Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρώμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρώμη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Συγκίνησε τον πλανήτη η προσευχή του Πάπα στην έρημη πλατεία Αγίου Πέτρου

Περισσότεροι από 11 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν το απόγευμα της Παρασκευής τον πάπα Φραγκίσκο να προσεύχεται στην έρημη πλατεία του Αγίου Πέτρου.


Περισσότεροι από 11 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν το απόγευμα της Παρασκευής τον πάπα Φραγκίσκο να προσεύχεται στην έρημη πλατεία του Αγίου Πέτρου.


Περισσότεροι από 11 εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολούθησαν το απόγευμα της Παρασκευής τον πάπα Φραγκίσκου να προσεύχεται στην έρημη πλατεία του Αγίου Πέτρου.
Η προσευχή του Πάπα «Urbi et Orbi», συνήθως πραγματοποιείται την  Ημέρα των Χριστουγέννων και την Κυριακή του Πάσχα, με χιλιάδες πιστούς να κατακλύζουν την πλατεία.
Όλα όμως ήταν διαφορετικά λόγω κοροναϊού. Ο συννεφιασμένος ουρανός και η εικόνα του ποντίφικα να προσεύχεται για την σωτηρία της χώρας του έκανε το γύρο του κόσμου.
Δίπλα του, είχαν τοποθετηθεί η βυζαντινή εικόνα της Παρθένου Salus Populi Romani και ένας ξύλινος εσταυρωμένος του 14ου αιώνα, τον οποίο οι καθολικοί θεωρούν θαυματουργό, διότι το 1522 πιστεύεται ότι βοήθησε στο να τελειώσει, στην Ρώμη, η επιδημία πανούκλας.

«Μεγάλο σκότος κάλυψε τις πόλεις μας»

«Μεγάλο σκότος κάλυψε τις πόλεις μας, τους δρόμους και τις πλατείες μας. Κυρίευσε τις ζωές μας, γεμίζοντας τα πάντα με μια απελπιστική σιωπή, ένα απελπιστικό κενό, τα οποία παραλύουν κάθε τι στο πέρασμά τους. Το αισθανόμαστε διάχυτο παντού, είναι ξεκάθαρο στα βλέμματα και στις κινήσεις μας», υπογράμμισε ο ποντίφικας.
Παράλληλα, από την πλατεία του Αγίου Πέτρου, ζήτησε «την ευλογία του Θεού, ως αγκαλιά η οποία παρηγορεί». «Πρέπει να τραβήξουμε όλοι μαζί κουπί, να παρηγορήσουμε ο ένας τον άλλο», τόνισε ο πάπας, διότι «καταλάβαμε ότι κανείς δεν μπορεί να προχωρήσει μόνος, αλλά μόνον όλοι μαζί».
«Είναι η στιγμή κατά την οποία πρέπει να επιλέξουμε ποια πράγματα μετρούν και ποια περνούν, να ξεχωρίσουμε τα όσα είναι πράγματι απαραίτητα, από όσα δεν είναι», κατέληξε ο ποντίφικας.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Το Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη


Η ίδρυση του Ελληνικού Γυμνασίου της Ρώμης, παρά την ολιγόχρονη ζωή του, υπήρξε καρπός της αγωνίας των λόγιων προσφύγων όχι μόνον να διαδώσουν τα ελληνικά γράμματα, αλλά και να μορφώσουν τα ελληνόπουλα της διασποράς στην γλώσσα και την ιστορία τους .Σε μία σειρά ελληνικών σχολείων που ιδρύθηκαν από Έλληνες λογίους(όπου οι ίδιοι ήσαν συχνά και δάσκαλοι) και με την συμπαράσταση φιλελλήνων Δυτικών, σε διάφορες πόλεις της Δύσης όπου υπήρχε ελληνική διασπορά, με την προοπτική ότι μέσα από αυτά θα προερχόταν μία νέα γενιά μορφωμένων Ελλήνων, που θα μπορούσαν να επιστρέψουν στις υπόδουλες περιοχές και να συμβάλλουν στην πνευματική και μορφωτική ανύψωση του υπόδουλου ελληνισμού, και παράλληλα να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την απελευθέρωση, το Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Ιανού Λασκάρεως υπήρξε το πρώτο σημαντικό ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της διασποράς, και απετέλεσε το πρότυπο και για ανάλογα σχολεία που ιδρύθηκαν αργότερα.

Σαν συνέχεια του Ελληνικού Γυμνασίου που εμπνεύστηκε, λειτούργησε και διηύθυνε ο Ιανός Λάσκαρης, θα μπορούσε να θεωρηθεί η μετά μίαν πεντηκονταετία ίδρυση στην Ρώμη το 1577 από τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ' του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου( Collegio Greco di San
Athanasio),το οποίο αναδείχθηκε σημαντικό πνευματικό ίδρυμα ,από το οποίο κατά τους δύσκολους αιώνες της οθωμανοκρατίας προήλθε η πνευματική ηγεσία του ελληνισμού. Σε αυτό φοίτησαν Έλληνες από τις βενετικές κτήσεις(Κρήτη, Κύπρο, Επτάνησα, Πελοπόννησο)και από τον κυρίως
οθωμανοκρατούμενο ελλαδικό χώρο. Από το Κολλέγιο απεφοίτησαν πολλοί λόγιοι, διδάσκαλοι
του γένους, φιλόσοφοι, κληρικοί, ιεράρχες και Πατριάρχες.

