Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βατικανό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βατικανό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Το Άγιο Μανδήλιο στον Άγιο Πέτρο του Βατικανού



Κατά αρχαία παράδοση που ανάγεται στα χρόνια του πάπα Αγίου Γρηγορίου του Μεγάλου(590-604) κατά την διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής οι Ρωμαίοι και άλλοι προσκυνητές συνάσσονται κάθε μέρα σε έναν διαφορετικό Ναό μαζί με τον επίσκοπο Ρώμης για να προετοιμαστούν εν όψει του Πάσχα. 

Πρόκειται για τις περίφημες «40 Εκκλησίες της Ρώμης» που παραμένουν ίδιες μέχρι σήμερα. Έτσι, κάθε μέρα Πάπας και πιστοί συνάσσονταν σε ένα διαφορετικό Ναό για το τελετουργικό που περιλαμβάνει τρία μέρη:

α. τις Λιτανείες των Αγίων όπως τις ξέρουμε και σήμερα

β. την Θεία Λειτουργία

γ. την προσκύνηση των ιερών Λειψάνων.

Σήμερα στη θέση του Πάπα λειτουργούν οι βοηθοί επίσκοποι Ρώμης καθώς και οι Καρδινάλιοι παρόντες στην Πόλη.

Κάθε 5η Κυριακή των Νηστειών είναι η σειρά της Πατριαρχικής Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό να υποδεχθεί τους πιστούς.
Για όλη την ημέρα πάνω στην Αγία Τράπεζα εκτίθενται για προσκύνηση ότι πολυτιμότερο μπορεί να καυχηθεί ο Ναός, που είναι φυσικά τα λείψανα των αγίων Μαρτύρων της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. 
Έκθεση των ιερών λειψάνων στην Αγία Τράπεζα


Νωρίς το απόγευμα τελείται επίσημος Εσπερινός στην αρχή του οποίου ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος Πρωθιερέας της Βασιλικής μαζί με όλους τους ιερείς που κρατούν τα λείψανα, και τους πιστούς, ψέλνουν της Λιτανείες των Αγίων περιφερόμενοι κυκλικά μέσα στον τεράστιο Ναό. Στη συνέχεια, επιστρέφοντας στην Κόγχη κάτω από την Καθέδρα του Πέτρου τελούν τον Εσπερινό. Στο τέλος, τρεις ιερείς ανεβαίνουν σε μια από τις τέσσερεις κολώνες που βαστάζουν τον τεράστιο τρούλο, αυτόν με το άγαλμα της Αγίας Βερονίκης και εμφανίζονται στο μπαλκόνι που βρίσκεται ακριβώς πάνω στην τεράστια κολώνα, βαστάζοντας και οι τρεις μαζί μια μυστηριώδης εικόνα, το Άγιο Μανδήλιον, με την οποία ευλογούν τρεις φορές τους πιστούς ενώ ακούγεται ο ήχος μιας καμπάνας από το εσωτερικό του Ναού. Παράλληλα, η χορωδία ψέλνει ένα αντίφωνο στα λατινικά, που έχει πολλές ομοιότητες με το Απολυτίκιο της Κυριακής της Ορθοδοξίας «Την άχραντον εικόνα Σου».



Το Πέπλο της Βερονίκης ή Sudarium, αποκαλούμενο συχνά Volto Santo, είναι ένα κειμήλιο, που σύμφωνα με τον θρύλο, αποτελεί την Αχειροποίητη αποτύπωση του Προσώπου του Ιησού.

Η πιο πρόσφατη εκδοχή του θρύλου αναφέρει ότι η αγία Βερονίκη από τα Ιεροσόλυμα συνάντησε τον Ιησού κατά μήκος της Via Dolorosa, στην πορεία προς το Γολγοθά. Όταν τον πλησίασε να σκουπίσει τον ιδρώτα (λατινικά suda) από το Πρόσωπό του με το πέπλο της, αυτό αποτυπώθηκε πάνω στο ύφασμα. Το γεγονός αυτό μνημονεύεται στην 6η στάση της Ακολουθίας του Δρόμου του Σταυρού (Via Crucis) που τελείται στους καθολικούς ναούς κατά την διάρκεια της Τεσσαρακοστής.
Δεν υπάρχει καμία γραπτή αναφορά αυτής της ιστορίας μέχρι τον Μεσαίωνα και για αυτό τον λόγο, μάλλον δεν έχει ιστορική βάση. Οι απαρχές αυτού του θρύλου βασίζονται στην ιστορία της Εικόνας του Ιησού, γνωστής ως Μανδήλιον στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην επιθυμία των πιστών να αξιωθούν να δουν το Πρόσωπο του Λυτρωτή τους. Κατά την διάρκεια του 14ου αιώνα η εικόνα αυτή υπήρξε σημείο αναφοράς στην Δυτική Εκκλησία και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός των καλών τεχνών Neil Macgregor, «από τον 14ο αιώνα και έπειτα, όπου πήγαινε η Ρωμαϊκή Εκκλησία, ακολουθούσε μαζί και το πέπλο της Βερονίκης».

