα σ' ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, που φυσικά πιστεύει σ' αυτά, ξεπερνούν κάθε έννοια νομικής ιδιοκτησίας και γι' αυτό καταλύουν τα περιοριστικά όρια του χώρου και χρόνου. Παρά ταύτα όμως, έλεγε, ότι τα ιερά λείψανα πρέπει να κατασκιάζουν τα ιερά εκείνα χώματα που πότισαν με το αίμα τους. Επίσης θετικά κρίνεται και η συμβολή του Τήνιου Καπουκίνου ιερομονάχου Νικηφόρου Προλορέντζου, γιατί εφοδίασε με συστατικά γράμματα (2 Ιουνίου 1964) τον εφημέριο του ιερού ναού του Αγίου Τίτου Νικόλαο Κονιοτάκη, ο οποίος πήγε με προσκηνητές στη Βενετία για να προσκυνήσουν την Αγία Κάρα(2). Ενεργά και θετικά αναμίχθηκε και ο καρδινάλιος Α. C. Cicognani, μεσολαβόντας με επιστολή του προς τον καρδινάλιο Ουρμπάνι, Πατριάρχη Βενετίας. Ο Cicognani μιλούσε ενθαρρυντικά για κατάλληλο κλίμα μετά τη Β' Βατικανή που δημιουργήθηκε και το οποίο ευνοούσε την επιστροφή των λειψάνων(3).

Η Επιτροπεία του Αγίου Μάρκου συνεργώντας στην επανακομιδή ιερών λειψάνων, επικαλείται το οικουμενικό πνεύμα που αποτελεί αιώνια ευαγγελική εντολή της Εκκλησίας, την απόφαση της Β' Συνόδου του Βατικανού, το εξαιρετικό γεγονός των Ιεροσολύμων (5 Ιανουαρίου 1964 ), τη μνήμη του Πάπα Ιωάννου ΚΓ' «τον οποίον ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρας, εξ ονόματος όλων των Ανατολικών Εκκλησιών, εχαιρέτησε διά των λόγων του Ευαγγελιστού, των αναφερομένων εις τον Πρόδρομον, και δι' ό,τι ο Πατριάρχης της Βενετίας, επιστρέψας εκ της εις Λίβανον πρεσβείας του Ποντίφηκος, ανήγγειλεν εκ του άμβωνος του Αγίου Μάρκου την 5 Νοεμβρίου 1954, αυτούς τους λόγους : τα δύο ονόματα Ανατολή και Βενετία καλούνται να εκφράσουν μίαν και την αυτήν νόταν, όπως οι δύο Μόροι της πλατείας του Αγίου Μάρκου κτυπούν τας ώρας εις ανάμνησιν του μεγάλου Βενετού Ποντίφηκος Ευγενίου Δ'(4), όστις τόσον έργον προσέφερεν εις τον ΙΕ' αιώνα διά την ένωσιν των εκκλησιών της Ανατολής και τής Δύσεως. Δήλον ποιούσα, ότι η Βενετία διά την ιστορίαν, διά τον πολιτισμόν της και διά την ψυχήν των κατοίκων της είναι η γη, ήτις, μετά μεγαλυτέρας ευαισθησίας, ακούει την παγκόσμιον επίκλησιν διά την ένωσιν, και φαίνεται, όπως είπεν ο Πατριάρχης Roncalli, «η πόλις, η περισσότερον ενδεικνυομένη διά μίαν πρώτην συνάντησιν των χριστιανών Ανατολής και της Δύσεως»(5). Το Πατριαρχικό Συμβούλιο, η Επιτροπεία της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου συνέβαλαν
και συμφώνησαν στην επιστροφή της κάρας του Αγίου Τίτου(6). Ο καρδινάλιος Μπέα, του οποίου η συμβολή υπήρξε θετικότατη στην απόδοση λειψάνων, επαινεί την εκκλησία της Βενετίας για την προσέγγιση των πνευμάτων και των καρδιών. Τα ονόματα του Πάπα Παύλου ΣΤ', του Αυγουστίνου Μπέα και πολλών άλλων
ακούονταν δημόσια από ορθοδόξους αντιπροσώπους(7). Για τον καρδινάλιο Μπέα, ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης είπε τα εξής «Ενθυμούμαι τότε, ότι με την διακρίνουσαν υμάς ευγένειαν, καλωσύνην και δικαιοκρισίαν αναγνωρίσατε το δίκαιον του αιτήματος των πιστών της Xίoυ, μας ενθαρρύνατε και μας συμβουλεύσατε να προβώμεν εις τον σεβασμιώτατον Καρδινάλιον Πατριάρχην Βενετίας αρμόδιον διά την λύσιν του αιτήματος»(8).

