Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Ο Θεολογικός Διάλογοςμεταξύ της Oρθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησιάς

Επιμέλεια: Χρυσόστομος Σταμούλης, Αναπλ.Καθηγητής ΑΠΘ 
Πηγή: amen.gr
undefined
Στις 20 Μαΐου του 2009, στην Αίθουσα Τελετών του Α.Π.Θ., το Τμήμα Θεολογίας του Α.Π.Θ., σε συνεργασία με τον Τομέα Δογματικής Θεολογίας πραγματοποίησαν Επιστημονική Ημερίδα με θέμα Ο θεολογικός διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Συμμετείχαν οι δύο συμπρόεδροι του επίσημου Θεολογικού Διαλόγου των δύο Εκκλησιών, καρδινάλιος Walter Kasper και Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, καθώς και οι Ιωάννης Σπιτέρης (Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας), Αθανάσιος Βλέτσης (Καθηγητής του Ορθοδόξου Ινστιτούτου του Μαξιμιλιανού Πανεπιστημίου του Μονάχου), Μάξιμος Βγενόπουλος (Αρχιδιάκονος Οικουμενικού Πατριαρχείου), Γεώργιος Μαρτζέλος (Καθηγητής Τμήματος Θεολογίας Α.Π.Θ.-Διευθυντής του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών), Δημήτριος Τσελεγγίδης (Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.), Χρυσόστομος Σαββάτος (Μητροπολίτης Μεσσηνίας), Πέτρος Βασιλειάδης (Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας), Χρυσόστομος Σταμούλης (Αν. Καθηγητής Α.Π.Θ.).

Τις εισηγήσεις ακολούθησαν δύο ωριαίες συζητήσεις, κατά τη διάρκεια των οποίων οι εισηγητές απάντησαν σε ερωτήσεις του πολυπληθούς ακροατηρίου.

Τα συμπεράσματα των εισηγήσεων είναι τα εξής:

Σεβασμιότατος Καρδινάλιος Walter Kasper

Κατά τον Καρδινάλιο Κάσπερ, ο απόστολος Παύλος, προσωπικότητα  πολυπολιτισμική, συνιστά το κοινό θεμέλιο στο οποίο στέκονται από κοινού Ανατολή και Δύση και ως εκ τούτου μπορεί να αποτελέσει και αποτελεί κλασικό παράδειγμα οικουμενικής αναζήτησης, παράδειγμα οικουμενικής ανοικτότητας απέναντι στον κάθε πολιτισμό και τις προκλήσεις του. Με τον Παύλο συντελείται η μεγάλη αλλαγή στην ιστορία του πολιτισμού, καθώς τη θέση του θεοποιημένου ανθρώπου καταλαμβάνει ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Χριστός, ο οποίος αποτελεί το κέντρο της ιστορίας.

Κατά συνέπεια η Εκκλησία ως χώρος που γεμίζει από τον Χριστό οφείλει να πληρώνει το σύμπαν. Την ενότητά της η Εκκλησία συναντά στο μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας. Ανατολή και Δύση έχουν κοινή αποστολική παράδοση και μοιράζονται τα βασικά δόγματα της πίστης, έτσι όπως ορίστηκαν στις οικουμενικές συνόδους της πρώτης χιλιετίας. Η αδυναμία άρσης του σχίσματος του 1054 οφείλεται στην έλλειψη κατανόησης και αγάπης των δύο αδελφών Εκκλησιών. Μετά από είκοσι σχεδόν αιώνες και παρ’ όλες  τις ενδιάμεσες αστοχίες το πρωταρχικό κίνητρο και ο μοναδικός στόχος της οικουμενικής κίνησης πρέπει να παραμένει η εντολή του Ιησού «ίνα πάντες εν ώσι» (Ιω. 17,21) και ως εκ τούτου η ολοκληρωμένη εκκλησιαστική κοινωνία.

Ορθόδοξη και Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συμφωνούν στην ανάγκη του πρωτείου, το οποίο κατά την πρώτη χιλιετία ανήκει αποκλειστικά και μόνον στον επίσκοπο Ρώμης. Ανοικτό, εντούτοις, μένει το πρόβλημα σύνδεσης του πρωτείου με το θέμα της συνοδικότητας. Ο διάλογος έχει κάνει σημαντικά βήματα, μένουν, όμως, αρκετά ακόμη θέματα ανοικτά, τα οποία θα συζητηθούν στην ερχόμενη συνάντηση της Κύπρου, χωρίς βέβαια να ελπίζει κανείς πως μπορούν μαγικά και αυτόματα να λυθούν όλα τα προβλήματα που απασχολούν εδώ και αιώνες τις δύο Εκκλησίες. Τούτο, όμως, δεν αποκλείει την πίστη, πως με τη βοήθεια του Θεού και ειλικρινή μετάνοια τίποτα δεν είναι αδύνατο.