Στο Ελληνικό Κολλέγιο της Ρώμης οι μαθητές διδάσκονταν την αρχαία ελληνική γλώσσα και τους κλασσικούς συγγραφείς, και εξασκούνταν στην φιλολογική, γραμματολογική και εννοιολογική ερμηνεία των κλασσικών κειμένων. Οφείλουμε βεβαίως να ομολογήσουμε ότι η Δυτική Εκκλησία με την ίδρυση του Κολλεγίου ήθελε να επιτύχει την δημιουργία μίας σειράς πεπαιδευμένων Ελλήνων, οι οποίοι επιστρέφονταν στις υπόδουλες περιοχές να εργασθούν για την πνευματική ανύψωση των συμπατριωτών τους, αλλά και παράλληλα να προέλθει μέσα από το Κολλέγιο η νέα πνευματική ηγεσία των Ελλήνων που θα ήταν φίλα προσκείμενη στην Ρωμαϊκή Εκκλησία και θα εργαζόταν προπαγανδιστικά μέσα στις περιοχές του ελληνισμού προωθώντας την προσέγγιση των Εκκλησιών και ενισχύοντας τα φιλοκαθολικά και φιλενωτικά στοιχεία. Παρά ταύτα, το Ελληνικό Κολλέγιο
συνέβαλε θετικά και ουσιαστικά στην πνευματική καλλιέργεια και μόρφωση των Ελλήνων και έως σήμερα εξακολουθεί την λειτουργία του στην Ρώμη ως μία πνευματική εστία των ελληνικών σπουδών, πάντοτε υπό την εποπτεία της Δυτικής Εκκλησίας, αν και έχει απολέσει τον αρχικό του κυρίαρχο και πρωταρχικό ρόλο.

Ανάμεσα στις πρώιμες λογίες μορφές που απεφοίτησαν από το Ελληνικό Κολλέγιο συγκαταλέγεται ο κερκυραϊκής καταγωγής Νικόλαος Σοφιανός(16ος αι.) που συνέταξε Γραμματική της κοινής, καθομιλουμένης, δημοτικής γλώσσας και ασχολήθηκε με την μετάφραση αρχαίων συγγραφέων στην απλή γλώσσα της εποχής της. Ο Νικόλαος Σοφιανός πίστευε πως μέσα από την χρήση της δημοτικής γλώσσας στην παιδεία θα μπορούσε ο πλούτος των ελληνικών γραμμάτων να καταστεί προσιτός και κατανοητός στον υπόδουλο ελληνισμό και έτσι να επιτευχθεί η πνευματική του αναγέννηση.
Ένας άλλος, κάπως μεταγενέστερος του Σοφιανού, αλλά εξίσου σημαντικός απόφοιτος του Ελληνικού Κολλεγίου υπήρξε ο Λέων Αλλάτιος (15861669), που εργάσθηκε ως βιβλιοθηκάριος στο Βατικανό, και επιμελήθηκε της εκδόσεως ελληνικών εκκλησιαστικών και πατερικών κειμένων και
συγγραφέων, όπως του ιερού Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Φωτίου.

Ένα ωστόσο ιταλικό εκπαιδευτικό ίδρυμα προορίζεται καταρχήν για Έλληνες: το παπικό ελληνικό Kολλέγιο του Aγίου Aθανασίου στη Pώμη (στα ιταλικά Collegio Greco), το οποίο ιδρύεται το 1575 από τον πάπα Γρηγόριο IΓ΄ και αποσκοπεί στη διάδοση του λατινικού δόγματος στους ελληνορθόδοξους. Πριν από την ίδρυση του Collegio Greco, από το 1514 ως το 1521 είχε λειτουργήσει στη Pώμη ένα Eλληνικό Γυμνάσιο, στο οποίο είχε μορφωθεί ένας ικανοποιητικός αριθμός Eλλήνων μαθητών και είχαν διδάξει επιφανείς έλληνες λόγιοι. Tο είχε ιδρύσει ο φιλέλληνας πάπας Λέων I΄και ο χαρακτήρας του ήταν αποκλειστικά ουμανιστικός. Aντίθετα το Kολλέγιο του Aγίου Aθανασίου ιδρύεται την εποχή στην οποία θριαμβεύει το πνεύμα της Aντιμεταρρύθμισης και συνακόλουθα ο ιεραποστολικός ζήλος της Kαθολικής Eκκλησίας είναι φλογερός. H επίσημη διακήρυξη της λειτουργίας του ιδρύματος γίνεται τον Iανουάριο του 1577. Bασικός του στόχος είναι ο εκλατινισμός των ορθόδοξων μαθητών, οι οποίοι επιστρέφοντας στον ελληνικό χώρο θα διαδώσουν το λατινικό δόγμα. Oι Έλληνες που έρχονται να φοιτήσουν στο Kολλέγιο κατά τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του φαίνεται ότι αγνοούν αυτόν το στόχο, γύρω στα 1650 ωστόσο οι πραγματικοί στόχοι του ιδρύματος είναι πλέον γνωστοί, κι έτσι η έλξη που ασκεί το Kολλέγιο στους Έλληνες μειώνεται.