Για την επανακομιδή του ιερού λειψάνου του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου μεγάλη και θετική υπήρξε κατά πρώτο λόγο η συμβολή της Μαρίας Θεοχάρη, βυζαντινολόγου άρχαιολόγου, που ανακάλυψε τα ιερά λείψανα του Αγίου και η ανακοίνωσή της που επακολούθησε υπό του Ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου στην Ακαδημία των Αθηνών στις 15.6.1978. Η ανεύρεση των ιερών λειψάνων και η ανακοίνωση στην ακαδημία συνετέλεσαν στο να δραστηριοποιηθεί ο Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παντελεήμων, ο οποίος επιδεικνύει ευαισθησία προς τους αγίους της Εκκλησίας και ιδιαίτερα της θεοσώσου επαρχίας του και προς τα ιερά λείψανα αυτών. Βοηθούμενος από το Εκλεκτό Επιτελείο του, επέτυχε αρχικά μεν την επανακομιδή της Κάρας του Αγίου Δημητρίου τέλος δε το μεγαλύτερο
μέρος των χαριτοβρύτων λειψάνων του μεγαλομάρτυρα, χαροποιώντας και ενισχύοντας για μια ακόμα φορά τους Θεσσαλονικείς που δοκιμάσθηκαν από τους σεισμούς του 1978. Ο ίδιος ο Παναγιώτατος μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κατά το μεγάλο εσπερινό της 12.4.1980, με την ευκαιρία της επανακομιδής
των ιερών λειψάνων του Αγίου Δημητρίου έχοντας ως θέμα του το ψαλμικό «Τι ανταποδώσωμεν τω Κυρίω περί πάντων ων ανταπέδωκεν ημίν;» ευχαρίστησε «από καρδίας τους συντελέσαντες εις την ευόδωσιν του θεαρέστου τούτου και εθνοφελούς έργου και δη τον Σεβασμιώτατον Επίσκοπον Φάνο, Πέργκολα, Φοσομπρόνε και Κάλι Κωνστάντζο, Μίτσι, τον Ντον Αράλντο, Ιερατικώς προϊστάμενον της Βασιλικής του Αγίου Λαυρεντίου της πεδιάδος, τον Αξιότιμον Δήμαρχον των Λαυρεντίνων και την ελλογιμωτάτην Δεσποινίδα Μαρίαν Θεοχάρη, ήτις διά της περισπουδάστου ανακοινώσεως αυτής εν τη Ακαδημία Αθηνών υπό του αειμνήστου Ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου κατά την συνεδρίαν της 15ης Ιουνίου του σωτήριου έτους 1978 συνέβαλεν τα μέγιστα εις την πραγμάτωσιν του ιερού τούτου και ενεκτιμήτου έργου»(9). Θα ήταν παράλειψη και μάλιστα μεγάλη αν δε μνημονεύαμε ιδιαίτερα τη συμβολή του επισκόπου Φάνο Κωνστάντζο Μίτσι όχι μόνο για την επιστροφή των ιερών λειψάνων του Αγίου Δημητρίου αλλά και για την ανεύρεση
αυτών. Η επιστημονική δραστηριότητα του επισκόπου Φάνο συνετέλεσε στην ανακάλυψη και υποστήριξη της αυθεντικότητας των ιερών λειψάνων(10). Τέλος, πολλά ονόματα που συνείργησαν στην ανακομιδή ιερών λειψάνων αναφέρονται στα κείμενα που κατά καιρούς παραθέσαμε.

Στη σύντομη εισαγωγική παράγραφο ετούτης της εργασίας είπαμε ότι δε θα προβούμε σε κρίσεις επί εκκλησιολογικών και άλλων θεολογικών θεμάτων.Θα αρκεσθούμε μόνο να κάνουμε μερικές γενικές παρατηρήσεις.