Καθηγητής Αθανάσιος Βλέτσης

Ο καθηγητής Αθανάσιος Βλέτσης, ύστερα από την ιστορική αναδρομή στους δρόμους του θεολογικού διαλόγου Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού και αφού υπενθύμισε ότι η ενεργοποίηση της αγάπης μέσα από την ευθύνη για το μέλλον του κόσμου αποτελεί την αποστολή των Εκκλησιών, κατέληξε στα εξής επτά σημεία-προτάσεις, τα οποία θεωρεί αναγκαία για την περαιτέρω προώθηση του διαλόγου.

1. Αφετηρία κάθε διαλόγου είναι η αυτογνωσία, και αυτογνωσία στη χριστιανική παράδοση είναι αδιάλειπτα δεμένη με την ομολογία των σφαλμάτων, με την διάθεση για μετάνοια και αλληλο-συγχώρεση, ως προϋπόθεση ενός νέου ξεκινήματος της ζωής: «πρὸ πάντων τὴν εἰς ἑαυτοὺς ἀγάπην ἐκτενῆ ἔχοντες, ὅτι ἀγάπη καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν»  (1 Πετρ 4,8).

2. Ο διάλογος καλλιεργείται μέσα σε ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ειλικρινούς και ανιδιοτελούς αγάπης και κατανόησης. Η κοινή προσευχή υπήρξε πάντα μια τέτοια ενεργητική πηγή που ξέρει να εμπιστεύεται τελικά τα προβλήματά της στο χορηγό κάθε δώρου αγαθού: τον εν Τριάδι Θεό.

3.  Ο διάλογος καλλιεργείται μέσα από τη συγκεκριμένη στράτευση προσώπων με όραμα και φλεγόμενη καρδιά: Στην κατεύθυνση αυτή οδηγοί μπορεί να είναι τα μεγάλα αναστήματα που διακόνησαν το διάλογο στις απαρχές του. Εξίσου όμως άοκνη πρέπει να είναι η μέριμνα για την ανανέωση των προσώπων με την προετοιμασία και ένταξη νέων ανθρώπων «στη διακονία του καταλλαγής».

4. Τα βήματα και πολύ περισσότερο πορίσματα του διαλόγου δεν μπορούν να μένουν υπόθεση κάποιας κλειστής ομάδας επαγγελματιών της θεολογικής επιστήμης. Όσο ίσως τίποτα άλλο επιβάλλεται να γίνει γνώστης και μέτοχος ο λαός του Θεού.

5. Συγκεκριμένα και απτά δείγματα αγάπης πρέπει να συνοδεύουν το θεολογικό διάλογο και τα οποία πρέπει να αγκαλιάζουν έτσι το λαό, αλλά και δείχνουν με τρόπο ορατό την πρόοδο που επιτελείται. Τέτοια μέτρα έχουν ήδη παρθεί, από την αναγνώριση του βαπτίσματος (πριν από 2 χρόνια στην πόλη Magdeburg), μέχρι τη διευθέτηση προβλημάτων ποιμαντικής διακονίας ιδιαίτερα σε μικτά ζευγάρια. Δε θα μπορούσε ένα επόμενο τέτοιο βήμα να είναι να επιτραπεί στα μικτά ζευγάρια η κοινή θεία ευχαριστία, όπως υποστήριξε τελευταία ο συνάδελφος Γρηγόρης Λαρεντζάκης;

6. Ο διάλογος των Εκκλησιών είναι υπόθεση ζωής: δεν εξαντλείται μόνο στα σημεία που χωρίζουν τις Εκκλησίες, ούτε τελειώνει με την επίτευξη επιμέρους στόχων. Οι προτεραιότητες ενός κόσμου που συνεχώς αλλάζει θέτουν ενώπιον μας νέα προβλήματα, όπως τα παρακάτω:
 - από την οικολογία και την εξάντληση των βιώσιμων πόρων
 - από τη βιοηθική και την ευθανασία, ως προκλήσεις στη αρχή και στο τέλος της ζωής
 - από την κρίση αξιών, ιδιαίτερα στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας δικαίου
 - από τη διάδοση μέσων μαζικής καταστροφής
 - lust but not least από το χώρο της οικονομίας και της συναφούς οικ. μετανάστευσης