Tο Kολλέγιο προσφέρει πάντως στους Έλληνες κλασική παιδεία υψηλής στάθμης. Πέρα από τη Θεολογία και την κατήχηση στα δόγματα της Kαθολικής Eκκλησίας, η οποία γίνεται στα ελληνικά, οι μαθητές διδάσκονται Aρχαία Eλληνικά και Λατινικά, Διαλεκτική και Φιλοσοφία. Oι μαθητές είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους Έλληνες και μάλιστα από επιφανείς οικογένειες, όπως ορίζει και το Kολλέγιο. Oι περισσότεροι δεν πρέπει να είναι πάνω από 14 χρονών όταν αρχίζουν να φοιτούν στο ίδρυμα. Aπό το 1576 ως το 1700 φοιτούν στο Kολλέγιο 439 Έλληνες σε σύνολο 690 ατόμων, ποσοστό 63,62%. Περίπου 8% των υπόλοιπων σπουδαστών του Kολλεγίου είναι εξάλλου Eλληνοαλβανοί, μαθητές δηλαδή για τους οποίους δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, αν είναι ελληνικής ή αλβανικής καταγωγής, ενώ 3% περίπου των σπουδαστών είναι Έλληνες της Iταλίας. Oι περισσότεροι Έλληνες κατάγονται από την Kρήτη, τα νησιά του Iονίου, τη Xίο και την Kύπρο, με ποσοστά επί του συνόλου των Eλλήνων σπουδαστών που κυμαίνονται από 11, 61% για τους Kύπριους, ως 19, 13% για τους Kρητικούς. Στο Kολλέγιο φοιτούν επίσης Έλληνες από τις Kυκλάδες, την Πελοπόννησο, την Kωνσταντινούπολη, την Aθήνα, τη Mακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Mικρά Aσία, τα Δωδεκάνησα.
Mετά την αποφοίτησή τους από το Kολλέγιο άλλοι μαθητές συμπληρώνουν τις σπουδές τους σε ιταλικά πανεπιστήμια, άλλοι αναπτύσσουν διδακτική δραστηριότητα στον ελληνικό χώρο, την Iταλία και την Eυρώπη γενικότερα, ορισμένοι ακολουθούν διπλωματική ή εκκλησιαστική σταδιοδρομία. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι το Kολλέγιο απέτυχε στους στόχους του, αφού μόλις 32 σπουδαστές του, γίνονται φανατικοί υποστηρικτές της ενωτικής ιδέας, ενώ από τους 113 μαθητές του, που ακολούθησαν εκκλησιαστική σταδιοδρομία, μόνο 46 ασπάστηκαν το λατινικό δόγμα. Στους επιφανείς αποφοίτους του Kολλεγίου, κατά το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, ανήκουν τόσο ο ενωτικός λόγιος Λέων Aλλάτιος, όσο και ο ανανεωτής της νεοελληνικής φιλοσοφικής σκέψης Θεόφιλος Kορυδαλεύς.

 Το Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης ιδρύθηκε μετά την πρώτη Σύνοδο του Τrento, για να ενισχύσει τη μόρφωση των Ελλήνων στη Ρώμη. Πρόκειται για ένα Ίδρυμα, στο οποίο, όσο και αν συσσωρεύ­τηκαν οι μνήμες της ουμανιστικής παραδόσεως της Ρώμης, επικρα­τεί κατ' εξοχήν η ατμόσφαιρα της Αντιμεταρρυθμίσεως και της ιεραποστολικής πράξεως της Καθολι­κής Εκκλησίας.
   
  Το Κολέγιο αυτό εξελίσσεται σ' ένα κέντρο σπουδών της ελλη­νικής και χριστιανικής παιδείας και διαμορφώνεται ως η πρώτη ιδιόρ­ρυθμη και μοναδική πανεπιστημια­κή Σχολή ειδικά για Έλληνες στην Ευρώπη, αφού οι τρόφιμοι της μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση σε ηλικία 9 ετών περίπου. Στη συνέ­χεια, αυτοί αποφοιτούν μετά από δέκα - δεκαπέντε χρόνια ως πτυ­χιούχοι και διδάκτορες Φιλοσοφί­ας ή Θεολογίας.
  
Η μορφωτική πολιτική που α­πό τα 1576 εγκαινίασε η Αγία Έδρα απέναντι στους σκλαβωμέ­νους Έλληνες με το Κολέγιο αυ­τό απέβλεπε στην παραγωγή στελεχών ικανών να υπηρετήσουν την ιδέα της ενωμένης Εκκλησίας με βάση το όραμα της αποτυχημένης Συνόδου της Φλωρεντίας.
    