Στην οικουμενική μας εποχή παρατηρείται προσέγγιση των εκκλησιών και των χριστιανικών ομολογιών, οι καρποί της οποίας παραμένουν ακόμα στο μυστήριο του Θεού. Θα χρειασθεί ίσως πολύς χρόνος μέχρι να δούμε τα αποτελέσματα των μυστικών τρόπων που ενεργεί ο Θεός στην ιστορία. Ως προς τις πραγματικές διαθέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας απέναντι στην Ορθοδοξία, θα είχαμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Αφού δεχόμαστε ότι το Άγιο Πνεύμα πνέει όπου θέλει, γιατί να μη δεχθούμε ότι επηρεάζει τις διαθέσεις των Ρωμαιοκαθολικών και μάλιστα τώρα που άρχισε ένας εποικοδομητικός διάλογος; Ήδη έχουμε τα πρώτα δείγματα αυτού του διαλόγου με την έκδοση του πρώτου κειμένου (Μόναχο 1982 ) και επίκειται και επόμενο. (Συνάντηση στο Ηράκλειο τον Ιούνιο 1984). Βέβαια και προβλήματα διαδικαστικά και προβλήματα
ουσίας αναφύονται κατά τη διεξαγωγή του διαλόγου, ελπίζουμε όμως ότι αυτά, με τη βοήθεια του Θεού στο πέρασμα του χρόνου θα εξομαλύνονται.

Μελετώντας με προσοχή τα κείμενα, τα σχετικά με το θέμα μας, και μάλιστα τα διάφορα έγγραφα (επιστολές - τηλεγραφήματα - αποφάσεις συσκέψεων) της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, μπορούμε να πούμε ότι δε διαφαίνονται σημεία που να θίγουν την Εκκλησία μας. Απεναντίας. Όλα τα έγγραφα συντάχθηκαν με μεγάλη προσοχή. Βέβαια μέσα απ' αυτά περνούσαν εκκλησιολογικές θέσεις και απόψεις, ακόμα και τάσεις στις οποίες όμως υπήρχε η άμεση εκ μέρους των Ορθοδόξων απάντηση.

Κατά την απόδοση και παραλαβή Αγίων Λειψάνων γινόταν αναφορά για την ένωση των δύο εκκλησιών από τους εκπροσώπους και των δύο εκκλησιών όπως επίσης και επίκληση των Αγίων προς ευόδωση του σκοπού αυτού. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν παρέχεται έστω και η παραμικρή εντύπωση δουλικής συμπεριφοράς των Ορθοδόξων από λόγους ευγνωμοσύνης. Τα κείμενα των Ορθοδόξων πρωταγωνιστών της επανακομιδής τιμίων λειψάνων από εκκλησιολογικής και θεολογικής απόψεως είναι συντεταγμένα με προσοχή. Η ευχή όλων, και συνεπώς και των Ορθοδόξων, για την πραγματοποίηση της ενότητας, κατά το πνεύμα της αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου «ίνα πάντες εν ώσι» πρέπει να συνδυάζεται με κάθε προσπάθεια για να παρουσιάσουν οι σημερινοί μαθητές του Χριστού στον διηρημένο κόσμον τον Ένα Κύριο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. - Ο πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας μαρτύρησε στην Πάτρα. Το ιερό λείψανό του διακομίσθηκε στις 3 Μαρτίου του 357 επί Κωνσταντίου, γιου του Μ. Κωνσταντίνου, από τον τόπο του μαρτυρίου του στην Κωνσταντινούπολη και «κατετέθη εν τοις Αγίοις Αποστόλοις τοις Μεγάλοις». Η Κάρα όμως του Αγίου δωρήθηκε στην Πάτρα πιθανότατα από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα. Μετά την άλωση της πελοποννησιακής πρωτεύουσας από τους Τούρκους, ο τελευταίος των Δεσποτών, ο Θωμάς ο Παλαιολόγος, μετέφερε αυτή στη Ρώμη επί πάπα Πίου του Β' το 1460 όπου και φυλασσόταν στο Ναό του Αγίου Ανδρέα. Επί πάπα Πίου Θ' (1846-1878) διακομίσθηκε στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου και εναποτέθηκε οριστικά εντός ιδιαίτερου παρεκκλησίου του Αγίου. Από το παρεκκλήσιο αυτό τον Σεπτέμβριo του 1964 διακομίσθηκε στην πελοποννησιακή πρωτεύουσα. Βλ. σχετική βιβλιογραφία. Acta Apostolicae Sedis, τόμ. Δ', (31.7.1964) σ. 586. L'Osservatore Romano «La Reliqua di Sant' Andrea che sarà restituita alla Chiesa Greco-Orthodossa (144, 24.5.1964). Τόμος Αγάπης. Vatican-Phanar (1958-1970) Rome-Istanbul 1971, σ. 145, Π. Γρηγορίου, «Η εκ Πατρών εις Ρώμην ανακομιδή της σεπτής Κάρας του Αγίου Ανδρέου», Καθολική (1964), 216-217. Γ. Π. Μπούρου. Το ιστορικόν της κάρας του Αποστ. Ανδρέου», Πάτραι, (Ανάτυπο από το περιοδικό «Νέος Ελληνομνήμων»). Χρονικόν των τιμίων λειψάνων του πολιούχου Αποστόλου Ανδρέου, Ιερά Μητρόπολις Πατρών 1969, Μ.Σ. Θεοχάρη, «Η μεταφορά της Κάρας του Αγίου Ανδρέου εις Ρώμην», Καθημερινή (1.7.1964). «Ανδρέας ο Πρωτόκλητος, Ιδρυτής της Εκκλησίας του Βυζαντίου», Καθημερινή (30.9.1964). Νέος Ελληνομνήμων, Τόμος Ι, Αθήναι 1913, σ. 13, Μ. Γεδεών, Βυζαντινόν Εορτολόγιον, Κωνσταντινούπολις 1899, Ματθαίου Αμαλφιτανού, «Translatio Corporis Sancti Andrea Apostoli de Constantinopoli In Annalfian», Comte Paul Riant, Exuvial Sacrae Constantinopolitane, Γενεύη 1877, Τόμος Α', σ. CV. Ν. Θωμοπούλου, Ο Απόστολος Ανδρέας, Αθήναι 1969. Ι. Bekker, Corpus Script. Byzant. Βοnn 1838, σ. 410, Η. Vast, Le Cardinal Bessarion, Paris 1878, σ. 257.