Ωστόσο ο συγκεκριμένος επίσημος θεολογικός διάλογος δεν μπορεί να είναι χωρίς αρχή και τέλος. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να ξεκινήσει κανείς από δυο βασικές επιλογές, κινήσεις καλής θέλησης.  Να αφαιρεθεί εκ μέρους των Ρωμαιοκαθολικών η  προσθήκη του Filioque  από το σύμβολο των Δυτικών Εκκλησιών και να ακολουθήσει εκ μέρους των Ορθοδόξων η αποκατάσταση της μνημόνευσης του ονόματος του Πάπα στα Δίπτυχα (με βάση και την αντίληψη περί ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, όπως ιδιαίτερα την σκιαγράφησε η πρόταση του Josef Ratzinger το 1976). Η συμβολική των αριθμών θα μπορούσε να επισημάνει το έτος 2014 ως ένα τέτοιο σταθμό. Είναι έτοιμες οι Εκκλησίες για ένα τέτοιο βήμα;

Σεβασμιότατος Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας, Καθηγητής Ιωάννης Σπιτέρης 

Θέμα του ήταν το πρωτείο του επισκόπου Ρώμης στην 1η χιλιετία. Σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο Κερκύρας, οι ιστορικές μελέτες μπορούν να αποτελέσουν ένα είδος κάθαρσης και να  βοηθήσουν στην αποβολή  ορισμένων βαρών που  έχει φορτώσει τόσο την Ανατολή όσο και τη Δύση, πράγμα που βοηθά τη θετική εξέλιξη του διαλόγου.
Σύμφωνα πάντα με τούτη την καταφυγή στην ιστορία, αποκαλύπτονται δυο ερμηνείες  για τη θέση του πρωτείου στην ιστορία της Εκκλησίας. Η θέση του Βυζαντίου και η θέση της Δύσης.

Σύμφωνα με την πρώτη, το πρωτείο δεν ήταν απλά πρωτείο τιμής.  Το βυζάντιο ανεγνώριζε ξεκάθαρα στον επίσκοπο Ρώμης μια εξουσία  και ένα πρωτείο που δεν μπορεί να ελαχιστοποιηθεί σ’ ένα απλό πρωτείο τιμής. Έτσι η κοινωνία με τον Ρώμης είχε μεγάλη σημασία, χωρίς αυτό να σημαίνει απόλυτη μοναρχική εξουσία. Δικλείδα ασφαλείας απέναντι σε έναν τέτοιο κίνδυνο αποτελούσε δίχως άλλο  ο θεσμός της πενταρχίας και συνεπώς το γεγονός της συνοδικότητας, η οποία  εξασφάλιζε την εκκλησιαστική ενότητα και την ορθόδοξη πίστη.

Σύμφωνα με τη δεύτερη, η εκκλησία είναι το σώμα και ο Χριστός η κεφαλή του.  Η Εκκλησία, ως σώμα Χριστού, έχει μυστηριακή και πνευματική υπόσταση, αλλά και ιστορική διάσταση.  Σε αυτό το οργανικό σώμα πρέπει να υπάρχει μια κεφαλή όχι μόνο στη μυστικιστική της υπόσταση (ο Χριστός), αλλά και στην ορατή της διάσταση, η οποία δεν είναι άλλη από τον επίσκοπο Ρώμης, τον  “Vicarius Christi”. Μια τέτοια θέση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η Ρώμη είναι η έδρα του Πέτρου. Έτσι βλέπει τον εαυτό της ως «μέριμνα» για όλες τις εκκλησίες και ως «μητέρα» τους.

Με βάση λοιπόν τη γνώση και αξιοποίηση τούτης της ιστορίας, σήμερα, οι καθολικοί θεολόγοι διακρίνουν μεταξύ παποσύνης που θεωρείται υπόλειμμα του μεσαίωνα και μεταξύ της διακονίας του επισκόπου Ρώμης, που συνιστά την  απαραίτητη δομή για την πραγματική και ουσιαστική λειτουργία της  καθολικής  εκκλησίας. Ο αδελφικός διάλογος  μεταξύ των δύο Εκκλησιών οφείλει να αναζητήσει σε τι συνίσταται το θέλημα του Χριστού σχετικά με τις δομές της Εκκλησίας του και πως αυτές πρέπει να εξασκούνται για το καλό της Εκκλησίας.