   Η προσφορά μορφώσεως σε μι­κρούς Έλληνες στην Καθολική Δύση, κάτω από την άμεση επο­πτεία της Λατινικής Εκκλησίας, γνώρισε διάφορα σχέδια. Από τον 14ο αι. ακόμη ο δομινικανόςBrocardus υποστήριζε ότι πρέπει κά­θε ελληνική οικογένεια να στέλ­νει στη Δύση ένα παιδί της για να ανατραφεί στη λατινική πίστη. Έτσι θα πετύχαινε ο «εκλατινισμός» της Ανατολής. Έναν αιώνα αργότερα, λίγο πριν από τη γνω­στή «ένωση» της Φλωρεντίας (1439), ο camaldoplese μοναχός και ανθρωπιστής Ambrogio Traversari, πρότεινε στον πάπα Ευγένιο Δ' τη μεταφορά στη Ρώμη ακόμη και ε­κατό νεαρών Ελλήνων που θα μορφώνονταν στα ελληνικά και τα λατινικά Γράμματα, θα ενστερνί­ζονταν τις απόψεις της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και θα απέβαιναν πολύ χρήσιμοι, όταν, ώ­ριμοι, θα επέστρεφαν στην πατρί­δα τους. Με τον τρόπο αυτό θα σταθεροποιούνταν οριστικά η ένω­ση των δύο Εκκλησιών.
    
   Στις αρχές του επόμενου αιώ­να, του 16ου, η ίδρυση του περιώ­νυμου Ελληνικού Γυμνασίου «ad Gaballinum montem» από τον φι­λέλληνα πάπα Μέδικο Λέοντα Γ. Το Ελληνικό Γυμνάσιο Ρώμης ή­ταν σχολή προς εκμάθηση της ελ­ληνικής γλώσσας και μελέτης των Ελλήνων συγγραφέων που λει­τούργησε στη Ρώμη.            
    
  Ιδρύθηκε με­τά από τις επίμονες προσπάθειες του Ιανού Λάσκαρη και με την ευ­νοϊκή σύμπραξη του Πάπα Λέο­ντα Γ. Ο Λάσκαρης ήταν φίλος και οικείος των Μεδίκων. Όταν ο Λέων Γ έγινε Πάπας, κάλεσε τον Λάσκαρη στην Ρώμη. Ο Λάσκα­ρης ερχόμενος στην Ρώμη άρχισε αμέσως τις προσπάθειες ίδρυσης Γυμνασίου για την διατροφή και εκπαίδευση προσφύγων νέων από την υπόδουλη Ελλάδα. Ο Λέων έδωσε την συγκατάβαση του, και έτσι το Γυμνάσιο ανεγέρθη στούς πρόποδες του Κυρίνου λόφου. Για την ενέργεια τους αυτή Πάπας και ο Λάσκαρης αξιώθηκαν των επαίνων των συγχρόνων τους, και ιδιαίτερα του Ιερώνυμου Βίδα και Μάρκου Μουσούρου. Πολλοί σημαντικοί άνδρες αποφοίτησαν στο σχολείο αυτό. Ιδιαίτερα ο Κωνσταντίνος Ράλλης, Νικόλαος Σοφιανός, Χριστόφορος Κονταλέος, Ματθαίος ΔεΒάρης και άλλοι. Το Γυμνάσιο ήταν εξοπλισμένο με τυπογραφικό πιεστήριο, από οποίο τυπώθηκαν και εκδόθηκαν πολλά συγγράμματα των νεαρών φοιτητών. Αργότερα, όταν ο Λάσκαρης εγκατέλειψε την Ρώμη και πήγε στην Γαλλία για να μπει ατην υπηρεσία του Βασιλιά, ο δε Λέων Γ απεβίωσε το  1521, η λειτουργία του γυμνασίου φαίνετα­ι ότι έληξε. Αυτό εκλαμβάνουμε και από μια επιστολή την οποία γράφει ο Αρσένιος ο Μονεμβασίτης προς τον ίδιο τον Λάσκαρη. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι Κολέγιο του Λέοντος Γ δεν απέβλεπε καθόλου στη διάδοση των λατινικών δογμάτων γι αυτό και δεν αποτελεί ούτε συνέχεια προγενεστέρων επιδιώξεων ή καταστάσεων προσηλυτιστικού χαρακτήρα ούτε βέβαια και προοίμιο των ενεργειών της Καθολικής Εκκλησίας  στην περίοδο της Αντιμεταρρυθμίσεως.  
  