2. - Ο Άγιος Σάββας εξεδήμησε προς Κύριο το 533 σε ηλικία 94 χρόνων στα Ιεροσόλυμα και τάφηκε στη Λαύρα του. Αργότερα το ιερό λείψανο διακομίσθηκε στην Κωνσταντινούπολη και απ' εκεί στή Βενετία όπου και φυλασσόταν μέχρι το 1965. Σχετική βιβλιογραφία βλ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, Ιερουσαλήμ 1910. Κλεόπα Μ. Κοικυλίδου, Περί των εν Παλαιστίνη Αρχαίων και Νεωτέρων Ελληνικών Μοναστηρίων, Ιερουσαλήμ 1906. Ιωάννου Φωκυλίδου, Η Ιερά Λαύρα Σάββα του Ηγιασμένου, Αλεξάνδρεια 1927. Ρ. Blondel, «Saint Sabbas, le moine, l'organisatcure, le saint», La Terre Sainte (1965) 283, Α. Couret, La Palestine sous les empereus Grecs, Grenoble 1869. Παπαδοπούλου Κεραμέως, Ιεροσολυμιτική Βιβλιοθήκη, Πετρούπολις 1984, Τόμ. Β'. «Αναμνηστικόν Τόμον επί τη ανακομιδή του σεπτού σκηνώματος Σάββα του Ηγιασμένου εκ Βενετίας εις Αγίαν Πόλιν Ιερουσαλήμ». Εν Ιερουσαλύμοις 1965. (Ανάτυπον εκ του Ξ' Τόμου «Νέα Σιών» Τύποις Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου).

3. - Η Κάρα του πρώτου επισκόπου Κρήτης φυλασσόταν μέχρι την κατάκτηση της Μεγαλονήσου από τους Σαρακηνούς (824) στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Τίτου της Γορτύνης, πρωτεύουσας μέχρι τότε του νησιού και έδρας της Μητροπόλεως Κρήτης. Oι κάτοικοι Γορτύνης φεύγοντας για να μη πέσουν στα χέρια των Αράβων πήραν μαζί τους και την Αγία Κάρα. Μετά την ανάκτηση της νήσου από τον Νικηφόρο Φωκά (961) τοποθέτησαν την Κάρα στο μεγαλοπρεπή καθεδρικό Ναό του Aγίoυ Τίτου στον Χάνδακα (Ηράκλειο ), που έγινε νέα πρωτεύουσα. Το ιερό λείψανο από το 961 μέχρι το 1669 διαφυλάχθηκε στον Καθεδρικό Ναό. Όταν όμως η πόλη του Ηρακλείου έπεσε στα χέρια των Τούρκων (1669 ) οι Ενετοί μετέφεραν την Κάρα στη Βενετία και την εναπέθεσαν στο Ναό του Αγίου Μάρκου. Βλ. Σχετική βιβλιογραφία στου Π. Γρηγορίου, Πορεία προς την Ενότητα, Τόμος Β', Αθήναι 1978, σ. 410.