Αρχιδιάκονος Δρ. Μάξιμος Βγενόπουλος (Οικουμενικό Πατριαρχείο)

Ο πατέρας Μάξιμος Βγενόπουλος υποστήριξε ότι η ύπαρξη πρώτου και κεφαλής σε παγκόσμιο επίπεδο είναι συμβατή με την ευχαριστιακή εκκλησιολογία της αρχαίας εκκλησίας. Σύμφωνα με την κανονική παράδοση πάντοτε υπήρχε στην Εκκλησία μια κεφαλή και ένα κέντρο ενότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, το οποίο εκφράζει την ενότητά της. Στην αρχαία Εκκλησία υπήρξε ο Ρώμης, στην δε Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδιαμφισβήτητα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως-κεφαλή της παγκοσμίου Ορθοδοξίας.

Αποδίδοντας τον παγκόσμιο αυτό χαρακτήρα ως χαρακτηριστικό και του Ρώμης και του Κωνσταντινου-πόλεως αναζητά τη σύνδεση του πρωτείου με το συνοδικό σύστημα της εκκλησίας και τη θεώρησή του στο πλαίσιο του πρωτείου τιμής. Και τούτο διότι ο συνοδικός θεσμός ουδέποτε λειτούργησε χωρίς την παρουσία του πρώτου. Επίσης προκρίνει αυτή τη θεώρηση ως αίτημα για διάλογο με δογματική σημασία και ως πρόκληση για τη σύγχρονη ορθόδοξη θεολογία. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται το κείμενο της Ραβέννας, που θέτει τον θεσμό του πρώτου σε Τριαδολογική βάση. Το πρωτείο είναι θέμα πίστεως και όχι μόνο κανονικής τάξεως.

Σεβασμιότατος Καθολικός Επίσκοπος Καρκαβίας, Καθηγητής Δημήτριος Σαλάχας

Σύμφωνα με τον επίσκοπο Καρκαβίας, το πρωτείο και η συνοδικότητα είναι θεσμοί αλληλοεξαρτώμενοι σε κάθε επίπεδο (τοπικό-εθνικό-παγκόσμιο). Ιστορικά στην 1η χιλιετία ο επίσκοπος Ρώμης ήταν πρώτος μεταξύ των Πατριαρχών και η εκκλησία Ρώμης η προκαθήμενη της αγάπης. Επίσης ο Ρώμης ήταν πρώτος μεταξύ των επισκόπων αλλά ωστόσο ο ρόλος του δεν ήταν ακόμη σαφής. Το θέμα λοιπόν των αρμοδιοτήτων του πρώτου Ρώμης αποτελεί και σήμερα σημείο προβληματισμού.

Επιπλέον υπάρχουν διαφορές ως προς τη θεολογική θεμελίωση του πρωτείου. Ως εκ τούτου ακόμα και η συμφωνία στη βάση  της κανονικής  και ιστορικής διάσταση του πρωτείου, δεν είναι ικανή να οδηγήσει στην άρση του συνόλου των διαφορών οι οποίες θα συνεχίσουν να παραμένουν το αγκάθι της κοινής προσπάθειας για την ένωση.  Η Ανατολή μοιάζει αδύναμη να  παρακολουθήσει τις εξελίξεις του πρωτείου εντός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας στη διάρκεια της 2ης χιλιετίας. Και το πρόβλημα τούτο σχετίζεται δίχως άλλο με την εμμονή της στη συνοδικότητα, που φαίνεται να δεσμεύει τον πρώτο στις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων.   Τα παραπάνω θέματα, όμως,  θα εξεταστούν ενδελεχέστερα στην επόμενη συνάντηση της Κύπρου, με θέμα: «Ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία των Εκκλησιών κατά την πρώτη χιλιετία».

Καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος

Ο Καθηγητής Γεώργιος Μαρτζέλος εξέθεσε την εκκλησιολογική πρόοδο που συντελέστηκε με  το Κείμενο της Ραβέννας, τονίζοντας τη σημαντικότητα της συμβολής των Ορθοδόξων, που προσδιορίζεται στην απόλυτη σύνδεση πρωτείου και συνοδικότητας. Πραγματικότητα  που αποτελεί εκκλησιολογική και κανονική συνέπεια της ορθόδοξης τριαδολογίας και της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας.