   Κατά τον 16ο αι. η Αγία Έδρα προσπαθεί να ελέγξει την θρη­σκευτική συνείδηση, ώστε να συ­γκρατηθεί το προτεσταντικό κίνη­μα. Έτσι αρχίζουν να διαμορφώ­νονται νέες συνθήκες ως προς τη στάση του Βατικανού απέναντι στον ελληνορθόδοξο κόσμο της Ανατολής. Οι καθολικοί προσπα­θούν να ενσωματώσουν τον «σχι­σματικό» κόσμο, στους κόλπους της δικιάς τους Εκκλησίας, κάτι που ήδη είχαν αρχίσει για δικό τους λογαριασμό οι προτεστάντες. Επίσης, οι καθολικοί χρησιμο­ποιούν το δυναμικότερο μέσο για να το πετύχουν: την «παιδεία», μέ­σω του ιερού κηρύγματος, της ίδρυσης σχολείων, της εκτύπωσης και διάδοσης Βιβλίων.
    
 Το πνεύμα της εποχής ολοκλη­ρώνεται στο πρόσωπο και στις πρά­ξεις ενός ικανού ηγέτη του καθο­λικού κόσμου, του πάπα Γρηγορίου ΙΓ'. Στην εκπαιδευτική του πο­λιτική οι Ιησουίτες, μειλίχιοι διδά­σκαλοι και λαμπροί διαφωτιστές, εξασφάλισαν αναμφισβήτητη επι­τυχία. Σ' αυτούς θα παραδώσει ο Γρηγόριος τη διεύθυνση του επα­νιδρυμένου στη Ρώμη Collegio Germanico, τουCollegio Ungarico και του  Collegio  Inglesse. Στη Ρώ­μη επίσης ιδρύει τα Κολέγια των Μαρωνιτών του ΛιΒάνου και των Αρμενίων, καθώς και των Νεοφύ­των για τους Εβραίους και τους μουσουλμάνους που ασπάζονταν τον χριστιανισμό.
  
   Η πολιτική κατάσταση στην ο­θωμανική αυτοκρατορία είχε προ­καλέσει το ζωηρό ενδιαφέρον της καθολικής Ευρώπης και φυσικά του Βατικανού για το μέλλον των τουρκοκρατούμενων ελληνικών χωρών. Η προοπτική της απελευθέρωσης ελληνικών περιοχών έ­θεσε άμεσα στη Ρώμη το πρόβλη­μα της προσεγγίσεως των ορθό­δοξων πληθυσμών με ανθρώπους αφοσιωμένους στην ιδέα της ε­νώσεως των Εκκλησιών.  Έτσι ή­ταν αναγκαία η ίδρυση ενός Ι­δρύματος σχετικού με τους Έλλη­νες.
      
  Το 1575, φαίνεται πως είχε συ­νταχθεί παπική εγκύκλιος, στα ελ­ληνικά, που κοινοποιούσε στους κληρικούς και λαϊκούς της Ανα­τολικής Εκκλησίας την πρόθεση του Γρηγορίου ΙΓ' να ιδρύσει «φροντιστήριον» ή «διδασκαλείον», «παιδοτροφείον και παιδαγωγείον». Σ' αυτό καλούνταν να φοι­τήσουν ελληνόπουλα, για να μορφωθούν «εις τας σεμνάς επιστήμας», ώστε να μη σβήσει, αλλά να αναζωπυρωθεί και να διαλάμψει, όπως πρώτα, η σοφία της Ελ­λάδας. Το παπικό έγγραφο κάνει εκτενή αναφορά στην αρχαία ελ­ληνική κληρονομιά, η οποία πάει να χαθεί μέσα στην αμάθεια. Ο πάπας ενδιαφέρεται έντονα να δια­τηρηθεί η πολιτιστική ταυτότητα των Ελλήνων και στη συνέχεια α­ναφέρεται στη φλωρεντινή σύνοδο και την απόφαση της για την ένωση των Εκκλησιών. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, θα μορφώ­νονταν οι μαθητές του Κολλεγίου, ώστε να συμβάλλουν στη στε­ρέωση της εκκλησιαστικής ενώσε­ως.
   
    Με άλλα λόγια, το νέο Ίδρυμα είχε διττό σκοπό:την ανθρωπιστι­κή μόρφωση και η αποδοχή και διάδοση του φλωρεντινού όρου. Από τις 3 Νοεμβρίου 1576 άρχισε να λειτουργεί το Κολέγιο (πριν από την έκδοση της παπικής βού­λας) με την εγγραφή έξι μαθη­τών. Από τους έξι μαθητές, οι δύο γεννήθηκαν στην Ιταλία από Έλ­ληνες γονείς, Ηπειρώτες και Κορωναίους. Από τους υπόλοιπους, οι δύο ήταν από την Κύπρο και οι άλλοι από την τουρκοκρατούμενη ήδη πατρίδα τους (Κρήτη και Νάξο). Ωστόσο, δεν θα πρέπει να πα­ραλείψουμε πως η Βενετία είχε ενδιαφερθεί να διευκολύνει την αποστολή στη Ρώμη νεαρών Ελ­λήνων από τις αποικίες της στην Ανατολή (Επτάνησα, Κρήτη, Τή­νο).
    