4. - Ο Άγιος Ισίδωρος καθαγίασε με το μαρτύριό του τη Νήσο Xίo το 250. Στη Χίο διασώζεται ζωντανή μέσω των αιώνων, η ανάμνηση του φρικτού μαρτυρίου του. Τα λείψανα της Βασιλικής που κτίσθηκε τον Ε' αιώνα κοντά στην κρύπτη όπου σώζεται ο κενός τάφος, άλλα παρεκκλήσια, που ανήγειρε η πίστη του λαού σε διάφορα σημεία του δρόμου του μαρτυρίου, απ' όπου πέρασε δέσμιος και αιμόφυρτος ο Άγιος, μιλούν.γι' αυτόν. Το ιερό του λείψανο μεταφέρθηκε αργότερα από το Δόγη Δομίνικο Μιχαήλ γύρω στα 1125 στη Βενετία και τοποθετήθηκε στο Ναό του Αγίου Μάρκου. Δύο αιώνες αργóτερα ο Δόγης Ανδρέας Δάνδολο (1342-1350) έδωσε εντολές να τοποθετηθεί μέσα σε πολυτελή μαρμάρινη σαρκοφάγο και να αποθησαυρισθεί σε ειδικό παρεκκλήσιο του ναού που τιμάται με το όνομα του Αγίου. Αρχικά το Άγιο λείψανο ήταν ακέφαλο. Όταν όμως αργότερα ανακαλύφθηκε η σεπτή κάρα μεταφέρθηκε και αυτή στη Βενετία. Βλ. Γράμμα του Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου, Τοποτηρητού Χίου, («τω σεβασμιωτάτω και Αγιωτάτω Πατριάρχη Βενετίας Καρδιναλίω Ιωάννη Ουρμπάνι)», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 442. Αναμνηστικόν Τόμον, Ο Άγιος Ισίδωρος, Προστάτης καί πολιούχος της Χίου, Αθήναι 1968.

5. - Βλ. «Μεταφορά των Αγίων Λειψάνων του Αγίου Κυρίλλου εις Κωνσταντινούπολιν και συνεορτασμός της θρονικής εορτής του Αγίου Ανδρέου (30.11.1974)», Στάχυς (Ι. Μητρόπολις Αυστρίας. Ιούλιος 1977-Ιούνιος 1981, τεύχος 52-67, σ. 531). Βλ. επίσης και τα τείχη 28-39 (1971-74), και 40-51 (1974-1975) 45, του ίδιου περιοδικού.

6. - Tα ιερά Λείψανα του μεγαλομάρτυρα Αγίου Δημητρίου τα ανακάλυψε στην κρύπτη του Αββαείου του Σαν Λορέντζο Ιν Κάμπο τής Ιταλίας η βυζαντινολόγος-αρχαιολόγος Μαρία Θεοχάρη. Για την ανακάλυψη των ιερών λειψάνων έκανε σχετική ανακοίνωση στην Ακαδημία Αθηνών την 15.6.1978 ο Ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος. Ευθύς αμέσως ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κινήθηκε δραστήρια και πέτυχε αρχικά την επιστροφή της Αγίας Κάρας (τον Οκτώβριο του 1978) και ύστερα ολόκληρο το ιερό λείψανο στις (24.4.1980). Στο μέλλον πρόκειται να εκδοθεί αυτοτελές τεύχος αφιερωμένο ειδικά στον Πολιούχο Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλήτη όπου θα εκτίθενται τα αφορώντα στην ανεύρεση του τιμίου λειψάνου, τη μεταφορά και ειδικότερα στη γνησιότητα αυτού. Βλ. Δ. Βακάρου, «Η επανακομιδή της Τιμίας Κάρας του Αγίου και ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου», Γρηγόριος ο Παλαμάς, 61 (1978) 384-389. «Εκδηλώσεις Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης κατά το έτος του Αγίου Δημητρίου του Μεγαλομάρτυρος», Γρηγόριος ο Παλαμάς 63 (1980 ) 78-82. «Λόγος του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος εν τω Μεγάλω Εσπερινώ της 12.4.1980 επί τη επανακομιδή των ιερών Λειψάνων του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτου», Γρηγόριος ο Παλαμάς, 63 (1980) 83-86. «Λόγος του Αρχιμ. Παντελεήμονος Καλπακίδη, Πρωτοσυγκέλλου Ι.Μ Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς 63 (1980 ) 86-91. «Προσφώνησις Π. Παντελεήμονος Καλπακίδη», Γρηγόριος ο Παλαμάς 63 (1980 ) 91-93. «Λόγος του εφημερίου του Σάν Λορέντζο Ιν Κάμπο Don Araldo», Γρηγόριος ο Παλαμάς 63 (1980) 93-95.