Ήδη με το κείμενο αυτό, που συνεχίζει και προεκτείνει την εκκλησιολογική προβληματική των κειμένων του Μονάχου (1982), του Bari (1987) και του Νέου Βάλαμο (1988), τέθηκαν οι σταθερές βάσεις, για να γίνει κατά την προσεχή Γενική Συνέλευση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής, που θα πραγματοποιηθεί φέτος τον Οκτώβριο στην Κύπρο, το επόμενο μεγάλο βήμα: να εξετασθεί δηλ. ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης ως «πρώτου τη τάξει» μεταξύ των πατριαρχών στα πλαίσια της εκκλησιαστικής κοινωνίας κατά την περίοδο της αδιαίρετης Εκκλησίας. Και το βήμα αυτό, όπως αντιλαμβανόμαστε, είναι πολύ σημαντικό για την υπέρβαση ενός από τα μεγαλύτερα αίτια που προκάλεσαν το σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αλλά και από τα μεγαλύτερα εμπόδια που δυσχεραίνουν την πορεία προς αποκατάσταση της μυστηριακής ενότητας μεταξύ τους.

Επιπρόσθετα, το  Κείμενο της Ραβέννας αποτελεί από ορθόδοξη άποψη ένα πολύ σημαντικό βήμα στο διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών, γιατί, εκτός των άλλων, θέτει τις εκκλησιολογικές βάσεις για τη συζήτηση στα πλαίσια του διαλόγου της θεολογικής και κανονικής νομιμότητας των μονομερών ενεργειών του επισκόπου Ρώμης, όπως η προσθήκη του Filioque στο Σύμβολο της Πίστεως, η τροποποίηση του «πρωτείου τιμής» σε «πρωτείο εξουσίας» εφ’ ολοκλήρου της Εκκλησίας, καθώς επίσης και η κατάργηση του τίτλου «Πατριάρχης της Δύσεως», που δεν συνάδουν με την Εκκλησιολογία της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας.

Έτσι, καίτοι ο διάλογος ύστερα από πρόταση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής ξεκίνησε το 1980 από τα σημεία που ενώνουν τις δύο Εκκλησίες, ήδη οδηγείται κατ’ ανάγκην με αργά αλλά σταθερά βήματα στην εξέταση των διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Το παρήγορο βέβαια εν προκειμένω είναι ότι οι διαφορές αυτές κατόπιν συμφωνίας και των δύο πλευρών εξετάζονται και θα εξετάζονται κατά την πορεία του διαλόγου υπό το πρίσμα της θεολογίας της αρχαίας και αδιαίρετης Εκκλησίας. Και αυτό ακριβώς αποτελεί δέσμευση των δύο διαλεγομένων Εκκλησιών.

Ανεξάρτητα όμως από την πορεία και την εξέλιξη του Θεολογικού αυτού Διαλόγου θα πρέπει να τονιστεί ότι οι υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των δύο Εκκλησιών δεν μπορούν να λυθούν έξω και μακριά από το πλαίσιο και το κλίμα του διαλόγου., πράγμα που τονίζεται και από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, ο οποίος με αφορμή τα γεγονότα της εποχής του σημείωνε: «Ότε διίστανταί τινες αλλήλων και ου χωρούσι προς λόγους, δοκεί μείζων είναι και η μεταξύ τούτων διαφορά. ότε δ’ εις λόγους συνέλθωσι και εκάτερον μέρος νουνεχώς ακροάσηται τα παρ’ εκατέρου λεγόμενα, ευρίσκεται πολλάκις ολίγη η τούτων διαφορά».

Καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης

Ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης με έντονη κριτική διάθεση σημείωσε πως στο κοινό Κείμενο η Ορθόδοξη Εκκλησιολογία επεκτείνεται και εφαρμόζεται ανεπίτρεπτα και στους ετεροδόξους. Αυτό γίνεται απροϋπόθετα, χωρίς δηλαδή να λαμβάνονται υπόψη οι υφιστάμενες δογματικές διαφορές, πράγμα που νομιμοποιεί εκκλησιολογικά την ετεροδοξία και την εξισώνει με την Ορθοδοξία.