Δεν υπάρχει καμία αναφορά σχετικά με την Βερονίκη και το πέπλο της στα κανονικά Ευαγγέλια. Ως πλησιέστερη αναφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί το θαύμα της γυναίκας που θεραπεύτηκε αγγίζοντας τον χιτώνα του Ιησού (Λκ 8:43-48). To όνομά της αργότερα ταυτίζεται με αυτό της Βερονίκης στις απόκρυφες «Πράξεις του Πιλάτου». Η ιστορία εμπλουτίστηκε τον 11ο αιώνα με την αναφορά ότι ο Χριστός της έδωσε ένα πορτραίτο του πάνω σε ένα ύφασμα με το οποίο η Βερονίκη αργότερα θεράπευσε τον αυτοκράτορα Τιβέριο.

Τον 13ο αιώνα ο Roger dArgenteuil στο βιβλίο του «Γαλλική Βίβλος» έδεσε αυτή την ιστορία με τα άγια Πάθη του Ιησού και την θαυματουργή εμφάνιση της εικόνας. Γύρω στα 1300,  χάρη στο έργο «Στοχασμοί πάνω στη ζωή του Ιησού» του ψευδο-Βοναβεντούρα η ιστορία αυτή έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου η απεικόνιση αλλάζει προσθέτοντας το αγκάθινο στεφάνι, αίμα και την έκφραση του πόνου. Η εικόνα πλέον είναι δημοφιλής σε όλη την Καθολική Ευρώπη και η συνάντηση του Ιησού με την Βερονίκη γίνεται μια από της στάσεις του Δρόμου του Σταυρού.

Στην Via Dolorosa στα Ιεροσόλυμα υπάρχει ένα μικρό παρεκκλήσιο, γνωστό ως παρεκκλήσιο του Αγίου Προσώπου που παραδοσιακά θεωρείται ως η οικία της Βερονίκης και τόπος του συγκεκριμένου θαύματος.

Σύμφωνα με την Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, το όνομα Βερονίκη προέρχεται από την λατινική λέξη Vera (αληθινή) και την ελληνική λέξη Εικόνα. Για αυτό τον λόγο το πέπλο της Βερονίκης κατά το μεσαίωνα θεωρούταν ως η «αληθινή εικόνα», η πιστή απεικόνιση του Ιησού, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την Ιερά Σινδόνη του Τορίνο.

Ενώ η ιστορία δεν έχει γραπτές βάσεις πριν τον μεσαίωνα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπήρχε μια εικόνα που εκτίθετο στη Ρώμη τους 13ο, 14ο και 15ο αιώνα που ήταν γνωστή και ετιμάτο ως Πέπλο της Βερονίκης. Παρόλα αυτά η ιστορία της συγκεκριμένης εικόνας είναι κατά κάποιο τρόπο προβληματική. 

Οι δύο πρώτες γραπτές αναφορές για την συγκεκριμένη εικόνα ανάγονται στα 1199 όταν δύο προσκυνητές ονόματι Giraldus Cambrensis και Gervase of Tilbury επισκέπτονται την Ρώμη ξεχωριστά ο καθένας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1207 ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ περιέφερε την εικόνα δημόσια σε λιτάνευση παρέχοντας λυσίποινα σε όποιον προσευχηθεί μπροστά της. Η λιτάνευση της εικόνας από τον Άγιο Πέτρο προς το Νοσοκομείο του Αγίου Πνεύματος καθιερώθηκε από τότε κάθε χρόνο και με αφορμή την περιφορά της εικόνας, το 1300 ο πάπας Βονιφάτιος Η’ ανακήρυξε το πρώτο Ιωβηλαίο. Κατά την διάρκεια αυτού του Ιωβηλαίου η εικόνα εκτίθετο δημόσια και κατέστη ως ένα από τα Mirabilia Urbis (Θαύματα της Πόλης) για τους προσκυνητές που επισκέπτονταν την Ρώμη. Για τα επόμενα 200 χρόνια,  η εικόνα, που φυλασσόταν στην παλιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου, θεωρούταν ως το πολυτιμότερο από όλα τα χριστιανικά κειμήλια. Ο Δάντης την αναφέρει στο ΧΙΙΙ άσμα στον "Παράδεισο". Ο Pedro Tafur, ένας ισπανός επισκέπτης το 1436, σημειώνει:

«Στο δεξί χέρι υπάρχει μια κολώνα, ψηλή σαν μικρό καμπαναριό και εκεί βρίσκεται το πέπλο της Βερονίκης. Όταν πρόκειται να εκτεθεί,  δημιουργείται ένα άνοιγμα στην σκεπή του Ναού, από το οποίο δύο κληρικοί κατεβαίνουν μέσα σε ένα καλάθι. Μόλις φτάσουν κάτω, με την μεγαλύτερη ευλάβεια βγάζουν από το καλάθι την εικόνα και την δείχνουν στο λαό που συρρέει. Συμβαίνει συχνά οι πιστοί να εκθέτουν σε κίνδυνο τις ζωές τους εξαιτίας της μεγάλης συρροής και του συνωστισμού»

Μετά την Λεηλασία της Ρώμης το 1527 από τους Άγγλους, ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η εικόνα καταστράφηκε. Ο Messer Unbano γράφει στη Δούκισσα του Urbino ότι η εικόνα εκλάπη. Άλλοι συγγραφείς όμως βεβαιώνουν για την συνεχιζόμενη παρουσία της εικόνας στο Βατικανό και ένας αυτόπτης μάρτυρας της λεηλασίας δηλώνει ότι οι άγγλοι στρατιώτες δεν μπόρεσαν να βρουν την εικόνα.