  Η επίσημη διακήρυξη για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού Ιδρύματος των Ελλήνων έγινε στις 16 Ιανουαρίου 1577 με την έκδοση της γνωστής βούλας του Γρηγορίου ΙΓ. Σπουδαία θέση, στη λειτουργί­α του Κολεγίου, διαδραμάτιζαν οι καρδινάλιοι. Αυτοί, ήταν υπεύ­θυνοι για την επιλογή των οικότροφων και για την οικονομική ε­νίσχυση του Ιδρύματος. Ο μακρο­βιότερος και ο πιο δραστήριος ή­ταν ο Santoro ο οποίος διεύθυνε το Κολέγιο για περίπου 25-30 χρόνια. Αξιοσημείωτοι ήταν οι:  Filippo BuoncompagniGulielmo Sirielo kai o Benedetto Giustiniani.  

 Ο τελευταίος, μείωσε τα χρόνια των σπουδών, τον αριθμό των σπουδαστών και το προσωπικό του Ιδρύματος. Απομάκρυνε από τη διεύθυνση, το 1604, τους Ιησουί­τες και διεύθυνε το Κολέγιο ως τον θάνατο του. Ο θεσμός των καρδιναλίων συνεχίστηκε έως τα μέσα του 18ου αιώνα μ.Χ.
  
   Οι εξετάσεις στο Ίδρυμα λάμ­βαναν χώρα κάθε έτος και οι μα­θητές μπορούσαν να εξετασθούν στη Λογική, τα Φυσική Φιλοσοφί­α, τη Μεταφυσική και σε οποιοδήποτε μάθημα ολοκλήρωναν. Σημαντικές ήταν οι πτυχιακές και οι διδακτορικές εξετάσεις, οι οποίες γινόντουσαν δημόσια και με επι­σημότητα μέσα στην εκκλησία του Κολεγίου, τον Αγιο Αθανάσιο. Οι πτυχιακές εξετάσεις περιελάμβα­ναν τη Φιλοσοφία και την θεολο­γία. Πριν εμφανισθεί ο υποψήφιος πτυχιούχος στη δημόσια τελετή, υ­ποβαλλόταν σε αυστηρή εξέταση από τους καθηγητές του. Αν πε­τύχαινε στις εξετάσεις, του δινό­ταν οι ευκαιρία να δοκιμασθεί δη­μόσια με θέματα τα οποία έπρεπε πρώτα τα τοιχοκολληθούν σε δη­μόσια μέρη. Την ημέρα της τελε­τής, ο μαθητής έκανε μια εισαγω­γή μετά την οποία παρουσιάζονταν επίσημα στον καρδινάλιο τα θέματα. Ακολουθούσε η «εξέταση» και στο τέλος έκλεινε η διαδικα;σία με έναν επίσλογο από τον εξεταζόμενο.
   
   Για την αναγόρευση του διδά­κτορα, ίσχυε η παραπάνω διαδι­κασία με την μόνη διαφορά ότι εξεταζόταν σε δύο θέματα Φιλο­σοφίας και δύο Θεολογίας. Κάθε εξεταστής είχε δικαίωμα να μιλή­σει και να υποβάλει ερωτήσεις για περίπου 15 λεπτά. Στη συνέχεια  ο κλητήρας, διένειμε δύο χαρτάκια· στο ένα αναγραφόταν το γράμμα Α (approdo) και στο άλλο το γράμμα R (reprodo). Αυτά δίνονταν στον διευθυντή του Κολεγίου, στους προσκεκλημένους, στους ε­ξεταστές και στο προσωπικό του Ιδρύματος.
     
  Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Ο κλητήρας μάζευε τα χαρτάκια και ανακοίνωνε το αποτέλεσμα.
  Στη συνέχεια, εφόσον το απο­τέλεσμα ήταν θετικό, ο διδάκτο­ρας ορκιζόταν με το χέρι στο ευαγ­γέλιο και έπαιρνε από τον υπεύ­θυνο των σπουδών το διδακτορι­κό δίπλωμα. Του έδιναν επίσης έναν σκούφο, ένα δαχτυλίδι και την Αγία Γραφή. Στο τέλος, ο νέ­ος διδάκτορας ανέβαινε στην έ­δρα και έκανε ένα σύντομο μάθη­μα. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη λήψη του διδακτορικού διπλώ­ματος, πέρα από τη γνώση, ήταν το ήθος του υποψηφίου. Γενικά οι διδάκτορες του Κολεγίου ήταν και της Φιλοσοφίας και της Θεο­λογίας, από κοινού. Οι έλληνες διδάκτορες κάλυπταν συνήθως το 55% ως προς το σύνολο των δι­δακτόρων. Τέλος, για τους υπο­ψήφιους της Φιλοσοφίας - Θεολογίας τα θέματα είχαν δύο μέρη: το ένα προερχόταν από τον Αρι­στοτέλη και αναφερόταν στον φι­λοσοφικό τομέα  το άλλο κάλυ­πτε τον θεολογικό τομέα.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Η Αχειροποίητος, το αρχαίο λατρευτικό κέντρο της Εκκλησίας της Ρώμης


Η εικόνα του Χριστού Σωτήρα στη Ρώμη, γνωστή ως Αχειροποίητη

Οι περισσότεροι καθολικοί και όχι μόνο, πιστεύουν ότι το σημαντικότερο προσκύνημα στη Ρώμη είναι ο Άγιος Πέτρος στο Βατικανό και ότι αποτελεί την Μητρόπολη της αιώνιας πόλης. Κάνουν λάθος.