Ο εκκλησιολογικός αυτός νεωτερισμός διαποτίζει όλο το κοινό Κείμενο και εκβάλλει σε επιμέρους εκκλησιολογικές παραδοξότητες, οι οποίες αλλοιώνουν την έως τώρα αυτοσυνειδησία της Ορθοδοξίας. Το κοινό Κείμενο δηλαδή φαίνεται να προϋποθέτει σαφώς, ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί ανήκουν στη «Μία Εκκλησία» και ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί έχουν κοινή με τους Ορθοδόξους  αποστολική πίστη, παρά την ταύτιση ουσίας και ενέργειας στο Θεό, παρά το Filioque, παρά την εσφαλμένη δογματική διδασκαλία τους για τον κτιστό χαρακτήρα της άκτιστης και θεοποιού Χάριτος. Όλα τα παραπάνω, στα οποία παραμένουν σταθερά μέχρι σήμερα οι Ρωμαιοκαθολικοί, ακυρώνουν στην πράξη το χαρακτήρα της Εκκλησίας ως «κοινωνίας θεώσεως», με την οντολογική σημασία του όρου, πραγματική δηλαδή και όχι συμβολική μετοχή του ανθρώπου στη θεία ζωή. Ακυρώνουν όμως ταυτόχρονα και τον ουσιαστικό χαρακτήρα των μυστηρίων της.

Ως εκ τούτου και με βάση πάντα τη διατύπωση του κειμένου της Ραβέννας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η βάση του διαλόγου, θεολογικώς κρινόμενη, είναι δυστυχώς, τελείως εσφαλμένη. Και τούτο, γιατί παραμερίστηκαν θεμελιώδεις βιβλικές και πατερικές προδιαγραφές-προϋποθέσεις. Γι’ αυτό και η ουσιαστική αποτυχία του πραγματικού Θεολογικού Διαλόγου είναι προδικασμένη. Ο Θεολογικός Διάλογος οδήγησε ήδη τη Μικτή Διεθνή Επιτροπή σε κατάθεση 10 κοινών Κειμένων χωρίς τις παραπάνω προϋποθέσεις, αφού σε κανένα κοινό Κείμενο δεν γίνεται λόγος για σαφή καταδίκη των καινοφανών δογμάτων του Ρωμαιοκαθολικισμού, όπως λ.χ. του Filioque. Την πρακτική αυτή βλέποντας με έκδηλη πνευματική ανησυχία ο μακαριστός Γέροντας π. Παΐσιος ο Αγιορείτης, παρατήρησε εύστοχα και προφητικά: «Για αλλού ξεκινήσαμε και αλλού πηγαίνουμε, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, όταν δεν ακολουθούμε τα χνάρια των Αγίων Πατέρων».

Από τις αρχές του 20ου αιώνα, με τη γνωστή Πατριαρχική Εγκύκλιο του 1920, άρχισε να παραμερίζεται ουσιαστικά η σύσταση του αγίου Γρηγορίου Παλαμά προς τους Ρωμαιοκαθολικούς και να υιοθετούνται άλλες προϋποθέσεις για το Θεολογικό Διάλογο με τους ετεροδόξους. Έτσι, εγκαινιάστηκε μια άλλη μη Πατερική πορεία, με αναπόφευκτη συνέπεια τώρα «να πηγαίνουμε αλλού, χωρίς (ίσως) να το καταλαβαίνουμε». Το Κείμενο της Ραβέννας, με τη θεολογική κριτική του οποίου ασχολήθηκε ο κ. Τσελεγγίδης, παρουσιάζει εύγλωττα τις αρνητικές συνέπειες των εσφαλμένων προϋποθέσεων του Θεολογικού Διαλόγου και προδιαγράφει το ποιόν και του επόμενου κοινού Κειμένου τον Οκτώβριο στην Κύπρο, εκτός και αν στο μεταξύ αλλάξουν οι προϋποθέσεις του Διαλόγου.

Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Σαββάτος) 

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Μεσσηνίας, η έκδοση του πρώτου κοινού θεολογικού κειμένου, στο Μόναχο το 1982,  δημιούργησε μια θετική αίσθηση ότι είναι δυνατή η λειτουργία του τρίπτυχου: Αγία Τριάς-Εκκλησία-Ευχαριστία, προκειμένου να αποτελέσει τη βάση των δύο εκκλησιών για την πορεία του θεολογικού διαλόγου. Η αισιοδοξία όμως αυτή υποχώρησε γρήγορα καθώς αποδείχθηκε ότι τα συγκεκριμένα κείμενα, τα τρία πρώτα κείμενα του διαλόγου, δεν είχαν απήχηση στη ζωή της εκκλησίας.