Μάλιστα αργότερα, το 1616, ο πάπας Παύλος Ε’ απαγόρευσε την αντιγραφή της εικόνας και το 1629 ο πάπας Ουρβανός Η’ διέταξε την καταστροφή όλων των αντιγράφων ή την μεταφορά τους στο Βατικανό με ποινή αφορισμού.

Από εκείνη την περίοδο η εικόνα εξαφανίζεται σχεδόν από την δημόσια θέα με μοναδική εξαίρεση την 5η Κυριακή των Νηστειών που εμφανίζεται για λίγα δευτερόλεπτα.

Ελάχιστες έρευνες έχουν γίνει και δεν υπάρχουν φωτογραφίες με υψηλή ανάλυση. Μόνο το 1907 επετράπη στον Ιησουίτη ιστορικό των καλών τεχνών Joseph Wilpert να πλησιάσει την εικόνα, αφαιρώντας δύο στρώματα γυαλιού. Ο ίδιος σχολίασε ότι είδε μόνο "ένα τετράγωνο κομμάτι με ανοιχτόχρωμο υλικό, κάπως ξεθωριασμένο από τα χρόνια, που φέρει  δύο ελαφρώς καφέ λεκέδες με σκουριά, που συνδέονται το ένα στο άλλο"

Εξαιτίας της απόστασης που εκτίθεται, κανείς δεν μπορεί να δει την εικόνα καθαρά και το μόνο που φαίνεται είναι το σχήμα του εξωτερικού πλαισίου.
Το συγκεκριμένο κειμήλιο δεν πρέπει να συγχέεται με το Μανδήλιον της Έδεσσας που λεηλατήθηκε από τους σταυροφόρους κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 και μεταφέρθηκε στη Saint Chapelle στο Παρίσι και από όπου δυστυχώς εξαφανίστηκε κατά την διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης το 1789.

Τέλος δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με ένα άλλο Μανδήλιο που φυλάσσεται στο Παρεκκλήσιο της Ματθίλδης στο Βατικανό αλλά εκτίθεται κατά καιρούς σε διάφορες διεθνείς εκθέσεις με τελευταίες την Γερμανική Expo 2000 αλλά και μια έκθεση στο Βρετανικό Μουσείο το 2011.


Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2011

Απάντηση σε λίβελλο του Πατριάρχη Μόσχας κατά της Καθολικής Εκκλησίας


Τότε ακόμα (1980) δεν είχε μεν
αρχίσει η μαζική ίδρυση καθολικών ναών, όμως υπήρχε ήδη το προαίσθημα
της αρχής αυτής της διαδικασίας. Και η Σύνοδος ακύρωσε την απόφαση.


Δεν μας τα λέει καλά ο νυν Πατριάρχης Μόσχας και τότε Μητροπολίτης Σμολένσκ!
Αλλά τί να κάνουμε όταν έχουμε επιλεκτική μνήμη!


Ουδέποτε τις τελευταίες δεκαετίες η Καθολική Εκκλησία ίδρυσε ναούς σε Ρωσία/Ουκρανία για να προσηλυτίσει ορθόδοξους.


Το 1595 υπογράφηκε η Ένωση της Βρέστης σύμφωνα με την οποία μεγάλο μέρος των χριστιανών της Ανατολικής Ευρώπης επανενώθηκε με την Εκκλησία της Ρώμης διατηρώντας την Βυζαντινή Θεία Λατρεία. Η ένωση αυτή δεν έγινε δια πυρός και σιδήρου.
Το σχίσμα ανάμεσα στην Καθολική και Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ήταν όπως το εννοούμε σήμερα.


Το Σχίσμα ανάμεσα σε Ρώμη και Κωνσταντινούπολη έγινε το 1054. Το Σχίσμα ανάμεσα σε Ρώμη και Μόσχα έγινε το 1595. Αυτό σημαίνει οτι μέχρι τότε Ρώμη και Μόσχα βρισκόντουσαν σε εκκλησιαστική κοινωνία.


Το Ορθόδοξο Πατριαρχείο Αντιοχείας ήταν σε κοινωνία με την Ρώμη μέχρι το 1726. Τότε υπήρξε διχασμός στην τοπική Εκκλησία της Αντιοχείας σχετικά με την διαδοχή στον Πατριαρχικό Θρόνο και εξελέγησαν δύο Πατριάρχες. Ο Πάπας Ρώμης αναγνώρισε τον έναν και έτσι δημιουργήθηκε σχίσμα με 2 Πατριαρχεία. Αλλά και στη συνέχεια οι ελληνικές εκκλησίες στη Νότια Ιταλία βρίσκονταν σε κοινωνία και με τη Ρώμη και με την Κωνσταντινούπολη.


Το οριστικό σχίσμα επήλθε το 1870 όταν η Α' Οικουμενική Σύνοδος του Βατικανού ανακήρυξε το παπικό αλάθητο και το οτι εκτός Καθολικής Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία, γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση των Ορθοδόξων Εκκλησιών και όχι μόνο.