Ο Καθεδρικός Ναός της Ρώμης είναι η Πατριαρχική Αρχιβασιλική του Αγίου Ιωάννη στο Λατερανό, αφιερωμένη στο Χριστό Σωτήρα και στους Αγίους Ιωάννη Πρόδρομο και Ιωάννη Ευαγγελιστή. Κτίσθηκε στα χρόνια του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου πριν την μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νέα Ρώμη και είναι η μοναδική από τις πέντε Βασιλικές της Ρώμης στην οποία υπάρχει ο επισκοπικός Θρόνος του Πάπα. Σημειωτέον ότι στον Άγιο Πέτρο του Βατικανού δεν υπάρχει επισκοπικός θρόνος του πάπα Ρώμης.

Απέναντι από το μητροπολιτικό Ναό διασώζεται τμήμα από το παλαιό παπικό ανάκτορο στο οποίο διέμεναν οι πάπες μέχρι τον 14ο αιώνα. Στο εσωτερικό του υπάρχει το ιδιωτικό παρεκκλήσι των Παπών αφιερωμένο στον Άγιο Λαυρέντιο (Sanctus Laurentius in Palatio) γνωστό ως SANCTA SANCTORUM το οποίο ανάγεται στον 6ο αιώνα.

Η ονομασία SANCTA SANCTORUM (Άγια των Αγίων) αποτελεί αναφορά στον εσωτερικό χώρο του Ναού του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα όπου φυλασσόταν η κιβωτός της Διαθήκης και μόνο ο αρχιερέας μπορούσε να εισέλθει.
Πάνω από την είσοδο στην αψίδα υπάρχει η επιγραφή NON EST IN TOTO SANCTIOR ORBE LOCUS "Δεν υπάρχει ιερότερος τόπος σε όλο τον κόσμο". Στην κόγχη του παρεκκλησίου πάνω από την Αγία Τράπεζα υπάρχει μια προεικονομαχική εικόνα φτιαγμένη από κερί, γνωστή ως η Αχειροποίητη του Σωτήρα. Σύμφωνα με τον θρύλο ο άγιος Λουκάς ξεκίνησε να ζωγραφίζει την εικόνα και οι άγγελοι την ολοκλήρωσαν.
Το εσωτερικό του παπικού παρεκκλησίου

Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές η εικόνα ζωγραφίστηκε στη Ρώμη τον 5ο/6ο αιώνα ενώ κατά άλλους εστάλη ως δώρο από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο προς τον πάπα Ιωάννη Δ’ (640-642). Στο Παρεκκλήσιο τοποθετήθηκε από τον πάπα Γρηγόριο Β' το 730, όπου και παραμένει μέχρι τις μέρες μας.
Σήμερα, μόνο ελαφρά ίχνη παραμένουν από τα αρχικά υλικά της βαφής. Ο Χριστός απεικονίζεται ένθρονος ως Διδάσκαλος με φωτοστέφανο με σταυρό κρατώντας στο αριστερό χέρι το ρολό του Νόμου και ευλογώντας με το δεξί.
Η εικόνα υπέστη αρκετές αλλαγές και το πρόσωπο έλαβε τη σημερινή του μορφή όταν ο Πάπας Αλέξανδρος Γ’ (1159-1181) , τοποθέτησε πάνω από την αρχική μια καινούργια απεικόνιση ζωγραφισμένη σε μετάξι. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄(1189-1216) κάλυψε το υπόλοιπο της ιερής εικόνας με ανάγλυφο ασήμι,  ενώ άλλα διακοσμητικά στοιχεία που προστέθηκαν αργότερα άλλαξαν εντελώς την μορφή της εικόνας. Η εικόνα, καθαρίστηκε την δεκαετία του 1990 και αποκαταστάθηκε μερικώς. Οι θύρες με ανάγλυφο ασήμι που προστατεύουν την εικόνα, είναι του 15ου αιώνα. Το κουβούκλιο από μέταλλο και επιχρυσωμένο ξύλο, αντικατέστησε ένα παλαιότερο του Caradaossi (1452-1527), που χάθηκε κατά τη λεηλασία της Ρώμης από τους άγγλους το 1527.


Ήδη από την εποχή του Πάπα Σεργίου Α’ (687-701) υπάρχουν γραπτές αναφορές ότι η εικόνα περιφερόταν δημόσια κάθε χρόνο σε ορισμένες εορτές. Μάλιστα ο πάπας Στέφανος Β’ (752-757), σήκωσε την εικόνα στους ώμους του σε μια λιτάνευσή της με σκοπό να αντιμετωπίσει την απειλή εισβολής από τους Λομβαρδούς.


Κατά την διάρκεια του μεσαίωνα ο πάπας και οι επτά καρδινάλιοι επίσκοποι τελούσαν λειτουργίες στο παρεκκλήσιο και φιλούσαν ευλαβικά τα πόδια της εικόνας. Από τον ένατο αιώνα μάλιστα στην Εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ξεκινούσαν ταυτόχρονα δύο λιτανείες, η μια με την εικόνα του Σωτήρα από το Λατερανό και η άλλη με την εικόνα της Θεοτόκου “Salus Populi Romani” από τoν Ναό Santa Maria Maggiore και συναντιούνταν στο ενδιάμεσο του δρόμου που ενώνει τις δύο εκκλησίες.


Από τον 14ο αιώνα και μετά όταν το Λατερανό εγκαταλείφτηκε, η ευλάβεια προς την εικόνα έπεσε σε μερική λήθη. Πολλοί Ρωμαίοι όμως ακόμα και σήμερα τιμούν αυτή την εικόνα θεωρώντας την τελευταία ελπίδα σε καταστροφές και δύσκολες στιγμές της πόλης τους.

Ιδιαίτερη βαρύτητα έχει και η Αγία Τράπεζα του παρεκκλησίου επειδή μέσα σε αυτήν φυλάσσονται τεμάχια λειψάνων όλων των πρωτομαρτύρων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Μάλιστα παλαιότερα φυλάσσονταν και οι τίμιες κάρες των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που μεταφέρθηκαν στο κουβούκλιο πάνω από την Αγία Τράπεζα στον Άγιο Ιωάννη το Λατερανό καθώς και η τιμία κάρα της αγίας Αγνής που μεταφέρθηκε στον ομώνυμο Ναό στην piazza Navona, τόπο του μαρτυρίου της (στάδιο του Διοκλητιανού) . Μέσα στην Αγία Τράπεζα υπήρχε επίσης τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου που έφερε η αγία Ελένη από τα Ιεροσόλυμα, επιστρέφοντας στη Ρώμη, στο παλάτι της που βρισκόταν δύο βήματα από το Λατερανό. Τεμάχια ανήκουν στους αγίους Αγαθή, Μαρκελλίνο, Φηλικίτη, Ταρκίσιο, Λαυρέντιο, Ιωάννη και Παύλο, Κοσμά και Δαμιανό κλπ. Υπάρχουν επίσης πέτρες και χώμα από τους Αγίους Τόπους που έφερναν οι προσκυνητές τους πρώτους αιώνες. Για αυτό ακριβώς το λόγο το παρεκκλήσιο δικαιολογημένα ονομάστηκε Άγια των Αγίων επειδή περιέχει ότι ιερότερο και πολυτιμότερο μπορεί να καυχηθεί η Πρεσβυτέρα Ρώμη. Αρκετές από τις λειψανοθήκες φέρουν ελληνικές επιγραφές μαρτυρώντας έτσι την εκτεταμένη χρήση της ελληνικής γλώσσας στην Ρωμαϊκή Θεία Λατρεία τους 6 πρώτους αιώνες. Μέρος των λειψάνων μεταφέρθηκαν στο Βατικανό το 1905.

Η πρόσφατη ανακαίνιση στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έφερε στο φως μοναδικής ομορφιάς αγιογραφίες και ψηφιδωτά μιας άγνωστης ρωμαϊκής σχολής του 12ου αιώνα που φέρουν την υπογραφή του Cosmati. Μια επιγραφή με όμορφα λατινικά γράμματα μαρτυρεί ότι  MAGISTER COSMATUS FECIT HOC OPUS (ο άρχοντας Κοσμάτος έφτιαξε αυτό το έργο).
Το δάπεδο του Ναού αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της εργασίας του Κοσμάτου. Στο θόλο του μικρού ναού μια αγιογραφία απεικονίζει τα τέσσερα σύμβολα των Ευαγγελιστών, έναν άγγελο, ένα λιοντάρι, ένα ταύρο και έναν αετό που ψέλνουν αδιάκοπα προς το Θεό.
Στους τοίχους βλέπουμε σκηνές από το μαρτύριο των αγίου Στεφάνου του Διακόνου και πρωτομάρτυρα της Εκκλησίας, το μαρτύριο των αγίων Πέτρου και Παύλου, Λαυρεντίου διακόνου και άλλων. Μαρτύρια που μετέτρεψαν τη Ρώμη σε ιερό τόπο.
Τέλος, ως αποκορύφωμα στο θόλο υπάρχει ένα πανέμορφο ψηφιδωτό με το Χριστό Παντοκράτορα μαζί με τους αγγέλους το οποίο είναι του 9ου αιώνα.
Το μαρτύριο του Αποστόλου Παύλου


Το μαρτύριο του Αποστόλου Πέτρου


τα σύμβολα των τεσσάρων ευαγγελιστών




Το μαρτύριο του Αγίου Λαυρεντίου


Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ γονατιστός ανάμεσα στους Αγίους Πέτρο και Παύλο προσφέρει στο Χριστό το παρεκκλήσιο
Ο Χριστός Παντοκράτωρ - 9ος αιώνας