Η διαπίστωση αυτή οδήγησε για μία ακόμη φορά στην αναζήτηση των λόγων που οδηγούν στην αδυναμία αποδοχής (reception) των συγκεκριμένων κειμένων και στην παράλληλη προσπάθεια προτάσεων υπέρβασής τους. Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, οι αιτίες τούτης της προβληματικής πρακτικής είναι οι εξής:

1. Αδυναμία  συμφωνίας εάν τα κοινά κείμενα είναι κείμενα εργασίας ή δοκίμια θεολογικά που εξαντλούν την ορθόδοξη ή την ρωμαιοκαθολική διδασκαλία για το συγκεκριμένο θέμα..

2. Αδυναμία συμφωνίας  για το χαρακτήρα του διαλόγου. Είναι διάλογος μεταξύ θεολόγων ή διάλογος της εκκλησίας. Αν υποτεθεί ότι τα κείμενα αφορούν τις εκκλησίες, τότε αυτά πρέπει να φτάσουν στο λαό και να γίνουν κτήμα του.

3. Αδυναμία υπέρβασης των δομικών διακρίσεων των δύο Εκκλησιών, που αποτελούν και το βαθύτερο πυρήνα της ύπαρξής τους.

Εν τέλει η όποια πορεία του διαλόγου, προκειμένου να έχει κάποιον λόγο υπάρξεως και να αποφύγει τις δυσκολίες του παρελθόντος, θα πρέπει να είναι πορεία με χαρακτηριστικά αξιοπρέπειας, ειλικρίνειας και τιμιότητας.

Καθηγητής Π. Βασιλειάδης, Πρόεδρος του Τμήματος Θεολογίας

Η Β΄Βατικανή Σύνοδος αποτέλεσε σταθμό της κορύφωσης των εκκλησιολογικών συζητήσεων σε διαχριστιανικό επίπεδο. Στη σύνοδο αυτή υπήρξε η αγωνία του επαναπροσδιορισμού της εκκλησιαστικής ταυτότητας της δυτικής χριστιανοσύνης, με ενδεικτικό στοιχείο αυτής της ατμόσφαιρας το κυρίαρχο σύνθημα: «Η ευχαριστία κάνει την εκκλησία».

Ως εκ τούτου βάση προσέγγισης του διαλόγου αποτελεί κατεξοχήν η ευχαριστιακή κατανόηση της εκκλησίας. Άλλωστε η ευχαριστία ως κατεξοχήν κοινωνία αποτελεί τη μοναδική έκφραση ενότητας της εκκλησίας.

Συνεπώς τα κριτήρια του θεολογικού διαλόγου της αληθείας δεν μπορούν να βασίζονται ούτε στην κανονική παράδοση, που φυσιολογικά διαμορφώθηκε στις δύο εκκλησίες, ούτε στην αντιρρητική τους παράδοση, ούτε τέλος στη βιβλική εξηγητική παράδοση της κάθε διαλεγόμενης εκκλησίας.  Και τούτο διότι μόνον η πιστότητα στην αυθεντική Αποστολική

Παράδοση, με άλλα λόγια η αυθεντική εκκλησιολογία, μπορεί να τεθεί ως βάση και κριτήριο του διαλόγου της αληθείας».
Βέβαια, η εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία των εκκλησιών αναζητείται στις μεταγενέστερες εκφράσεις της και ελάχιστα έως και μηδενικά στα κείμενα της ΚΔ, τα οποία και αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της κάθε εκκλησιολογίας. Πράγμα
που συνιστά δίχως άλλο ένα από τα βασικά ελλείμματα  του διαλόγου, που στις περισσότερες των περιπτώσεων μένει εγκλωβισμένος στο παρελθόν και την παραδοσιαρχία. Ως αποτέλεσμα άμεσο προβάλλει κυρίως για την Ορθόδοξη Εκκλησία η απουσία διαλόγου της με τη νεωτερικότητα και η συνακόλουθη ανάπτυξη του φαινομένου της αντιδυτικότητας.