Για να επιστρέψω στον νυν Πατριάρχη Μόσχας, ξεχνάει να μας πει οτι το 1946 η Ελληνόρυθμη Καθολική Εκκλησία στην Ουκρανία ("ουνίτες") που αριθμούσε 4 εκατομμύρια πιστούς, αποσπάστηκε με τη βία από το κομμουνιστικό σταλινικό καθεστώς και η περιουσία της, ναοί, μοναστήρια που είτε προυπήρχαν του 1595 είτε χτίστηκαν αργότερα, αποδόθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Μόσχας. Οι επίσκοποι, οι ιερείς και φυσικά ο λαός που ήταν η απόλυτη πλειοψηφία αναγκάστηκαν με το ζόρι να απαρνηθούν την Καθολική Εκκλησία, όσοι παρέμειναν πιστοί στη Ρώμη τους περίμεναν η εξορία στη Σιβηρία, οι μυστηριώδεις εξαφανίσεις κλπ. Για το ευτυχές γεγονός μάλιστα δόθηκε και πάρτυ από την πλευρά Κομουνιστών και Ορθόδοξων.


Ο λόγος που αποσπάστηκε η Ελληνοκαθολική Εκκλησία ήταν απλός. Αφού η ηγεσία της βρισκόταν στο εξωτερικό, σε εχθρικό έδαφος, ήταν εκτός ελέγχου και αποτελούσε απειλή για το κομουνιστικό καθεστώς. Ενώ μια εκκλησία με έδρα δίπλα στην Κόκκινη Πλατεία έστω και σακατεμένη όπως την είχε καταντήσει το καθεστώς, ήταν εύκολα ελεγχόμενη. Μην ξεχνάμε οτι πολλοί "επίσκοποι" της Ρώσικης Εκκλησίας ήταν πράκτορες της KGB και κάρφωναν τους πιστούς που προσεύχονταν, γεγονός που αναγνώρισε η Ρωσική Εκκλησία και ζήτησε συγγνώμη. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που οδήγησαν τον Πάπα Πίο Ιβ' το 1950 να αφορίσει όσους ήταν μέλη των κομουνιστικών κομμάτων.


Το 1989 όταν κατέρρευσε το κομουνιστικό καθεστώς, οι καθολικοί απλά πήραν πίσω τους ναούς και τις περιουσίες τους, και αυτό θεωρήθηκε προσηλυτισμός από την Ορθόδοξη Εκκλησία! Το να διεκδικεί εκκλησία τους πιστούς και την περιουσία άλλης εκκλησίας που της είχαν αποδοθεί αυθαίρετα από ένα άθεο καθεστώς, το θεωρώ επιεικώς απαράδεκτο.
Ας προσέχει λοιπόν ο κάθε Σμολένσκ και Μόσχας όταν μιλάει επειδή τα ιστορικά ντοκουμέντα και μαρτυρίες υπάρχουν στην διάθεση του καθενός.


Μόνο οι ίδιοι οι καθολικοί Ουκρανοί ξέρουν πόσο υπέφεραν και βασανίστηκαν από αυτή την ληστρική απόφαση.


Κατά τα άλλα συμφωνούμε απόλυτα οτι
«Ουσιαστικά και σε εμάς (όπως και στους Καθολικούς) υπάρχει η αμοιβαία
αναγνώριση των Μυστηρίων. Δεν έχουμε Μυστηριακή κοινωνία, όμως
αναγνωρίζουμε τα Μυστήρια... Αν ένας καθολικός κληρικός προσέλθει στην
Ορθοδοξία εμείς τον δεχόμαστε ως κληρικό, δεν τον χειροτονούμε εκ νέου.
Και αυτό σημαίνει ότι de facto αναγνωρίζουμε τα Μυστήρια της Καθολικής
Εκκλησίας».

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2011

Ένας νέος Σύλλαβος για τον 21ο αιώνα


Δηλαδή ένα έγγραφο που να καταδικάζει τις παρερμηνείες των Διαταγμάτων της Β’ Βατικανής Συνόδου. Το ζήτησε ένας επίσκοπος του Καζακστάν, σε ένα συνέδριο στη Ρώμη με άλλους επισκόπους και καρδιναλίους. Επίσης, προκαλεί αντιδράσεις η ανακοίνωση του Βενέδικτου ΙΣΤ’ για μια νέα διαθρησκευτική συνάντηση στην Ασίζη. 

Η ανακοίνωση, που έγινε από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’ μετά το Angelus της πρωτοχρονιάς για ένα ταξιδι του στην Ασίζη, τον ερχόμενο Οκτώβριο, με σκοπό μια νέα συνάντηση των θρησκειών για την ειρήνη, έχει αναθερμάνει την αντιπαράθεση όχι μόνο για το λεγόμενο «πνεύμα της Ασίζης», αλλά και για τη Β’ Σύνοδο του Βατικανού και την μετα-συνοδική περίοδο.

Ο καθηγητής Roberto de Mattei – νέος συγγραφέας ενός βιβλίου με θέμα  την ιστορία της Β’ Βατικανής Συνόδου, μέσα από το οποίο ζητάει από τον Βενέδικτο να προωθήσει «μια νέα εξέταση των συνοδικών εγγράφων, προκειμένου να διαλυθούν οι υποψίες ότι έχουν ξεκόψει από την παραδοσιακή διδασκαλία της Εκκλησίας»  υπέγραψε μαζί με άλλες καθολικές προσωπικότητες μια έκκληση στον πάπα, έτσι ώστε η νέα συνάντηση στην Ασίζη "να μην αναζωπυρώσει την συγκριτιστική σύγχυση», της πρώτης, που διοργανώθηκε στις 27 Οκτώβρη 1986 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’ στην πόλη του Αγίου Φραγκίσκου.

Πράγματι, το 1986, ο τότε Καρδινάλιος Joseph Ratzinger δεν πήγε στην πρώτη συνάντηση, για την οποία ήταν επιφυλακτικός. Αντ 'αυτού συμμετείχε σε μια επαναληπτική συνάντηση, που έλαβε χώρα πάντα στην Ασίζη στις 24 Ιανουαρίου 2002, στην οποία προσήλθε την τελευταία στιγμή, μετά από εξασφαλίσεις ότι οι παρανοήσεις της προηγούμενης δεν θα επαναληφθούν.

Η κύρια παρανόηση που τροφοδοτήθηκε από τη συνάντηση στην Ασίζη το 1986 ήταν η εξίσωση όλων των θρησκειών ως πηγή σωτηρίας για την ανθρωπότητα. Ενάντια σε αυτή την παρανόηση, η Σύνοδος για την  Διδασκαλία της Πίστης, το 2000 εξέδωσε την δήλωση "Dominus Iesus," για να επαναβεβαιώσει ότι κάθε άνθρωπος δεν έχει κανένα άλλο Σωτήρα παρά μόνο τον Ιησού.

Αλλά  και ως πάπας, ο Ράτσινγκερ  επέστρεψε για να συστήσει την προσοχή όσον αφορά την σύγχυση. Σε ένα μήνυμα προς τον Επίσκοπο της Ασίζης στις 2 Σεπτεμβρίου, 2006 έγραψε:

«Για να μην παρερμηνευθεί η έννοια που το 1986, ο Ιωάννης Παύλος Β’ θέλησε να δώσει, και ο οποίος, με τα δικά του λόγια, την αποκάλεσε ως το« πνεύμα της Ασίζης », είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε την προσοχή που δόθηκε τότε ώστε η διαθρησκευτική συνάντηση προσευχής να μην προσφερθεί  για  συγκρητιστικές  ερμηνείες, που βασίζονται σε ρελατιβιστικές αντιλήψεις. [...] Για αυτό το λόγο, ακόμα και όταν συγκεντρώνόμαστε για να προσευχηθούμε για την ειρήνη, είναι αναγκαίο  η προσευχή να γίνεται σύμφωνα με τους διαφορετικούς τρόπους που χαρακτηρίζουν τις διάφορες θρησκείες ξεχωριστά. Αυτή ήταν η επιλογή του 1986, και μια τέτοια επιλογή δεν μπορεί παρά να εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Η σύγκλιση των διαφορετικών δεν πρέπει να δίνει την εντύπωση μιας υποχώρησης σε εκείνο το ρελατιβισμό που αρνείται την ίδια την έννοια της αλήθειας και την δυνατότητα να την πλησιάσει κανείς ".

Και κατά την επίσκεψη στην Ασίζη στις 17 Ιούνίου  2007, είπε στην ομιλία του:

«Η απόφαση για να τελεστεί αυτή η συνάντηση στην Ασίζη, ήταν εμπνευσμένη από τη μαρτυρία του Φραγκίσκου ως άνθρωπος της ειρήνης, τον οποίο πολλοί βλέπουν με συμπάθεια από άλλες πολιτισμικές και θρησκευτικές θέσεις. Ταυτόχρονα, το φως των φτωχούλη του Θεού στην εν λόγω πρωτοβουλία, αποτελούσε εγγύηση της χριστιανικής αυθεντικότητας, δεδομένου ότι η ζωή του και το μήνυμά του,  βασίζονται τόσο ορατά στην επιλογή του Χριστού, ώστε να απορρίπτεται εκ των προτέρων κάθε πειρασμός θρησκευτικής αδιαφορίας, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το γνήσιο διαθρησκευτικό διάλογο. [...]Δεν θα μπορούσε να είναι ευαγγελική ή φραγκισκανική συμπεριφορά, η αποτυχία να συνδυαστεί η υποδοχή, ο διάλογος και σεβασμός όλων με τη βεβαιότητα της πίστης που κάθε χριστιανός, σε συντονία με τον Άγιο της Ασίζης, δεσμεύεται να καλλιεργήσει, ανακηρύσσοντας τον Χριστό ως οδό, αλήθεια και ζωή του ανθρώπου, μοναδικό Σωτήρα του κόσμου. "

Επιστρέφοντας στην αντιπαράθεση γύρω από την Β’ Σύνοδο του Βατικανού, αξίζει να γίνει λόγος για μια σημαντική διάσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 16-18 Δεκεμβρίου 2010 στη Ρώμη, μόλις λίγα βήματα από τη βασιλική του Αγίου Πέτρου, "για την ορθή ερμηνεία της Συνόδου, υπό το φως της Παράδοσης της Εκκλησίας."

Έπεσε  στην κριτική αξιολόγηση των ομιλητών κυρίως η "ποιμαντική" φύση της Β’ Βατικανής, με τις παραβάσεις που πραγματοποιήθηκαν στο όνομά της.

Ανάμεσα στους ομιλητές ήταν ο καθηγητής de Mattei και ο θεολόγος Brunero Gherardini, 85 ετών, ιερέας της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, επίτιμος καθηγητής του Ποντιφικού Πανεπιστημίου του Λατερανού και εκδότης του περιοδικού θωμιστικής θεολογίας »Divinitas.

Ο Gherardini είναι ο συγγραφέας ενός βιβλίου για την Β’ Σύνοδο του Βατικανού, το οποίο τελειώνει με μια "ικεσία στον Άγιο Πατέρα." Στον οποίο ζητείται να υποβάλλει υπό επανεξέταση τα διατάγματα της Συνόδου ώστε να διευκρινιστεί «αν, με ποια έννοια και σε ποιο βαθμό" η Β’ Βατικανή είναι ή δεν είναι σε συνέχεια με την προηγούμενο Διδακτικό Σώμα της Εκκλησίας.

Το βιβλίο του Gherardini προλογίζει ο Albert Malcolm Ranjith,  Αρχιεπίσκοπος του Κολόμπο και πρώην γραμματέας της Συνόδου για Θεία Λατρεία, ο οποίος και ονομάστηκε καρδινάλιος στο κονσιστόριο του περασμένου Νοεμβρίου.

Παρών στην διάσκεψη της 16-18 Δεκεμβρίου ως ομιλητής ήταν επίσης, ο βοηθός επίσκοπος της Καραγάντα στο Καζακστάν, Athanasius Schneider.

Παρακάτω είναι το τελευταίο μέρος της ομιλίας του. Που ολοκληρώνεται με  δύο προτεινόμενες θεραπείες για τις καταχρήσεις της μετα-συνοδικής περιόδου.

Η πρώτη είναι η έκδοση ενός «Σύλλαβου» εναντίον των δογματικών σφαλμάτων ερμηνείας της Β’ Βατικανής.

Η δεύτερη είναι η ονομασία επισκόπων «αγίων, γενναίων και βαθιά ριζωμένων στην παράδοση της Εκκλησίας. »

Τον Schneider άκουσαν καρδινάλιοι, κορυφαίοι θεολόγοι και υπεύθυνοι της Ρωμαικής Κούριας. Αρκεί να πούμε ότι μεταξύ  των ομιλητών ήταν ο Καρδινάλιος Velasio de Paolis, ο Αρχιεπίσκοπος Agostino Marchetto, ο επίσκοπος Luigi Negri και ο πανοσιολογιότατος  Florian Kolfhaus από την Γραμματεία του Κράτους του Βατικανού.

Μεταξύ των ακροατών ήταν παρούσα μια μεγάλη ομάδα των Φραγκισκανών της Αμίαντης Σύλληψης, ένα νεαρό θρησκευτικό τάγμα που ιδρύθηκε πάνω στη γραμμή του Αγίου Φραγκίσκου, ανθηρή σε κλήσεις και με προσανατολισμό κατηγορηματικά ορθόδοξο, σε αντίθεση με το δήθεν  «πνεύμα της Ασίζης», και οργανωτής της συγκεκριμένης διάσκεψης.

__________



Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ των αντικρουόμενων ερμηνειών

Του
Athanasius Schneider


[...] Για μια ορθή ερμηνεία της Β’ Βατικανής Συνόδου, είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη η πρόθεση, η οποία είναι εμφανής στα ίδια τα συνοδικά έγγραφα καθώς και στα συγκεκριμένα λόγια των Παπών που την ανήγγειλαν και προήδρευσαν, των Ιωάννη ΚΓ’ και Παύλου ΣΤ’.
Είναι επίσης αναγκαίο να ανακαλύφθεί το κοινό νήμα όλόκληρου  του έργου της Συνόδου, δηλαδή, η ποιμαντική της πρόθεση, η οποία είναι η «Salus animarum,",  η σωτηρία των ψυχών. Αυτή, με τη σειρά της, εξαρτάται και υποτάσσεται στην προώθηση της θείας λατρείας και τη δόξα του Θεού, δηλαδή εξαρτάται από το πρωτείο του Θεού.

Αυτό το πρωτείο του Θεού στη ζωή και σε όλη την δραστηριότητα της Εκκλησίας φανερώνεται απερίφραστα από το γεγονός ότι το διάταγμα για την λειτουργία καταλαμβάνει εκ προθέσεως και χρονολογικά  την πρώτη θέση στο τεράστιο έργο της Συνόδου.[...]

*

Το χαρακτηριστικό της ρήξης στην ερμηνεία των συνοδικών κειμένων, φανερώνεται με τρόπο περισσότερο στερεότυπο  και διαδεδομένο στην θεωρία μιας ανθρωποκεντρικής εξέλιξης, εκκοσμικευμένης ή νατουραλιστικής της Β’ Βατικανής Συνόδου, σε σχέση με την προηγούμενη εκκλησιαστική παράδοση.
Μια από τις πιο γνωστές εκδηλώσεις μιας τέτοιας εσφαλμένης ερμηνείας υπήρξε, για παράδειγμα, η λεγόμενη θεολογία της απελευθέρωσης και η μεταγενέστερη καταστροφική ποιμαντική πρακτική της.
Η αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα σε αυτή την θεολογία της απελευθέρωσης και την πρακτική της και στη Σύνοδο είναι εμφανής στην ακόλουθη συνοδική διδασκαλία: "Η ειδική αποστολή, την οποία ο Χριστός ανέθεσε στην Εκκλησία του, δεν είναι πολιτικής, οικονομικής ή κοινωνικής φύσης: ο σκοπός, πράγματι, που της έθεσε πρώτα από όλα είναι θρησκευτικής φύσης»(πρβλ. Gaudium et SPES, 42). [...]

Μια ερμηνεία ρήξης δογματικά ελαφρύτερη σημειώθηκε στο ποιμαντικό-λειτουργικό πεδίο. Αξίζει να αναφερθεί εν προκειμένω η χαλάρωση του ιερού και ύψιστου χαρακτήρα της λειτουργίας και η εισαγωγή στοιχείων και χειρονομιών περισσότερο ανθρωποκεντρικών.

Αυτό το φαινόμενο είναι εμφανές σε τρεις λειτουργικές πρακτικές πολύ γνωστές και διαδεδομένες σε όλες σχεδόν τις ενορίες της καθολικής οικουμένης: η σχεδόν πλήρης εξαφάνιση της χρήσης των λατινικών, η λήψη του ευχαριστιακού Σώματος του Χριστού απευθείας στο χέρι και όρθια, και η τέλεση της ευχαριστιακής θυσίας σε ένα περιβάλλον κλειστού κύκλου στον οποίο ιερέας και λαός κοιτάζουν συνεχώς ο ένας τον άλλον στο πρόσωπο.

Αυτός ο τρόπος προσευχής - ότι δεν είναι όλοι στραμμένοι προς μία κατεύθυνση, που αποτελεί μια σωματική και συμβολική έκφραση περισσότερο φυσιολογική όσον αφορά την αλήθεια ότι είμαστε όλοι στραμμένοι πνευματικά προς το Θεό στη δημόσια λατρεία- έρχεται σε αντίθεση με την την πρακτική που ο ίδιος ο Ιησούς και οι απόστολοί Του τήρησαν στη δημόσια προσευχή είτε στο Ναό είτε στη συναγωγή. Επίσης έρχεται σε αντίθεση με την ομόψυχη μαρτυρία των Πατέρων και όλης της μεταγενέστερης παράδοσης της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας.
Αυτές οι τρεις ποιμαντικές και λειτουργικές πρακτικές που έρχονται σε ηχηρή ρήξη με τον νόμο της προσευχής που διατηρήθηκε από τις γενιές των καθολικών πιστών για τουλάχιστον μια χιλιετία, δεν βρίσκουν καμία υποστήριξη στα συνοδικά κείμενα, αντίθετα, έρχονται περισσότερο σε αντίθεση με ένα συγκεκριμένο κείμενο της Συνόδου (για την λατινική γλώσσα Cf " Sacrosanctum concilium, 36 και 54),
και με την πραγματική πρόθεση των Πατέρων της Συνόδου, όπως μπορεί να επαληθευθεί στις πράξεις της Συνόδου.

*

Στο χάος των αντικρουόμενων ερμηνειών και στη σύγχυση των ποιμαντικών και λειτουργικών εφαρμογών, εμφανίζεται ως μοναδικός αυθεντικός ερμηνευτής των συνοδικών κειμένων, η ίδια η Σύνοδος μαζί με τον Πάπα.

Θα μπορούσε να γίνει μια αναλογία με το συγκεχυμένο ερμηνευτικό κλίμα των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας, που προκλήθηκε από αυθαίρετες δογματικές και βιβλικές ερμηνείες από την πλευρά ετερόδοξων ομάδων. Ο Τερτυλλιανός στο περίφημο έργο του  "De haereticorum praescriptione" μπορούσε να αντιταχθεί στους αιρετικούς με διαφορετικό προσανατολισμό με το γεγονός ότι μόνο η Εκκλησία κατέχει την «praescriptio», δηλαδή μόνο η Εκκλησία είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια της πίστεως, του Λόγου του Θεού και της Παράδοσης. Με αυτό η Εκκλησία μπορεί να απορρίψει τους αιρετικούς στις διαφωνίες σχετικά με αληθινή ερμηνεία. Μόνο η Εκκλησία μπορεί να πεί, κατά τον Τερτυλλιανό, « Εγώ είμαι ο κληρονόμος των αποστόλων». Μιλώντας αναλογικά, μόνο το Διδακτικό Σώμα του Πάπα ή μιας πιθανής μελλοντικής οικουμενικής Συνόδου θα μπορεί να πεί «Εγώ είμαι ο διάδοχος της Β’ Βατικανης Συνόδου».

Τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξαν και υπάρχουν ακόμη, οι ομάδες μέσα στην Εκκλησία που προκαλούν  μια τεράστια κατάχρηση του ποιμαντικού χαρακτήρα της Συνόδου και των κειμένων της, γραμμένα σύμφωνα με αυτή την ποιμαντική πρόθεση, επειδή η Σύνοδος δεν ήθελε να παρουσιάσει οριστικές διδασκαλίες που δεν χρήζουν μεταρρύθμισης. Από την ίδια την ποιμαντική φύση των κειμένων της Συνόδου είναι εμφανές ότι τα κείμενα είναι εξ’αρχής ανοικτά σε ολοκληρώσεις και περαιτέρω δογματικές διευκρινίσεις.  Λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία πολλών δεκαετιών με ερμηνείες δογματικά και ποιμαντικά λανθασμένες και αντίθετες με την συνέχιση δύο χιλιετιών του δόγματος και της προσευχής της πίστης, προκύπτει λοιπόν η επείγουσα ανάγκη μιας συγκεκριμένης και επίσημης επέμβασης του Πάπα με δογματικές προσθήκες και διευκρινίσεις, ένα είδος «Σύλλαβου» σχετικό με τα σφάλματα των ερμηνειών της Β’ Βατικανής Συνόδου.


Υπάρχει ανάγκη για ένα νέο Σύλλαβο, που αυτή τη φορά δεν θα απευθύνεται τόσο στα σφάλματα που προέρχονται εκτός Εκκλησίας, μα ενάντια στα σφάλματα μέσα στην Εκκλησία, διαδεδομένα από τους υποστηρικτές της θεωρίας της ασυνέχειας και της, με εφαρμογή δογματική, λειτουργική και ποιμαντική. 

Ο εν λόγω Σύλλαβος θα έπρεπε να αποτελείται από δύο μέρη, το μέρος που αναφέρει τα σφάλματα, και το θετικό μέρος με αποσαφηνιστικές προτάσεις, ολοκλήρωση και δογματικές διευκρινίσεις.
*

Υπάρχουν δύο ομάδες που υποστηρίζουν τη θεωρία της ρήξης. Μια από αυτές τις ομάδες προσπαθεί να «προτεσταντοποιήσει» δογματικά, λειτουργικά και ποιμαντικά την ζωή της Εκκλησίας. Από την αντίθετη πλευρά υπάρχουν συντηρητικές ομάδες που στο όνομα της παράδοσης, απορρίπτουν την Σύνοδο και ξεφεύγουν από την υπακοή στο ζωντανό διδακτικό Σώμα της Εκκλησίας και στον Πάπα, υπακούοντας μόνο στο Χριστό και αναμένοντας καλύτερες μέρες. [...]

Υπήρχαν στην ουσία δύο λόγοι που εμπόδισαν την Σύνοδο να φέρει πλούσιους και διαρκείς καρπούς.
Ο ένας λόγος βρισκόταν έξω από την Εκκλησία, στη βίαιη διαδικασία της πολιτιστικής και κοινωνικής επανάστασης της δεκαετίας του 60, που όπως κάθε δυνατό κοινωνικό φαινόμενο εισχωρούσε μέσα στην Εκκλησία μολύνοντας με το πνεύμα της ρήξης που το χαρακτήριζε, μεγάλο μέρος των ανθρώπων και των θεσμών της.
Ο άλλος λόγος εκδηλωνόταν στην έλλειψη σοφών και συγχρόνως θαρραλέων ποιμένων της Εκκλησίας που θα ήταν έτοιμοι να υπερασπίσουν την αγνότητα και την ακεραιότητα της πίστης και της λειτουργικής και ποιμαντικής ζωής, χωρίς να αφεθούν να επηρεαστούν ούτε από τον έπαινο, ούτε και από τον φόβο.

Ήδη η Οικουμενική Σύνοδος του Τρέντο (1545-1563) σε ένα από τα τελευταία διατάγματα για την γενική μεταρρύθμιση της Εκκλησίας δήλωνε ότι «η Αγία Σύνοδος, κλονισμένη από τα πολλά σοβαρά δεινά που ταλαιπωρούν την Εκκλησία, δεν μπορεί να μην θυμάται ότι το πιο αναγκαίο πράγμα για την Εκκλησία του Θεού είναι να επιλέξει ποιμένες άριστους και κατάλληλους. Κυρίως για το λόγο ότι ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός θα ζητήσει λογαριασμό για εκείνα τα πρόβατα που θα μπορούσαν να χαθούν εξαιτίας της κακής διακυβέρνησης των απρόσεκτων ποιμένων που ξεχνούν το καθήκον τους».   (Περίοδος  XXIV, Decreto "de reformatione", can. 1)

Η Σύνοδος συνέχιζε «Όσο για όλους αυτούς που για οποιοδήποτε λόγο έχουν κάποιο δικαίωμα από την πλευρά της Αγίας Έδρας για να παρέμβουν στην προώθηση μελλοντικών επισκόπων ή σε αυτούς που λαμβάνουν μέρος με άλλο τρόπο, η Αγία Σύνοδος τους προτρέπει και τους προειδοποιεί ώστε να θυμούνται πρώτα απ’ όλα ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα πιο χρήσιμο για την δόξα του Θεού και την σωτηρία των λαών από το να δεσμευτούν να επιλέξουν καλούς και κατάλληλους ποιμένες για την διακυβέρνηση της Εκκλησίας».

Υπάρχει, λοιπόν, πραγματικά ανάγκη για ένα συνοδικό Σύλλαβο με δογματική αξία και επιπλέον υπάρχει η ανάγκη να αυξηθεί ο αριθμός των επισκόπων που να είναι άγιοι, θαρραλέοι και βαθιά ριζωμένοι στην παράδοση της Εκκλησίας, χωρίς ίχνος νοοτροπίας ρήξης είτε σε δογματικό πεδίο, είτε σε λειτουργικό πεδίο.

Αυτά τα δύο στοιχεία αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση  ώστε να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό η δογματική, λειτουργική και ποιμαντική σύγχυση, και το ποιμαντικό έργο της Β’ Βατικανής Συνόδου να μπορέσει να φέρει πολλούς και διαρκείς καρπούς μέσα στο πνεύμα της παράδοσης,  που μας συνδέει με το πνεύμα που επικρατούσε σε κάθε εποχή, παντού και σε όλα τα αληθινά παιδιά της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία είναι η μοναδική και αληθινή Εκκλησία του Θεού στη γη.