1. - Βλ. «Δήλωσιν του Πατριάρχου Αθηναγόρου κατά την συνεδρίαν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, επί τω θανάτω του Πάπα Ιωάννου του ΚΓ'», Τόμος Αγάπης Vatican-Phanar (1968-70), Rome-Instabul 1971, σ. 68.

2. - «Γράμμα προς τον Πατριάρχην Αθηναγόραν του Πάπα Παύλου του ΣΤ', αγγέλλοντος αυτώ την έλευσιν παπικής υπό τον Καρδινάλιον Μπέα αποστολής και υπογραμμίζοντος την υπάρχουσαν αρμονίαν μεταξύ αποφάσεων της Γ' Πανορθοδόξου Διασκέψεως και του συνοδικού διατάγματος Unitatis Redintegration», Τόμος Αγάπης κλπ., σ. 188-189.

3. - Βλ. «Αντιφώνησιν του Πατριάρχου Αθηναγόρου εν τω εν Φαναρίω Πανσέπτω Ναώ υποδεχομένου τον Πάπαν Παύλον τον ΣΤ'». Τόμος Αγάπης κλπ., σ. 378.

4. - Στου Π. Γρηγορίου, Πορεία προς την ενότητα, Τόμος Β', Αθήναι 1978, σ. 343.

5. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Ιω. Ουρμπάνι «Προς τον Μακαριώτατον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Βενέδικτον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 389.

6. - Βλ. Επιστολή του Καρδιναλίου Α. G. Cicognani «Προς την Α. Σεβασμιότητα και Παναγιότητα τον Καρδινάλιον Ιω. Ουρμπάνι, Πατριάρχην Βενετίας, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 413-414.

7. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 420.

8. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Μπέα (20 Ιουνίου 1964) «Τη Αυτού Θειοτάτη Παναγιότητι, Αθηναγόρα τω Α' Αρχιεπισκόπω Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικώ Πατριάρχη», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 344-345, και επίσης Τόμος Αγάπης κλπ., σ. 145.

9. - Βλ. εφημερίδα Έθνος (8.9.1964, και 28.9.1964 ).

10. - Βλ,. εφημερίδα Καθημερινή (16.9.1964).

11. - Εκκλησία 20 (15.10.1964) 528-529.

12. - Βλ. Αντωνίου Παπαδοπούλου, Η στάσις των Ελλήνων Καθολικών έναντι της επαναστάσεως του 1821, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 174 κ.έξ.

13. - Βλ. Γράμμα του Αρβάνου Ιωσήφ Περνιτσιάρο «Προς τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Βενέδικτον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 388. «Αναμνηστικόν Τόμον επί τη ανακομιδή του σεπτού σκηνώματος Σάββα του Ηγιασμένου εκ Βενετίας εις την Αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ».Εν Ιεροσολύμοις 1965, σ. 19-20. (Ανάτυπον εκ του Ξ' Τόμου της «Νέας Σιών», Τύποις Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου).

14. - Bλ. Αρ.Γ.Πανώτη, Παύλος ΣΤ', Αθηναγόρας Α', «Ειρηνοποιοί», Αθήναι 1971, σ. 141.

15. - Βλ. Τηλεγράφημα του Πατριάρχου Αθηναγόρου «Aυτού Αγιότητα Πάπαν Παύλον τον ΣΤ', Άστυ του Βατικανού», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 345. «Ειρηνοποιοί», σ. 141.

16. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Ιω. Ουρμπάνι «Προς τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μυτιλήνης Ιάκωβον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 442-443.

17. - Βλ. Επιστολή του Καρδιναλίου Αυγ. Μπέα, «Προς τον Δήμαργον Πατρέων Ν.Βέτσον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 366.

18. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Ουρμπάνι, Πατριάρχου Βενετίας «Τη Αυτού Σεβασμιότητι τω Ευγενίω Μητροπολίτη Κρήτη», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 425.

19. - Καθολική (άρ. 1461, 27.10.1965), Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 402.

20. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 375.

21. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 377.

22. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 405-406.

23. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 360.

24. - Βλ. Απάντηση του καρδιναλίου Αυγ. Μπέα «Προς Μητροπολίτην Πατρών», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 369.

25. - «Μεταφορά των αγίων Λειψάνων του Αγίου Κυρίλλου εις Κωνσταντινούπολιν και συνεορτασμός της θρονικής εορτής του Αγίου Ανδρέου (30.11.1974», ό.π., σ. 531.

26. - Βλ. ομιλία του Καρδιναλίου Μπέα στην Πάτρα, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 370.

27. - Στο ίδιο μέρος.

28. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 431-432.

29. - Βλ. Γράμμα του τοποτηρητού του μητροπολιτικού θρόνου Χίου Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου, «Προς την αυτού αγιότητα τον Πατριάρχη Βενετίας Καρδινάλιον Τζιοβάννι Ουρμπάνι», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 444.

30. - Βλ. «Διαβουλεύσεις εις Βενετίαν», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 423.

31. - Βλ. Γράμμα του Καρδιναλίου Αυγ. Μπέα, «Προς την Α. Σεβασμιωτάτην Παναγιότητα τον Καρδινάλιον Ιωάννην Ουρμπάνι, Πατριάρχην Βενετίας», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 416.

32. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 438.

33. - Βλ. Γράμμα του Κρήτης Ευγενίου, «Προς την Α.Εξοχότητα τον Πατριάρχην Βενετίας Καρδινάλιον Ιωάννην Ουρμπάνι», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 411.

34. - Βλ. Ομιλία του Πατριάρχη και Καρδιναλίου Ιω. Ουρμπάνι, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 400.

35. - Bλ. Αναμνηστικόν Τόμον Πατριαρχείου Ιεροσολύμων..., σ. 165. Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 401.

36. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 436.

37. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 437.

38. - Βλ.Ομιλία Καρδιναλίου Ουρμπάνι, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 424.

39. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 394.

40. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 405. Βλ. Αναμνηστικόν Τόμον Πατριαρχείου Ιεροσολύμων..., σ. 107-109.

41. - Γρηγόριος ο Παλαμάς 63 (1980) 93-94.

42. - Βλ.Ομιλία του Κρήτης Ευγενίου, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 433-434.Απόστολος Τίτος (1966, σ. 53-55).

1. - «Μεταφορά των Αγίων Λειψάνων...», ό.π., σ. 532.

2. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 345. «Ειρηνοποιοί», σ. 141.

3. - Βλ. Μήνυμα του Πάπα Παύλου ΣΤ', «Πρός τον Μητροπολίτην Πατρών», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 373.

4. - Απόστολος Τίτος (1966, σ. 50-53). Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 433.

5. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 407.

6. - Βλ. Αναμνηστικόν Τόμον Πατριαρχείου Ιεροσολύμων..., σ. 43. Γρηγορίου, ό.π., σ. 395.

7. - Αντ. Παπαδοπούλου, Ο Μοναχισμός έναντι της αιρέσεως εις την αρχαίαν Εκκλησίαν, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 54, 122.

8. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 397, 398.

9. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 423.

10. - Βλ. «Λόγο του εφημερίου του Σαν Λορέντζο Ιν Κάμπο Don Araldo», Γρηγόριος ο Παλαμάς 63 (1980) 94.

11. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 402.

12. - Αντ. Παπαδοπούλου, Ο Μοναχισμός κλπ., σ. 117.

13. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 398.

14. - Βλ. Προσφώνηση του επισκόπου Ιωσήφ Ολιβόττι, «Προς τον Πατριάρχην Ιεροσολύμων Βενέδικτον», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 403-404.

15. - Στο ίδιο μέρος.

16. - Βλ. Λόγο του καρδιναλίου Ιω. Ουρμπάνι ενώπιον των εκπροσώπων της εκκλησίας Κρήτης, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ.427.

17. - Στό ίδιο μέρος.

18. - Βλ. Ομιλία του μητροπολίτου Ειρηναίου, στου Π. Γρηγορίυυ, ό.π., σ. 429-430.

19. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 460-462.

20. - Στο ίδιο μέρος.

21. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 375.

22. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 379.

1. - Ομιλία του Μητροπολίτου Πατρών, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 372 και 374.

2. - Ν. Νησιώτου, «Οφειλομένη απόδοσις», Καινή Κτίσις (1964) 620. Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 380-381.

3. - Βλ. Δηλώσεις του Μητροπολίτου Πατρών, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 356. Πρβλ. «Η κάρα του Αποστόλου Ανδρέου, πολιούχου Aγίoυ των Πατρών. Διαμοιφθείσα αλληλογραφία μεταξύ Δημάρχου Νίκου Βέτσου και Αγίας Έδρας Βατικανού», Πάτραι, 1964, σ. 5-6.

4. - Βλ. Γράμμα του Μητροπολίτου Κρήτης Ευγενίου «Προς τον Σεβασμιώτατον Πατριάρχην Βενετίας Kύριον Ουρμπάνι, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 418.

5. - Βλ. Ομιλία του Μητροπολίτου Ειρηναίου, στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 429-430.

6. - Στο ίδιo μέρος.

7. - Βλ. Γράμμα του Μητροπολίτου Xίoυ Παύλου «Τη Αυτού Αγιότητι τω Πατριάρχη Bενετίας Καρδιναλίω Τζιοβάννι Ουρμπάνι», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 446.

8. - Βλ. Γράμμα του Μητροπολίτου Μυτιλήνης «Τω Εκλαμπροτάτω Καρδιναλίω και Πατριάρχη Βενετίας Giovanni Urbani», στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 449.

9. - Βλ. Πρακτικό κοινής συσκέψεως Ι. Μητροπόλεως και τοπικών αρχών, στου Π. Γρηγορίον, ό.π., σ. 451. Όλα τα έγγραφα περιέχονται στον Αναμνηστικό Τόμο, Ο Άγιος Ισίδωρος, Προστάτης και Πολιούχος της Xίου, επί τη μετακομιδή των σεπτών λειψάνων εκ Βενετίας εις Xίοv την 18ην Ιουνίου 1967, Αθήναι 1966.

10. - Στο ίδιο μέρος.

11. - Έθνος (28.9.1964).

12. - Ανάπλασις (121, 1964). 13.- Πελοπόννησος (27.9.1964). 14.- Καθημερινή (24.9.1964).

15. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 380-385.

16. - Βλ. Αντ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος έναντι θεμάτων Πανορθοδόξου Ενδιαφέροντος κατά τον εικοστόν αιώνα, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 67-69.

1. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 387. Για περισσότερα βλ. στο περιοδικό του Πατριαρχείου Βενετίας: Rivista Diocesana del Patriarcato di Venezia, Anno 1. Ν. 7-8, Iούνιος-Αύγουστος 1965, σ. 370. Βλ. επίσης «Αναμνηστικόν Τόμον επί τη ανακομιδή του σεπτού σκηνώματος Σάββα του Ηγιασμένου εκ Βενετίας εις την Αγίαν Πόλιν Ιερουσαλήμ». 'Εν Ιεροσολύμοις 1965, σ. 12-13 (Ανάτυπον εκ του: τόμου της «Νέας Σιών»).

2. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 412. Βλ. Καθολική (1203, 1.6.1960, σ. 5).

3. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 414.

4. - Πράγματι ο Πάπας Ευγένιος ο Δ' «εργάστηκε» για την ενότητα. Εργάστηκε όμως όπως εκείνος την εννοούσε τότε. Χρειαζόταν το ένωτικό πυροτέχνημα για να αποκατασταθεί στη συνείδηση του Καθολικισμού, που σπαραζόταν από εσωτερικές τρικυμίες.

5. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 413.

6. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 417.

7. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 415.

8. - Στου Π. Γρηγορίου, ό.π., σ. 463.

9. - Βλ. Λόγο του Παναγιωτάτου Μητροπολίτου κλπ., ό.π., σ. 85.

10. - Βλ. Δημ. Βακάρου, «Η Επανακομιδή της τιμίας κάρας του Αγίου Ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλήτου», Γρηγόριος ο Παλαμάς 61 (1978) 385.