Εν τέλει, προκειμένου να οδηγηθούν οι Εκκλησίες σε ένα γόνιμο και ουσιαστικό διάλογο θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη της τα εξής: Ο διάλογος της αληθείας είναι κατ’ αρχήν έκφραση πνευματικότητας. Στο διάλογο της αληθείας προσέρχεται κανείς όχι με πνεύμα αλαζονείας αλλά με πνεύμα ταπείνωσης και φόβου Θεού. Στο διάλογο πηγαίνουμε όχι για να ομολογήσουμε την Ορθοδοξία μας, αλλά για να συνδράμουμε συνεργικά στο έργο του Αγίου Πνεύματος. Στο διάλογο απαιτείται αποφασιστικότητα, από μέρους των κατά τόπους Αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά παράλληλα και ενημέρωση του Ορθοδόξου πληρώματος της εκκλησίας.

Σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία, στον Ορθόδοξο κόσμο το ουσιαστικό αυτό στοιχείο της χριστιανικής μαρτυρίας έχει αφεθεί στα ακραία στοιχεία (και ασθενέστερα μέλη, κατά μία επιτυχή έκφραση του Οικουμενικού Πατριάρχη), με αποτέλεσμα όχι την ενημέρωση αλλά την παρα-πληροφόρηση των πιστών. Τέλος, ο διάλογος είναι διάλογος αληθείας, δεν αποβλέπει στο συμβιβασμό ετερόκλητων θέσεων. Η αποτυχία της περιβόητης συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας αποτελεί σήμερα παράδειγμα προς αποφυγή.

Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας

Σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Περγάμου, ο διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών αποτελεί κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας. Συνεπώς οι οποιεσδήποτε αντιδράσεις πρέπει να κατανοούνται στο πλαίσιο της προσδοκίας της ενότητας που αποτελεί μέριμνα της Εκκλησίας.

Το σχίσμα δεν είναι μια ουδέτερη πραγματικότητα αλλά ένα δραματικό γεγονός, το οποίο η Εκκλησία βίωσε ήδη από την εποχή του Ευαγγελίου. Τα παλαιά σχίσματα, όμως, θεραπεύτηκαν, πράγμα που δεν συμβαίνει και με το σχίσμα του 1054. Έτσι μοιάζει σήμερα, ο αγώνας για ενότητα, να είναι αγώνας για το αδύνατο.  Η μεγαλύτερη ευθύνη αυτού του σχίσματος βαραίνει τη Ρώμη, η οποία με τη θεολογία του πρωτείου, αλλά και την είσοδο στην ιστορία του φαινομένου της ουνίας απέκλειε στο παρελθόν κάθε δυνατότητα κοινωνίας.

Παρ’ όλα αυτά μεταπολεμικά η συνάντηση των Ορθοδόξων με τη Δύση στα πλαίσια της Οικουμενικής Κίνησης έδωσε νέα ώθηση και νέες προοπτικές σ’ αυτό που στο παρελθόν φάνταζε αδύνατο. Έτσι, διαπιστώνεται ότι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί έχουν περισσότερα κοινά απ’ ότι έχουν με τους Προτεστάντες. Παρ’ όλα αυτά οι φοβίες και οι καχυποψίες για υποταγή των Ορθοδόξων στον πάπα διέβαλαν το διάλογο και μεγέθυναν τη ρήξη.

Η Ορθοδοξία διαθέτει ισχυρές θεολογικές δυνάμεις για να ανταπεξέλθει στο διάλογο. Πράγμα που επιβεβαιώνεται με την παρατήρηση της επιρροής της σύγχρονης Ορθόδοξης θεολογίας στη σύγχρονη θεολογία της Δύσης.
Όποιος πιστεύει στην αλήθεια δεν φοβάται να διαλεχτεί γι’ αυτήν. Η αλήθεια δεν φοβάται το διάλογο.

Ανεξάρτητα από τα ουσιαστικά βήματα που έχουν ήδη γίνει, Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί δεν συμπίπτουν, υπάρχουν πολλά ακόμη να γίνουν (παπικό πρωτείο, προσηλυτισμός). Εντούτοις η στροφή έχει ήδη γίνει. Οι Εκκλησίες έχουν την ευθύνη να δημιουργήσουν σχέσεις εμπιστοσύνης και σεβασμού, προκειμένου να προωθηθεί ο διάλογος, ο οποίος εν τέλει ανήκει στα χέρια του Θεού.

Η άρνηση του διαλόγου αποτελεί έγκλημα και η αποδοχή του δυνατότητα κοινωνίας και αγάπης.

Την ένωση κάνει η Εκκλησία και όχι οι θεολογικοί διάλογοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: